Τα ομιχλώδη πεδία της συνείδησης

illu1

  ~  .  ~  

του ΓΙΑΝΝΗ ΝΤΟΣΚΑ  ~  .  ~  

Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
καθένας πορεύεται και απομακρύνεται
προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του

Ανδρέας Εμπειρίκος
(από το ποίημα «Η στιλβηδών»)

Μια ιστορία μικρού μήκους

Περπατάει στις όχθες του ποταμού και παρατηρεί την ορμητική ροή του νερού. Η Μ είναι δεινή κολυμβήτρια. Πρόσφατα κέρδισε μετάλλιο ως μέλος της ομάδας κολύμβησης του πανεπιστημίου. Κι όμως, κάθε φορά που περπατά δίπλα στο ποτάμι, νιώθει ένα ρίγος φόβου να διαπερνά τη σπονδυλική της στήλη. Απορροφημένη από τη θολούρα του υγρού στοιχείου, φαντάζεται μια φριχτή ανθρωπόμορφη φιγούρα, όμοια με έναν παραμορφωμένο θεό Ποσειδώνα, να αναδύεται μέσα από το νερό και να απειλεί να την αρπάξει σέρνοντάς την μαζί του στον βυθό. Της συμβαίνει συχνά. Κάποιες φορές της δείχνει αγάπη και σε άλλες περιπτώσεις την αντιμετωπίζει με μίσος τρομερό. Αν και κάθε φορά τη σκοτώνει, νιώθει ένα αίσθημα ανακούφισης και αποφόρτισης. Το δυνάμωμα της βροχής την έβγαλε απότομα από τις εικόνες μέσα της. Επιταχύνει τον βηματισμό της και κατορθώνει να βρει καταφύγιο στο πλησιέστερο καφέ-μπαρ.

Ο Κ στέκει όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα του είναι στραμμένο προς την τζαμαρία που δείχνει έναν κόσμο μουντό, με σύννεφα και βροχή. Είναι και ο ίδιος μουντός. Οι καρδιακοί του σφυγμοί ακολουθούν τον ρυθμό κλιμάκωσης της φαντασίωσής του: έχει τελειώσει τις καθημερινές εργασίες ρουτίνας ανοίγματος του καταστήματος και έχει πάρει την πρωτοβουλία να ασχοληθεί και με κάποιες επιπλέον. Ο ιδιοκτήτης μπαίνει στο χώρο τσαντισμένος και αντί να τον επαινέσει για την πρωτοβουλία του, δίνεται σε σχόλια υποτίμησης εναντίον του. Ο Κ του αντιμιλά και καθώς τα λόγια του ιδιοκτήτη γίνονται διαρκώς πιο πικρόχολα, ο Κ ξεσπά! Τον αρπάζει με λύσσα από τον λαιμό και χτυπάει με μανία το κεφάλι του πάνω σε ένα τραπέζι. Η φαντασίωσή του αποτυπώνεται ανάγλυφα στα μελίγγια του, ενώ νιώθει τα ρουθούνια του σχεδόν να φρουμάζουν από την ένταση. Μια πύρινη ηδονή αναδύεται από τα σωθικά του. Μια φωνή, όμως, τον τραβά μακριά από τις σκέψεις του. Ένας θαμώνας ζητά ένα ακόμη ποτό. Ακουμπά τα χέρια στην μπάρα και γέρνει ελαφρώς προς τα εμπρός για να ακούσει πιο προσεκτικά τον θαμώνα, ενώ την ίδια στιγμή μια γυναίκα μπαίνει με ορμή στο καφέ-μπαρ. Η βροχή έξω έχει δυναμώσει.

Ο Π έφερε στα χείλη του το ποτό του και άρχισε να παρατηρεί εκείνη που μόλις είχε μπει μέσα στο μπαρ. Το παλτό της είναι μούσκεμα. Το βγάζει αργά και αισθησιακά και την ίδια στιγμή τα μάτια της σαρώνουν κάθε σημείο του χώρου. Είναι νεαρή. Το στενό φόρεμά της αναδεικνύει τις όμορφες γραμμές του γυμνασμένου κορμιού της. Κάθεται, στρώνει τα μαλλιά της με τα δυο της χέρια και ζητά με φωνή λάγνα ένα τσάι. Το χρώμα της φωνής της τον διαπέρασε αυτόματα και δόθηκε σε μια επίμονη προσπάθεια παρατήρησης του σώματός της. Το ίδιο βράδυ εκείνη ήταν νοητά δίπλα του όταν έκανε έρωτα με τη γυναίκα του. Μετά από μια εβδομάδα, συνέχισε να είναι στο μυαλό του όταν άρχισε να αυνανίζεται στο σαλόνι του σπιτιού του. Την έβλεπε να τον πνίγει και να τον πατάει. Του άρεσε η βία της και ο τρόπος που τον υποτιμούσε. Οι μέρες πέρασαν. Εκείνη σταδιακά, σαν σκιά, χάθηκε.

