Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Ημερολόγιο: Επιλογή κειμένων (2/3)

(Επιλογή κειμένων, Μετάφραση: Χρήστος Γροσδάνης)

Για το διανθρώπινο και τη φόρμα.

Γκομπρόβιτς

Ι. Εξηγούσα μια μέρα σε κάποιον ότι, για να καταλάβει το πραγματικά κοσμικό νόημα που έχει ο άνθρωπος για τον άνθρωπο, πρέπει να φανταστεί την παρακάτω σκηνή: βρίσκομαι απολύτως μόνος στην έρημο· δεν έχω δει ποτέ ένα ανθρώπινο ον, δε διανοούμαι καν ότι η ύπαρξη ενός άλλου ανθρώπου είναι δυνατή. Τότε, στο οπτικό μου πεδίο εμφανίζεται ξαφνικά ένα ον ανάλογο το οποίο, χωρίς να είναι εγώ, είναι η ίδια αρχή ενσαρκωμένη σ’ ένα ξένο σώμα, κάποιος απαράλλακτος κι όμως διαφορετικός· και να που εγώ αρχίζω να αισθάνομαι μ’ έναν μαγικό τρόπο πλήρης και ταυτόχρονα επώδυνα διχασμένος. Εντούτοις, τα πάντα είναι υποταγμένα σε μια μοναδική αποκάλυψη: ιδού που βρήκα το φως, έγινα απρόβλεπτος για μένα τον ίδιο, όλες μου οι δυνατότητες πολλαπλασιάστηκαν από την επαφή μου με αυτήν τη νέα δύναμη, ξένη και ταυτόχρονα όμοια, που με πλησιάζει σαν εγώ, ερχόμενος από έξω, να πλησίαζα τον εαυτό μου.

ΙΙ. Εάν το Φερντυντούρκε[1] αντιστέκεται τόσο πολύ στην ερμηνεία, αυτό συμβαίνει επειδή το βιβλίο μου εκφράζει μια ιδιαίτερη εικόνα του ανθρώπου. Πώς αυτοί – οι κριτικοί μου – αντιλαμβάνονται τον γκομπροβιτσιανό άνθρωπο στο έργο μου; Κι εγώ, πώς τον αντιλαμβάνομαι; Λένε – και έχουν δίκιο – ότι στο Φερντυντούρκε ο άνθρωπος δημιουργείται από τους ανθρώπους. Αλλά αυτό το εννοούν ως μια εξάρτηση του ατόμου από μια κοινωνική ομάδα η οποία του επιβάλλει τις συνήθεις της, το ύφος της, τις συμβάσεις της… Φτάνουν μάλιστα μέχρι να παρατηρήσουν ότι αυτό είναι μια αλήθεια τελείως αδιάφορη, μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνει πράγματα γνωστά.

