Ανεμοκυνηγητό: μεταπλάθοντας ποιητικά την ματαιότητα

Εκκλησιαστής

~ . ~

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ  ~ . ~

Ο Εκκλησιαστής, απόδοση & επίμετρο:
Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, 2017

Δεν ξέρει αγάπη ο άνθρωπος,
μα ούτε μίσος ξέρει.
Κι ό,τι κοιτάξει ο άνθρωπος
όλα τα βλέπει άδεια.

(καί γε ἀγάπην καί γε μῖσος οὐκ ἔστιν εἰδὼς ὁ ἄνθρωπος·
τὰ πάντα πρὸ προσώπου αὐτῶν, ματαιότης ἐν τοῖς πᾶσι.)

Από το 2011 ήθελα να γράψω για το βιβλίο αυτό που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα. Ναι! εδώ και έξι χρόνια θέλω να εκφράσω τον ενθουσιασμό μου για τη μετάφραση του Εκκλησιαστή που έκαμε ο Θάνος Σαμαρτζής. Κι εξηγούμαι για τούτη την αντίφαση. Ήταν το 2011, προς τα τέλη της χρονιάς αν θυμάμαι καλά, που οι φίλοι στο βιβλιοπωλείο Ναυτίλος μου έδωσαν ένα μικρό καστανοκόκκινο βιβλίο με πολυτονικό: Ο Τελάλης Αθήνα 2011 — μονάχα αυτό και τίποτα άλλο· (ταυτόχρονα όμως μου ψιθύρισε εμπιστευτικά στο αυτί ο Γιώργος ότι αυτό το –άνευ ταυτότητος– έργο ήταν του Θάνου Σαμαρτζή). Ξεφύλλισα τις πρώτες σελίδες:

Λόγια τοῦ τελάλη, βασιλιὰ τῶν Ἑβραίων.

Τζάμπα, τζάμπα, εἶπε ὁ τελάλης,
τζάμπα ὅλα κι ἀνώφελα.
Ὁ κόπος σου, ἄνθρωπε, κάτω ἀπ᾽ τὸν ἥλιο,
τί σοῦ προσφέρει στὸ τέλος;
Περνᾶνε καὶ φεύγουν οἱ ἄνθρωποι,
ἡ γῆ στέκει πάντα ἀκίνητη.

Απλά, αδρά ελληνικά, σε μια ποιητική κατεβασιά, απέδιδαν τον Εκκλησιαστή με τρόπο ρωμαλέο, φρέσκο και λαγαρό. Ξαφνιάστηκα, με συνεπήρε και… χάρηκα, χάρηκα πολύ! Αμέσως μου έφερε στον νου τον Ιώβ και τους Ψαλμούς του Κώστα Φριλίγγου, μεταφερμένους στη γλώσσα μας από το εβραϊκό πρωτότυπο. Και στη συνέχεια, πράγματι, τούτο το έργο έγινε η αφορμή να συναντηθώ και με τα υπόλοιπα μεταφρασμένα σπαράγματα βιβλικών κειμένων από τον Φριλίγγο· αλλ’ ας μην προτρέχω. «Καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι», καταπώς συμβουλεύει κι ο Εκκλησιαστής («κάθε πράμα κι η ώρα του», στην απόδοση του ΘΣ).

Με λαχτάρα έκτοτε περίμενα να δω αν ο ΘΣ θα ξαναβγάλει τον Τελάλη του, πολύ περισσότερο τώρα που ξεκίνησε να εκδίδει μεταφρασμένα ελληνικά φιλοσοφικά κείμενα στο Δώμα, που έστησαν μαζί με την Μαριλένα Καραμολέγκου. Και όντως! Το δεύτερο κιόλας βιβλίο τους είναι ο Εκκλησιαστής, χωρίς παρωνύμι αυτή τη φορά αλλά και μ’ όλα τα βιογραφικά του στοιχεία φανερά. Κι η συμπερίληψη του Εκκλησιαστή σε μια σειρά φιλόσοφου λόγου (‘Τα στοιχειώδη’ ονομάζουν τη σειρά υπενθυμίζω) είναι εύγλωττη κίνηση για τις προθέσεις του εκδότη-μεταφραστή θαρρώ, προθέσεις που μορφοποιούνται σε διαλογική πρό(σ)κληση στο επίμετρο, υπό μορφήν περιεκτικής ανάλυσης των λόγων του Εκκλησιαστή. Ένα ένα όμως. Είπαμε, «κάθε πράμα κι η ώρα του».

Κατ’ αρχάς, τολμώ να πω ξεκάθαρα ότι ο Εκκλησιαστής αποτελεί κατόρθωμα ποιητικής μεταφοράς στη νέα ελληνική λαλιά ενός έργου σημαδιακού, ξέχωρου και –κυριολεκτικά– μοναχικού στον βιβλικό (είτε ιουδαϊκό είτε χριστιανικό) κανόνα. Και μάλιστα πρόκειται για κατόρθωμα με τρισσή υπόσταση: αυτή η απόδοση του Εκκλησιαστή κατορθώνει να κάνει προσιτό ένα κείμενο βιβλικό, με τρόπο ποιητικά προκλητικό και γοητευτικό, δηλονότι λογοτεχνικό· κι επιπλέον, λογιάζω και για επίτευγμα του ΘΣ την προσπάθειά του να ενταχθεί σε μια συζήτηση σημερινή ο Εκκλησιαστής σαν κείμενο φιλοσοφικό. Θα προσπαθήσω σύντομα να εξηγήσω το γιατί.

