Αναζήτηση νοήματος

book-decorations-decor-ideas

~ . ~
του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ
~ . ~

Κάθε κείμενο δεν είναι παρά ένα παλίμψηστο λέξεων, φράσεων, νοημάτων. Κάτω από τις αλλεπάλληλες διαστρωματώσεις του κρύβονται κοιτάσματα πολύτιμων λίθων ή, άλλοτε, σκέτος άνθρακας.

Αφήνοντας την επιφάνεια και αποφλοιώνοντας όσο μπορούμε το κειμενικό σώμα, βρίσκουμε τον σκελετό του που απαρτίζεται από κάποιες αδρές θεματικές ενότητες. Αποδομώντας και τον σκελετό φτάνουμε στον πυρήνα του, την κεντρική του ιδέα. Οι λοιπές, δευτερεύουσες ιδεολογικές συνισταμένες υπάρχουν για να φωτίσουν αυτόν τον ακρογωνιαίο λίθο, χωρίς τον οποίο το κειμενικό οικοδόμημα καταρρέει.

Η ανάλυση του λογοτεχνικού κειμένου οδηγεί σε ένα ντόμινο αποκαλύψεων που δεν φαίνεται να σταματάει πουθενά. Αντίθετα βλέπουμε ότι κάθε διαστρωμάτωση, κάθε νέο επίπεδο είναι μέρος μιας μακράς αιτιοκρατικής αλυσίδας, της οποίας δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε την πλήρη έκταση και λειτουργία. Γιατί ακόμα και αν φτάσουμε σε αυτό που ονομάζουμε θεματικό πυρήνα ενός κειμένου, στην κεντρική του ιδέα, πάνω στην οποία χτίζεται το όλο οικοδόμημα, δεν έχουμε βρει ακόμα την άκρη του μίτου. Η λεγόμενη κεντρική ιδέα είναι μέρος αυτής της αλυσιδωτής αντίδρασης και σίγουρα δεν αποτελεί την αρχή της. Ωστόσο από δω και πέρα η αναζήτηση μπαίνει σε έδαφος πολύ ολισθηρό. Από που προέρχεται αυτή η ιδέα; Ποιο είναι το ψυχολογικό ή συναισθηματικό ερέθισμα που την προκαλεί; Και ποια ακολουθία πραγμάτων έκανε τον νου που την συνέλαβε να λειτουργεί καθ’ αυτόν τον τρόπο; Να παράγει και να επεξεργάζεται δηλαδή τέτοιου τύπου ιδέες; Τι ρόλο παίζει σε κάτι τέτοιο η ηθική και πνευματική συγκρότηση του συγγραφικού υποκειμένου; Ποια η σημασία της κοινωνικής πραγματικότητας και της ιστορικής συνθήκης μέσα στην οποία συντίθεται το κείμενο;

Συχνά έρχεται η θεωρία της λογοτεχνίας για να δώσει (ή έστω να αποπειραθεί να δώσει) κάποιες απαντήσεις. Η μεγάλη περιπέτεια της λογοτεχνικής θεωρίας είναι υπόθεση του εικοστού αιώνα (όχι βέβαια ότι στις μέρες μας πνέει τα λοίσθια – απλά φαίνεται πια να έχει κατέλθει από το βάθρο της πνευματικής της ηγεμονίας…). Φορμαλισμός, νέος ιστορικισμός, νέα κριτική, στρουκτουραλισμός, ψυχανάλυση, μαρξιστικές θεωρίες, αποδόμηση, φεμινισμός, post-colonial studies και queer theory στρέφουν τον μεγεθυντικό φακό τους πάνω στο κείμενο και εξάγουν κάθε φορά το νόημα από μια καινούργια οπτική γωνία. Ωστόσο το ίδιο το νόημα, η λανθάνουσα ουσία του, μοιάζει πάντα να διαφεύγει.

Υπάρχουν και πιο πρακτικές προσεγγίσεις (απλοϊκές κατ’ άλλους) που στηρίζονται στον αποχρώντα λόγο όσο και στην κοινή λογική για να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα. Όλη αυτή η παραφιλολογία που οι Αμερικανοί ονομάζουν αυθαίρετα “story theory” αναλίσκεται στο πως δομείται ένα κείμενο, ποιοι είναι οι αρμοί που το συνέχουν, πως μπορεί κάποιος να γράψει συντεταγμένα, με κανόνες και οδηγίες χρήσεως.