Αλλά αυτό που δεν είδαν είναι ότι στο Φερντυντούρκε η διαδικασία διαμόρφωσης του ανθρώπου από τους άλλους ανθρώπους έχει συλληφθεί με τρόπο απείρως πιο μεγαλειώδη. Δεν αρνούμαι την εξάρτηση του ανθρώπου από το περιβάλλον του· όμως αυτό που είναι για μένα πολύ πιο σημαντικό και δημιουργικό στο καλλιτεχνικό πεδίο, βαθύτερο στο ψυχολογικό επίπεδο, πιο ανησυχητικό τέλος στο φιλοσοφικό πεδίο, έγκειται στο ότι ο άνθρωπος είναι το έργο ενός ατόμου, κάποιου άλλου, που μπορεί να συναντήσει τυχαία, την οποιαδήποτε στιγμή. Στο βαθμό που εγώ είμαι μονίμως για τον άλλο, δημιουργημένος για να με δει ο άλλος, προικισμένος με μια οριστική ύπαρξη μόνο από κάποιον και για κάποιον, και όπου υπάρχω ως φόρμα διαμέσου του άλλου. Δεν πρόκειται λοιπόν να πούμε ότι ένα συγκεκριμένο περιβάλλον μου επιβάλλει τις συμβάσεις του ή ακόμα, όπως το θέλει ο Μαρξ, ότι ο άνθρωπος είναι το προϊόν της κοινωνικής του τάξης· πρόκειται να δείξουμε την επαφή του ανθρώπου με τον όμοιο του και τον ξαφνικό, τυχαίο, άγριο χαρακτήρα αυτής της επαφής, να κάνουμε κατανοητό πώς από αυτές τις αναπάντεχες σχέσεις γεννιέται η Φόρμα, συχνά τελείως απρόσμενη, παράλογη. Εγώ ο ίδιος δεν έχω καθόλου ανάγκη τη Φόρμα, αυτή χρησιμεύει μονάχα στον άλλο για να με αντιληφθεί, να με νιώσει, να με δοκιμάσει. Δεν καταλαβαίνετε ότι μια τέτοια Φόρμα είναι πολύ πιο δυναμική από μια απλή κοινωνική σύμβαση; Ότι είναι ένα στοιχείο αδύνατο να κυριαρχηθεί; Όσο θα βλέπετε στο Φερντυντούρκε μια μάχη ενάντια στις συμβάσεις, το βιβλίο μου, ήρεμος ίππος, θα ακολουθεί την πεπατημένη· αλλά μόλις νιώσετε ότι σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει η δημιουργία του ανθρώπου από έναν άλλον άνθρωπο μέσα στους σπασμούς του βιαιότερου εναγκαλισμού, τότε θα εκτιναχτεί χλιμιντρίζοντας από το σπιρούνιασμα και θα σας μεταφέρει στη χώρα του Απροσμέτρητου. Φερντυντούρκε είναι περισσότερο μια φόρμα-ενέργεια και λιγότερο μια φόρμα-σύμβαση.

Λένε επίσης ότι στο Φερντυντούρκε (και στα άλλα βιβλία μου) μάχομαι το ψέμα και την υποκρισία… Ας το παραδεχτούμε. Αλλά αυτό δεν είναι εκ νέου μια απλοποίηση του ανθρώπου μου και των προθέσεων μου;

Διότι επιτέλους, ο άνθρωπος που προτείνω είναι δημιουργημένος από έξω, είναι στην ίδια του την ουσία μη-αυθεντικός, επειδή δεν είναι ποτέ ο εαυτός του, τίποτα περισσότερο από μια φόρμα που γεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους. Το «εγώ» του του δίνεται στη σφαίρα του «διανθρώπινου». Είναι ένας ηθοποιός αιώνιος, αλλά ένας ηθοποιός φυσικός, επειδή ό,τι τεχνητό έχει του είναι έμφυτο, αυτό είναι μάλιστα ένα από τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης· το να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει ότι είναι ηθοποιός, σημαίνει ότι προσομοιώνει τον άνθρωπο, ότι «κάνει σαν» να ήταν άνθρωπος δίχως στο βάθος να είναι, το να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει ότι υποδύεται τον άνθρωπο. Σ’ αυτές τις συνθήκες πώς να εννοήσουμε τη μάχη του Φερντυντούρκε μου ενάντια στη φάτσα και τη γκριμάτσα. Δεν πρόκειται καθόλου να συμβουλεύσουμε τον άνθρωπο ν’ αφαιρέσει τη μάσκα του (όταν πίσω από αυτήν τη μάσκα δεν υπάρχει πρόσωπο)· αυτό που μπορούμε να του ζητήσουμε είναι να συνειδητοποιήσει την απουσία αυθεντικότητας της κατάστασής του και να το ομολογήσει. Εάν είμαι καταδικασμένος σε τεχνάσματα, όλη μου η ειλικρίνεια συνίσταται στο να ομολογήσω ότι δεν έχω πρόσβαση στον εαυτό μου. Εάν αδυνατώ να είμαι ο εαυτός μου, δεν μπορώ να σώσω την προσωπικότητά μου παρά μονάχα μέσω της θέλησης μου να είμαι αυθεντικός, μιας επίμονης επιθυμίας που με ωθεί να δηλώσω ενάντια σε όλους «θέλω να είμαι ο εαυτός μου» και που αποτελεί μια εξέγερση τραγική και απελπισμένη ενάντια στην παραμόρφωσή μου. Δεν μπορώ να είμαι ο εαυτός μου και όμως το θέλω, το οφείλω: είναι μια από αυτές τις αντιφάσεις που δεν κατορθώνουμε ποτέ να επιλύσουμε ούτε ν’ αμβλύνουμε… Εξάλλου μην περιμένετε από εμένα γιατρικά σε αρρώστιες αθεράπευτες. Το Φερντυντούρκε αρκείται στη διαπίστωση του εσωτερικού ξεσκίσματος του ανθρώπου – τίποτα περισσότερο.

