Γιώργος Βαρθαλίτης, Τρίπτυχον

Young_Girl_Reading_by_Jean-Baptiste-Camille_Corot_c1868.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

~.~.~

ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Πώς ξάφνου στον ορίζοντα προβάλλεις
άβυσσε από καθάρια λαμπηδόνα,
χρυσέ οφθαλμέ της μέρας της μεγάλης,

μαρμαρυγή, π’ αστράφτει στον αιώνα,
και το σκοτάδι,  λάμψη, που νικάει
και πλημμυρά του κόσμου το λειμώνα!

Πώς σα ναός η γη φεγγοβολάει,
που μύριες τον  φωτίζουνε λαμπάδες
και χείμαρροι φωτός που ξεχειλάει!

Τις άμετρες της φύσης ομορφάδες
εσύ μονάχος πάλι ξεσκεπάζεις:
βουνά και δέντρα, δάση και κοιλάδες.

Από τον ουρανό καθώς κοιτάζεις,
η θάλασσα, καθρέφτης, μας θαμπώνει,
τι και σ΄ αυτήν τη λάμψη σου μοιράζεις.

Το φως σου και τα σύννεφα χρυσώνει
και με πορφύρας χρώμα φλογισμένης
τα βάφει σαν η δύση σουρουπώνει.

Διαμάντι λαμπερό της οικουμένης
είσαι και κυανώνεις τα πελάγη
και τα χιονόδοξα βουνά λευκαίνεις,

λωτός, που δε γευτήκαν λωτοφάγοι,
μα π΄ όλοι με τα φίλτρα σου μεθάνε,
κι από χρυσόν αθώρητον αρπάγη,

κι εσύ είσαι, π’ όλα εσένα προσκυνάνε,
των αστεριών το πιο τρανό τ’  αστέρι,
που σα φανείς εκείνα διασκορπάνε!

Στ΄ απέραντο όμως μέσα καλοκαίρι
σκληρά πως καιν οι φλόγες σου τη χτίση
τ΄  ανήλεο και μεγάλο μεσημέρι.

Τίποτε πια θαρρείς πως δε θα αφήσει,
προτού  το κάνει στάχτη το καμίνι
και πριν φωτιά το πεύκο ξεγεννήσει.

Το ξέρουμε: δε φέρνεις τη γαλήνη
μα τη φωτιά, την παιδωμή, την πύρα,
που δίχως τους κανείς δε θά ΄χε μείνει,

τι ζωοδότρα αυτή η φωτιά ΄ναι μοίρα,
που σπλαχνικά τη ζήση μας μοιραίνει
κι οι αχτίδες σου χορός ειναι και λύρα,

κι οι αχτίδες σου κρυφή βροχή που ραίνει
το κάθε φύτρο γύρω μας και θάλλει,
το δέντρο και θεριεύει και πληθαίνει,

τη γη και λάμπει μ΄ όλα της τα κάλλη
και της ζωής τις κρύφιες αντηρίδες.
Στη Βαβυλώνα μέσα τη μεγάλη

σε δόξασαν και πλάι στις πυραμίδες
και πυρολάτρες άγριοι στην Περσία
και μυθικές, χαμένες Ατλαντίδες,

και στην αρχαία, ατέρμονην Ασία
λαούς πολλούς βαρβάρων διαφεντεύεις,
ανώνυμε, με κάθε ονομασία,

και Μίθρας, Ρα και Βήλος βασιλεύεις,
και των Δελφών, Απόλλωνας, τη χώρα
με τα χρυσά σου τόξα προστατεύεις.

Πηγή φωτός ακένωτη και τώρα
ποιά πόλη κρυσταλλένια περιχύνεις,
καθώς κυλούν εκεί τα τροχοφόρα,

μ΄ απ΄ όλους δυνατότερην εκείνης
λάμψη τους δυνατότερους λαμπτήρες,
ήλιε μου νοητέ δικαιοσύνης

και πάμφωτή μου μοίρα μες τις μοίρες;

~.~

ΑΡΙΑΔΝΗ

Πώς απ’ τη μνήμη ορθώνεται τη σκοτεινή βαθιά μου
ένα νησί με κάτασπρα στην κορυφή βουνά
και με σμαράγδια πράσινα στην αγκαλιά της άμμου,
π’ όλογυρα το ζώνουνε πελάγη γαλανά,

κι ένα παλάτι ατέλειωτο με σκάλες κι όλο σκάλες
και με κολώνες πορφυρές και πέτρινα θρονιά,
και με διαδρόμους άφεγγους, λευκές αυλές μεγάλες-
κι ήταν εκείνο, λέγανε, του Μίνωα μονιά.