Νοητική ψηλάφηση των φαντασιώσεων

Τι χαρακτηρίζει τις προαναφερθείσες φαντασιωτικές προβολές; Τι τις ξεχωρίζει από τις ψευδαισθήσεις ή τις αναμνήσεις; Η φαντασίωση ως έννοια άλλοτε χρησιμοποιείται για να περιγράψει παραισθήσεις, αυταπάτες ή ψευδαισθήσεις και άλλοτε αναφέρεται σε ονειροπολήσεις ή στα όνειρα του ξύπνιου. Είναι άραγε εύκολο να δοθεί ένας συγκεκριμένος ορισμός της φαντασίωσης; Μάλλον όχι. Για παράδειγμα, είναι πολύ χαρακτηριστική η προσπάθεια που κάνει ο Eric Klinger να δώσει έναν ορισμό:

«H φαντασίωση είναι η προφορική αποτύπωση της νοητικής εκείνης κατάστασης της οποίας τα παράγωγα, ιδέες ή εικόνες, δεν αξιολογούνται ως χρήσιμα για την ανάπτυξη κάποιας δράσης προς επίτευξη ενός εξωτερικού σκοπού.»

Μια προσεκτική ματιά στον παραπάνω ορισμό, μας φανερώνει ότι είναι αρκετά μονόπλευρος. Μας δίνει εικόνα μόνο για το τι δεν είναι η φαντασίωση. Επίσης, προσπαθεί να προσδιορίσει την έννοια της φαντασίωσης δίνοντας μόνο ένα γενικό και αόριστο κριτήριο: «τα προϊόντα της φαντασίωσης δεν αξιολογούνται ως χρήσιμα για την ανάπτυξη κάποιας δράσης προς επίτευξη ενός εξωτερικού σκοπού», το οποίο μπορεί εύκολα να συσχετιστεί και με άλλα νοητικά φαινόμενα.

illu3Παρόλο που η καθημερινή φαινομενολογική εμπειρία μας δείχνει ότι οι φαντασιώσεις μοιράζονται πολλά κοινά με τις παραισθήσεις, τις ψευδαισθήσεις, τις αυταπάτες και τις αναμνήσεις, υπάρχουν επίσης σημαντικές και λεπτές διαφορές. Πολύ πιο δύσκολο είναι βέβαια να διακρίνει κανείς τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και τη φαντασίωση.

Οι παραισθήσεις διαφοροποιούν υπαρκτά ερεθίσματα του κόσμου π.χ. βλέπω κάτι που υπάρχει εκεί έξω, αλλά το βλέπω με τρόπο διαφορετικό (αντιλήψεις με αλλοιωμένο αντικείμενο). Στη φαντασίωση π.χ. της Μ, δεν υπήρχε μια τέτοια κατάσταση, καθώς η παραμορφωμένη φιγούρα δεν θεωρούνταν μέρος της πραγματικότητας του κόσμου. Στις ψευδαισθήσεις τα πράγματα εμφανίζονται εκεί έξω ως υπαρκτά, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν (αντιλήψεις χωρίς αντικείμενο). Στη φαντασίωση π.χ. του Κ, δεν υπήρχε τέτοια ένδειξη. Το αιματοκυλισμένο αφεντικό ήταν καλά φυλαγμένο στη σκέψη του. Στην αυταπάτη, από την άλλη, συντηρείται μια λανθασμένη πεποίθηση ότι ισχύουν κάποια γεγονότα, ενώ στην πραγματικότητα αυτά δεν ισχύουν. Τέλος, οι αναμνήσεις στηρίζονται στις προηγούμενες αντιλήψεις μας και προϋποθέτουν δομικά τη χρονική συνδεσιμότητά τους. Φέρουν, επίσης, γνωσιοθεωρητικό φορτίο, δηλαδή την αγωνία του κατά πόσον είναι αληθείς ή όχι. Οι φαντασιώσεις, από την άλλη, δεν έχουν τέτοια στοιχεία. Αναμφισβήτητα η φαντασίωση συναντιέται πρόσκαιρα με τους παραπάνω μηχανισμούς, διατηρεί όμως παράλληλα την εννοιολογική της αυτοτέλεια. Και ο τρείς πρωταγωνιστές της ιστορίας δείχνουν να αντιλαμβάνονται καθαρά τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις εικόνες των εσωτερικών τους προβολών. Τι γίνεται, όμως, με τον μηχανισμό της φαντασίας;