~.~

Για την Πολωνία

 Η στάση μου απέναντι στην Πολωνία προκύπτει από τη στάση μου απέναντι στη φόρμα: θέλω να γλυτώσω από την Πολωνία, όπως γλυτώνω και από τη φόρμα, θέλω να υπερίπταμαι πάνω από την Πολωνία όσο και πάνω από το ύφος μου: εδώ, όπως και εκεί, η αποστολή μου είναι η ίδια.

Κατά κάποιο τρόπο, αισθάνομαι Μωυσής. Διασκεδαστική, αλήθεια, αυτή η τάση της φύσης μου. Στα όνειρα μου φουσκώνω σα διάνος. Και γιατί λοιπόν, θα με ρωτήσετε, πιστεύτε ότι είστε ο Μωυσής; Πριν από εκατό περίπου χρόνια, ο Λιθουανός ποιητής[2] είχε σφυρηλατήσει τη φόρμα του πολωνικού πνεύματος· σήμερα, εγώ, ως άλλος Μωυσής, ελευθερώνω τους Πολωνούς από τις αλυσίδες αυτής της αρχαίας φόρμας, αναγκάζω τον Πολωνό να βγει από τον εαυτό του…

Η μεγαλομανία μου μ’ έκανε να γελώ μέχρι δακρύων! Εντούτοις, μια τέτοια αντινομία θεωρητικά δεν είναι τελείως αθεμέλιωτη, και θα ήμουν περίεργος να μάθω πόσοι εκλεκτοί από τα ωραία πνεύματα της ιντελιγκέντσια μας θα μπορούσαν να διαισθανθούν το αληθινό νόημα αυτής της διαδικασίας. Ότι δηλαδή αν ένας Πολωνός – ακριβώς επειδή μετά από μεγάλες προσπάθειες είναι υπερβολικά Πολωνός και τίποτα άλλο από Πολωνός – θέλησε ν’ απελευθερωθεί κατηγορηματικά από την «πολωνικότητα» του, μια τέτοια ιδέα διαμετρικά αντίθετη μονάχα ανάμεσά μας μπορούσε να γεννηθεί, λόγω της εξοργιστικής τυφλότητας που μας κάνει να παραμένουμε εθνικιστές. Αναρωτιέμαι επίσης, πόσα από τα προαναφερθέντα ωραία πνεύματα θα μπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν τις τεράστιες δυνατότητες που μια τέτοια επανάσταση ανοίγει μπροστά μας, με την προϋπόθεση να βρούμε ανθρώπους αρκετά αποφασισμένους, αρκετά γενναίους για να την πραγματοποιήσουν. Τι ελευθερία αυτή η ειλικρινής δυναμική θεμελιωμένη σε μια ανανεωμένη στάση του Πολωνού απέναντι στον εαυτό του! Ονειρεύομαι καμιά φορά να βρω υποστηριχτές ικανούς να με διογκώσουν στα όρια ενός γεγονότος της ιστορίας μας, και δηλώνω ότι αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο: για μένα, πράγματι, η εμβέλεια του έργου εξαρτάται τόσο από αυτόν που το διαβάζει όσο και από αυτόν που το γράφει. Τα βιβλία θα μπορούσαν να ηχήσουν σαν τις σάλπιγγες της Ιεριχούς, αν οι άνθρωποι ήθελαν να τα υψώσουν όρθια στον αέρα και να τ ’ακουμπήσουν στα χείλη τους! Κοιμήσου, τρομπέτα μου, εγκαταλειμμένη πάνω στην κοπριά απραγματοποίητων δυνατοτήτων!

