Αποσιωπημένες ταυτότητες

encore   ~ . ~  

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ ~ . ~

Νάνα Παπαδάκη,
Encore: Γυναίκες της Οδύσσειας,
Μελάνι, 2016

Οι κουρασμένοι μας ιδρυτικοί μύθοι αποτελούν την πρώτη ύλη της συλλογής της Νάνας Παπαδάκη. Συγκεκριμένα εδώ τον λόγο έχουν, όπως δηλώνει ο εύγλωττος υπότιτλος, οι γυναίκες της Οδύσσειας: Καλυψώ, Πηνελόπη, Κίρκη, Αρήτη, Αντίκλεια, Αθηνά, Ευρύκλεια, Ελένη, Μελανθώ, Κασσιφόνη.

Οι τέσσερις ενότητες της συνθετικής αυτής συλλογής αποτελούνται από ποιητικούς μονολόγους των προσώπων που πλαισιώνονται από πέντε ΄΄πεζά΄΄ κείμενα σε πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο. Ερμηνευτικό κλειδί αποτελεί ο «Πρόλογος» της Αθηνάς στην πρώτη ενότητα που, στη συνανάγνωσή του με τον «Επίλογο» του ίδιου προσώπου στην τέταρτη ενότητα, ορίζει το χώρο και το χρόνο που κινούνται τα πρόσωπα: είναι ο ακίνητος, αλλά και αιώνια παρών χρόνος των αγαλμάτων των οποίων η θέα «είναι μόνο για τους τυφλούς» και τα οποία «Αν χρησιμεύουν ως τόπος συνάντησης ή σημεία προσανατολισμού ορίζουν μονάχα έναν περιμετρικό χώρο για να ξεβράζονται μνήμες πηχτές σαν σκοτάδι […]». Αγάλματα που «δεν μιλούν για ιστορίες αγάπης ή εμφύλιες συρράξεις, δεν μιλούν καν».

Πράγματι, τα γυναικεία πρόσωπα μοιάζει να εκφωνούν έναν λόγο μεταξύ φωνής και σιωπής, ομιλίας και αποσιώπησης, έναν κατακερματισμένο και, κυρίως, μη αυτονομημένο λόγο, πράγμα που οφείλεται, κατά περίπτωση, στην πολυχρησία του μύθου, στον ετεροκαθορισμό από τον ανδρικό λόγο, στην περιθωριακή θέση στη μυθολογική σημειολογία ή στην αμνησία της ιστορίας. Αδειασμένα δηλαδή σύμβολα. Η άδεια ή παλίμψηστη γυναικεία ταυτότητα εδώ ψάχνει να βρει το δικό της αίτιο, τη δική τη γλώσσα και τη δική της δικαιοσύνη. Έτσι σε αρκετά ποιήματα προσπαθεί να αρθρωθεί ο αντίλογος αυτής της παραμελημένης φωνής που είναι στερεότυπα εγγεγραμμένη στο μυθικό ασυνείδητο. Η Πηνελόπη π.χ. ως η λανθάνουσα ανθρώπινη ύπαρξη ομολογεί: «Πηγαινοέρχομαι από είδωλο σε είδωλο», το ίδιο και η Ελένη («Μιμήθηκα φωνές, όπως μιμήθηκα και τη δική μου. / Πού φωλιάζει η αληθινή μου φωνή δεν το γνωρίζω / […] Ίσως το άδειο να ΄ναι ο προορισμός μου») ή η Κασσιφόνη («Είδωλο μητέρας σκοτεινής / Στο εσωτερικό της σάρκας. / Απ’ έξω η μορφή μου»), ενώ η Κίρκη διατηρεί κρυμμένο μέσα στις μάσκες το πρόσωπό της «[…] που δεν υπήρξε». Σε άλλα πάλι ο αποσιωπημένος, όπως στην περίπτωση της Ναυσικάς, ή ο ενοχοποιημένος, όπως στην περίπτωση της Μελανθώς, έρωτας. Γι’ αυτό και σε αρκετά ποιήματα ο λόγος αναφέρεται ή απευθύνεται στον άνδρα-Οδυσσέα, επιχειρώντας να ολοκληρώσει μια ματαιωμένη επικοινωνία, αφού κι αυτός είναι ένα διχασμένο είδωλο, πλασμένο από φενάκη λέξεων. Διαβάζουμε π.χ. στο λόγο της Αρήτης προς τον Οδυσσέα: «Εδώ που έφτασες το μόνο που απομένει είναι να αφαιρέσεις τη ζωή σου, η πιθανότητα όμως, η βεβαιότητα καλύτερα, ότι θα εξακολουθείς να υπάρχεις διαστρεβλωμένος στις λέξεις όσων επιζήσουν σε εξοργίζει».