Ο γνωστός δάσκαλος δημιουργικής γραφής Lajos Egri στο εμβληματικό έργο του The Art of Dramatic Writing (λέγεται ότι ο Γούντυ Άλλεν κοιμάται κάθε βράδυ με αυτό το βιβλίο κάτω από το προσκεφάλι του) δηλώνει εμφατικά ότι ένα θεατρικό έργο (και συνεπακόλουθα οποιοδήποτε έργο μυθοπλασίας) ξεκινάει μόνο αφού βρούμε τον θεματικό του πυρήνα. Πρέπει να ξέρει κανείς από την αρχή για τι πράγμα γράφει. Και μάλιστα το θέμα θα πρέπει να συνοψίζεται σε μία μόλις πρόταση. Πρέπει να είναι αυτοτελές, ξεκάθαρο, διαυγές και να χαρακτηρίζεται από ηθικό και ιδεολογικό εκτόπισμα. Δεν μιλάμε για την περίληψη της ιστορίας, για το logline, αλλά για αυτό που θέλει να πει η ιστορία, το εσωτερικό μήνυμά της. Αν το νόημα παράγεται με συνειδητή προσπάθεια του συγγραφέα, δεν θα είναι δύσκολο και για τον αναγνώστη να μπορέσει να συνδεθεί κάπως με αυτό, να το αποκωδικοποιήσει, να το ερμηνεύσει. Τι γίνεται όμως με όλα τα υπόλοιπα σημεία του κειμένου που γεννιούνται από ασυνείδητες διεργασίες;

Στην Ελλάδα ακούμε κάτι τέτοια και βγάζουμε φλύκταινες. Εδώ το νόημα μας προκύπτει στην πορεία. Άσε που ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας το γνωρίζει. Αυτή είναι δουλειά των κριτικών και των μελετητών που σαν τυμβωρύχοι πρέπει να σκάψουν το κάθε κείμενο για να βρουν τον κρυμμένο του θησαυρό. Μας αρέσει να παραδινόμαστε στην μυσταγωγία που εκπέμπει ένα κείμενο χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να το εξετάσουμε λογικά. Προτιμούμε να το πλησιάζουμε συναισθηματικά ή και διαισθητικά πολλές φορές. Ίσως είναι και αυτό δείγμα της μεσογειακής μας ιδιοσυγκρασίας. Κατά βάθος φοβόμαστε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανάδειξης του εσωτερικού μηχανισμού ενός έργου που αναπότρεπτα διέπεται από λογικές αλληλουχίες, θα το καταστρέψει στα μάτια μας. Θα μας οδηγήσει σε απομάγευση.

Επιμένει πάντως ο Lajos Egri (το έργο του οποίου φυσικά δεν μεταφράσαμε ποτέ στην Ελλάδα, ως αντίποινα μάλλον για τις ιεροσυλίες που ξεστομίζει…) ότι η διαδικασία της συγγραφής χαρακτηρίζεται από αθροιστική λογική. Όλη η πλοκή χτίζεται σταδιακά πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο που συνιστά το κεντρικό νόημα του εκάστοτε έργου. Πάνω σε ένα ηθικό πρόταγμα ή πάνω σε μια ιδεολογική θέση δημιουργείται, βήμα βήμα, μια ιστορία. Το πρόταγμα ή η θέση συμβολοποιούνται και ακολούθως σωματοποιούνται, αποκτούν υλική υπόσταση. Γίνονται η ψυχή και η κινητοποιός δύναμη της ιστορίας.

Βέβαια αυτή η μια πρόταση που συνιστά το θεματικό κέντρο της σύλληψης, κακά τα ψέμματα, μπορεί να φαντάζει υπερβολικά ηθικολογική ή διδακτική στην απλότητα και αμεσότητά της. Κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο. Και συνιστά σίγουρα έναν αποτρεπτικό παράγοντα για να στήσεις πάνω της ένα έργο μυθοπλασίας, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δεσμεύεται από ιδεοληπτικές αγκυλώσεις (ειδικά αν διακρίνεσαι από ελληνικό ταμπεραμέντο, όπως είπαμε). Σε τελική ανάλυση αν κάποιος επιθυμεί να διατυπώσει ένα βαρύγδουπο ηθικό συμπέρασμα, δεν έχει παρά να το πει λακωνικά, με μία πρόταση. Δεν χρειάζεται να χτίσει μια ολόκληρη ιστορία γύρω του και να το κρύψει στα θεμέλιά της.

