Οσμές

sch1

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τι είναι το πιο απόκρυφο στη γυναίκα; Όλοι το ξέρουμε.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

«Μη λουστείς, καταφθάνω!» Αυτό παράγγελνε στην αυτοκράτειρά του, Ιωσηφίνα, ο Βοναπάρτης κάθε φορά που γυρνούσε στο Παρίσι από μιαν ακόμη μακρινή εκστρατεία.

Παραγγελία επιτακτική, επίμονη, που ακούγεται ίσως παράδοξη για τον ηγήτορα της χώρας που γέννησε τη σύγχρονη αρωματοποιία και την αναβίβασε στο επίπεδο της πραγματικής οσφρητικής τέχνης. Να ’ταν η χοϊκότητα του ανθρώπου της Μεσογείου που ωθούσε τον Κορσικανό να προτιμά την ωμή φυσικότητα από τα λεπταίσθητα μύρα, τη γυμνή, αμεσολάβητη ανάδυση της θηλύτητας από τον εύοσμο φλοιό των σαπουνιών και των γαλακτωμάτων; Ή μήπως ήταν αντίθετα, ακριβώς η ασκημένη του ρίνα που του δίδαξε ότι από τις τεχνητές μυρωδιές, όσο αιθέριες κι αν είναι, η απαραγνώριστη ατομικότητα της αγαπημένης πάντα υπερέχει;

Εμπρός στα επείσακτα αρώματα, που περισφίγγουν στη δίνη τους ό,τι δικό και το κατασκεπάζουν, κάθε κορμί αντιτάσσει τη δική του οσμηρή αλήθεια, μια παλέτα ολόκληρη από πτητικά χρώματα και σκιές. Στο νοερό φασματοσκόπιο των οσμών, κάθε σημείο του ποθητού σώματος αντιπροσωπεύει κι έναν άλλο ιριδισμό. Μαλλιά, στόμα, λαιμός, στήθος, μασχάλες, κοιλιά, μηροί, γλουτοί, κνήμες, ακροδάχτυλα, ιδίως των ποδιών, από το υπεριώδες ώς το υπέρυθρο, κι απ᾽ το ευώδες έως το δυσώδες, τα πάντα μοιάζει να εντάσσονται σε επάλληλους κύκλους, να ακολουθούν τις γραμμές μιας διαρκούς σπείρας που από την περιφέρεια εκκινώντας περικυκλώνει το περιπόθητο κέντρο: το εφήβαιο και τους βουβώνες, τη γλουτιαία σχισμή από τον κόκκυγα ώς την έδρα και ώς το περίνεο (αυτά τα δυο ειρωνικά εκατοστά του Λίχτενμπεργκ που χώριζαν κάποτε τον πρωκτό από την γυναικεία τιμή), την κλειτορίδα, τα τετράφυλλα χείλη του αιδοίου, τη σκοτεινή μυστικοπάθεια του κόλπου. Προ πάντων αυτή. Οι μύχιες οσμές που υπόσχονται τα σφιχτά περίκλειστα σκέλη μιας συνεπιβάτιδος στο μετρό μπορούν να σε φέρουν, ο Γκόττφρηντ Μπεν το ήξερε, στα όρια της οδύνης.

Der Strumpf am Spann ist da. Doch, wo er endet,
ist weit von mir. Ich schluchze auf der Schwelle:
laues Geblühe, fremde Feuchtigkeiten.

Εμπρός μου μια απ’ τις κάλτσες της. Μα η άκρη της
μακριά. Κει στο κατώφλι, μού ’ρχεται λυγμός:
σάρκα χλιαρή από καρπούς, άγνωστες υγρασίες.

Τίποτα δεν είναι μονότονο σ᾽ αυτή την οσφρητική διαδρομή, οι μυρωδιές συμφύρονται, όμως συμφυρόμενες κρατούν την ιδιαιτερότητά τους. Η αψιά γεύση της ιδρωμένης μασχάλης ανταγωνίζεται, επισκιάζει, επιζητεί ν᾽ απορροφήσει αλλά δεν το κατορθώνει ποτέ εντελώς την αέρινη, περίπου ανεπαίσθητη αναδοσιά των ώμων· αστράγαλοι, κνήμες και γόνατα αποτελούν αδρά οπτικά γεγονότα, χειρονομίες της γεωμετρίας στο φως, το οσφρητικό τους ίχνος ωστόσο είναι μόλις διακριτό· οι ιγνύες κρατούν στα ρομβώδη τους κοίλα άλλης λογής ευωδίες από το περίκλειστο εσωτερικό των μηρών.

