Οι εχθροί της τεχνικής

last-minute-panic.jpg

~ . ~  

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ  ~ . ~  

Για την συγγραφή ενός μυθιστορήματος, ενός θεατρικού έργου, ενός σεναρίου απαιτείται χρόνος, αφοσίωση, δέσμευση. Ενδεχομένως και πολλοί ποιητές ή θεράποντες της μικρής φόρμας να διατείνονται ότι παιδεύουν τα γραπτά τους, ότι δεν επαφίενται στην άμπωτη και την πλημμυρίδα της έμπνευσής τους, ότι ξοδεύουν εργατοώρες πάνω από αυτά.

Δεν έχουμε λόγους να τους αμφισβητήσουμε. Όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Υπάρχει μια αδυσώπητη εξίσωση που λέει ότι όσο πιο πολλές λέξεις ρίχνονται στο χαρτί, τόσο πιο πολύς ο κόπος του γραφιά. Ακόμα και αν κάποιος αναλίσκεται σε κενολογίες, πελαγοδρομεί σε κλισέ και σε ρηχότητες, η δαπάνη που χρειάζεται σε χρόνο, ενέργεια και συγκέντρωση για να γράψει μερικές δεκάδες χιλιάδες λέξεις είναι αξιομνημόνευτη. Με αυτή την έννοια ακόμα και οι συγγραφείς της λεγόμενης εμπορικής λογοτεχνίας, που τείνουμε να τους περιφρονούμε και να καταφερόμαστε εναντίον τους με κοροϊδευτικό τρόπο, αξίζουν, έστω και μόνο για αυτό, τον σεβασμό μας.

Τα έργα μεγάλης πνοής πάντως απαιτούν και κάποιον στοιχειώδη σχεδιασμό. Αυτό είναι ένα αίτημα που έχει λυθεί μάλλον οριστικά στην Εσπερία, αλλά στα καθ’ ημάς περιβάλλεται από ένα παρδαλό πέπλο ασάφειας. «Το δε γράφειν δεν είναι άλλη τέχνη αλλ’ έμφυτος δεξιότης, με την οποίαν ηυδόκησεν ο Θεός να προικίση τους πέντε των Ελλήνων δακτύλους» αναφέρει κάπου ο Ροΐδης. Και δεν έχει άδικο. Με τον ερασιτεχνισμό που διακρίνει γενικώς την φυλή μας, αρεσκόμαστε να προάγουμε το ταλέντο ως sine qua non στοιχείο για οποιαδήποτε δράση (είτε αυτή είναι καλλιτεχνική είτε όχι) και δείχνουμε βαθιά περιφρόνηση για την όποια τεχνική κατάρτιση. Ένας μουσόληπτος καλλιτέχνης δεν χρειάζεται τεχνική στην Ελλάδα. Ίσα ίσα η τεχνική τον περιορίζει, ρημάζει την έμπνευσή του, θολώνει την πνευματική του διαύγεια. Το χάρισμά του είναι θεόθεν και οποιαδήποτε προσπάθεια επεξεργασίας, εκλέπτυνσης, εξέλιξης κρίνεται ανίερη και απορρίπτεται μετά βδελυγμίας.

Θα μου πείτε, μισό λεπτό. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής στην χώρα μας πληθαίνουν και αυξάνονται σαν τα μικρόβια μολυσματικής ασθένειας. Σεμινάρια, βιβλία how-to, αυτόκλητοι δάσκαλοι που έχοντας πληρώσει για να εκδώσουν ένα βιβλίο, θεωρούν ότι κατέχουν τα μυστικά της τέχνης τους. Όντως, αλλά αυτό δεν φαίνεται να προκύπτει τόσο από οργανική ανάγκη των ανθρώπων της συντεχνίας, όσο από μιμητισμό, από συμμόρφωση στις επιταγές της μόδας. Η συγκεκριμένη μόδα ξεκίνησε βεβαίως από την Αμερική πριν μερικές δεκαετίες, μόνο που εκεί εξυπηρετεί πολύ διαφορετικές ανάγκες και σκοπούς.

Εν πάση περιπτώσει υπάρχουν δύο τάσεις, εκεί έξω, που αφορούν την συγγραφή μυθιστορήματος, θεατρικού έργου, σεναρίου: ο τρόπος του plotter και ο τρόπος του pantser, σύμφωνα με τους αμερικάνικους νεολογισμούς. Plotter είναι ο συγγραφέας που πριν ξεκινήσει την ιστορία του, έχει σχεδιάσει με μεγάλη ευκρίνεια όλα τα σημεία καμπής της και ξέρει πολύ καλά την αρχή, την μέση και το τέλος της. Γνωρίζει επίσης πάρα πολλά πράγματα για τους χαρακτήρες. Πυξίδα του είναι το θέλω του ήρωα, ενώ βασικός κινητοποιός μοχλός της δράσης γίνονται τα εμπόδια σε αυτό το θέλω που δημιουργούν ένταση και conflict (λέξη-καραμέλα και άγιο δισκοπότηρο για τους συγγραφείς αυτής της κατηγορίας). Η τεχνική είναι το Α και το Ωμέγα εδώ. Pantser από την άλλη είναι ο συγγραφέας που βουτάει στην ιστορία του χωρίς να προσχεδιάσει τίποτα (pantsers είναι συλλήβδην οι Έλληνες συγγραφείς). Αυτός αφήνεται με εμπιστοσύνη στις ροές της ιστορίας του, δεν ξέρει τους ήρωές του – τους μαθαίνει καθόσον τους γράφει, δεν γνωρίζει το τέλος της ιστορίας, αυτοσχεδιάζει, “ακούει” τι του λένε οι ήρωες.