Οι αποσιωπημένες γυναίκειες ταυτότητες έχουν να αναγγείλουν την κατάρρευση της ηρωικής εποποιίας σε ένα ψίθυρο φωνών που αναγιγνώσκουν στον καμβά του μύθου το τρύπιο σώμα της συνέχειας ή το αενάως αιμάσσον σώμα του προαιώνιου φόνου. Η Πηνελόπη λ.χ. διανοούμενη ως η θηλυκή συνείδηση της ιστορίας διαπιστώνει πως «Την ίδια ώρα οι θάλασσες γέμιζαν με σώματα πνιγμένων». Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο ΄΄νήμα΄΄ της συλλογής που εκπορεύεται πάλι από τη σκοτεινή μνήμη των αγαλμάτων που «[…] κοίταξαν επίμονα το πρώτο σώμα, το ανάστροφο», το αρχέγονο σώμα, τη ρίζα της ύπαρξης δηλαδή, που επιχειρεί να βρει τη βαθιά της πηγή στα αρχετυπικά ομηρικά σύμβολα. Προσπαθώντας, βέβαια, να φτάσει σε αυτή την περιοχή σκοντάφτει στη σιωπή, επιχειρώντας να κατανοήσει τη βία της ιστορίας συναντά την αλήθεια των λευκών οστών, αναζητώντας τη μνήμη καταποντίζεται στη θάλασσα. Γι’ αυτό και το μόνο που απομένει είναι ο άπειρος διαμελισμός του σώματος που πονά, η φευγαλέα ουσία του ανθρώπου που «πάνω στο νερό θα ασκήσει τη λαβή […]» του. Η αλήθεια δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός, όπως υποδηλώνει η ανάστροφη γραφή στον καταληκτικό στίχο της συλλογής: «έστηνε βυθούς στα μάτια | αιτάμ ατς ςύοθυβ ενητσέ».

Αυτές οι δυο διήκουσες συνυπάρχουν συχνά σε αρκετά ποιήματα, αλλά η συνύπαρξή τους, αντί να ενισχύει, αποδυναμώνει τη δραστικότητα των συμβόλων, καθώς η διττότητα της πρόθεσης θολώνει το ισχυρό τους στίγμα. Ο λόγος, που επιχειρεί να σκάψει τόσο βαθιά στα γυμνά σύμβολα, γίνεται συχνά πέραν του δέοντος κρυπτικός, οι εικόνες πάσχουν από διάχυση και τα καλύτερα ποιήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτά στα οποία ο λόγος γίνεται πιο ρεαλιστικός, όπως τα ποιήματα «Ευρύκλεια», «Ελένη», «Πηνελόπη ΙΙ». Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι, εξ ορισμού, το υλικό της Οδύσσειας και γενικότερα του μύθου έχει περιπέσει σε τέτοια πολυχρησία που είναι δύσκολος ο πρωτότυπος χειρισμός του. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο Ρίτσος στην Τέταρτη διάσταση που στους πολύστιχους, συχνά μπαρόκ, μονολόγους του εκχώρησε ένα πληθωρικό βήμα στις μυθικές ηρωίδες, επιτυγχάνοντας τον δημιουργικό και αυτονομημένο διάλογο με το παραδοσιακό υλικό. Εδώ, αν και εν πολλοίς η πρόθεση παραμένει η ίδια, ακολουθείται η αντίθετη πορεία, η πλούσια επένδυση του μύθου γυμνώνεται σε ένα λόγο μινιμαλιστικό που θέλει να επανανοηματοδοτήσει, αποδομώντας τις πάγιες εγγραφές. Γι’ αυτό και ο λόγος που εκχωρείται στα πρόσωπα είναι ένας λόγος-σπάραγμα και το ίδιο το έργο πάσχει από αυτήν ακριβώς την εξάρθρωση του λόγου που επιχειρώντας να καταδείξει το κενό ενδύεται ο ίδιος το κενό, δύστροπα ελλειπτικός και πυκνά προθετικός.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