Σπαράγματα μελαγχολίας και κυνισμού

la-folie

~ . ~

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ  ~. ~

Θάνος Σταθόπουλος,
La Folie,
Ίκαρος, 2015

«Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα υπάρξει καθόλου», όπως δηλώνει απερίφραστα στη διάσημη Nadja του ο André Breton. Ο Θάνος Σταθόπουλος στο αποσπασματικό ποιητικό πεζό του La Folie διαφυλάσσει θύλακες παράδοξης ομορφιάς μέσα σε μία εχθρική αστική πραγματικότητα, εξαγνισμένη από τη λαμπερή τρέλα του παροξυσμού της.

«Η διάσταση της υπερβολής κάνει λαμπερή τη ζωή» όπως έχει πει σε ανύποπτο χρόνο και ο Νίκος Καρούζος σε συνέντευξη στον ίδιο τον συγγραφέα κι ακριβώς πάνω σ’ αυτήν την παραδοχή μοιάζουν να θεμελιώνονται τα κομψά fragments σε τούτο το εξαιρετικής συμπύκνωσης ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι, συνοψίζοντας παράλληλα και το modus vivendi του συγγραφέα τους.

Σπαράγματα μελαγχολικά και κυνικά, τρυφερά και σαρκαστικά, στοχαστικά και αφοριστικά, ξεδιπλώνονται ως καταστάλαγμα βαθιάς εμπειρίας και βίου που εξυμνεί την ομορφιά των άκρων αλλά και την παράκρουση που εν δυνάμει περικλείει, ούτως ή άλλως, η ομορφιά: «Τον είχε τρελάνει η ομορφιά». «Ερωτεύθηκα την ομορφιά περισσότερο από κάθε τι». Και το καρουζικού απόηχου: «Βαρέθηκα την τρέλα της καθεμιάς· άναψα απ’ όλες. Τη δική μου τη σβήνω».

Βασικό μοτίβο του βιβλίου, όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος, είναι η τρέλα στις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας. Η τρέλα που ενυπάρχει στην «ευτυχία» του Σίσυφου, η τρέλα που ακουμπάει πάνω στο μπεκετικό παράλογο, η τρέλα από την οποία διακατέχεται ή νομίζει πως διακατέχεται το ερωτευμένο υποκείμενο όπως λέει ο Μπαρτ, η τρέλα που ελλοχεύει κάθε στιγμή στα αδιέξοδα της ύπαρξης, η τρέλα ως η ανεστραμμένη λογική τάξη ενός ανώφελα τακτοποιημένου βίου που κωφεύει μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος: «Νιώθω συμπάθεια μόνο για όσους δεν βρίσκουν κανένα νόημα σε ό, τι κάνουν», δανείζεται ο Σταθόπουλος τα λόγια του Κόισνιγκ, του βολεμένου ήρωα του Πέτερ Χάντκε στην Ώρα της αληθινής αίσθησης.

Τα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους ανεκδοτολογικά περιστατικά που εξιστορεί, με πρωταγωνιστή άλλοτε τον ίδιο  τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή, άλλοτε πρόσωπα οικεία σ’ αυτόν, μυθιστορηματικούς ήρωες και γνωστές ή λιγότερο γνωστές προσωπικότητες, διασταυρώνονται όλα σε μία στιγμή ακροβασίας, εξουθένωσης ή ολοκληρωτικής έξαψης και τα τυλίγει η ίδια αύρα του παράδοξου. «Η μόνη διαύγεια», μια φράση που μένει μετέωρη, χωρίς επιπλέον διευκρινίσεις, μας κάνει να εικάζουμε πως πρόκειται ακριβώς για εκείνη τη στιγμή του παροξυσμού, της λαμπερής υπερβολής που εννοούσε ο Καρούζος, της στιγμιαίας δραπέτευσης από έναν κόσμο που στροβιλίζεται σαν τρελός: «Ο κόσμος γυρίζει σαν τρελός· μαζί του γυρίζω κι εγώ, στροβιλίζομαι σ’ ένα τίποτα που μετατοπίζεται συνεχώς, αλλάζοντας φορά με φόρα. Ο κόσμος είναι ακίνητος· σταματώ κι εγώ· υπάρχω χωρίς εγώ πουθενά».