~·~

Ο Εκκλησιαστής, καταπώς ομονοούν οι πλείστοι –αλλ’ όχι όλοι– μελετητές του, φαίνεται πως γράφτηκε κατά τα μέσα του τρίτου προχριστιανικού αιώνα, από έναν Εβραίο, στην Παλαιστίνη. Παρότι με διαβατήριο την υποτιθέμενη πατρότητα του σοφού Σολομώντα διευκολύνθηκε να διαβεί τις δογματικές στενωπούς και να εγκαταβιώσει έκτοτε τόσο εντός του εβραϊκού κανόνα της Τανάχ όσο και του χριστιανικού κανόνα της Βίβλου, γνωρίζουμε πλέον ότι αποτελεί έργο ανώνυμου συγγραφέα. Και ναι μεν πρόκειται μάλλον για Εβραίο, αλλά από τις γλωσσικές και γραμματικές μελέτες διαπιστώνεται πως έχει δεχθεί ισχυρές επιδράσεις στην ορολογία, την ορθογραφία και την γραμματική, από το αραμαϊκό και το χαναναιοφοινικικό γλωσσικό περιβάλλον, καθώς και λιγότερες από την ελληνιστική Κοινή. Η μετάφραση των Ο΄, την οποία και ακολουθεί ο ΘΣ «ακόμα και στα ελάχιστα σημεία που αποκλίνει από το εβραϊκό»,[1] παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες συντακτικές και γραμματικές που δυσχαιρένουν κάποτε την κατανόηση του κειμένου.

Σε ό,τι αφορά την επωνυμία του έργου, ας ειπωθεί ότι τον θηλυκό τύπο της μετοχής Κωχέλεθ μονάχα ο ανώνυμος μεταφραστής του Venetus Graecus τον πήρε τοις μετρητοίς και τον μετέφερε ως Εκκλησιάστρια (εν. Σοφία) στον κώδικα του 14ου αι., που ανήκε στη συλλογή του καρδινάλιου Βησσαρίωνα. (Αντιγράφω την αρχή, γούστου χάριν: «Λόγοι τῆς ἐκκλησιαστρίας τοῦ υἱέως δαυίδου τοῦ βασιλέως ἐν ἱερουσαλάμῃ. ματαιότης ματαιότητος, εἶπεν ἡ ἐκκλησιάστρια, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης»). Ίσως πάντως η λέξη να δήλωνε ένα αξίωμα εντός της κοινότητας, και «κατ’ αὐτονομασίαν» στη συνέχεια τον κάτοχό του είτε, το πιθανότερο, να χρησιμοποιήθηκε ως προσηγορικό και μετά ως προσωνυμία του συγγραφέα από τον κύκλο των μαθητών του (όπως λέμε ‘η μεγαλειότης’ κλπ.), όπως συνοψίζει ο Αθ. Χαστούπης.[2]

Εν πάση περιπτώσει, εκείνο για το οποίο παραμένει βιβλίο προκλητικό ο Εκκλησιαστής είναι οι ίδιες οι απαισιόδοξες ή σκεπτικιστικές απόψεις του καθώς κι ο ηδονισμός του. Στάσεις κι απόψεις που αποδίδονται συνήθως σε επιρροές αραμαϊκές, μεσοποταμιακές, βαβυλωνιακές, αιγυπτιακές, περσικές ή ελληνικές, με τους μεν να απορρίπτουν τις τάδε επιδράσεις προς σθεναρή υπεράσπιση των δείνα και τούμπαλιν. Παρότι η σχετική συζήτηση δεν έχει κοπάσει ακόμη και καλά κρατεί, φαίνεται πως ο ανώνυμος συγγραφέας καταφέρνει να αποσπά το ενδιαφέρον των μελετητών κρύβοντας καλά το μυστικό του, προσθέτοντας όμως στην κατηγορική κατάδειξη των μάταιων αναζητήσεων και την διακριτική του ειρωνεία, από το αρχαίο ‘κάποτε’:

Αυτό που κάποτε έγινε,
αυτό ξανασυμβαίνει·
αυτό που ήδη κάνανε,
αυτό θα ξαναγίνει.

Σε τούτο εδώ τον κόσμο
δεν έχει τίποτα καινούργιο.

Φώναξε κάποιος: “νά κάτι νέο!”·
αρχαίο και αυτό· και τούτο χτεσινό.
Τα πρώτα κανείς δε θυμάται,
ξανά θα ξεχαστεί και το αυριανό.

Ο Εκκλησιαστής ανήκει στα βιβλία με σοφιολογικό περιεχόμενο, και περιέχει κατηγορηματικές ή παραινετικές αποφάνσεις επί του ανθρωπίνου βίου, στηριγμένος στη βασική του ιδέα περί της ματαιότητας των πάντων:

Όλα για το τίποτα,
είπε ο εκκλησιαστής·
όλα είν’ ανώφελα,
όλα για το τίποτα

……………………

Κι όλα τα έργα πού ’γιναν
κάτω από τον ήλιο
τα κοίταξα και είδα:
όλα τους ανώφελα,
κυνήγι του ανέμου.

…………………….

Κι έμαθα μονάχα αυτό:
ανεμοκυνηγητό.

Η λέξη ‘χέβελ’ μάλιστα, που κατακλείει ως επωδός τις περισσότερες ρήσεις του, η γνωστή μας ‘ματαιότης’, συναντάται συχνότατα (συνολικά 33 φορές) μέσα στο 26735740_10215225855705123_353787040_oκείμενο και σημαίνει τον καπνό, τον ατμό, την ανάσα· «ἀτμὸς ἀτμίδων» μεταφράζει ο Ακύλας το πασίγνωστο «ματαιότης ματαιοτήτων» των Ο´, «κυνήγι του ανέμου» κι «ανεμοκυνηγητό» θα μεταμορφώσει ο ΘΣ ποιητικότατα την «προαίρεσι πνεύματος». Παρότι προϊόν της εβραϊκής σοφιολογίας, χαρακτηριστικό μορφικό της οποίας τυγχάνει η ποιητική γνωμική ρήση, ο Εκκλησιαστής δεν είναι διατυπωμένος από τους μασωρίτες γραμματικούς σύμφωνα με τα ποιητικά τονικά μέτρα. Τα ποιητικά γνωρίσματα όμως του είδους είναι διάσπαρτα σε όλο το κείμενο ώστε τόσο το εβραϊκό όσο και το ελληνικό των Ο΄ να τείνει σε ένα είδος ποιητικής πρόζας τις περισσότερες φορές. Κι εδώ αναδεικνύονται οι αρετές της ποιητικής απόδοσης του ΘΣ. Με γλώσσα απλή, λιτή κι ανεπιτήδευτη καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ ποιητικής ρυθμολογίας αφενός κι αποφθεγματικής λαϊκής αφήγησης ή θυμόσοφου παροιμιώδους λόγου αφετέρου.

