Θανάσης Γαλανάκης, Ο πολύς Μάνος

Αστυνομικοί

~.~

Ὁ Πολὺς Μάνος 

Θὰ ὑπακούω σὲ ἄστρα
Χοιρινὸ μὲ πατάτες
Στὴ γάστρα

Σφάλμα ὀλέθριο ποὺ διέπραξα μικρὸς
καὶ νά! κατέληξα χωμένος στὰ βιβλία.
Ἔχει μαυρίσει ἡ ζωή μου, ἀσφαλῶς!
Ἔπρεπε νά ‘χα πάει στὴν Ἀστυνομία…

Πλῆγμα θὰ ἦταν γιὰ τὴν οἰκογένειά μου.
(Τὸ παίζαν πάντοτε λιγάκι ἀριστεροί).
Στὴ μπλὲ στολὴ ὅμως θά ‘βρισκα τὴν ὑγειά μου.
Τὰ ray-ban μου, τζαμαρία γυαλιστερή.

Στὴ γειτονιὰ ὅλοι θὰ παύαν σὰν περνοῦσα,
λὲς κι ἂν ἀκούσω θὰ τοὺς τράβαγα στὸ Τμῆμα.
Τοὺς συναδέλφους μου καφὲ θὰ τοὺς κερνοῦσα·
θὰ μὲ σεβόντουσαν στὸ κάθε μου τὸ βῆμα.

Τοῦ περιστρόφου ἡ δερμάτινη ἡ θήκη,
ἀστραφτερή – κάθε πρωὶ γυαλιστικό.
Κι οἱ χειροπέδες τοῦ ἐγκλεισμοῦ θά ‘ταν διαθήκη
γιὰ κάθε ὕποπτο, τυχαῖο περαστικό.

Τὸ γκλὸπ σκληρὸ, ἔτοιμο γιὰ νὰ καταστείλει
ὅποιον εὐθύνεται —ἢ καὶ ὄχι— παραβάτη.
Στὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ νὰ καίει καντήλι
γιὰ κάθε τῆς ὁμάδας ΔΙ.ΑΣ. ἀναβάτη.

Μπάτσος ὑπόδειγμα: τραβέλια καὶ πρεζόνια,
ἔμπορους, κλέφτες, βιαστὲς καὶ παπατζῆδες
θὰ ὀνειρευόμουν νὰ μαγκώνω στὴν Ὀμόνοια
καὶ θά ‘χα πλάτες μὲ μαφιόζους καὶ νταῆδες.

Κι ὅταν ἡ σύνταξη θὰ ἐρχόταν σὰν τὴν μπόρα
ποὺ αἴφνης ξεσπάει ἀπὸ σύννεφο μαβί,
τότε θὰ ξάπλωνα φαρδὺς στὴ νεκροφόρα.
Μηδενικὴ εἰς τὸ πηλίκο ἀνταμοιβή.

(13.12.17)

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