Φιλόδοξη αλλά ανοικονόμητη σύνθεση

antioxou-giannis-dialysis

~ . ~

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ ~ . ~

Γιάννης Αντιόχου,
Διάλυσις,
Ίκαρος, 2017

Ακκίζομαι στην απροσδιόριστη εποχή
μια στάλα αίμα είναι
ας μην το κάνουμε θέμα
«Εξάντλησις»

Η Διάλυσις του Γιάννη Αντιόχου, όπως δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής, στοχεύει να αναδείξει τη διάλυση του νοηματοδοτικού πυρήνα της ύπαρξης και την παράλληλη αποκέντρωση της γλώσσας που φέρει την αποδόμηση αυτού του νοήματος.

Το σώμα, ο έρωτας, η σχέση με τον άλλο, η ποιητική λειτουργία, ο θάνατος, το δέος της ύπαρξης, ο τρόμος μπροστά στους ολοκληρωτισμούς της εποχής είναι τα θεματικά κέντρα της συλλογής, θέματα που βιώνονται και αποτυπώνονται σαρκικά,  αλλά ως μια σάρκα πάσχουσα, σε μια παροξυσμική ενίοτε σωματικότητα. Γι’ αυτό και κυριαρχούν η εξάρθρωση, η διασπορά, οι καρκινικές εξαλλαγές, οι εφιαλτικές εκβλαστήσεις ενός σώματος-κόσμου που ακρωτηριασμένος άλλοτε συναινεί στο διαμελισμό του και άλλοτε ανακαλεί το χαμένο όλο. Όλα τα παραπάνω συνθεμένα σε ένα ποιητικό λόγο-πολύποδα που θέλει να εξακτινώσει αυτή την ανεξέλεγκτη αύξηση του μιάσματος, αλλά εντέλει υφίσταται και ο ίδιος τον εκφυλισμό.

Σε όλη τη συλλογή,  το ποιητικό υποκείμενο με ένα λόγο τραχύ βιώνει «τη σύρραξη των σωμάτων», στις πολλαπλές μεταμορφώσεις – παραμορφώσεις τους: το σώμα του έρωτα, το σώμα του κόσμου, της πόλης και της εποχής. Σώμα μαλακό, γλοιώδες, σε αθόρυβους ή  εκκωφαντικούς αλληλοσπαραγμούς–χωρισμούς, σώμα αιχμηρό, τραυματισμένο. Γι’ αυτό και συχνά παρελαύνουν στίχοι που αποτυπώνουν τα φρικτά καθέκαστα της φθοράς ή της εξαλλαγής του: «Οι εικόνες σταματούν στο σκοτάδι / του αποκεφαλισμένου μου σώματος»﮲ «Και μοιάζει να ονειρεύεσαι πως κολυμπάς στο σάλιο / της Ύπαρξης / Και εντός μιας φυσαλίδας που ταξιδεύει στο αίμα, / το κοίλο κάτοπτρο σε μεταμορφώνει σε μάτι / εξόφθαλμου ψαριού»﮲  «Καημένε Τζον / το νεογέννητό σου δεν άνοιξε τα μάτια του / δυο βδέλλες στα κλειστά του βλέφαρα / και τα σκουλήκια των νεκρών προγόνων σου στο στόμα»﮲ «Η εγγύς καταισχύνη των αστών / ο λιθοβολισμός / κι η πλευρική διάτρησις / αυτό το διαμπερές τραύμα του διασυρμού / ανάμεσα σε φυλλώματα βιβλίων»﮲ «μα αυτό το αριστερό μου πόδι / με τόσα αγκάθια / και βελόνες / και θρύψαλα / ήδη σαπίζει / βρομάει / και χάνεται».

Εξίσου υποκείμενα στην τερατογονία είναι και η ανθρωπότητα («Αυτή η πολτώδης / απελπισμένη ανθρωπότητα»), οι βαλτώδεις, φασματικές μεγαλουπόλεις–νεκροπόλεις που γιγαντώνουν τη «Βαβέλ της ύπαρξης», οι φόβοι ως μεγάλα κήτη που καταπίνουν και φτύνουν τον ονειρευόμενο «στο κρεβάτι μες στη γλίτσα», η κανιβαλική ή νεκροφιλική βίωση του έρωτα  («στις πτυχώσεις μου υγρασία, / σπίνοι και φτενοί τσαλαπετεινοί / με ψειρίζουν από μικρές τρύπες / αφαιρώντας ρύπους / λευκά σκουληκάκια / και τα οξέα του κορμιού»﮲ «το πομπώδες σινιόν κεφάλι / της νεκρής που ξενυχτούσε / μηκύνοντας τη διατήρηση του λειψάνου / με γάζες παγωμένης φορμόλης»﮲ «Περαιτέρω συγχώρησα τα πάθη / σχεδόν όλα / αναμένοντας κι ο ίδιος την ανθρωποφαγία / αυτή τη μεγάλη αγάπη / μασώντας / δέρμα και υπόδερμα / στραγγίζοντας το σώμα / σπάζοντας τα δόντια μου / στα κόκαλα / γλείφοντάς τα»).