Αγωνίζεται ο άνθρωπος,
την ψυχή του στυλώνει,
και κάθε μέρα του πόνος,
και κάθε αγώνας καημός,
και το βράδυ η ψυχή του ακόμα αγρυπνά,
για το τίποτα.

……………………

Γύρισα και κοίταξα
τ’ άδικα τούτης της ζωής.
Είδα το δάκρυ των αδικημένων,
απαρηγόρητο·
είχαν οι άδικοι γροθιά,
μα αυτοί δεν είχανε παρηγοριά.

……………………

Έκανε η αφροντισιά να γείρουν τα δοκάρια,
Και έκανε η τεμπελιά να στάζει το ταβάνι.

……………………

Άμα κοιτάς τον άνεμο,
ποτέ σου δε θα σπείρεις·
κι άμα κοιτάς τα σύννεφα,
ποτέ δε θα θερίσεις.

……………………

Καλύτερος αυτός που δε γεννήθηκε ποτέ·
τα μαύρα έργα της ζωής
γλίτωσε και δεν είδε.

……………………

Άμα το χρήμα αγαπάς,
ποτέ δε θα χορτάσεις·
κι ό,τι δημιουργήσεις,
δε θα το αγαπήσεις.
Ανώφελο κι αυτό.

……………………

Ήταν μια πόλη, ήταν μικρή,
λίγοι οι κάτοικοί της·
και ένας βασιλιάς τρανός
πολιορκία έστησε,
την κύκλωσε τριγύρω.

Και μες στην πόλη βρέθηκε
ένας μονάχος άνδρας·
φτωχός ο άνδρας και σοφός·
και έσωσε την πόλη
μ’ όλη του τη σοφία.

Μα άνθρωπος δε βρέθηκε
τον φτωχό να θυμηθεί

……………………

Τη μέρα του καλού, ζήσε το καλό·
Τη μέρα του καημού, άνοιξε τα μάτια.

……………………

Καλύτερα να πικραθείς παρά να γελάσεις·
όταν κακιώνει η όψη σου,
γλυκαίνει η καρδιά σου.

……………………

Καλύτερο να σε βρίσει ο σοφός
παρά να σε υμνήσει ο ανόητος.

Σαν τ’ αγκάθια που ψήνονται στη θράκα·
έτσι ακούγονται των άμυαλων τα γέλια.

……………………

Καλύτερο τα λόγια να τελειώνουν
παρά ν’ αρχίζουν.

…………………….

Το αντίποινο στον άνομο
αργεί και δεν το βλέπεις,
και η καρδιά σου γέμισε
λαχτάρα να πληγώσεις.

Και του ανθρώπου η καρδιά
γέμισε με κακία.
Σκέφτηκε τη ζωή του
και τού ’ρθε μαύρη τρέλα.
Και την καρδιά του έστρεψε
να βρει τους πεθαμένους.

Όχημα για τούτη την επίτευξη είναι ως επί το πλείστον ο ‘καθαγιασμένος’ δεκαπεντασύλλαβος κι η αφτιασίδωτη γλώσσα του που αγωνίζεται για απλότητα κι αμεσότητα. Επιπλέον, η διαμέσου της χρήσης των κατάλληλων αντιθετικών ρηματικών ή ονοματικών τύπων διατύπωση των διαζευκτικών αντιθέσεων, με τις οποίες και είναι διατυπωμένο το ίδιο το κείμενο των Ο΄. Έτσι κατορθώνει να παρακολουθεί τον βηματισμό του κειμένου αλλά και να κρατάει απαραμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η ποιητική απόδοση αλλά η εκφορά ατόφιου και δραστικού ποιητικού λόγου:

Ξέρει αυτό ο ζωντανός:
μια μέρα θα πεθάνει.
Ο πεθαμένος τίποτα·
τίποτα δε γνωρίζει,
καμιά αμοιβή δεν έχει.
Τον πεθαμένο ξέχασαν.

Χάθηκε η αγάπη του,
χάθηκαν τα μίση του,
χάθηκε η ζήλια του.
Και στον αιώνα κι εσαεί,
πλέον δε θά ’χει μερτικό
σε τίποτα στον κόσμο.

……………………

Θα σε δαγκώσει το ερπετό
αν δεν του τραγουδήσεις
και τότε θα ‘ναι άχρηστα
όλα σου τα τραγούδια

……………………

Τι τού ’δωσαν οι μέρες του;
Θλίψη, κακία και οργή,
πίκρα, χολή κι αρρώστια.

……………………

Γυμνός βγήκε απ’ τη μάνα του,
γυμνός φεύγει και τώρα.

Εξαιτίας μιας τέτοιας συμπλοκής ανάμεσα στην ποιητική ρυθμολογία και την λαϊκότροπη θυμόσοφη αφήγηση, έχω την εντύπωση πως πίσω από –και 26754169_10215225868065432_753662694_nταυτόχρονα με– το κείμενο, μπορούμε κι αφουγκαζόμαστε μια φωνή προσωπική· την ίδια την εμπειρία του αφηγητή σαν δική του αφήγηση κι όχι σαν απόσταγμα της σοφίας του λαού του. Εν ολίγοις, η απόδοση του ΘΣ μας προσφέρει αυτό που ήδη κάνει ξεχωριστό τούτο το κείμενο μέσα στην Βίβλο, την πιο προσωπική του σφραγίδα: το ‘Εγώ’ του Εκκλησιαστή απέναντι στην αυθεντία της αξιοσέβαστης παράδοσης, την φωνή της προσωπικής του εμπειρίας. Κι ίσως ίσως διαβάζοντάς το λες πως ακούς σχεδόν το σημερινό παράπονο του διπλανού σου ανθρώπου· τον αναστεναγμό και την επίγνωση της ανθρώπινης ματαιότητας, καταστάλαγμα μιας πολύμοχθης καθημερινότητας κι ενός ακατάπαυστου ιδρωκοπήματος. Ιδού η επικαιρότητα της συνάντησης του Εβραίου Κωχέλεθ με το σημερινό, μεταχριστιανικό ‘εγώ’, που κατορθώνει η απόδοση του ΘΣ.