Κι οι τοίχοι του με ζωγραφιές από γερό τεχνίτη
—κρίνους, χελιδονόψαρα, χταπόδια και πουλιά—
και το νησί ‘ταν η τρανή, φωτολουσμένη Κρήτη
κι ήμουν εγώ μονάκριβη κόρη του βασιλιά.

~.~

Ποιοι κύκλοι να χαράζουνε της μνήμης μου τα χνάρια;
Ποιο μίτο με τα χέρια μου, π’ αδειάζει, συγκρατώ;
Και πόσες κόρες οδηγώ και πόσα παλικάρια
μέσα σ’ ενός λαβύρινθου το μούχρωμα πηχτό;

Και το κουβάρι που κρατώ συνέχεια πώς αδειάζει!
(Κανένα φως δεν έρχεται ψηλά απ’ τον ουρανό.)
Θαρρείς πως άναστρη νυχτιά σε ζώνει και βραδιάζει
και ψηλαφάς τριγύρω σου το ζόφωμα πυκνό!

Με σώμα αντρίκειο ξαφνικά και ταύρου το κεφάλι
κάποια φριχτή κι αλλόκοτη ξεπρόβαλε μορφή,
πώς η σελήνη αμφίκυρτη τη νύχτα ξεπροβάλλει,
π’ ολόμαυρα τη σκέπουνε τα σύννεφα κρυφή.

Ο ένας τότε απ’ τους εφτά σε σύντομον αγώνα
κρατώντας του τα κέρατα στα χέρια του σφιχτά
και βάζοντας στον τράχηλο το δυνατό του γόνα
με το μαχαίρι στο λαιμό τον έσφαξε φριχτά.

Κι αυτός βαριά σωριάζεται στο χώμα και μουγκρίζει
κι οι πέτρινες αντιλαλούν στοές απ’ την κραυγή
και μαύρη λίμνη τ’ αίμα του τριγύρω ξεχειλίζει
και μ’ ένα στόμα το ρουφά η διψασμένη γη.

Και το σκοτάδι πορφυρό απ’ τ’ αίμα που κραυγάζει,
και κύκλοι κι άλλοι κύκλοι παν στην πέτρινην ειρκτή,
κι από μια πόρτα φως κρυφή, που απάντεχα μας βγάζει
σ’ αραξοβόλι γαληνό κι ερημικήν ακτή.

~.~

Άφαντο το γοργόπλωρο καράβι, που ‘χε αράξει—
μονάχη με παράτησαν στη μαύρη ακρογιαλιά—
η αυγή στο μέγα πέλαγο πριν λίγο ‘χε χαράξει—
κύματα σκάζαν γύρω μου και κρώζανε πουλιά.

Όλη τη μέρα μύρομουν στ’ άγιο νησί, τη Νάξο,
ριχτή σαν άχρηστο πανί στην καυτερή αμμουδιά,
μέχρι που δε μ’ απόμεινε δύναμη να φωνάξω,
μέχρι που μ’ όλα τ’ άστρα της κατέβηκε η βραδιά!

Και ξάφνου φύσηξε άνεμος το μαύρο γυρογιάλι
κι αντήχησαν στην ερημιά και κύμβαλα κι αυλοί
και κόπασε το πάθος μου στη νύχτα τη μεγάλη
και μια φωνή μου φάνηκε μακριά να με καλεί!

Και το Σαβάζιο αντίκρυσα στα ρούχα τ’ ανθηρά του
—άστρα τον περιζώνανε με παγερή φωτιά—
και χάιδεψα το ζοφερό στη ράχη πάνθηρά του
και τον κρυφό νυμφώνα της μας άνοιξ’ η νυχτιά!

