Αντιδοκίμιο

*

του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ

Αν μεταχειριζόμαστε το πρώτο πληθυντικό στα δοκίμιά μας, αυτήν την επίφαση αντικειμενικότητας, είναι γιατί θέλουμε να υπονομεύσουμε την αντικειμενικότητα, όπως εννοείται στις μέρες μας, να τη σαμποτάρουμε για να αποδείξουμε ότι το εγώ μπορεί να πει αλήθειες· ότι στην πραγματικότητα το εμείς δεν είναι παρά η προσπάθεια να πείσουμε τους άλλους, ή καλύτερα να πειστούμε: να μετατρέψουμε σε γνώση αυτό που απλώς πιστεύουμε, όταν παρά το γεγονός ότι στέκεται μπροστά στα μάτια μας, θέλουμε να το αγγίξουμε για να βεβαιωθούμε, σάμπως η αφή (εδώ μεταφορικά η γνώση) να μην είναι άλλη μία αίσθηση που μπορεί να μας απατήσει. Όμως αυτό σημαίνει πληθυντικός: δύο αισθήσεις (όραση και αφή), συνεπώς βεβαιότητα. Ύστερα υπάρχει ανάγκη για τρεις: η αμφιβολία, βλέπετε… Αλλά ο «γνωστικός άνθρωπος» δεν σταματάει εκεί: ακόμη και όταν θα αγκαλιάσει ολόκληρη την αλήθεια, θα αμφιβάλλει για την ύπαρξή της: ένας Ιβάν Καραμάζωφ, ένας άνθρωπος καταραμένος να απομακρύνεται από την αλήθεια, καθώς προσπαθεί εναγωνίως να την πλησιάσει με τη λογική, που όχι μόνο μοιράζεται με τις αισθήσεις την περατότητα, αλλά και την ίδια δομή, εκείνη του στροβίλου που σε αρπάζει και σε τσακίζει μέσα στην τροχιά των δυνάμεών του.

Το κακέκτυπο του Ιβάν Καραμάζωφ είναι η επιστήμη. Γιατί αν ο Ιβάν διατηρεί την αμφιβολία παρά τη φαινομενική πνευματική του ακεραιότητα, η επιστήμη είναι βέβαιη, η επιστήμη είναι γνώση: μία άρνηση, μία έγερση τειχών ανάμεσα σε εκείνη και όσα δεν μπορεί να χωρέσει: όχι αυτά που της ανήκουν σε ένα μέλλον, όχι αυτά δηλαδή που θα μπορέσει να εξηγήσει, αλλά εκείνα που ποτέ δεν θα καταφέρει να ονομάσει, δηλαδή τα απέραντα, τα αιώνια και αθάνατα. Έτσι η επιστήμη κυκλοφορεί κουνώντας επιδεικτικά το σκήπτρο της προς όλους, μία γκροτέσκα φιγούρα, ένα κακομαθημένο παιδί, μία οντότητα που δεν έχει ωριμάσει ακόμα, γιατί ονομάζει τα πάντα προτού δώσει όνομα στον εαυτό της, πριν γνωρίσει και αποδεχτεί δηλαδή τα όριά της. Έτσι λοιπόν και εμείς φοράμε την κουκούλα της αντικειμενικότητας στα δοκίμιά μας με το πρώτο πληθυντικό, με τεκμήρια, με γραμμικότητα κ.ά., χτίζοντας ένα κάστρο στον αέρα, γιατί θέλουμε να δείξουμε αυτό που βρίσκεται «πίσω» από αυτόν: τον ουρανό. Στην πραγματικότητα όμως δεν διαφέρουμε και πολύ από τον Ιβάν Καραμάζωφ: γράφοντας θέλουμε και εμείς να πειστούμε πείθοντας τους άλλους: θέλουμε να γίνουμε «εμείς», θέλουμε το «εγώ» να ανήκει κάπου. Ένας Αλιόσα δεν θα έγραφε ποτέ… Γιατί ένας Αλιόσα Καραμάζωφ είναι τόσο ευρύς, που αποτελεί από μόνος του έναν πληθυντικό, επειδή δεν τον χρειάζεται: ανήκει στην αλήθεια, σε αυτό που είδε.

Αν ο Ιβάν διατηρεί τη φωτιά της αμφιβολίας, ο Αλιόσα συντηρεί την ήσυχη φλόγα της ιερότητας. Και αυτή είναι σχεδόν άγνωστη στις μέρες μας (όχι, δεν συμπεριλαμβάνει τη θρησκοληψία, τη σύγχρονη επίφαση επιβίωσης του ιερού), γιατί ήταν η πρώτη που εξορίστηκε από την επιστήμη, στην προσπάθεια της τελευταίας να αποστειρώσει τα πάντα με τη γνώση της καταδικάζοντας τον άνθρωπο στη δυστυχία: του έδωσε όλα όσα χρειάζεται για να επιβιώνει, όχι να ζει. Στράγγιξε το αίμα από τις φλέβες του, γιατί ήταν επικίνδυνο για την επιβίωση. Του πήρε τον ουρανό: τίποτα πιο επικίνδυνο από έναν ουρανό. Του είπε «μείνε κοντά στη γη, θυμήσου τι έπαθε ο Ίκαρος».

Αναρωτιόμαστε πού θα καταλήξει αυτή η καταπίεση. Ελπίζουμε όχι στο άλλο άκρο (αν και η Ιστορία αυτήν την κατεύθυνση δείχνει…): η επιστήμη είναι αναγκαία. Απλώς πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι η τσάπα και όχι ο αγρότης.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*