Κοίταξα τον κόσμο αυτό·
δεν έχει τίποτα να δώσει.

……………………

Την καρδιά μου έδωσα
σοφία ν’ αποκτήσω,
να μάθω όλους τους καημούς
σε τούτη εδώ τη γη.

……………………

Και τότε είπα μέσα μου:
“νικά η σοφία τη δύναμη·
μα τη σοφία του φτωχού
κανείς δεν τη μετράει,
τα λόγια του δεν ακούγονται”.

……………………

Στράφηκα τότε μέσα μου,
κι απ’ την καρδιά μου απόδιωξα
ό,τι με κόπο έφτιαξα
σε τούτη τη ζωή μου.

~·~

Εδώ νομίζω πως είναι ανάγκη να ξαναπιάσω τα όσα είπα στην αρχή, προκειμένου να κατανοήσουμε πληρέστερα τι κρύβεται πίσω από το σημαντικό επίτευγμα της δουλειάς του ΘΣ, πέραν του προσωπικού του τάλαντου. Το πρώτο: σκάλισμα, ξανακοίταγμα, χτένισμα των λέξεων ξανά και ξανά, εδώ και τόσα χρόνια. Το δεύτερο: πίσω από τη μετάφραση του ΘΣ (εκτός όλων των άλλων) βρίσκεται η μετάφραση του Κώστα Φριλίγγου, ή για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως το καταλαβαίνω: ο ΘΣ πατάει στη μετάφραση του Φριλίγγου για να μαστορέψει τη δική του απόδοση του Εκκλησιαστή, έχοντάς την δημιουργικά αφομοιώσει. Η δουλειά του είναι λαμπρή απόδειξη της έμπνευσης που βρήκε από τη μετάφραση του Φριλίγγου από τη μια αλλά και της δημιουργικής του και πλήρους αυτονόμησης από την άλλη, καθώς η γλώσσα του Φριλίγγου είναι και κάπου κάπου δέσμια μιας δημοτικής περίτεχνα λαϊκής. Δείγμα μικρό, αλλά ενδεικτικό των όσων ισχυρίζομαι:

O´: «Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ·
εἶπα Σοφισθήσομαι,
καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ᾿ ἐμοῦ μακρὰν ὑπὲρ ὃ ἦν,
καὶ βαθὺ βάθος, τίς εὑρήσει αὐτό;
ἐκύκλωσα ἐγώ, καὶ ἡ καρδία μου τοῦ γνῶναι
καὶ τοῦ κατασκέψασθαι καὶ τοῦ ζητῆσαι σοφίαν καὶ ψῆφον
καὶ τοῦ γνῶναι ἀσεβοῦς ἀφροσύνην
καὶ σκληρίαν καὶ περιφοράν».

Κ. Φριλίγγος: «Ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ δοκίμασα μὲ σοφία.
Εἶπα, θὰ γίνω σοφός.
Κι᾽ ὅμως αὐτὴ ἔφυγε μακριὰ ᾽πὸ μένα.
Ὅ,τι εἶναι πολὺ μακριὰ κ᾽ ὑπερβολικὰ βαθιά,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ βρεῖ;
Ἐγὼ τὰ κλωθογύρισα ὅλα μέσα στὴν καρδιά μου γιὰ νὰ γνωρίσω, να βυθομετρήσω καὶ ν᾽ αναζητήσω σοφία καὶ τὸ λόγο στὸ κάθε τί καὶ νὰ νιώσω τὴν ἀσέβεια τῆς τρέλας καὶ τῆς ἀνοησίας τὴν ἀνεμυαλιά».

Τελάλης: «Μακάρισα τὴ σοφία.
Κι εἶπα: “θὰ γίνω σοφός”.
Μὰ ἡ σοφία, μοῦ γλύστρισε,
καὶ κρύφτηκε, σὲ βάθος ποὺ δὲ βλέπω.
Γύρους καὶ γύρους ἔκανα,
ψάχνοντας τὴ σοφία.
Καὶ γύρεψα νὰ βρῶ
τὴν τρέλα τοῦ ἀντάρτη».

ΘΣ: «Τη σοφία δοκίμασα,
είπα: “σοφός θα γίνω”.
Μα η σοφία κρύφτηκε,
σε βάθος που δε φτάνω.
Κύκλους και κύκλους έκανα,
εγώ και η καρδιά μου,
να δω, να καταλάβω,
τη σοφία του σοφού,
του ανόητου τη βία,
την τρέλα, τη βλακεία».

Το τρίτο – μα όχι κι ελάχιστο: το δηλωμένο φιλοσοφικό του ενδιαφέρον αλλά κι η μέριμνά του να ξαναφέρει στον δημόσιο διάλογο φιλοσοφικά κείμενα ‘ξεχασμένα’, με τρόπο και γλώσσα προσιτούς, προσπελάσιμους, αλλά κι eccles2ελκυστικούς για το αναγνωστικό κοινό. Γι’ αυτό εξάλλου κι η απόδοση του κειμένου συνοδεύεται από μικρό, ευσύνοπτο, αλλά περιεκτικό, και με όλα τα ουσιώδη, επίμετρο για κατατοπισμό και προβληματισμό του αναγνώστη. Με το δεύτερο τούτο βιβλίο, το στίγμα των εκδόσεων Δώμα καθίσταται πλέον καταφανές και διακριτό. Μετά δε τον Επίκτητο, η χειρονομία του ΘΣ, να εντάξει κι ένα κείμενο βιβλικό στον σύγχρονο φιλοσοφικό αναστοχασμό, ας ελπίσουμε ότι δεν θα προσπεραστεί με αδιαφορία και σιωπή ή ευμενή αλλ’ επιφανειακά σχόλια.