Κι αυτή είναι μόνο η αρχή. Κυριολεκτικά κάτω απ᾽ τη μύτη μας, η βεντάλια έχει μόλις ανοίξει. Η ηλικία, ο σωματότυπος, η απόχρωση της επιδερμίδας, η τροφή και το ποτό, η ώρα ακόμη και ο περιβάλλων χώρος προσθαφαιρούν συνεχώς τους δικούς τους τόνους στο γυναικείο άρωμα· καινούργια μοτίβα ή παραλλαγές έρχονται να δοκιμαστούν πάνω στο κλαβιέ της ποθούμενης σάρκας. Η διάφανη, κάπως απρόσωπη μυρωδιά της έφηβης βρίσκεται κόσμους ολόκληρους μακριά από την πλούσια αλλά και νωχελική ευοσμία του μεστού θηλυκού· η ηλικία της πλήρους αισθησιακής αποδόσεως, εκεί γύρω στα τριάντα, sch2ισαπέχει και από τις δυο. Άλλη είναι η πυκνή φυλλωσιά των οσμών μιας χυμώδους καμπύλης κι άλλη η κοφτή, σχεδόν οστέινη λιτότητα της λεπτής, περίπου ευθείας γραμμής· με τα μάτια κλειστά, μελαχρινές, καστανές, ρούσες, ξανθιές φαντάζουν ενίοτε ήπειροι που ποτέ δεν άκουσαν η μια για την ύπαρξη της άλλης· ασιανές και καυκάσιες αναγνωρίζονται αμέσως όχι μόνο απτικά, όπως μας έμαθαν οι δοκιμές στα τυφλά ενός Καββαδία, αλλά και οσφρητικά: είναι ξεχωριστές επικράτειες. Η επίγευση ενός φρούτου ή ενός γλυκίσματος μεταδίδεται από στόμα σε στόμα κι από μύτη σε μύτη, η μέθη του ποτού ή του καπνού αντίθετα συσκοτίζει το οσφρητικό κοντράστ. Αλλιώς ευωδιάζει η πρωινή σου ερωμένη, αλλιώς η μεταμεσονύχτια. Αλλιώς αναδεύεται κάτω απ’ τα ρουθούνια σου εκείνη που σου δόθηκε πάντοτε αμέριστη, κι αλλιώς ετούτη εδώ που σ’ απάτησε. Άλλη γυναίκα ανασαίνεις στο ύπαιθρο, παραδομένη πάνω στη ζεστή ψιλή άμμο ή στην τρυφερή επιδερμίδα της χλόης κάτω απ᾽ τον ήλιο, κι άλλη στο ημίφως ή το πλήρες σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας. Αλλιώς την αισθάνεσαι ολόγυμνη κι αλλιώς κάτω απ᾽ τα πέταλα και τα σέπαλα που στοιβάζουν πάνω στο κορμί της τα εσώρουχα. Και είναι αυτά, τα εσώρουχα, που περισσότερα απ᾽ όλα την κρατούν ζωντανή στις αισθήσεις, όταν η ίδια απουσιάζει. Όπως το ποίημα συγκρατεί τη μορφή του ανθρώπου όταν εκείνος πια λείψει (Σεφέρης), έτσι και το νοτισμένο εσώρουχο εκείνης που αγάπησες –«σλιπάκι μυρισμένο κοριτσιού μου», τραγουδά ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης– δεν είναι απλώς και μόνο φετίχ ή εύκολο τρόπαιο, όπως νομίζουν οι απλοί, αλλά η ίδια η μνήμη που πάγωσε, που ξέφυγε από τον άοσμο χρόνο και απέκτησε οσμή – την οσμή της.

Και η οσφρητική πανδαισία δεν σταματά εδώ, η ώσμωση της ατέρμονης σειράς των συστατικών της μόνο στη διάρκεια του έρωτα αποκτά την αδιανόητη δυναμική της. Είναι η ερωτική πράξη που τα καθιστά όλα αυτά κράση πραγματική, η μείξη της σαρκός που φτιάχνει τον τέλειο κάλυκα, τον τελικό (αν υπάρχει ποτέ πέρας εδώ…) αρωματικό τύπο. Τώρα, γυναίκα και άνδρας από το χωριστό τους χρωματολόγιο συρρέουν και συγχέονται σε κοινό καμβά. Είναι κρίμα, αλλά για το κορμί του εραστή στις σελίδες τους οι γυναίκες συγγραφείς τις περισσότερες φορές σιωπούν. Πόσα και πόσα δεν έχουμε διαβάσει από άντρες για τους αστραγάλους, τους γοφούς ή τις γυναικείες θηλές. Το «Sonnet du trou du cul» των Βερλαίν και Ρεμπώ, υμνεί μια από τις ερωτικότερες εσοχές του σώματος και των δύο φύλων.

Obscur et froncé comme un oeillet violet,
Il respire, humblement tapi parmi la mousse
Humide encor d’amour qui suit la fuite douce
Des Fesses blanches jusqu’au coeur de son ourlet.

Σαν βιολετί γαρύφαλλο, σκούρα και ζαρωμένη,
τώρα στων βρύων την πρασιά ανασαίνει ταπεινή –
ακόμα υγρή απ’ τον έρωτα, που απ’ τ’ άσπρα κατεβαίνει
οπίσθια στου κρατήρα της τη δαντελένια οπή.

Ένα ποίημα για τη βάλανο ή τους όρχεις ωστόσο, γραμμένο από γυναίκα, μας λείπει. Κι όμως, και τι δεν θα μπορούσε να μας διδάξει, τι ειρωνικά μυστικά, τι απωθημένες εικόνες, τι αναπάντεχες μεταφορές να φέρει στο φως.