Οι φαντασιώσεις συνήθως ταυτίζονται με τις ονειροπολήσεις του ξύπνιου και με τη συνειδητή ενεργοποίηση του μηχανισμού της φαντασίας. Η αίσθησή μου είναι ότι οι φαντασιώσεις έχουν μάλλον πιο υπαρξιακή βάση. Το ίδιο μας το σώμα μάς σπρώχνει προς αυτές. Η συνείδησή μας δεν τις φέρνει πάντα στην επιφάνεια με τον απόλυτο έλεγχό της. Τις υποδέχεται. Αυτό που συμβαίνει, συνήθως, είναι ότι από τη στιγμή που αρχίζει να ξετυλίγεται το σενάριο τους στη συνείδησή μας, αρχίζουν να γίνονται μέρος του μηχανισμού της φαντασίας, γεγονός το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα ανασκευής της ροής τους. Οι φαντασιώσεις είναι συμπαγείς και καλά δομημένες ιστορίες που μας μιλούν. Βέβαια, σε σύγκριση με τα όνειρα, στις φαντασιώσεις υπάρχει σαφέστατα μεγαλύτερος έλεγχος, για αυτό και το περιεχόμενό τους ενδέχεται να μας κάνει πιο ενοχικούς.

Βαδίζοντας μέσα από τα φαντασιωτικά νεφελώματα

Τρείς άνθρωποι συναντώνται φευγαλέα. Ο κάθε ένας από αυτούς κινείται στο χώρο και το χρόνο αλληλεπιδρώντας με τους άλλους ανθρώπους, κουβαλώντας παράλληλα τις ιδιωτικές του κινηματογραφικές προβολές. Οι φυσικές παρουσίες των ανθρώπων μετατρέπονται, ανά πάσα στιγμή, σε πρωταγωνιστικές μορφές στις φαντασιώσεις των άλλων δίπλα μας. Άνθρωποι στιγμιαία χαμένοι σε ονειροπολήσεις και φαντασιώσεις. Εσωτερικές ενέργειες παράγονται διαρκώς και εκτονώνονται μέσα σε μορφοποιημένες παραστάσεις του νου. Διεγείρονται ένστικτα με τέτοιον τρόπο, που κάποιες στιγμές οδηγούν στην εμπειρία πρωτόγνωρων καταστάσεων. Δημιουργείται, με άλλα λόγια, ένας αυστηρά προσωπικός κόσμος, ο οποίος όμως μπορεί να επηρεάζει τον τρόπο που θέτει κανείς τον εαυτό του μέσα στα πράγματα.

Τι μπορούμε να κάνουμε τελικά με αυτές τις εικονικές διαστάσεις της συνείδησής μας και ποιο είναι το νόημα τους; Για να γίνουν κατανοητές οι κινήσεις του πνεύματος, ας δούμε τι θέσεις πήρε ένα σημαντικό μέρος της παράδοσης της φιλοσοφίας του εμπειρισμού.

Καταρχάς, αρκετοί εμπειριστές θεώρησαν ότι η φαντασία εμφανίζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει παθολογική συσχέτιση ενός ανθρώπου με το περιβάλλον. Συνεχίζοντας την παράδοση του Hobbes, ο Locke δεν έδωσε στη φαντασία ιδιαίτερη σημασία: τη θεώρησε μια αλλοιωμένη και παρακμάζουσα εικόνα των αισθήσεων. Ο μηχανισμός της φαντασίας χρησίμεψε στον Locke μόνο για την επεξήγηση ακραίων ψυχοπαθολογικών καταστάσεων . Ο Locke οδηγείται αναπόφευκτα σε αυτό το συμπέρασμα από τη στιγμή που υποστηρίζει ότι το υλικό της γνώσης αποτελείται από απλές ιδέες οι οποίες παράγονται από τις ιδιότητες των πραγμάτων (οι πρωταρχικές ιδιότητες π.χ. το σχήμα, που είναι αχώριστες από τα πράγματα και οι δευτερεύουσες π.χ. το χρώμα, που αν και δεν υπάρχουν σε αυτά, λειτουργούν ως δυνάμεις που παράγουν διάφορες αισθήσεις). Σε έναν κόσμο, λοιπόν, που κυριολεκτικά μας δίνεται, η λειτουργία της φαντασίας παρεμβάλλεται βίαια, δημιουργώντας προβλήματα με το να μπλέκει ιδέες με τρόπο παραμορφωτικό.

