Βισλάβα Συμπόρσκα, Πώς να (και να μη) γράφεις ποίηση

Szymborska

~.~

Συμβουλές μιας νομπελίστριας προς επίδοξους ποιητές

μετάφραση: Ιωάννης Αβραμίδης

Από τη στήλη της στην πολωνική εφημερίδα Λογοτεχνική Ζωή, η νομπελίστρια ποιήτρια Βισλάβα Συμπόρσκα για χρόνια απαντούσε σε επιστολές απλών αναγνωστών που της έστελναν τα ποιήματά τους. Μια επιλογή αυτών των απαντήσεων σε μετάφραση Clare Cavanagh δημοσιεύθηκε από το Poetry Foundation στα αγγλικά, απ’ όπου και η ελληνική απόδoση.

Στον Ηλιόδωρο από το Πρζέμυσλ: «Γράφεις “ξέρω ότι τα ποιήματά μου έχουν πολλά ψεγάδια, αλλά και τι έγινε; Δεν πρόκειται να κάτσω να τα διορθώσω.” Γιατί έτσι, Ηλιόδωρε; Μήπως επειδή θεωρείς την ποίηση τόσο ιερή; Ή μήπως την νομίζεις ασήμαντη; Και οι δύο τρόποι ν’ ἀντιμετωπίζεις την ποίηση είναι εσφαλμένοι και, το χειρότερο, απαλλάσσουν τον αρχάριο ποιητή από την υποχρέωση να δουλεύει πάνω στους στίχους του. Το να λέμε στην παρέα μας ότι μας κατέλαβε η έμπνευση του βάρδου την Παρασκευή στις 2:45 μ.μ. και άρχισε να ψιθυρίζει μυστηριακά απόκρυφα στο αυτί μας με τέτοια ένταση που μόλις και προλάβαμε να τα καταγράψουμε, ακούγεται ευχάριστο και προσφέρει ικανοποίηση. Αλλά στο σπίτι, πίσω από τις κλειστές πόρτες, διορθώνουμε επιμελώς, διαγράφουμε και αναθεωρούμε αυτά που διατυπώσαμε με άλλες λέξεις. Οι εμπνεύσεις είναι ωραίες και εκλεπτυσμένες, αλλά ακόμη και η ποίηση έχει την πεζή της πλευρά.»

Στον Χ.Ο., επίδοξο μεταφραστή: «Ο μεταφραστής δεν είναι υποχρεωμένος να μένει πιστός μόνο στο κείμενο. Οφείλει επίσης να αναδεικνύει τη συνολική ομορφιά της ποίησης διαφυλάσσοντας τη μορφή της και διατηρώντας με όση πληρότητα είναι δυνατόν το πνεύμα και το ύφος της εποχής».

Στη Γκράζυνα από το Σταραχοβίτσε: «Ας αφήσουμε τα φτερά κι ας δοκιμάσουμε να γράψουμε πατώντας στο έδαφος, τι λες;»

Στον κ. Γ. Κρ. από τη Βαρσοβία: «Χρειάζεστε καινούργιο στυλό. Αυτό που χρησιμοποιείτε κάνει πολλά λάθη. Θα είναι αλλοδαπό».

Στον Πήγασο (sic) από το Νιεπολομίτσε: «Με ρωτάς με ρίμες αν η ζωή μάς καταλαβαίνει (sic). Το λεξικό μου απαντάει αρνητικά.

Στον κ.  Κ.Κ. από το Μπύτομ: «Μεταχειρίζεσαι τον ελεύθερο στίχο σαν ανοιχτό στα πάντα. Αλλά η ποίηση (παρά τα όσα λέμε) είναι, ήταν και θα είναι πάντα παιχνίδι. Και όπως κάθε παιδί γνωρίζει, όλα τα παιχνίδια έχουν κανόνες. Γιατί λοιπόν μεγαλώνοντας να το ξεχνάμε;»

Στην Πούσκα από το Ράντομ: «Ακόμη κι η ανία θα ’πρεπε να περιγράφεται με γούστο. Πόσα πράγματα συμβαίνουν σε μια μέρα που δεν συμβαίνει τίποτε;»