Με άλλα λόγια ο plotter μπαίνει στον λαβύρινθο της κάθε αφήγησης κρατώντας στα χέρια του τον μίτο της Αριάδνης (ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, γιατί το plotting παίζει κάποιες φορές ρόλο placebo – δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι βαδίζεις σε σταθερό έδαφος, στο γράψιμο δεν υπάρχει ποτέ σταθερό έδαφος). Ο δε pantser εισέρχεται παντελώς άοπλος. Βασίζεται στην τύχη του για να βγει από τον λαβύρινθο. Κακά τα ψέμματα, κάποιοι συγγραφείς είναι πολύ τυχεροί και το καταφέρνουν.

Και οι δυο τρόποι έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία –που όπως είπαμε δεν ταιριάζει καθόλου στην ιδιοσυγκρασία και στην περιπετειώδη φύση του Έλληνα συγγραφέα– τα θετικά φαίνονται να είναι περισσότερα από τα αρνητικά. Πολλά άρθρα σε αμερικάνικα site που ασχολούνται με το γράψιμο υπερθεματίζουν υπέρ αυτών, ας τα συνοψίσουμε λοιπόν λίγο επιγραμματικά εδώ. Γράφοντας έτσι κερδίζει κανείς χρόνο, δεν πελαγοδρομεί ασύστολα, διατηρεί σφιχτή την αφήγηση, αποφεύγει τις τρύπες της πλοκής, έχει καλύτερη εποπτεία των ηρώων του. Από την άλλη ο αυστηρός a priori σχεδιασμός μοιάζει να περιστέλλει ενίοτε τις δημιουργικές πηγές του γράφοντος. Τον εξωθεί σε βεβιασμένες και στερεοτυπικές αφηγηματικές λύσεις, υποβιβάζει τον αυτοσχεδιασμό, τον βάζει σε αναπόδραστα καλούπια, γεννάει κλισέ. Αλλά το πιο σημαντικό: δεν είναι καθόλου, μα καθόλου διασκεδαστικός για τον συγγραφέα. Και αυτός νομίζω είναι ο βασικός λόγος που τον αποφεύγουν οι Έλληνες (πέρα από την άγνοια για το drama theory εν γένει και την απροθυμία τους να μάθουν καινούργιες μεθόδους). Γράφουμε αναζητώντας απόλαυση, αισθητική και πνευματική. Ο ξερός και εγκεφαλικός σχεδιασμός της δομής μας στερεί τις ηδονές της ανακάλυψης. Άπαξ και γίνει η δομή, το γράψιμο καθίσταται αγγαρεία. Δεν υπάρχει έξαψη, αγωνία, ενδιαφέρον για τον γράφοντα. Η ολοκλήρωση του έργου καταντά χειρωνακτική εργασία.

Το λεγόμενο pantsing από την άλλη που έχει σχεδόν δαιμονοποιηθεί στην Αμερική είναι εκ φύσεως πιο απολαυστικό. Δίνει την ψευδαίσθηση της απόλυτης ελευθερίας στον γράφοντα– που αλίμονο καταντάει συχνά ελευθεριότητα. Κινητοποιεί όλες τις συνθετικές του δυνάμεις. Τον βασανίζει πιο πολύ (για αυτό και είναι πιο ερεθιστικό), τον τοποθετεί στο κέντρο της ιστορίας: όπως τα πρόσωπα του έργου έτσι και ο συγγραφέας δεν γνωρίζει τι θα συμβεί στη συνέχεια. Ο συγγραφέας ζει το σασπένς της ίδιας της ιστoρίας του. Γίνεται αναγνώστης του εαυτού του – και κανείς αναγνώστης δεν θέλει να ξέρει από πριν το τέλος μιας ιστορίας. Αυτομάτως χάνει το ενδιαφέρον του για αυτήν.

Ποια μέθοδος είναι καλύτερη λοιπόν; Στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει καλύτερο ή χειρότερο. Πολλά αριστουργήματα γράφτηκαν στο παρελθόν ενώ οι συγγραφείς τους αγνοούσαν εντελώς τους κανόνες του story-telling (βασικά δεν υπήρχαν κανόνες – αυτοί τους θεσπίσαν). Παρόλα αυτά στις μέρες μας με την υπερπροσφορά λογοτεχνικού κειμένου που μας καταπνίγει από παντού, είναι θεμιτό ο συγγραφέας να αξιοποιεί όλα τα όπλα που του παρέχονται. Και ασφαλώς η τεχνική (το να ξέρεις να χτίσεις με αρχιτεκτονικό τρόπο τις δομές μιας ιστορίας) αποτελεί ένα πολύ σημαντικό όπλο.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