O εμπειρισμός του Hume θα πάει ένα βήμα πέρα από την λοκιανή προσέγγιση των απλών ιδεών και θα αναγνωρίσει τη δύναμη της σύνθεσης με βάση τις καθολικές ρυθμιστικές αρχές της φαντασίας. Κάνει την αρχική διάκριση ανάμεσα στις ιδέες της μνήμης και στις ιδέες της φαντασίας και συνεχίζει αναλύοντας τις δεύτερες σε ιδέες κρίσης (π.χ. πεποιθήσεις) και σε ιδέες αμιγώς πλασματικές. Η φαντασία μετατρέπεται σε ενδιάμεσο παράγοντα ανάμεσα στις εντυπώσεις των αισθήσεων και το πεδίο των ιδεών. Αργότερα, ο Kant θα δεχτεί μεν την αναπαραγωγική λειτουργία της φαντασίας, όπως περίπου την περιέγραψε ο Hume, αλλά θα κάνει, επίσης, λόγο για παραγωγική ή υπερβατολογική φαντασία, με την οποία σχηματίζεται καθετί το αιφνίδια πρωτόγνωρο στη συνείδηση. Ανοίγει, σταδιακά, ο δρόμος προς τη νοηματοδότηση των φαντασιώσεων και την αποδοχή ενός νέου πεδίου δυνατοτήτων, όπως αυτό εκφράστηκε αργότερα από φιλοσόφους όπως ο Schopenhauer, καθώς επίσης και από την Ερμηνεία των Ονείρων του Freud.

Αν προσεγγίσει κανείς, λοιπόν, τις φαντασιώσεις με όρους αντιστοίχισης π.χ. η τάδε φαντασίωση αντιστοιχεί με το τάδε πράγμα του κόσμου, τότε σίγουρα θα απογοητευθεί. Αυτό που μάλλον έχει ουσία είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τις φαντασιώσεις και το περιεχόμενό τους. Βλέπω ξανά την Μ να περπατά προβληματισμένη δίπλα στο ποτάμι. Κουβαλά στις σκέψεις της μια ανθρωπόμορφη φιγούρα που επηρεάζει τον τρόπο που η ίδια αλληλεπιδρά με το υγρό στοιχείο. Σε τι ακριβώς αντιστοιχεί αυτή η φιγούρα; Σε τι πράγμα του κόσμου αναφέρεται; Μοιάζει με τον θεό Ποσειδώνα, αλλά δεν είναι αυτός. Καθιστά τούτη η μη αντιστοίχιση ανόητο το περιεχόμενο της φαντασίωσης, άρα και τον τρόπο που επηρεάζει την Μ;

Στη φαντασίωση της Μ φαίνεται ότι υπάρχει ένα είδος σκέψης, αλλά με έναν άλλον τρόπο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η περιγραφή της φαντασίωσης με τη χρήση λέξεων, καθιστά επεξεργάσιμο και πιο εύπεπτο το περιεχόμενό της. Με την παραδοσιακή προσέγγιση της γλώσσας, υπάρχουν αντικείμενα, τα νοήματα, μέσα στη σφαίρα της σκέψης μας, στα οποία οι λέξεις μας αντιστοιχούν. Ετούτα τα νοητικά αντικείμενα αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα αντικείμενα του κόσμου μέσα στον οποίο κινούμαστε. Οι προτάσεις, λοιπόν, που περιγράφουν τη φαντασίωση της Μ, συντίθενται από τα προαναφερθέντα νοητικά αντικείμενα. Επομένως, όταν οι συνδυασμοί των νοητικών αντικειμένων της σκέψης μας αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα γεγονότα του κόσμου που μας περιβάλλει, τα νοήματα έχουν αναφορά, οπότε και οι προτάσεις μας είναι αληθείς .