Στον Μπολέσλαβ Λ-κ. από την Βαρσοβία: «Η υπαρξιακή σου οδύνη εύκολα καταλήγει σε μικρολογία. Χορτάσαμε απόγνωση και ζοφερά βάθη. “Oι βαθυστόχαστες σκέψεις” , λέει ο αγαπητός Τόμας (ο Μαν φυσικά, ποιος άλλος;) “θα ’πρεπε να μας προκαλούν μειδίαμα”. Διαβάζοντας το ποίημά σου «Ωκεανός» βρεθήκαμε να παραδέρνουμε σε μια μικρή λιμνούλα. Καλύτερα να θεωρείς τη ζωή σου μια αξιοσημείωτη περιπέτεια που σου συνέβη. Αυτή είναι και η μοναδική μας συμβουλή προς το παρόν.»

Στον Μάρεκ, επίσης από τη Βαρσοβία: «Έχουμε μια αρχή, ότι όλα τα ποιήματα για την άνοιξη αποκλείονται αυτομάτως. Το θέμα αυτό δεν υπάρχει πια στην ποίηση. Εξακολουθεί, φυσικά, να ευδοκιμεί στην ίδια τη ζωή. Aλλά πρόκειται για δυο ξεχωριστά πράγματα.»

Στον Μπ. Λ. από τα προάστια του Βρότσλαβ: «Ο φόβος για τον άμεσο λόγο, η σταθερή, επίμονη προσπάθεια να εκφράσετε τα πάντα με μεταφορές, η συνεχής ανάγκη ν’ αποδεικνύετε σε κάθε στίχο ότι είστε ποιητής: Αυτές είναι οι ανησυχίες που κατατρύχουν κάθε εκκολαπτόμενο βάρδο. Είναι, ωστόσο, ιάσιμες, αν διαγνωσθούν εγκαίρως.»

Στον Ζμπ. από το Πόζναν: «Κατορθώσατε να στριμώξετε περισσότερες υψήγορες λέξεις σε τρία μικρά ποιήματα από ό,τι οι περισσότεροι ποιητές σε όλη τους τη ζωή. “Πατρίδα”, “αλήθεια” , “ελευθερία” , “δικαιοσύνη”: λέξεις σαν αυτές δεν είναι ανέξοδες. Τις διαρρέουν πραγματικοί ποταμοί αίματος που το μελάνι δεν μπορεί να απομιμηθεί.»

Στον Μιχάλ από το Νόουι Ταργκ: «Ο Ρίλκε απέτρεπε τους νέους ποιητές από τα μεγάλα, σαρωτικά θέματα, αφού είναι τα πλέον δύσκολα και απαιτούν μεγάλη καλλιτεχνική ωριμότητα. Τους συμβούλευσε να γράφουν γι’αυτά που βλέπουν γύρω τους, για το πώς ζουν την κάθε μέρα, για το τι χάθηκε, τι βρέθηκε. Tους ενθάρρυνε να κομίσουν στην τέχνη τους ό,τι μας περιβάλλει: εικόνες ονείρων, αξιομνημόνευτα αντικείμενα  “Αν η καθημερινή ζωή σου μοιάζει φτωχή”, έγραφε, “μη κατηγορείς τη ζωή. Τον ίδιο σου τον εαυτό να κατηγορείς. Απλώς δεν είσαι αρκετά ποιητής ώστε να αντιληφθείς τον πλούτο της”. Ίσως αυτή η συμβουλή να σας φαίνεται κοινότοπη κι εξυπνακίστικη. Γι’ αυτό επικαλεστήκαμε προς υποστήριξή μας έναν από τους πιο εσωτεριστές ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας – παρατηρήστε απλώς πώς εγκωμίασε τα λεγόμενα ποιήματα της καθημερινότητας.»