~.~

ΟΒΕΛΙΣΚΟΙ

Οβελίσκοι μου, οβελίσκοι,
που φρουρείτε τους πυλώνες,
άσπρο φως, κατάμαυροι ίσκιοι,
στων αιώνων τους αιώνες,

οβελίσκοι μου από πέτρα,
που κανείς δε σας λυγάει
—αν μπορείς το ψήλος μέτρα!—
κι ανυψώνεστε στα χάη,

και που κάτω από τον ήλιο
με ναούς τρανούς κοντά σας
στης Αιγύπτου το βασίλειο
στήσατε τ’ ανάστημά σας,

κι είστε αιχμές αδρές τοξότη
και μαγνητικές βελόνες,
που στου πόλου τη γλαυκότη
δεν κλονίζουνε κυκλώνες,

κι είστε δόρατα φτιαγμένα
από μυστικό διαβήτη
και με τέχνη σμιλεμένα
στο σκληρότερο γρανίτη,—

σαν ο ήλιος ανεβαίνει
πώς αντιχτυπάει εκείνες
η κορφή σας χρυσωμένη
τις αγκαθερές του αχτίνες,

κι άλλοτε ο μεσημεριάτης
τη θωριά σας πυρακτώνει
και με τ’ άστρα τα δικά της
η νυχτιά σάς στεφανώνει

κι έτσι ορθώνεστε ολοΐσια
μες τ’ ασέληνο σκοτάδι
σάμπως μαύρα κυπαρίσσια
που φυτρώσανε στον Άδη!

Τρεις σας πια θα τραγουδήσω
με τραγούδι δουλεμένο
κι είθε δίπλα σας να στήσω
κι έναν τέταρτον απ’ αίνο!

Πρώτα τη δική σου δόξα,
οβελίσκε, μέλπω τώρα,
συ που του Ραμψή τα τόξα
κράζεις τα τροπαιοφόρα,

συ που κάτω σου περνούσαν
Φαραώ με τ’ άρματά τους
—τι φεγγοβολή σκορπούσαν
τα τρανά διαδήματά τους!—

και περνούσαν με χρυσάφι
στολισμένες αυλητρίδες
και με μάτια σαν ελάφι
και βαμμένες βλεφαρίδες,

κι έβλεπες την άγια βάρκα
ιερείς να λιτανεύουν
και με γρανιτένια σάρκα
σφίγγες πέρα να σου νεύουν,

και να σέρνει ο τροφοδότης
Νείλος τα βαριά νερά του,
π’ έλουζε το πρόσωπό της
η Ίβις, τ’ όρνιο του θανάτου,

κι από τ’ ουρανού τα μύχια
να πετάν ψηλά σου ολοένα
γυπαϊτοί μ’ ολέθρου νύχια
και γεράκια λιμασμένα,—

κι εσέ πού ’φεραν στην Πόλη,
για τον τσίρκο τους καμάρι,
να κοιτάζεις κάθε σκόλη
των λαών το μαύρο σμάρι,

και που σού ’γραψεν η μοίρα
να ξαναντικρίσεις πάλι
βασιλιάδες με πορφύρα
και με στέμμα στο κεφάλι,

κι είδες βασιλιάδες γαύρους
κι άνευρους κι οκνούς και λύκους
και Γιουστινιανούς κι Ισαύρους
και Φωκάδες κι Αντρονίκους,

και ν’ ορμούν αρματηλάτες
με τ’ ακράτητ’ άλογά τους
(βγάζουνε του τσίρκου οι στράτες
φλόγες απ’ τα πέταλά τους!),

και, μελίσσι αρίφνητ’, είδες
μανιασμένο να κραυγάζει
το λαόν απ’ τις κερκίδες
και στο ΝΙΚΑ να φρενιάζει,-

κι όσους τέλος ξεριζώσαν,
όσους ξένες πολιτείες
να στολίζετε καρφώσαν
σε πλακόστρωτες πλατείες,

π’ απ΄ τον ήλιο ξορισμένοι
οι βροχές σάς μαστιγώνουν
κι οι ουρανοί τους μολυβένιοι
τ’ όρθιο σας κορμί πλακώνουν.—

Φοινικιές σάς γνέφαν πρώτα
κι αύρες σάς σκορπίζαν μύρα-
τώρα σας ζαλίζουν φώτα
κι αυτοκίνητα τριγύρα,

οβελίσκοι μου, οβελίσκοι,
που μακριά από τους πυλώνες
του εαυτού σας γίνατ’ ίσκιοι
στων αιώνων τους αιώνες!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

~.~