Κι ερχόμαστε στο πασίγνωστο εκείνο σημείο (3.1-8) που μιλάει για τον κατάλληλο καιρό και χρόνο για το κάθετι, σ᾽ αυτόν τον μάταιο κόσμο:

Κάθε πράμα κι η ώρα του.
Ώρα να γεννήσεις, ώρα να ψοφήσεις·
ώρα για να φτιάξεις, ώρα να χαλάσεις·
ώρα να φονέψεις, ώρα να γιατρέψεις·
ώρα να γκρεμίσεις, ώρα για να χτίσεις·
ώρα για να κλάψεις, ώρα να γελάσεις·
ώρα να θρηνήσεις, ώρα να γλεντήσεις·
ώρα να πληγώσεις, ώρα για να νιώσεις·
ώρα να κρατήσεις, ώρα να αφήσεις·
ώρα για να ψάξεις, ώρα για να χάσεις·
ώρα να φυλάξεις, ώρα να πετάξεις·
ώρα για να σκίσεις, ώρα για να ράψεις·
ώρα να μιλήσεις, ώρα να σωπάσεις·
​ώ​ρα ν’ αγαπήσεις, ώρα να μισήσεις·
ώρα να φιλιώσεις, ώρα να σκοτώσεις.

Η επιλογή που ίσως ξενίσει αρκετούς (όπως κι εμένα στην αρχή) είναι η επιλογή του ρήματος ‘ψοφήσεις’ αντί για ‘πεθάνεις’, ρήματος που ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται για τα ζώα ή υποτιμητικά για τους ανθρώπους. Ο ΘΣ έχει εξηγήσει ήδη το σκεπτικό της συγκεκριμένης επιλογής του, στηριζόμενος αφενός στην κατάδειξη της κοινής μοίρας ανθρώπου και ζώου, όπως μεταφράζει παρακάτω κι ο ίδιος παραλλάσσοντας πάλι το ρήμα:

Η μοίρα του ζώου
κι η μοίρα του ανθρώπου
είναι η ίδια μοίρα.

Όπως πεθαίνει ο άνθρωπος,
ίδια ψοφά το ζώο·
ίδια πνοή σε όλα.

Και τι διαφέρει ο άνθρωπος;
Τίποτα, μα τίποτα·
ανώφελα είν’ όλα.

Αφετέρου δε, σε μετρικούς λόγους, καθώς εδώ, όπως παρατήρησε κι ο Κώστας Κουτσουρέλης, πλάθει με αυστηρότητα τροχαϊκούς δωδεκασύλλαβους, (με τομή μάλιστα ύστερα από την έκτη συλλαβή, πράγμα σύνηθες και στη λαϊκή ποίηση), αλλά και με ομοιοκαταληξίες/ομοιοτέλευτα.[3] [Να σημειώσω εδώ ότι ο δωδεκασύλλαβος στίχος είναι ο κατ’ εξοχήν στίχος της βυζαντινής ποίησης, σχεδόν από τις απαρχές της μέχρι και την καθιέρωση του δεκαπεντασύλλαβου]. Ομολογώ ότι κατόπιν όλων τούτων, ήρα την αρχική μου ένσταση. Πολλώ δε μάλλον, αφού επιβεβαίωσα και την μαρτυρημένη χρήση του, μετά από μια σύντομη ματιά στην παρουσία του εν λόγω ρήματος με τη σημασία του πεθαίνω. Παραθέτω και μια σύντομη καταγραφή της χρονολογικής του εμφάνισης, από όσα μπόρεσα να ψάξω:

​α. ​«ὑπ΄ ἀνδρῶν δὲ μὴ δυνηθὲν βασταχθῆναι ἐψόφησεν ἄρα καὶ ἡ γυνὴ ἐκείνη».
(Διαθήκη Σολομῶντος, 3ος αι.)

​β. ​«καὶ ηὔξατο ὁ Πέτρος καὶ κατηνέχθη ὁ Σίμων ὁ μάγος ἐκ τοῦ ἀέρος εἰς τὴν γῆν ἐπὶ τὴν πλατεῖαν καὶ ἐψόφησε».
(Ιωάννης Μαλάλας, 6ος αι.)

​γ.​«Ἡμεῖς δὲ κατὰ Σάββατον ἐτρώγαμεν ἔως τοῦ ψοφῆσαι ἡμᾶς».
(Διδασκαλία Ἰακώβου νεοβαπτίστου/Doctrina Jacobi nuper baptizati, 7ος αι.)

​δ. ​«ὅτι ἐψόφει ἄνθρωπος».
(Λεόντιος Νεαπόλεως, Βίος Συμεὼν διὰ Χριστὸν Σαλοῦ, 7ος αι.)

​ε. ​«ἐγὼ ψοφῶ ἀπὸ τοῦ λιμοῦ καὶ ἐκεῖνοι μὲ σπαστρεύουν».
«Τὸν Ὅμηρον μὲ δίδασιν κ᾽ ἐψόφουν ἐκ τὴν πείναν» (μια άλλη γραφή, σε άλλον στίχο).
(Πτωχοπροδρομικά, 12ος αι.)

​στ. ​Ενδιαφέρουσα χρήση του ρήματος με τη σημασία πια του ‘επιθυμώ σφοδρά’ (όπως και στο 8):
«Ἀλλὰ τοσούτην κάκωσιν διὰ λόγον ἐκακώθης
νὰ θανατώσῃς ἄνθρωπον ὅπου ψοφᾷ δι᾽ ἐσένα;»
(Ἀφήγησις Λίβιστρου καὶ Ροδάμνης, 13ος αι.)