Το La Folie μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους, σαν ένα σημειωματάριο περισυλλογής, ημερολόγιο ανάγνωσης, συλλογή αφορισμών και διαλογισμών, ημερολογιακές εγγραφές ενός στοχαστικού παρατηρητή, αποδελτιώσεις ενός προσωπικού αρχείου ή σαν τα ιδιωτικά «Εις εαυτόν» του συγγραφέα του. Επιτρέπει στον αναγνώστη να φανταστεί την αρχική μορφή αυτών των θραυσμάτων σαν σημειώσεις στα περιθώρια βιβλίων που επιστρέφει κανείς μετά από χρόνια, ραβασάκια σε χαρτοπετσέτες και ξεχασμένες σε τσέπες  αποδείξεις, βιαστικά γραμμένες υπομνήσεις πάνω σε αυτοκόλλητα χαρτάκια. Ή παραπέμπει, θα ’λεγε κανείς, σε ένα κολάζ από αποσπασμένα χωρία, εξώφυλλα βιβλίων, φωτογραφίες γυναικών, αγνώστων και επωνύμων, σκαριφήματα οδών, κιτρινισμένα επιστολόχαρτα, άδεια πακέτα από τσιγάρα. Ένα κράμα από γοητευτικές μικρές λεπτομέρειες που περνούν απαρατήρητες μέσα στη ροή του χρόνου και συνδέονται μεταξύ τους: «οι λεπτομέρειες συνδέονται πάντα μεταξύ τους, κι ας είναι από δυο χωριά» μας λέει ο συγγραφέας και επιχειρεί αυτή τη σύνδεση γνωρίζοντας πλέον ότι γίνεται πάντα εκ των υστέρων και αφού έχει ξοδευτεί απερίσκεπτα πολύς χρόνος: «Καταλαβαίνεις πάντα πολύ αργά αυτό που θα ’πρεπε να έχεις καταλάβει πολύ νωρίς».

Ο Σταθόπουλος ασκείται κατ’ εξοχήν σε αυτό το υβριδικό είδος αποσπασματικής μικρής φόρμας, που συνίσταται σε μία μείξη μεταξύ ποίησης και πρόζας, αυτοβιογραφικού και δοκιμιακού λόγου και σε θραύσματα που εκτείνονται από αυτόνομες στακάτες φράσεις μέχρι πολύ μεγαλύτερες αφηγήσεις. Απαριθμεί, συχνά με στυλιζαρισμένα αποστασιοποιημένο ύφος, θεωρητικά ήσσονος σημασίας πραγματολογικά στοιχεία που όμως νοηματοδοτούνται εκ νέου, συγκαταλέγει σχόλια για συγγραφείς και καλλιτέχνες με σημαίνοντα ρόλο για τις καταγωγικές ρίζες του, ενσωματώνει πλήθος διακειμενικές αναφορές και όλα πάντα εντασσόμενα μέσα σε μία συγκεκριμένη θεματική.

Αλλά στο La Folie φτάνει στη μέχρι τώρα κορύφωση της τεχνικής του, εδώ το υλικό έχει χωνευθεί περισσότερο σε σχέση με τα προηγούμενα Αυτόματο και Playback, εδώ τα βιώματα και τα διαβάσματα έχουν αφομοιωθεί και βρει το σημείο σύγκλισης, τα αναπόφευκτα χάσματα που προκύπτουν όταν μιλάμε για μια τέτοια χαλαρή σύνθεση έχουν υπερκαλυφθεί, το ετερόκλητο υλικό του έχει δέσει ακόμα πιο πολύ. Η βασική νοηματική γραμμή που το διαπνέει είναι πιο ορατή, χωρίς ωστόσο από την άλλη να υπολείπεται διόλου σε γοητεία του θραυσματικού. Σύνδεση με τα προηγούμενα υπάρχει πάντα για τον προσεκτικό αναγνώστη.

Απεμπολώντας τον –σε σημεία– αποφαντικό χαρακτήρα των άναρχων εγγραφών του, στο τέλος αμφιβάλλει για όλα: «Ποιος μπορεί να πει μετά βεβαιότητος τι αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο; Ποιος ξέρει τι αξίζει ή δεν αξίζει». Το La Folie ομνύει μέχρι τέλους στην αποσπασματικότητά του και δεν μπορεί παρά να καταλήξει εύστοχα στην κατακλείδα με την ομολογία για την ανολοκλήρωτη ουσία του και το πεπερασμένο άθροισμά του: «Υπάρχουν κι άλλα αλλά τα ξέχασα».

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