Ήδη το πρώτο ποίημα της συλλογής, «Εξάντλησις», θέτει τους όρους και τους τρόπους αυτού του σύμπαντος, αλλά και τις αδυναμίες αυτού του λόγου:

Μοιάζουμε με ολάνοιχτες πίνες,
φυτεμένες στην ιλύ του βυθού
μιας εύκρατης και θερμής
μεσόγειας θάλασσας

Τα χέρια μας
ένα ολόκληρο σώμα
το δίχως άλλο ένα όστρακο
με λεπτά και πλατιά ελάσματα

Χτένια πολλά στα μαλλιά των φυκιών
χτένια μερίζοντας ίνες και νημάτια
μαστίγια της επιβολής
που αναδιπλώνονται δίχως ήχο
κι αυτόν τον σπασμό
μες στην πλημμύρα

Είμαστε εντέλει,
πίνες δίθυρες κτενοειδείς
είδος εδώδιμο
συμβιώνοντας με καρκίνους
αλλιώς
πινοθήρες ή πινοκάβουρες
φρουρούς καρκίνους
των δυνητικών μας κινδύνων […]

Αυτά έως την πρώτη σελίδα, το ποίημα όμως συνεχίζεται σε τέσσερις σελίδες ακόμα. Στις παραπάνω στροφικές ενότητες έχουμε την ήπια εκτύλιξη της δραστικής εικονοποιίας του σώματος ως ενός αμυντικού μαλάκιου του φόβου. Στη συνέχεια, παρατηρούμε τη μετακύλιση στους άλλους θεματικούς πόλους της συλλογής: η σχέση με τον άλλο («Επιτρέψτε μου να ουρλιάξω / με τον καρκίνο κλεισμένο στα χτένια μου / πως πλησιάζει η ώρα σας»), το κουρασμένο φάσμα του έρωτα («Εξάντλησις ετών είκοσι δύο / το πρόσωπό σου / Μια βρυγιωμένη πέτρα / Με δυο λάκκους σκοτεινούς / που τρέφονται με παφλασμούς / Αντιγράφοντας την αρχαία ναυμαχία / Και το βόμβο της σιωπής»), η κρημνώδης μοίρα του ποιητή («Απ’ το στενό μπαλκόνι, / πατάει ο ποιητής στο κενό, μονολογώ»).  Όπως και στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, αυτά τα θέματα συμπλέκονται σε μια πλατιά πολύστιχη φόρμα, σε μια φυγόκεντρη, χαλαρή δομή και πολύτροπες αφηγηματικές επιλογές: μονολογικά αποσπάσματα, μνημονικές παρεκβάσεις, προστακτικές ρητορικές αποστροφές στον αναγνώστη, παρενθετικά σχόλια, προλογικά μότο, ευρύ διακειμενικό διάλογο με πλήθος κείμενα και ποιητικές περσόνες (από τραγούδια των Radiohead έως Δάντη, Ρεμπώ, εκκλησιαστικά κείμενα κ.ά.).

Αποτέλεσμα ένας ποιητικός λόγος που μετέρχεται μια πανσπερμία υλικών που αθροίζονται ογκούμενα, μια ρητορική του λόγου που θέλει να είναι συνθετικός αλλά γίνεται σωρευτικός και φλύαρος, υπονομεύοντας έτσι την ευεργετική επενέργεια των καλών στιγμών και της συνθετικής βούλησης που όντως διαθέτει η συλλογή. Η συλλογή στερείται οικονομίας και αυτό επιδεινώνεται και από τη μεγάλη έκταση πολλών ποιημάτων και από την υπερεκμετάλλευση κάποιων ποιητικών τόπων όπως η εφιαλτική γεωγραφία του σώματος αλλά και, πρωτίστως, την χαώδη συνύπαρξη των βασικών θεματικών αξόνων σε μια, όχι αλληλεπίδραση αλλά, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός, αλληλοδιάχυση. Μια βίαιη και συχνά εξεζητημένη γλώσσα που θέλει να τα πει όλα, όχι καταυγάζοντας, αλλά συσκοτίζοντάς τα. Εξαίρεση ίσως οι δοκιμές στην πειθαρχία του σονέτου σε κάποια ποιήματα της συλλογής.