​ζ.​«Ὁ πλούσιος ἂν ψυχομαχῇ, πολλοὶ τὸν παραστέκουν,
ὡσὰν κοράκοι κάθουνται τριγύρου τοῦ κραββάτου
καὶ κράζουσιν κι ἐγδέχονται τὸ πότε νὰ ψοφήση
…………………….
Καὶ ἀφοῦ ψοφήση ὁ ἄτυχος καὶ ἀφὸν ἐξεψυχήση,
κροῦν οἱ καμπάνες δυνατά, μαζώνουνται παπάδες
…………………….
ἀμὴ ὅλον διὰ τὸ πράγμαν του δείχνουσιν καὶ ἀγαποῦν τον
καὶ πεθυμοῦν τὸν ψόφον του, νὰ φᾶσι ἐκ τὰ καλά τους».
(Γραφαὶ καὶ στίχοι καὶ ἑρμηνεῖαι ἔτι καὶ ἀφηγήσεις κυροῦ Στέφανου τοῦ Σαχλίκη, Περί φίλων, 14ος αι.)

​η. ​(Δες και 6) «Νά ᾽ναι ποτὲ νὰ μ᾽ ἀγαπᾶς ἴσα κι ἐμπιστεμένα
ἐσὺ ποὺ δείχνεις καὶ ψοφᾶς καὶ λιγωρᾶς γιὰ μένα;»
(Ἱστορία καὶ ὄνειρο τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος κυρίου Μαρίνου Φαλιέρου, 15ος αι.)

​θ. ​«Μὲ τὸ δικό μου θάνατο λογιάζεις νὰ στολίσεις
αὐτόνο τὸ κεφάλι σου, κι ὅτιμως θὰ ψοφήσεις».
(Ζήνων, 17ος αι.).

Συμπληρώνω και την ιδιαίτερη χρήση του στον ακόλουθο στίχο του ίδιου έργου, όπου το λογοπαίγνιο μεταξύ βασιλέα ανθρώπινου και αρχηγού της κυψέλης παροιμιωδώς αλλά και με υπαινικτικότατη ειρωνεία εκφράζεται με την αυτή λέξη:

Σύρε ἐκεῖ ὀγλήγορα· σκορπᾶται τὸ μελίσσι,
ὄντας ὁ βασιλέας τους χαθεῖ ἢ θὰ ψοφήσει.

~·~

Μέχρι τώρα σε όλα τα παραθέματα που έχω σα θημωνιές στοιβάξει, δεν έβαλα κανένα στίχο που να μιλά για τον Θεό, «τον μόνο συμπρωταγωνιστή του Εκκλησιαστή σε τούτο το βιβλίο» (όπως σημειώνει ο ΘΣ). Όχι βέβαια γιατί απουσιάζουν από το κείμενο ή από τη μετάφραση… κάθε άλλο! Αλλά από πρόθεση 26754973_10215225858225186_1933898603_nνα φανερωθούν δυο πράγματα πολυσυζητημένα. Το πρώτο, σύμφωνα με τη ρήση ενός μελετητή –όπως μας τη μεταφέρει ο ΘΣ– πως ο Εκκλησιαστής είναι «η έσχατη γέφυρα που συνδέει τον σύγχρονο αγνωστικιστή με τη Βίβλο». Και το δεύτερο και κύριο, που βγάνει και στο πρώτο, ποιος είναι ο Θεός προς τον οποίο στρέφει τα λόγια, τη σκέψη και την ευλάβειά του ο συγγραφέας τούτου του ανόμοιαστου κειμένου της εβραϊκής Γραφής; Ποια η σχέση του με τον άνθρωπο; Έχει εξάλλου επισημανθεί από τους μελετητές του εβραϊκού πρωτότυπου ότι ο Θεός στον Εκκλησιαστή παρουσιάζεται μεν ως Θεός δημιουργός, όχι όμως ως Θεός καθοδηγητής του λαού του Ισραήλ, καλείται Ελωχείμ κι όχι Γιαχβέ.[4]

Γράφει στο Επίμετρο ο ΘΣ: «Ο θεός του Εκκλησιαστή μοιάζει να μην εκπληρώνει τη βασικότερη ίσως λειτουργία ενός θεού, λειτουργία ενδεχομένως πιο θεμελιώδη κι απ’ αυτήν του να δημιουργεί τον κόσμο: ο θεός του Εκκλησιαστή δεν εγγυάται την ηθική τάξη του κόσμου, τουλάχιστον όχι με κάποιο ανθρώπινο μέτρο» κι επίσης «ο φόβος του θεού στον Εκκλησιαστή δεν είναι παρά μια αυστηρή υπενθύμιση της περατότητας του ανθρώπου… Ο θεός στον Εκκλησιαστή λειτουργεί μπορεί να πούμε, ως το όριο του ανθρώπου». (Μια τέτοιου είδους αναφορά βέβαια δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς πώς φέρνει κοντά τον σημερινό αγνωστικιστή με τον ανώνυμο Εβραίο).

Αν λοιπόν ο Θεός του Εκκλησιαστή δεν εγγυάται την δικαιοσύνη και την σωτηρία με βάση την αρετή κι αν από την άλλη ο θάνατος φαντάζει ως το οριστικό τέλος

(Τούτο είναι το κακό
σε τούτον δω τον κόσμο:
ίδια η μοίρα όλων…

Και είδα και αυτό:
σε τούτη τη ζωή
κουμάντο κάνει ο ασεβής,
το δίκιο τό ’χει ο ασεβής…
Γιατί στον δίκαιο έπεσε του ασεβή η μοίρα·
και έπεσε στους ασεβείς η μοίρα των δικαίων)

πού να θεμελιώσει το νόημα της δικής του παρουσίας στον κόσμο ο άνθρωπος; Τι δεν είναι ανώφελο; Τι απομένει από όλο αυτό το ανεμοκυνηγητό του αστραπιαίου ανθρώπινου βίου;​ ​Η χαρά του κόπου του απαντά ο ανώνυμος Εβραίος. «Η χαρά για την οποία μας μιλά ο Εκκλησιαστής, η χαρά στην οποία στρέφεται, είναι μέσα στον κόπο, μέσα στον αγώνα», όπως σημειώνει ο ΘΣ.