Το κείμενο είναι μια terra incognita. Στην επικράτειά του όλες οι πυξίδες τρελαίνονται. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Σαίξπηρ ξύπνησε μια μέρα και είπε: “θα φτιάξω μια ιστορία που λέει ότι η ζήλεια είναι καταστροφική” και με βάση αυτή την σκέψη έγραψε τον Οθέλλο. Ή ότι ο Σοφοκλής σκέφτηκε συνειδητά πως το εθιμικό δίκιο είναι ισχυρότερο από το θεσμικό και από κει ξεκίνησε η Αντιγόνη. Αλλά μπορεί και έτσι να έγινε. Ποιος ξέρει; Ασφαλώς πρόκειται για απλοποιήσεις που περιορίζουν την πρόσληψη και την περαιτέρω νοηματική επεξεργασία του εκάστοτε έργου. Όμως αυτή η βασιλική οδός για το ασυνείδητο που είναι (και) η τέχνη της μυθοπλασίας δεν υπόκειται σε κανόνες και περιορισμούς εύκολα ανιχνεύσιμους.

Ο έτερος φημισμένος δάσκαλος συγγραφής, ο Robert McΚee λέει (και ορθώς) ότι οι ανθρώπινες αξίες αποτελούν την βάση κάθε αφήγησης, κάθε μυθοπλαστικής απόπειρας. Όσο και αν απεχθανόμαστε τον διδακτισμό, την μασημένη τροφή, την ηθικολογία, δεν γίνεται να μη παραδεχτούμε ότι κατά βάθος διαβάζουμε για να μάθουμε κάτι. Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει πως όχι: διαβάζουμε για να αποκομίσουμε αισθητική απόλαυση και τίποτε άλλο ή για να επικυρώσουμε τις απόψεις που έχουμε διαμορφωμένες ήδη μέσα μας, να βρούμε ένα είδος πνευματικής επιβεβαίωσης ή τέλος πάντων για άλλους πιο φανταιζί λόγους (να ταξιδέψουμε στην φαντασία μας, να βρούμε τον εαυτό μας, να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα κτλ) . Κι όμως σε ένα αδιόρατο βάθος το ζητούμενο της αισθητικής απόλαυσης συνδέεται με μια ενδελεχή κατάσταση μάθησης όπως και η επικύρωση των ήδη αποκτημένων γνώσεων και απόψεων. Διαβάζοντας, εκόντες άκοντες, σωρεύουμε εικόνες, συλλογισμούς, αισθήσεις, θυμόμαστε, αναθεωρούμε, αλλάζουμε, ωριμάζουμε, θέτουμε σε κίνηση νέους τρόπους σκέψης, ακονίζουμε την κριτική μας αντίληψη, εμπλουτίζουμε παντοιοτρόπως την πνευματική μας σκευή και διευρύνουμε τους ορίζοντές μας. Μαθητεία δεν είναι όλα αυτά; Και μάλιστα δια βίου εκπαίδευση.

Το νόημα ενός κειμένου δεν πρέπει να λογίζεται τελικός στόχος της ανάγνωσης. Γιατί όπως συμβαίνει και με το νόημα ενός ονείρου, έχει πολλαπλές απολήξεις που το καθιστά ρευστό, διάφανο, μη χειροπιαστό. Είναι κάτι που δεν μπορεί να κατακτηθεί. Κάτι που εκ φύσεως συνεχώς ελίσσεται, μεταμορφώνεται, μετακινείται. Αντιθέτως αυτή η πρωτεϊκή ουσία που συνηθίζουμε να αποκαλούμε νόημα, είναι καλύτερο να ιδωθεί ως δρόμος πάνω στον οποίο καλείται να βαδίσει ο αναγνώστης. Το πόσο μακριά θα φτάσει, το κατά πόσο θα προσεγγίσει τις απόκρημνες, επικίνδυνες, ολισθηρές πλευρές αυτού του δρόμου, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις δυνατότητες του ίδιου του αναγνώστη.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