Εντέλει ένας λόγος-νάρκισσος που θέλει να είναι εξωστρεφής και καταγγελτικός, αλλά συχνά γίνεται, παρ’ όλη την περιφραστικότητά του, κλειστός. Αυτό καταδεικνύεται και στις πλείστες αναφορές στην «σταυρική» ποιητική λειτουργία: «Πεθαίνει απόψε ο ποιητής / για την αλήθεια μιας ζωής  / γέρνει σιγά,  τα μάτια σβήνει / φυσάει αέρας και τα κλείνει / Πάνω στη γη είναι νεκρός / ο έρωτάς του ο σκοτεινός» («Obscurus»)﮲ «Και πλημμυρίζουν οι κοιλάδες κατακάθια της διάβασής σου ποιητή […] Κι εντός σιωπής / αυτό το τακ τακ / π’  ακούγεται σαν το σφυρί / δεν σφυρί δεν αλλά σταυρός  / καρφώνοντας / διαμαντένιες κερκίδες στίχων / στεριώνοντας με φθόγγους ήλων» («Τακ Τακ»)﮲ «Ασκώ την ποίηση / αν και  οι στίχοι μου μάλλον γδέρνουν / Συνήθως αφαιρώ το ρήμα / και τραβώντας / σφίγγω και σφίγγω τις εποχές / κι αφήνω τη λήθη / ως μια πλαστή πραγματικότητα / ενταφιάζοντας στο ποίημα / όλα όσα κανείς υποκρίνεται / πως δεν έχει ζήσει ή δεν τα θυμάται» («Παραβολή»)﮲ «Είναι που καμιά φορά / ένας οργισμένος ποιητής / με την καρδιά του να χτυπά / στης γλώσσας του το χαλινό / και το έρεβος των ματιών / κάπως σαν πνιγμένος / ανασηκώνει το βλέμμα του καθρεφτίζοντας το είδωλό του / τέρας ο ίδιος / κι ο ίδιος ουρανός» («Προαίσθησις») κ.ο.κ.

Η ενδοστρεφής προσήλωση διαπιστώνεται και στο συχνό μοτίβο της κόλασης αλλά και στην θανατολαγνία («να αγκαλιαστώ και να παλέψω με την φαιδρό σκελετό»﮲ «Είχα το δάκτυλο / βρήκα τον Βλαντίμιρ / και ψάχνω τη σκανδάλη / Να μου φέρετε τριαντάφυλλα»﮲ «Κι αφού νεκρός γεννήθηκα, για τούτο δεν πεθαίνω» κ.ά. Σε αυτό συμπράττουν και οι συχνές αναφορές στην «ξεβράκωτη Αθανασία» που προσπαθεί να αποκαθηλώσει, όπως κι άλλες πλάνες του εαυτού, αλλά εντέλει μνημειώνει ως αίτημα.

Αυτός ο πολυφωνικός, υψηλής θερμοκρασίας, εξεγερμένος λόγος δεν γίνεται αιρετικός, αλλά εντέλει συντηρητικός, γιατί συστρέφεται στον εαυτό του, εξυμνεί –ελεεινολογώντας έστω–  την απελπισία του σαλτιμπάγκου ποιητή, προφητεύει υποθήκες του μέλλοντος από το βάθος του τάφου, εκφωνεί την αντίσταση συχνά, μαζοχιστικά, ακυρώνοντάς την. Αυτή η συντηρητική εντέλει προβληματική, αν απεκδυθεί τους μοντερνιστικούς τρόπους και την πλατιά διακειμενικότητα, δείχνει τα όριά της, όπως βλέπουμε στα έμμετρα ποιήματα της συλλογής. Η εύστοχη, λιτή σκηνογραφία του ποιήματος «Παραίσθησις Γ΄» υποδηλώνει τις δυνατότητες μιας πύκνωσης που χάθηκε μέσα στην φιλόδοξη γλώσσα και  τη συγκεχυμένη πρόθεση.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