Στην Ούλα από το Σόποτ: «Έναν ορισμό της ποίησης σε μια πρόταση – εντάξει. Γνωρίζουμε τουλάχιστον πεντακόσιους ορισμούς, αλλά κανένας τους δεν μας δίνει την εντύπωση του ακριβούς και αρκούντως περιεκτικού συγχρόνως. Καθένας τους εκφράζει το γούστο της δικής του εποχής. H έμφυτη επιφυλακτικότητα μας εμποδίζει να επιχειρήσουμε μόνοι μας έναν καινούργιο. Αλλά θυμηθείτε τον χαριτωμένο αφορισμό του Καρλ Σάντμπουργκ: “Ποίηση είναι το ημερολόγιο ενός θαλάσσιου πλάσματος που ζει στη ξηρά και θα επιθυμούσε να πετά”. Ποιος ξέρει αν μια μέρα δεν τα καταφέρει;»

Στον Λ-κ Μπ.-Κ από το Σλουψκ: «Περιμένουμε περισσότερα από έναν ποιητή που συγκρίνει τον εαυτό του με τον Ίκαρο, από όσα αποκαλύπτει μέσα από το μακροσκελές ποίημα που εσωκλείει.  Κύριε Μπ. – Κ., αδυνατείτε να αντιληφθείτε το γεγονός ότι ο σημερινός Ίκαρος ανυψώνεται πάνω από ένα τοπίο διαφορετικό από εκείνο των αρχαίων χρόνων. Βλέπει μεγάλους δρόμους γεμάτους αυτοκίνητα και φορτηγά, αερολιμένες, αεροδιαδρόμους, τεράστιες πόλεις, εκτεταμένα σύγχρονα λιμάνια και άλλα τέτοια πράγματα. Είναι δυνατόν να μην εισβάλει στο αυτί του ώρες ώρες ένας χείμαρρος;»

Στον Τ.Β., Κρακοβία:  «Στο σχολείο δεν αφιερώνεται καθόλου χρόνος –φευ– για την αισθητική ανάλυση των λογοτεχνικών έργων. Επικεντρώνουν στην κεντρική ιδέα και τα ιστορικά συμφραζόμενα. Φυσικά αυτή η γνώση είναι καίριας σημασίας, αλλά ανεπαρκής για οποιονδήποτε επιθυμεί να γίνει καλός ανεξάρτητος αναγνώστης, πόσο μάλλον για κάποιον με δημιουργικές φιλοδοξίες. Οι νεαροί επιστολογράφοι μας συχνά σοκάρονται επειδή τα ποιήματά τους για την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Βαρσοβίας ή για την τραγωδία του Βιετνάμ μπορεί να μην είναι καλά. Είναι πεπεισμένοι πως οι έντιμες προθέσεις εγγυώνται το ύφος. Αν όμως θέλεις να γίνεις ένας αξιοπρεπής τσαγκάρης δεν αρκεί να ενθουσιάζεσαι με το ανθρώπινο πόδι. Πρέπει να γνωρίζεις για το δέρμα σου, τα εργαλεία σου, να επιλέξεις το σ,ωστό σχήμα κ.ο.κ. Το ίδιο ισχύει και για την καλλιτεχνική δημιουργία.»

Στον κ. Μπρ. Κ. από το Λάσκι: «Τα πεζά ποιήματά σας κυριαρχούνται από τη μορφή του Μεγάλου Ποιητή που δημιουργεί τα σπουδαία έργα του σε κατάσταση  ευφορίας υπό την επήρεια αλκοόλ. Μπορούμε να μαντέψουμε ποιον έχετε κατά νου, αλλά σε τελική ανάλυση τα ονόματα δεν μας απασχολούν. Μάλλον πρόκειται για την εσφαλμένη πεποίθηση ότι το αλκοόλ διευκολύνει τη συγγραφή, ενισχύει τη φαντασία, οξύνει το πνεύμα και υπηρετεί ένα σωρό άλλες χρήσιμες λειτουργίες που βοηθούν την έμπνευση του βάρδου. Αγαπητέ μου κ. Κ., ούτε αυτός ο ποιητής ούτε κανείς άλλος ποιητής που γνωρίζω προσωπικά, και στην πραγματικότητα κανείς άλλος ποιητής δεν έχει γράψει ποτέ τίποτε το σπουδαίο υπό μόνη την επήρεια σκληρών ποτών. Το καλό έργο προκύπτει από την προσεκτική και κοπιώδη νηφαλιότητα χωρίς κανένα εύθυμο βουητό στο κεφάλι. “Έχω ιδέες συνεχώς, μα μετά τη βότκα το κεφάλι μου πονάει”, λέει ο Βισπιάνσκι. Αν ένας ποιητής πίνει, το κάνει ανάμεσα σ’ ένα ποίημά του και στο επόμενό του. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια. Αν το οινόπνευμα προήγε την σπουδαία ποίηση τότε ένας στους τρεις πολίτες της χώρας μας θα ήταν τουλάχιστον Οράτιος. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να γκρεμίσουμε ακόμη ένα μύθο. Ελπίζουμε ότι θα ανασυρθείτε αλώβητος από τα συντρίμμια.»