Με τον παραδοσιακό, όμως, τρόπο προϋποτίθεται αυτό το οποίο επιδιώκουμε να καταλάβουμε: με ποιο τρόπο οι λέξεις μας αποκτούν νόημα. Αυτό καθώς κανένα νοητικό αντικείμενο δεν αναφέρεται αυτόματα σε κάτι στον κόσμο. illu2Είναι ο ενεργητικός τρόπος που ο ομιλητής χρησιμοποιεί τις λέξεις, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, που νοηματοδοτεί το λόγο. Και αυτό μπορεί να συμβεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους . Παρόλο που οι λέξεις δύναται να φέρουν ένα ορισμένο συμβατικό νόημα (π.χ. με τη μορφή κανόνων χρήσης), υπάρχει μια εσωτερική προθετικότητα στην Μ που ενεργοποιεί περαιτέρω τη σκέψη της και ντύνει με νόημα ξεχωριστό το περιεχόμενο της φαντασίωσής της. Επομένως, κάτι αποκτά νόημα κυρίως μέσα από τον τρόπο του υπάρχει κανείς στο εδώ και τώρα, μέσα από τις συμπεριφορές και τις πρακτικές του. Όποτε, δεν είναι παραγωγικό να προσεγγίσουμε την περιγραφή μιας φαντασίωσης μέσα από μια λογική επαλήθευσης ή μέσω μιας επεξήγησης του κατά πόσον κάποιος έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί έννοιες και λέξεις με τρόπο συγκεκριμένο. Έχει, όμως, αξία να δούμε με ποιο τρόπο χρησιμοποιούμε τις λέξεις όταν μιλάμε για μια φαντασίωση και την επίδραση που έχουν οι συγκεκριμένες λεξικολογικές περιγραφές στο σώμα μας και το ευρύτερο περιβάλλον.

Οι φαντασιώσεις προεκτείνουν και εμπλουτίζουν τον κόσμο μας. Αποκτούν νόημα μόνο μέσα από τα χαμένα ή κοιμισμένα κομμάτια της συνείδησής μας. Οτιδήποτε γεννιέται μέσα στις φαντασιώσεις μας είναι μαζί και ένας τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας αλλιώς. Είναι παραστάσεις που κατανοούνται ως υπόρρητο μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας, καθώς μοιάζουν εντελώς α-νόητες όταν τις σκεφτόμαστε ξεκομμένες από αυτήν. Παρόλο, επίσης, που το περιεχόμενό τους μας παρουσιάζει μια ασυνήθιστη θέαση του εαυτού μας, νιώθουμε ότι οι εικόνες τους έχουν την τάση να επηρεάζουν τις πεποιθήσεις μας, επομένως και τη δράση μας. Υπάρχει η αίσθηση μιας βαθιάς δέσμευσης, μιας συνεκτικής ενέργειας που διαχέεται σε όλο το πλαίσιο των θεωρήσεών μας.

Επιστρέφω στην Μ. Μια αναλαμπή συνειδητότητας μοιάζει με ένα από τα κομμάτια που λείπουν από το puzzle του νοήματος της φαντασίωσης της: την έχει σηκώσει ψηλά στα χέρια και τρέχει με πρόσωπο παραμορφωμένο, γελώντας με το γέλιο του γέλιου του. Κάθε δρασκελιά του τη φέρνει πιο κοντά στο απέραντο και σκούρο μπλε της θάλασσας. Είναι μικρόσωμη. Είναι ελαφριά. Κλαίει με το κλάμα του κλάματός της και τινάζει όλο και πιο νευρικά τα πόδια της. Εις μάτην. Είναι πλέον στον αέρα. Κλείνει τα μάτια μη μπορώντας να αντέξει την ιλιγγιώδη ταχύτητα των εικόνων των αντιλήψεών της. Με το σώμα ακινητοποιημένο σκάει με ορμή στη θάλασσα. Όλα υγρά και πνιγηρά. Η θάλασσα την καίει στη μύτη και στον λαιμό. Την πνίγει. Χτυπιέται πανικόβλητη και με ένα ενστικτώδες πάτημα στην άμμο του πυθμένα πετάγεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κλαίει με το πιο κλάμα του κλάματός της ακούγοντας εκείνον, με το παραμορφωμένο πρόσωπο, να γελά με το πιο γέλιο του γέλιου του.