Κι είπα τότε μέσα μου:
γλυκιά η χαρά!
Πράγμα καλό στον κόσμο δεν υπάρχει,
πλην του να φας, να πιεις και να χαρείς·
αυτή σου η μόνη συντροφιά
τις μέρες του αγώνα σου,
τις μέρες που σου δόθηκαν
να ζεις κάτω απ ‘τον ήλιο…

Και φτιάξε τη ζωή σου
με το κορίτσι που αγαπάς,
την κάθε μέρα της ζωής,
της ανώφελης ζωής, που σου δόθηκε να ζεις
σε τούτον δω τον κόσμο.[5]

……………………

Να χαίρεσαι, μικρέ·
να χαίρεσαι τη νιότη σου,
να χαίρεται η καρδιά σου,
τώρα που είσαι νέος.

Κι όπως σωστά παρατηρεί ο ΘΣ: «δεν έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ ένα απλό ηδονισμό. Ο Εκκλησιαστής θα γράψει: “καλύτερα στο σπίτι που πενθούν παρά στο σπίτι που μεθούν”· ή ακόμα αυστηρότερα: “καλύτερα να πικραθείς παρά να γελάσεις”. Η χαρά δεν γίνεται ένας σκοπός προς επιδίωξη… η χαρά για την οποία μας μιλά ο Εκκλησιαστής, η χαρά στην οποία στρέφεται, είναι μέσα στον κόπο, μέσα στον αγώνα.Είναι, θα λέγαμε, το χρώμα που έχει στα μάτια σου ο κόπος σου, όχι το αποτέλεσμα του κόπου αυτού».

Ίσως το βιβλίο της παροδικότητας και της αβοηθησίας του ανθρώπου από τη μια και της κυριαρχίας και της υπερβατικότητας του κρυπτόμενου Θεού από την άλλη (όπως το χαρακτήρισε ο Χαστούπης), μπορεί να μην κατάφερε να να μας πει «ποιος είναι ο “καλός αγώνας” και ποια η καλή ζωή» (ΘΣ). Έθεσε όμως τα θεμέλια για τη χαρά που ‘τώρα’ μπορεί να βρει στον αγώνα του ο άνθρωπος, έτσι όπως τη διατύπωσε και διερμήνευσε το κήρυγμα του Ιησού των Ευαγγελίων, εξαγιάζοντας τον μόχθο και τον αγώνα της ενθαδικότητας στην προοπτική των Εσχάτων. Κι αυτό ίσως ίσως να εξηγεί την αποφυγή της ανάγνωσης του κειμένου του Εκκλησιαστή στο εκκλησιαστικό τυπικό.

~·~

Ο Εκκλησιαστής ξεκινά με μια δυναμική εικόνα κίνησης, η οποία όπως εξηγεί ο ΘΣ στο Επίμετρο υπονομεύεται από την αντίληψη του συγγραφέα ότι όλα μένουνε ίδια. Μέσα σε αυτή την εκδιπλούμενη κοσμική εικόνα της διαρκούς κίνησης εντάσσεται κι ο ανθρώπινος μόχθος.

Δίνει κόπο ο άνθρωπος, κάτω από τον ήλιο,
μα ο κόπος του τι θα του δώσει;

Φεύγει μια γενιά,
έρχεται μι​α​ γενιά·
η γη στέκει πάντα ακίνητη.

Σηκώνεται ο ήλιος,
πέφτει ο ήλιος·
στον τόπο του γυρνά ο ήλιος·
σηκώνεται, τραβά προς νότο,
και γυρίζει προς βορρά.

Γυρνοβολά ο άνεμος,
κύκλους κάνει ο άνεμος,
πέρα τραβά ο άνεμος
και ξαναγυρνά.

Στο τέλος του κειμένου, ο συγγραφέας πάλι κλείνει με μια ποιητική εικόνα της φύσης, της οποίας η πορεία όμως σχετίζεται με τον κάθε εσένα, που θα φεύγεις για τον κόσμο της οριστικής ακινησίας. Οι αρχαίοι σχολιαστές του εβραϊκού ecclesiastes3κειμένου μάλιστα έχουν αντιστοιχήσει την κάθε αναφορά με ένα μέλος του σώματος που φθίνει κι εγκαταλείπει τον άνθρωπο σιγά σιγά, μέχρι να παραδώσει πάλι πίσω στον δημιουργό του την πνοή της ζωής που του χάρισε. Αυτοί οι αλληγορικοί συνειρμοί δεν δηλώνονται στο κείμενο των Ο΄, η μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας από την άλλη προκρίνει την καταδήλωση της παρουσίας τους αντί των λέξεων του κειμένου, ενώ ο Μπρατσιώτης προτιμά την ερμηνευτική τοποθέτησή τους εντός παρενθέσεων: «καὶ ἤργησαν αἱ ἀλήθουσαι, ὅτι ὠλιγώθησαν, καὶ σκοτάσουσιν αἱ βλέπουσαι ἐν ταῖς ὀπαῖς», «τα δόντια σου που αλέθανε θα λιγοστέψουν και θα θαμπώσουνε τα μάτια σου που έβλεπαν», «και σταματούν εκείνοι που αλέθουν (δηλ. οι οδόντες), διότι ωλιγόστευσαν και σκοτεινιάζουν αυταί που βλέπουν εις τα παράθυρα (δηλ. οι οφθαλμοί)» αντίστοιχα. Ο ΘΣ πατώντας στις λέξεις του κειμένου των Ο΄ δημιουργεί μια εικόνα της πορείας προς το τέλος, που ανακαλεί έντονα παρόμοιες σκηνές από το δημοτικό τραγούδι:

Αυτόν που σ’ έφτιαξε θυμήσου,
τώρα που είσαι νέος·
πριν τις μέρες τις κακές,
πριν τα χρόνια που θα πεις:
“άλλο να ζω δε θέλω”.

Δε θα υπάρχει έξω φως,
θα σκοτεινιάσει ο ήλιος,
μαύρος θα είναι ο ουρανός,
δε θα ’χει πια φεγγάρι,
και θα ’ναι πάντα σύννεφα
μετά από τη βροχή.