Στον Ε.Λ., Βαρσοβία:  «Μάλλον θα ’πρεπε να μάθεις να αγαπάς σε πεζό λόγο.»

Στον Έσκο από το Σίερατζ: «Η νιότη είναι μια ενδιαφέρουσα περίοδος της ζωής. Αν κάποιος προσθέσει στις δυσκολίες της νιότης και συγγραφικές φιλοδοξίες θα πρέπει να διαθέτει μια εξαιρετικά στέρεη ιδιοσυγκρασία προκειμένου ν’ αντεπεξέλθει. Στα συστατικά της θα πρέπει να περιλαμβάνονται: επιμονή, συνέπεια, πολύ διάβασμα, περιέργεια, παρατήρηση, αποστασιοποίηση από το εγώ, ευαισθησία για τους άλλους, κριτική σκέψη, αίσθηση του χιούμορ και εδραία πεποίθηση ότι ο κόσμος αξίζει α. να συνεχίσει να υπάρχει, και β. καλύτερη τύχη από όση είχε ίσαμε τώρα. Οι δοκιμές που στείλατε φανερώνουν μόνο την επιθυμία σας να γράψετε και καμιά από τις υπόλοιπες αρετές που περιγράφονται ανωτέρω. Έχετε πολλή δουλειά να κάνετε.»

Στην Κάλι από το Λοτζ: «Το “γιατί” είναι η πιο σημαντική λέξη στην γλώσσα αυτού του πλανήτη και, μάλλον, και σ’ αυτή των άλλων γαλαξιών επίσης.»

Στον κ. Παλ-Ζετ από το Σκαρζύσκο Καμιέννα: «Τα ποιήματα που στείλατε υποδηλώνουν ότι αποτυγχάνετε να διακρίνετε τη διαφορά ύφους ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία. Για παράδειγμα το ποίημα με τίτλο “Εδώ”  είναι μια μικρή περιγραφή σε πεζό λόγο ενός δωματίου και της επίπλωσής του. Στην πεζογραφία τέτοιες περιγραφές επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία: στήνουν το σκηνικό για τη δράση που ακολουθεί. Την επόμενη στιγμή οι πόρτες θα ανοίξουν, κάποιος θα μπει και κάτι θα συμβεί. Στην ποίηση η ίδια η περιγραφή “συμβαίνει”. Καθετί γίνεται σημαίνον, έχει νόημα: η επιλογή των εικόνων, η θέση τους, το σχήμα που παίρνουν μέσα στις λέξεις. Η περιγραφή ενός συνηθισμένου δωματίου πρέπει να μετατραπεί μπροστά στα μάτια μας σε εξερεύνηση του δωματίου και το συναίσθημα που εμπεριέχεται στην περιγραφή πρέπει να κοινωνηθεί στους αναγνώστες. Ειδάλλως η πρόζα θα μείνει πρόζα, ανεξαρτήτως του πόσο σκληρά δουλέψατε για να κόψετε τις προτάσεις σας σε σειρές στίχων. Και το χειρότερο, τίποτε δεν συμβαίνει μετά.»

~ . ~

szymborska 2