Αλέξανδρος Κορδάς, Τέσσερα ποιήματα

leoforeio

~.~

ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Γέμισε πάλι κόσμο τὸ λεωφορεῖο,
στοιβάζουν τὰ κορμιά τους οἱ ἐπιβάτες·
ἔξω ἀπ’ τὰ τζάμια ὀργίασε τὸ κρύο,
δυὸ μάτια σὲ προσήλωσαν ἀχάτες.

Πίσω ἀπ’ τ’ ἀφτί σου νοιώθεις μιὰν ἀνάσα·
χέρια σ’ ἀγγίζουνε τυχαῖα καὶ τ’ ἀγγίζεις,
καὶ τρέμεις μὴν πιαστεῖς ξανὰ στὰ πράσα,
ἀπ’ τὸ πολὺ νὰ προσπαθεῖς καὶ νὰ ἐλπίζεις.

Τραντάζετ’ ἡ λαγνεία ὣς τὰ ἐρέβη,
ὅταν ὁ δρόμος μιὰ λακούβα συναντᾶ.
Κλέβεις τὸ βλέμμα κι’ ἔπειτα σὲ κλέβει,

μὰ δὲν ὑπάρχει προορισμὸς γιὰ τὸ μετὰ.
Καθένας τὴν ἐπιθυμία πρὶν κατέβει,
σκίζει μαζὺ μὲ τὸ εἰσιτήριο καὶ πετᾶ.

~ . ~

Η ΑΡΑΧΝΗ

Ἁπλώνει τὸν ἱστό της στὶς γωνίες,
μ’ ἀπόλυτη ἁρμονία ὑφασμένο.
Κάνει τὰ σχέδια χωρίς παρατυπίες,
ὅτι θὰ πιάσει μύγα τό ’χει δεδομένο.

Φρόνιμε παρατηρητὴ τῶν ἐπιγείων,
ἡ ἀράχνη εἶναι πλάσμα ποὺ γελιέται,
γιατὶ ἐλπίζει στὴν ἐπάρκεια τῶν σχεδίων,
μὰ μὲ μιὰ κίνηση ὁ ἱστὸς χαλιέται.

Κι’ αὐτή, μὲ μάτια καμωμένα ἀπὸ σκοτάδι,
παρατηρεῖ τὰ δευτερόλεπτα, τὸν χρόνο,
ὅπου θ’ ἁπλώσει τὸ καινούργιο της ὑφάδι,

πάνω ἀπ’ τὸν ἄμβωνα, στὸν θόλο τοῦ ἱεροῦ,
γιὰ νὰ κατέλθει πονηρὰ μέσα στὸ βράδυ,
νὰ βεβηλώσει τ’ ἅγια τοῦ Ναοῦ.

~.~

Ο ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΣ

Μὲ μιὰ ψυχὴ Σαβοναρόλα,
καὶ μὲ τ’ ἀνάβλεμμα τοῦ Ἰωάννη,
τοῦ σκότους μου ἀρχινάω βαρκαρόλα,
κι’ Ἔρημη Χώρα δὲν μὲ φτάνει.

Προφήτης, μὰ μὲ πνεῦμα γυρολόγου,
κρύβω στὶς τσέπες μου διαβῆτες,
καὶ μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ μπόγου,
τσατσάρες καὶ κερένιες μύτες.

Τὴν θλίψη μου τὴν ζήλεψαν ἀγύρτες,
κι’ οἱ ποιητὲς δὲν μὲ γνωρίζουν,
μὰ ’γὼ τοὺς δείχνω σιδηροπυρίτες
καὶ ἄλλα μέταλλα ποὺ μαγνητίζουν.

Λειψὸς κι’ ἀλαφροΐσκιωτος κι’ ἀκόμη,
τῆς Λύπης μου πουλάω κουρδιστήρια,
κι’ ὅσοι μὲ ζῶσαν ὁραμάτων τρόμοι,
τοὺς φτύνω στίχους μὲς τὰ πανηγύρια.

Ναύπλιο, 16.01.2018

~.~

ΠΑΝΑΣ
ὕμνος ἑνὸς μύστη

Εἴδαμε πάλι τὸν θεὸ τὸν τραγοπόδη,
στὰ ξέφωτα νὰ παίζει τὴν φλογέρα.
Νεράϊδες ξαπλωμένες σ’ ἕνα βόδι,
ἀνάσαιναν μὲ τὴν πνοὴ τ’ ἀγέρα.

Καὶ στὸν ὁρίζοντα ἄλλα πλάσματα, ὀγκώδη,
ἐρχόντουσαν ὑπνωτισμένα ἀπὸ πέρα,
γιὰ νὰ παραβρεθοῦν κι’ αὐτὰ στὸ ξόδι,
τοῦ θεϊκοῦ ποὺ χάνανε πατέρα.

Ἔμπαινε μέσα στὴν εἱρκτὴ ὁ κερασφόρος,
κι’ ἔσβηνε τὸ τραγούδι του θλιμμένο.
Ὁ Πάνας εἴπαν, ὁ Βαὰλ, ὁ Ἐωσφόρος,

θὰ ἐπιστρέψει στὰ μεγάλα δάση,
κι’ ἂς τὸν νομίζουν οἱ ἄθεοι πεθαμένο,
κι’ ἂς ἔχουν τὰ τραγούδια του ξεχάσει.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