Η ερωτική πράξη λοιπόν, κι όχι άλλος, είναι ο έσχατος, ο ύπατος αρωματοποιός. Μόνο πάνω στο σύνορο σώμα μεστώνει η ιδία οσμή. Μια γυναίκα αναφής, οσφρητικά είναι αλλιώτικη, άκοπη· είναι η επαφή, ο ίμερος και η κλινοπάλη που την καθιστούν ό,τι είναι στ᾽ αλήθεια: das ewige Weib, το αιώνιο θήλυ του Γκαίτε, που μας αίρει ψηλά ακριβώς γιατί είναι πτητικό και αιθέριο. Σαν οσμή.

sch3Είναι η μείξη λοιπόν, και ποια μείξη! Το μέχρι τότε ξηρό και αέρινο κατακλύζεται από τον αναβλύζοντα κόσμο του υγρού. Στις έξω, στις επιπολής μυρωδιές έρχονται τώρα να προστεθούν οι έσω, οι μυχιότερες και πηγαίες εκχυλίσεις. Ιδρώτας και σάλιο, σπέρμα και κολπικά υγρά συρρέουν απ᾽ όλους τους πόρους, τα περάσματα της σάρκας και του κορμιού. Το χαρμάνι που φτιάχνουν με τη σειρά του είναι ιδιαίτερο, για την ακρίβεια μοναδικό, και ανεπανάληπτο. Σαν τον ποταμό του Ηράκλειτου είναι των αδυνάτων να εισδύσεις στο ίδιο σώμα κάθε φορά – ήδη η ροή των χυμών του το αλλάζει, όπως αλλάζει η φουσκονεριά ή η άμπωτις την όψη ενός όρμου.

Για τον λόγο αυτό, καμιά γυναίκα που άγγιξες πάνω από μία φορά δεν είναι ενική – είναι ένα πολύπτυχο, πολυπρόσωπο, πολύοσμο πλήθος. Για την ακρίβεια, είναι μια συλλογή από στιγμές, από ρευστές ή πυκνές διαθέσεις, από αισθήματα, βιώματα, από σκέψεις ακόμα, που έχουν σωματωθεί σε κινήσεις και παλεύουν ν’ αφήσουν επάνω σου κάθε μια το δικό της το ίχνος.

Άλλη γεύση έχει το λυπημένο φιλί και άλλη το χαρούμενο. Άλλη θέρμη αναδίδει η κουρασμένη αγκαλιά πριν τη νάρκη, κι άλλη το παιχνιδιάρικο σφίξιμο την ώρα της σχόλης. Άλλη είναι η κατάσαρκη εωθινή επαφή κι άλλη η κλεφτή, φευγαλέα οικειότητα στην εργάσιμη διάρκεια της μέρας. Και η σκέψη, α η σκέψη – αυτή σφραγίζει τα πάντα. Στης αγαπημένης το κορμί, κάτω απ’ όλες τις πτυχές της αιδούς, κάτω από τα μυστικά του πιο μύχιου εγώ, αναβοσβήνουν καθαρά στο καντράν σαν φωτάκια τη νύχτα όλα όσα ζουν και ξοδεύονται λες στους αθέατους νευρώνες μιας σχέσης: ο θαυμασμός και η ζήλεια, η συμπάθεια και η απώθηση, η στοργή και η γκρίνια, η αθέλητη κι όμως πανταχού παρούσα ειρωνεία, η λαγνεία σ’ όλα της τα σκαλιά, από τον λεπταίσθητο, ντελικάτο ερωτισμό ώς την ζωωδέστερη καύλα, η αδιαφορία, η απόσταση, η ψυχρότητα που γίνεται συγκατάβαση και μετά ξεσπά και συστρέφεται σε άρνηση, σε κραυγή για βοήθεια ή κρυφή αγωνία, η μόλις συγκρατημένη αγανάκτηση, η τρυφεράδα που έχει τόσο πολύ γυμνωθεί απ’ τον πόθο ώστε απόμεινε πλέον μητρική προστασία, η φιλότης και η ανάγκη της, ο κόπος, ο κόρος, η ανία – α προ παντός η ανία, αυτή η λίγη ζωή η πνιγμένη μέσα στο καθημερινό και το ασήμαντο…

Πόσα και πόσα εκεί δεν θα βρεις! Μέσα σε μια αγκαλιά, στην κοιλότητα που χωρίζει δυο στήθη, δυο θηλές ή δυο μπράτσα, λες χωράνε τα πάντα. Χωράει το παιδιάστικο καλωσόρισμα, το ανασκίρτημα της χαράς και της έξαψης, η πίστη μ’ όλες της τις σεμνές τελετές, η ντροπή, η αγάπη που έγινε δεσμά και σε πνίγει, οι όρκοι που τρέπονται τώρα ανεπίγνωστα σε οργή και σε λύσσα και σε υπόκωφο μίσος· χωράει τέλος η υπόσχεση για το αύριο, όσο κι αυτό το μελλούμενο αντίο.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

sch4