Θα κουρνιάσουν τα σκυλιά,
οι δυνατοί θα φοβηθούν.
Θα σταματήσει ο μύλος:
δε θά ’χει πια ν’ αλέσει.
Κι αυτές που πριν σε βλέπανε
απ’ το παράθυρό τους
δε θα μπορούν να δούνε.
Θα κλείσουνε οι πόρτες,
φωνή δε θα ’χει η μυλωνού.

Ένα σπουργίτι θ’ ακουστεί
κι οι πάντες θα ξυπνήσουν·
μα πλέον δε θ’ ακούγεται
τραγούδι απ’ τα κορίτσια·
θα σε κοιτούν από ψηλά,
να προχωράς, να φεύγεις·
θα σε κοιτούν με τρόμο.

Κι έξω θ’ ανθίζει η αμυγδαλιά,
η ακρίδα θα χοντραίνει,
και θα μυρίζει κάπαρη.
Φεύγεις· πηγαίνεις, άνθρωπε,
στο μόνιμό σου σπίτι.
Βγήκαν στο δρόμο οι κλαίουσες
εσένα για να κλάψουν.

Αυτόν που σ’ έφτιαξε θυμήσου·
πριν το λουλούδι μαραθεί,
πριν το σκοινί σου σπάσει,
πριν τσακιστεί η κανάτα σου,
πριν το νερό στερέψει.
Προτού το χώμα σου
στο χώμα επιστρέψει·
πριν να γυρίσει στον θεό
η ανάσα σου και φύγει,
πριν επιστρέψει στον θεό,
που σού ’δωσε ανάσα.

[Νομίζω πως ίσως ο στίχος με την κάπαρη μέσα στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα θα έπρεπε να αλλάξει, αν όχι για τίποτα άλλο, μόνο και μόνο γιατί η κάπαρη δεν έχει τόσο δυνατή μυρωδιά όσο ξεχωριστό ανθό ή γιατί απλώνει σαν περικοκλάδα. Κάπως έτσι δηλαδή: “θα μπουμπουκιάζει η κάπαρη” ή “και η κάπαρη θ’ απλώνει”].

~·~

ecclesiastesΜετά από αλλεπάλληλες αναγνώσεις του κειμένου, αναθυμάμαι εδώ και τις συζητήσεις με τον συχωρεμένο Ηλία Λάγιο όταν σκεφτόταν να μεταφράσει τον Εκκλησιαστή και τις Παροιμίες. Είχαμε σκαλώσει σε δυο λέξεις σημαδιακές: η μία ήταν η παιδεία, η άλλη η επιστήμη. Κι ενώ πρωτύτερα δεν είχα κάτι να προτείνω, θα ’λεγα τώρα, εκ των υστέρων, πως ίσως να ήταν σκόπιμο εδώ κανείς να αφήσει τους Ο΄ και να στραφεί στο εβραϊκό. Εκεί δηλαδή όπου ο ΘΣ μεταφράζει:

Έδωσα στην ψυχή μου
γνώση για να γνωρίσει.
Κι όλος σοφία γέμισα,
γνώση και επιστήμη

ο τελευταίος στίχος ν’ αλλάξει κάπως έτσι: γνώση και εμπειρία.

~·~

Είπαμε μόλις πιο πάνω ότι στον μόχθο και στον αγώνα βρίσκει ο Εβραίος συγγραφέας πως δικαιώνεται η χαρά της ζωής. Τι θα καρπίσει άραγε από όλον τούτο τον μεταφραστικό κι ερμηνευτικό μόχθο;

Δίνει κόπο ο άνθρωπος,
μα ο κόπος του τι θα του δώσει;

ρωτάει εξάλλου από χρόνους αρχαίους ο Εκκλησιαστής. Ο ίδιος όμως ο μεταφραστής φαίνεται πως έβαλε στην άκρη τον όποιο σκεπτικισμό, και θαρρετά ακολούθησε στη στόχευσή του μιαν άλλη θυμόσοφη παραίνεση του άγνωστου εβραίου συγγραφέα:

Ρίξε σπόρο το πρωί,
το βράδυ ρίξε κι άλλο·
δεν ξέρεις ποιος θα πιάσει,
ο ένας ή ο άλλος·
μπορεί να πιάσουν και οι δυο.

~·~

Φτάνει προσώρας του ανέμου το κυνηγητό. Βαθειά ανάσα. «Ματαιότης ματαιοτήτων», «ἀτμὸς ἀτμίδων»· ξεφυλλίζοντας την Καινή Διαθήκη τώρα, αναρωτιέμαι: Πούθε άραγε ν’ ανακαλεί την ‘ατμίδα’ ο Ιάκωβος,ο αδελφόθεος, μιλώντας για το ολίγιστο της ανθρώπινης ζωής;

«ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη».

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~ . ~

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 
[1] Ο Εκκλησιαστής, ό. π., σ. 89.
[2] Αθ. Χαστούπης, «Τὸ βιβλίον τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ», Θεολογία, τ. 2 (1986), σ. 300-328.
[3] Θέλω να σταθώ εδώ και στην ενδιαφέρουσα επισήμανση του Κ. Κουτσουρέλη, όσον αφορά στη χασμωδία που δημιουργείται στο «να αφήσεις» και στη θεραπεία που προτείνει: «για ν’ αφήσεις».
[4] Πβ. Χαστούπης, ό. π., σ. 322.
[5] Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να σημειώσω εδώ και τους στίχους του ρομαντικού Δημ,. Παπαρρηγόπουλου από το ποίημά του «Ματαιότης ματαιοτήτων», όπου την άρση της ματαιότητας την βρίσκει μόνο στην απόλαυση των συγκεκριμένων ηδονών:
Όταν φίλημα προτείνη η πορφύρα των χειλέων,
κ’ εξογκούμενα τα στήθη ερωμένης αγαστής
προκαλώσι περιπτύξεις, όνειρον δεν είναι πλέον,
ματαιότης δεν θα είπη και ο Εκκλησιαστής.