Το παραπάνω μνημονικό θραύσμα έχει ανασυρθεί από το πεδίο αναμνήσεων της Μ. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή με τη θάλασσα (ακόμα και αν αυτή η ανάμνηση είναι απλώς ένα μεταγενέστερο κατασκεύασμα ή μια επινόηση). Η φαντασίωση, λοιπόν, της Μ, κάτω από αυτό το πρίσμα, μοιάζει με ένα χαρμάνι που ενώνει το εξωτερικό περιβάλλον (νερό ποταμού), τα συναισθήματα της, τις μνήμες και το σώμα της. Με άλλα λόγια, η φαντασίωση της Μ δανείζεται από το τώρα και την εξωτερική πραγματικότητα, αναπλάθοντας βιωμένους χρόνους σε μια νέα αφήγηση. Η αποδοχή της φαντασίωσης ως γεγονός, αυτομάτως μετατρέπει ένα ψεύδος σε αλήθεια που διεκδικεί ζωή και πνοή. Με παρόμοιο τρόπο δεν μπαίνει και η Τέχνη στη ζωή μας;

Το οικείο μοιάζει να είναι το κλειδί για να προσεγγίσουμε μια φαντασίωση, γιατί επιτρέπει την απελευθέρωση του συναισθήματος. Το στοιχείο οικειότητας στη φαντασίωση της Μ είναι το νερό (είναι και πρωταθλήτρια!), ενώ στις εικόνες του Κ είναι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος στο οποίο εργάζεται. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς: η απουσία οικειότητας θα οδηγούσε στην επικράτηση μιας αμήχανης απορίας, γεγονός που θα καθιστούσε αμέτοχους τους φορείς των φαντασιώσεων.

Στα ένστικτα, εκφρασμένα ως πρωτογενείς δυνάμεις του σώματος, είμαστε όλοι ίδιοι, στη λογική διαχείρισή τους όμως μπορούμε να διαφοροποιούμαστε. Στις φαντασιώσεις, επίσης, ο καθένας ζει μέσα από τον ιδιαίτερο κόσμο του. Οι φαντασιώσεις γίνονται έτσι ένα ιδιαίτερο και προνομιακό πεδίο της εξατομίκευσης.

Φαντασίωση: μια λυτρωτική πράξη

Ο Freud, αναλύοντας τις περιπτώσεις των υστερικών και των ψυχαναγκαστικά νευρωτικών, τονίζει ότι παρόλο που έχουν εγκαταλείψει τη σχέση τους με την πραγματικότητα, δεν αίρουν απαραίτητα τη σχέση τους με πρόσωπα και πράγματα. Τα διατηρούν, όμως, ακόμη και στη φαντασία τους, κάτι που σημαίνει ότι από τη μια έχουν υποκαταστήσει ή αναμίξει τα πραγματικά αντικείμενα με φανταστικά των αναμνήσεων τους και από την άλλη, είναι δυνατόν να έχουν παραιτηθεί από την προετοιμασία κινητικών ενεργειών προς επίτευξη των στόχων τους σε αυτά τα αντικείμενα . Επομένως, εσωστρέφεται το σύνολο ή μέρος της ενέργειας, κάτι που μοιάζει και με μια μηχανική προσπάθεια ίασης. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι τροφοδοτείται ο μηχανισμός των φαντασιώσεων.

Στην περίπτωση της Μ, η παραμορφωμένη φιγούρα αναδύεται στις φαντασιώσεις της σχεδόν κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σε υγρό στοιχείο. Παρόλο, όμως, που κάθε φορά αφανίζεται από αυτή τη φιγούρα, νιώθει ένα βαθύ αίσθημα ανακούφισης και αποφόρτισης. Κάποιες φορές νιώθει και τρυφερότητα. Όμως δεν έχει διαρρήξει τη σχέση με την πραγματικότητα του υγρού στοιχείου: είναι πρωταθλήτρια στην κολύμβηση! Η βία της πρώτης επαφής με το υγρό στοιχείο είναι πάντοτε ζωντανή στο σώμα της και είτε αποφορτίζεται μέσα από τις φαντασιώσεις της είτε μετατρέπεται σε πρωταθλητισμό.