Η κοπριά. Ιδού το πρόβλημα : στην κοπριά σας βρίσκονται οι ρίζες μου. Είμαι η ηχώ όλων των υπολειμμάτων που έχετε απορρίψει ανά τους αιώνες. Εάν η φόρμα μου είναι παρωδία φόρμας, τότε το πνεύμα μου είναι παρωδία του πνεύματος, το πρόσωπό μου παρωδία προσώπου. Φαίνεται πράγματι ότι δεν αποδυναμώνουμε τη φόρμα φέρνοντάς την αντιμέτωπη με μια άλλη φόρμα, αλλά απλά χαλαρώνοντας τη στάση μας απέναντί της. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αν, τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόμασταν επειγόντως έναν ήρωα, γεννήθηκε ένας κλόουν, ένας γελωτοποιός. Ένας γελωτοποιός συνειδητοποιημένος, άρα σοβαρός. Στη μάχη σας με το πεπρωμένο παίρνατε για πολύ καιρό τα πράγματα κατά γράμμα, ήσασταν υπερβολικά αφελείς. Ξεχάσατε ότι άνθρωπος δεν είναι απλά ο εαυτός του, άλλα ότι παριστάνει τον εαυτό του. Ό,τι μέσα σας ήταν θέατρο και παιχνίδι ηθοποιού το πετάξατε στην κοπριά, προσπαθήσατε να το ξεχάσετε και ορίστε που σήμερα, κοιτώντας από το παράθυρο, βλέπετε ότι το δέντρο που φύτρωσε στην κοπριά είναι παρωδία δέντρου.

Εάν γεννήθηκα – τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο –, γεννήθηκα για να ξεσκεπάσω το παιχνίδι σας. Τα βιβλία μου δεν έχουν στόχο να σας πουν «γίνε αυτός που είσαι!», αλλά «παριστάνεις ότι είσαι αυτός που είσαι». Θα ήθελα μέσα σας να γίνει γόνιμο αυτό ακριβώς που είχατε θεωρήσει μέχρι τώρα τελείως στείρο, ακόμα και ντροπιαστικό. Εάν μισείτε σε τέτοιο βαθμό το παιχνίδι του ηθοποιού, αυτό συμβαίνει επειδή το φέρετε μέσα σας· για μένα, το παιχνίδι του κωμωδού γίνεται το κλειδί της αλήθειας και της ζωής. Εάν η ανωριμότητα σας προκαλεί αποστροφή, αυτό συμβαίνει επειδή τη φέρετε μέσα σας· για μένα η πολωνική ανωριμότητα καθορίζει όλη μου τη στάση απέναντι στην κουλτούρα. Από το στόμα μου σας μιλά η νιότη σας και η επιθυμία σας να παίξετε, η ευλυγισία σας, ό,τι μέσα σας είναι ελαστικό, φευγαλέο, ακαθόριστο… αυτό που μισείτε, αυτό που απαρνείστε…, ενώ μέσα μου ελευθερώνεται ο κρυμμένος Πολωνός, το alter ego σας, η ανάποδη όψη του νομίσματός σας, η κρυμμένη μέχρι σήμερα πλευρά της σελήνης σας. Πόσο θα ήθελα να σας δω συνειδητούς ηθοποιούς στο παιχνίδι τους!


[1] Πρώτο μυθιστόρημα του Γκομπρόβιτς δημοσιευμένο το 1937. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερατώ.

[2] Εννοεί τον Μιτσκιέβιτς ( 1799-1855), Πολωνό ποιητή λιθουανικής καταγωγής.

~.~

(Το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος ακολουθεί στις 16/11. Δείτε το πρώτο μέρος εδώ)