Στον Κ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Μεταφράζει ως υποτίμηση τα σχόλια του ιδιοκτήτη του καταστήματος και νιώθει θυμό. Εδώ η ενέργεια διοχετεύεται στο φαντασιακό χωρίς να εκφράζεται με οποιονδήποτε τρόπο στον εξωτερικό του κόσμο. Τουλάχιστον άμεσα και με τρόπο διαφανή. Η φαντασίωση μετατρέπεται, με αυτόν τον τρόπο, σε πεδίο εκτόνωσης της ενέργειας του θυμού. Αυτή η μετατροπή είναι λυτρωτική: ο θυμός θα μπορούσε να επαναδιοχετευθεί στο σώμα του Κ με ψυχοσωματικές προεκτάσεις. Γιατί όμως δεν τον εξέφρασε σε άμεσο χρόνο προς τον ιδιοκτήτη; Ο Κ προφανώς φοβάται ότι θα επαναληφθεί το σκηνικό της φαντασίωσής του, γεγονός το οποίο θα είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις. Με αφορμή την περίπτωση του Κ, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι η μη εξωτερίκευση της ενέργειας του θυμού είναι και η απαρχή δημιουργίας προσωπείων και έκφρασης παθητικών επιθέσεων π.χ. μπορώ να δω τον Κ να εκδικείται «ξεχνώντας» εντολές του ιδιοκτήτη ή να επικοινωνεί με ύφος απόμακρο και σχεδόν αδιάφορο.

Ο Π έφυγε από το μπαρ με τη νεαρή Μ στη σκέψη του. Το ίδιο βράδυ η Μ ήταν νοητά ξαπλωμένη δίπλα του όταν έκανε έρωτα με τη γυναίκα του. Μετά από μια εβδομάδα εκείνη συνέχισε να είναι στο μυαλό του. Την έβλεπε να του ασκεί βία και ένιωθε ηδονή. Και σε αυτή την περίπτωση, η φαντασίωση μετατρέπεται σε πεδίο εκτόνωσης της σεξουαλικής ενέργειας. Επιλέγει ο Π να την εκτονώσει εκεί; Ή μήπως η φαντασίωση «επιλέγει» για εκείνον; Ποιος είναι ο ρόλος της βίας που εκφράζεται στις φαντασιώσεις του; Μήπως illu4υπάρχει και στην περίπτωση του Π κάποιο μνημονικό αποτύπωμα (π.χ. αρνητικά φορτισμένο δίπολο γυναίκα-βία από παλιά εμπειρία) το οποίο λυτρώνεται θεραπευτικά μέσα από μια ηδονική -άρα και θετικά φορτισμένη-φαντασίωση με μια γυναίκα; Γιατί, όμως, δεν επιλέγει να πάει κατευθείαν στην Μ ώστε να ζήσει μαζί της, σε χρόνο άμεσο, τη φαντασίωσή του; Υπάρχουν ηθικά κίνητρα πίσω από τη διοχέτευση της σεξουαλικής του ενέργειας προς τη φαντασίωσή του; Για παράδειγμα, η φαντασίωση του Π μπορεί να στηρίζεται στο παρακάτω αξιακό υπόβαθρο: είμαι πιστός σε εκείνη με την οποία αναζητώ να ζήσω την αγάπη σε βάθος. Η απιστία θα μπορούσε, λοιπόν, να διαλύσει τις συναισθηματικές φιλοδοξίες της αγάπης που έχει ο Π.

Όπως και να έχει, οι φαντασιώσεις μπορούν να αποτελέσουν ένα προνομιακό πεδίο μελέτης στο οποίο συναντώνται τα ερεθίσματα της αντίληψης, το ηθικό πεδίο επιλογών και οι βαθύτερες τάσεις και διαθέσεις του ατόμου. Μέσω του «ψεύδους» των φαντασιώσεων και της δημιουργικής φαντασίας, είναι δυνατόν να διευρύνουμε την κατανόηση της ίδιας της αλήθειας του εαυτού μας.

Ο ηθικός ορίζοντας των φαντασιώσεων

Συνήθως, κάνουμε λόγο για ηθικές αξιολογήσεις των πράξεων. Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε τη σκέψη μας και να δεχτούμε ηθικές αξιολογήσεις στο πεδίο των φαντασιώσεων;

Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι: υπάρχουν δυσάρεστες φαντασιώσεις; Μάλλον όχι. Στα προηγούμενα παραδείγματα, οι φαντασιώσεις είχαν τη μορφή μιας αποφορτιστικής ηδονής. Επιπλέον, παρόλο που υποστηρίχθηκε ότι οι φαντασιώσεις έχουν μια βαθιά και δυναμική καταγωγή, δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι βρίσκονται μέσα στον άμεσο έλεγχο του εκάστοτε υποκειμένου. Επομένως, οι φαντασιώσεις μάς δημιουργούν ευχαρίστηση και μπορούμε να τις έχουμε, ως ένα βαθμό, κάτω από τον έλεγχό μας. Ετούτη η συνειδητοποίηση φέρει αυτόματα και το βάρος της ευθύνης.

Φαντάζομαι τον Π να μιλά με έναν φίλο του για τις φαντασιώσεις του με την Μ: «Μα δεν είναι απιστία καθώς πηγαίνω μαζί της μόνο στη σκέψη μου!». Θα ήταν πολύ σκληρό και άτεγκτο να δεχθούμε μια γενική θεώρηση κατά την οποία είναι μη αποδεκτό να φαντασιώνεται κανείς κάτι το οποίο δεν θα ήταν αποδεκτό ως πράξη. Νομίζω ότι και οι ειδικοί σύμβουλοι σχέσεων θα μας έλεγαν ότι ο Π μπορεί να έχει τέτοιου είδους φαντασιώσεις, αρκεί να μην υπονομεύεται η συναισθηματική του σύνδεση με τη σύζυγό του. Ο Π δεν εκδήλωσε ποτέ την ανάγκη να συνάψει εξωσυζυγική σχέση, αλλά απολαμβάνει να φαντάζεται τις ερωτικές σκηνές με την Μ. Όμως, ακόμα και να συνέβαινε στην πράξη, παρόλο που μάλλον δεν θα ήταν αρεστό στη σύζυγος του Π, δεν μπορούμε να πούμε ότι η ερωτική συνεύρεση με την Μ θα είχε κάτι θεμελιωδώς κακό.

Τι γίνεται, όμως, στις περιπτώσεις που κάποιος στις φαντασιώσεις του νιώθει ηδονή με τον πόνο (π.χ. ο Κ) ή τον θάνατο άλλων ανθρώπων ή μέσω του βιασμού ανήλικων παιδιών; Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που έχει φαντασιώσεις με παιδεραστικό περιεχόμενο, νιώθει ηδονή και μπορεί μάλιστα να επηρεάζει περαιτέρω το περιεχόμενό τους. Ερωτοτροπεί με παιδιά, το θέλει, το ξέρει και βρίσκει τρόπους να εμπλουτίζει τις εικόνες μέσα του.

Αυτό το ερώτημα μας πιέζει να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι με το περιεχόμενο των φαντασιώσεων. Μήπως θα ήταν πιο ορθό να δεχτούμε ότι δεν είναι σωστό να φαντασιωνόμαστε κάτι το οποίο θεωρείται θεμελιωδώς κακό; Στην περίπτωση του Π, δεν υπάρχει απόδοση ιδιότητας πόνου προς κάποιον άλλο άνθρωπο (π.χ. δε φαντασιώνεται τη σύζυγό του να μαθαίνει για τις συνευρέσεις του με την Μ και να οδηγείται σε καθεστώς απελπισίας). Στις άλλες περιπτώσεις, υπάρχει απόδοση ιδιοτήτων πόνου και μάλιστα, προς ανθρώπινα όντα που δε θεωρούνται ώριμα να διαλέξουν να υποστούν πόνο ή διάφορες ερωτικές πράξεις.

Οι φαντασιώσεις του ξύπνιου είναι κόσμος μέσα στον κόσμο. Στέκομαι στα πολυσύχναστα σημεία της πόλης και βλέπω εκατοντάδες ανθρώπους να περπατούν, κρατώντας παράλληλα, οι καθένας από αυτούς, τα μπαλόνια των φαντασιώσεών του. Κατανοώ ακόμη ότι οι ψυχικές δυνάμεις που διαπερνούν και συνθέτουν τούτο τον κόσμο των μπαλονιών, επηρεάζουν επίσης και τον τρόπο που ο κάθε ένας σχετίζεται με τους άλλους ανθρώπους. Αν δεχτούμε ότι ο άλλος τίθεται στο κέντρο της ηθικής μας ματιάς, τότε είναι ψυχικά διχαστικό να νοιαζόμαστε για τον άλλον άνθρωπο στον «πραγματικό» κόσμο, ενώ συντρίβουμε ηδονικά ανθρώπους στο παράλληλο σύμπαν των μπαλονιών.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΟΣΚΑΣ