Το μικρό και το μεγάλο

ba2222

~.~

του  ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ~.~

Πολλές ιερεμιάδες εξακοντίζονται πανταχόθεν τα τελευταία χρόνια για την αποστροφή που δείχνει ο μέσος αναγνώστης προς τα μεγάλα, εκτεταμένα, πολυσέλιδα κείμενα. Έχουμε χάσει την εξοικείωσή μας με τα ογκώδη βιβλία, λένε. Χειμαζόμενοι από ένα καθολικό (αν και τυπικά αδιάγνωστο) σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής αδυνατούμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της προσηλωμένης ανάγνωσης. Διασπάται η προσοχή μας, δεν έχουμε χρόνο, νυστάζουμε, δουλεύουμε πολύ, τρέχουμε, χαζεύουμε στο ίντερνετ. Η ανάγνωση του μεγάλου βιβλίου με τους χρόνους που απαιτεί, τους ρυθμούς της, τη δέσμευση που προϋποθέτει, τη δέουσα αφοσίωση, καθίσταται πραγματική πολυτέλεια στο ασφυκτικό πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής. Πόσο μάλλον όταν το κύριο μέλημα των περισσοτέρων είναι απλώς η επιβίωση κάτω από τις δύστηνες οικονομικές συνθήκες που μας περιβάλλουν.

Κι όμως τα μεγάλα βιβλία έχουν ακόμα την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Αυτό δηλούν τουλάχιστον οι λίστες των ευπώλητων. Τωόντι τα περισσότερα best seller -είτε πρόκειται για ποιοτικά έργα είτε για φτηνά αναγνώσματα- έχουν εκτόπισμα και καταλαμβάνουν χώρο στις βιβλιοθήκες, ενώ το αδιάλειπτο κουβάλημά τους από τα ισχνά και ατροφικά χέρια των βιβλιοφάγων μπορεί να προκαλέσει από μυϊκές θλάσεις μέχρι και τενοντίτιδες.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν εκδότες που δεν δέχονται καν μυθιστορήματα με λιγότερες από 300 σελίδες. Ειδάλλως θεωρούν μια τέτοια επένδυση (οι ίδιοι αλλά και μεγάλη μερίδα των αναγνωστών τους προφανώς) πεταμένα λεφτά. Είναι αλήθεια ότι η παροιμία “ουκ εν τω πολλώ το ευ” έχει χάσει την ισχύ της στην ματαιόδοξη και βουλιμική εποχή μας. Ακόμα και στο θέατρο ακούμε πολύ συχνά την ερώτηση “πόσοι ηθοποιοί παίζουν;” λες και υπάρχει κάποια μυστική αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των συντελεστών και το αισθητικό αποτέλεσμα, ένας αλγόριθμος που ορίζει την στάθμη της ποιότητας του θεάματος.

Παρ’ όλα αυτά η ιντερνετική ανάγνωση, που κακά τα ψέματα έχει καταλάβει μεγάλο μέρος της αναγνωστικής μας δραστηριότητας, επιτάσσει άλλους ρυθμούς, άλλες αντοχές, διαφορετική ανοχή στο διάβασμα κειμένων. Μπροστά στην οθόνη διαβάζουμε γρήγορα, πεταχτά, αποσπασματικά, ανοίγουμε πολλές και διαφορετικές σελίδες και πεταγόμαστε πότε στη μια και πότε στην άλλη, περιτρέχουμε σταυρωτά τις παραγράφους και γενικά επιδεικνύουμε εγγενή απέχθεια προς τα εκτενή κείμενα. Με λίγα λόγια αρθρίδια σαν και το παρόν (που απαρτίζεται από 2000 λέξεις περίπου) αντενδείκνυνται για ιντερνετική χρήση. Ο βιαστικός αναγνώστης που ψάχνει εναγωνίως data, πληροφορίες, νέα, ευτράπελα ή επιζητά απλώς να σκοτώσει την ώρα του και να ξεσκάσει, θα το προσπεράσει χωρίς δεύτερη σκέψη τσεκάροντας απλώς και μόνο το μέγεθός του. Αλλά και ο πιο απαιτητικός αναγνώστης δυσκολεύεται να παραδοθεί σε ρυθμούς που είναι λίγο εκτός εποχής, ειδικά όταν ξεροσταλιάζει μπροστά σε μία οθόνη.

Με λίγα λόγια μας θέλγουν ακόμα τα ογκώδη βιβλία (και ακολούθως τα μεγάλα κείμενα) στην φυσική τους μορφή, αλλά μας απωθούν κάπως όταν είμαστε αναγκασμένοι να τα διατρέξουμε μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μας. Προφανώς αυτά τα προσκόμματα θα εξαλειφθούν στο μέλλον (άπαντες θα διαβάζουν από οθόνες), αλλά στην μεταβατική περίοδο που διανύουμε μια τέτοια διάκριση είναι νομίζω οφθαλμοφανής.

Μηδέν κακό αμιγές καλού. Το ίντερνετ, μαζί με όλες τις αλλαγές που επέφερε στη ζωή μας, και παρά την μειοδοσία του προς το μεγάλο κείμενο, πριμοδότησε, εξύψωσε και σχεδόν αποθέωσε το μικρό. Είτε αυτό είναι άρθρο, είτε είναι μικρό διήγημα, είτε είναι ποίημα. Υπάρχει ένας αμφίδρομος μηχανισμός παραγωγής και κατανάλωσης γραπτού λόγου που μέσα από την διαδικτυακή συνένωση δημιουργεί αναγνωστικά ειωθότα. Διαβάζουμε αυτό που (αφειδώς) μας προσφέρεται και γράφουμε αυτό που ζητά το αναγνωστικό κοινό. Έτσι φτάνουμε στον εξοβελισμό του μεγάλου κειμένου από το διαδίκτυο ή έστω την σχετική περιθωριοποίησή του, και στον πολλαπλασιασμό, την άνθιση, την αναγέννηση του μικρού. Θα περιμέναμε κάτι τέτοιο να έχει και ένα άλφα ποιοτικό αντίκρισμα. Να οδηγηθούμε σε παραδείγματα συμπύκνωσης του νοήματος, να γίνουμε κοινωνοί μιας λείανσης του λόγου, να παρατηρήσουμε επιμονή στην λεπτομέρεια, ακρίβεια στην έκφραση, σαφήνεια, ενάργεια, εκλέπτυνση, να ταυτοποιήσουμε, τέλος, καλύτερο έλεγχο του λεκτικού υλικού. Όλα αυτά παρέμειναν – φευ- μάταιες προσδοκίες.

Αυτό που μαρτυρούμε αντιθέτως είναι άπειρα παραδείγματα έκπτωσης του γραπτού λόγου: ιδεολογική απίσχνανση, αισθητική χωλότητα, λεκτική ένδεια, ασάφεια, σολοικισμό, έλλειψη βάθους και προοπτικής. Το κείμενο στην εποχή της ιντερνετικής ανάγνωσης τείνει να λειτουργεί πολλές φορές ως πλατφόρμα προσωπικής διαφήμισης, ναρκισσιστικού άγχους, ωραιοπάθειας και ματαιοδοξίας. Θα αναρωτηθεί κανείς, πάντα δεν ήταν έτσι; Όχι. Διότι άλλοτε δεν υπήρχε το άμεσο feedback, η ανταπόκριση, ο σχολιασμός, η δυνατότητα κοινοποίησης, η έννοια του viral. Με το που έγραφες και δημοσίευες ένα κείμενο, αυτό έμπαινε σε μια μυστηριώδη επικράτεια δίκαιης και αναπόφευκτης σιωπής. Ανήκε μεν στην δημόσια σφαίρα, αλλά η αναδιαπραγμάτευσή του (μια δημιουργική και άρρητη άλεση) γινόταν στα μυαλά των ανθρώπων ή σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Ακόμα και όταν πυροδοτούσε δημόσιο διάλογο αυτός γινόταν με συντεταγμένους όρους, με συγκρότηση, με τους κανόνες του αποχρώντος λόγου. Δεν υπέκειτο στο χάος της πολυφωνίας και τις ευκολίες που παρέχει σήμερα ο δημόσιος και απρόσωπος σχολιασμός (που φτάνει σε σημεία απόλυτης οχλοκρατίας).

Με την έξαρση του ίντερνετ και των ΜΜΕ είναι σα να ξεσάλωσε ξαφνικά το συλλογικό ασυνείδητο μιας αναβράζουσας πολλαπλότητας. Ό,τι πιο πριν βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση, καταχωνιασμένο μέσα στις ψυχές ή στον νου των ανθρώπων, τώρα έχει φωνή, εικόνα, εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα, πιάνει χώρο στην κοινή αντίληψη και συνδιαμορφώνει συνειδήσεις. Μπορεί να εκφράζεται με βρυχηθμούς, οιμωγές, άναρθρες κραυγές, να ξοδεύεται σε ουτιδανές αναλύσεις, αλλά έχει θέση, διεκδικεί παρουσία.

Ας ρίξουμε μια γενική ματιά στη λογοτεχνία του διαδικτύου που συμμορφωμένη σε αυτά τα δεδομένα προσπαθεί να αρθρώσει τον δικό της αυτόνομο λόγο. Δεν χρειάζεται καν να διαβούμε το κατώφλι της ερμηνείας και να υπεισέλθουμε σε ειδικά θέματα γραμματολογίας για να διαπιστώσουμε ότι κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της (λογοτεχνικής μας) Δανιμαρκίας. Αυτό που βλέπουμε με μια πρώτη ματιά είναι η απωθητική πρεμούρα των νέων δημιουργών να φανούν, να ανελιχθούν, να ξεχωρίσουν, να καθιερωθούν. Θα μου πείτε και που είναι το κακό; Ο λογοτεχνικός στίβος δεν αποκλείει την άμιλλα, ίσα ίσα την ενθαρρύνει. Ασφαλώς, όμως υπάρχει μια μικρή διαφορά. Συμβαίνει ένα ιστορικό παράδοξο: τα μέσα προβολής φαίνονται για πρώτη φορά να είναι στα χέρια των δημιουργών (δεν θέλω να κάνω αναγωγές στην ιστορική περίοδο που τα μέσα παραγωγής είχαν περιπέσει στα χέρια των εργατών, αν και με έναν διεστραμμένο, παραμορφωτικό τρόπο αυτό είναι αναπόφευκτο…). Αυτό συνιστά ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο προτσές των λογοτεχνικών μας πραγμάτων, και θα έχει σίγουρα αρνητικές και θετικές συνέπειες στον τρόπο διαχείρισης του λογοτεχνικού προϊόντος.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι λεγόμενοι ποιητές της γενιάς της κρίσης έχουν καταβαραθρώσει ακόμα και τους περισπούδαστους μυθιστοριογράφους του ’80 και του ‘90 σε επίπεδο επικοινωνίας, προώθησης και επίδειξης. Καθώς τα παραδοσιακά life style έντυπα κλείνουν το ένα μετά το άλλο (αλήθεια έχει μείνει κανένα;), όπως και οι εφημερίδες που έχουν έτσι και αλλιώς απολέσει εδώ και καιρό την αναγνωστική τους ισχύ και την επιδραστικότητά τους, αναδεικνύονται νέα μέσα προβολής, επιβολής και καθιέρωσης μιας λογοτεχνικής περσόνας: ιστολόγια, blogs, facebook κτλ. O κατακερματισμός και η φυσική αποκεντρωτική τάση αυτών των μέσων είναι τόσο δεδομένη που καθιστά αδύνατο το “σπρώξιμο” (ή ακόμα την ειδωλοποίηση) ενός και μόνου προσώπου. Τα προηγούμενα χρόνια το “σύστημα” ήταν προσωποπαγές. Μπορούσαμε να πούμε ότι ο τάδε ή ο δείνα λογοτέχνης είναι ο χαϊδεμένος των μέσων. Τώρα δεν είναι και τόσο εύκολο να οριστεί κάτι τέτοιο. Καμιά φορά ξεχωρίζει αυτός που φωνασκεί πιο πολύ ή αυτός που εκφέρει ακραίο και προκλητικό λόγο, άλλοτε αυτός που έχει μάθει να ελίσσεται και να εκμεταλλεύεται τις διαπροσωπικές του σχέσεις, και ενίοτε κάποιος που όντως αξίζει. Γρήγορα ξεχνιέται όμως. Και έρχεται άλλος στην επιφάνεια.

Η λογοτεχνία μας είναι πιο θνησιγενής και πιο εφήμερη από ποτέ. Ένα κείμενο γράφεται, εκτελεί την βραχύπνοη τροχιά του και εγκαταλείπεται σε μια κατά τα φαινόμενα οριστική λήθη, από όπου κανένας αναγνώστης δεν θα ζητήσει να ανασύρει. Στο μέλλον το διαδίκτυο θα είναι γεμάτο από διασκορπισμένους και αχανείς ερειπιώνες κειμένων.

Εντούτοις τα πιο δημοφιλή, τα πιο πολυδιαβασμένα και πολυσχολιασμένα κείμενα στο διαδίκτυο δεν είναι τα λογοτεχνικά, αλλά αυτά που έχουν δημοσιογραφικές αξιώσεις και είναι αλληλένδετα με την επικαιρότητα. Την μερίδα του λέοντος στον ιντερνετικό αναγνωστικό χάρτη λοιπόν κατέχει η πολιτική αρθρογραφία, η ειδησεογραφία, η ενημέρωση και η κατάθεση απόψεων για τρέχοντα ζητήματα από επαγγελματίες δημοσιογράφους ή μη. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: μπορεί με τη λογοτεχνία του διαδικτύου να είμαστε αυστηροί, αλλά με την αρθρογραφία θα πρέπει να φανούμε εντελώς αμείλικτοι. Εδώ τα πράγματα είναι τρισχειρότερα.

Αν και σε ιντερνετικές εκδόσεις εφημερίδων του εξωτερικού (The Guardian, NY Times κ.α.) βλέπουμε ότι οι αρθρογράφοι δεν διστάζουν να ξεδιπλώσουν τις σκέψεις τους σε μεγάλα κατεβατά, κείμενα που θέλουν κάποιον χρόνο για να καταναλωθούν, να διαβαστούν, να χωνευθούν, στις καθ’ ημάς δεν φαίνεται να ακολουθούμε ούτε κατά διάνοια το παράδειγμά τους. Άραγε μας ποδηγετεί σε αυτό κάποιο είδος “ελληνικού μέτρου”, βαθιά κρυμμένου στο DNA της φυλής; μια δωρική αίσθηση των πραγμάτων; μια συμφυής έφεση προς το λακωνίζειν; μια ανάγκη για την αναζήτηση αποσταγμάτων νοήματος; Μάλλον όχι. Όπως είπαμε έχουμε την απαίτηση να μην χρονοτριβούμε κατά την ανάγνωση οποιουδήποτε κειμένου στο διαδίκτυο. Εφόσον στον βωμό της ταχύτητας, θυσιάζουμε και περικόπτουμε με προκρούστειες μεθοδεύσεις το λογοτεχνικό κείμενο, δεν θα έχουμε κανέναν ενδοιασμό απέναντι στο δημοσιογραφικό (που στα μάτια μας άλλωστε ορίζεται από την ευτέλεια του καθημερινού).

Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τους συντάκτες αυτών των κειμένων (έστω καταχρηστικά) σε δύο τάξεις: μία οι των προοδευτικών πεποιθήσεων και μία οι των συντηρητικών. Στο σύνολο αμφότερων των περιπτώσεων εμφιλοχωρούν παραδείγματα οξείας παθογένειας. Οι δημοσιογραφούντες δεν φέρουν μόνο το “ψώνιο” τους, δεν διψούν για αναγνώριση, δεν λαχταρούν τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών (όπως οι ταλαίπωροι λογοτέχνες). Αρμόζον θεωρείται να είναι εριστικοί, ακόμα καλύτερα είρωνες. Η μισαλλοδοξία, η ιδεοληψία και η μοχθηρία λογιάζονται πολλές φορές προσόντα για τα γραπτά τους. Γενικά η δημοσιογραφική τους συμπεριφορά τείνει να θυμίζει νταή σε επαρχιακό καφενείο που υψώνει την ένταση της φωνής του με σκοπό να αποστομώσει όσους διαφωνούν μαζί του. Το να εξαπολύουν παντού απειλές και ύβρεις, θεωρούν ότι τους προσδίδει κύρος. Ίσως η αρθρογραφία οφείλει να είναι κάπως έτσι: μαχητική, να υποθάλπει συγκρούσεις και να διανοίγει δρόμους διαλόγου ή να διευρύνει συνειδήσεις, να χτυπάει εκ του συστάδην και να φωτίζει με την πολεμική της πολυπρισματικά τα θέματά της. Όμως όλο και πιο συχνά βλέπουμε τους εκπροσώπους της να ξεπερνάνε τα όρια και να καταδύονται σε περιοχές του λόγου όπου κυριαρχεί η αναίδεια.

Οι πένες που τοποθετούνται γύρω από το φάσμα του λεγόμενου προοδευτικού τόξου αποδεικνύονται ρηχές, ανερμάτιστες, παγιδευμένες σε ιδεολογικές αγκυλώσεις, σε αφελείς και παρωχημένες αναγνώσεις του κόσμου, σε φανατισμό. Οι προσεγγίσεις τους έχουν συχνά την θολούρα του αδαούς. Οι αναλύσεις που επιχειρούν είναι ανεδαφικές. Οι καταγγελίες τους μετέρχονται ένα πεπαλαιωμένο λεξιλόγιο που ζέχνει ιδεολογική καθήλωση και πνευματικό τέλμα.

Οι δε φωνές του συντηρητικού τόξου είναι ακόμα πιο απωθητικές. Αν και ομολογουμένως πιο συντεταγμένες, πιο ορθολογικές (τα ελληνικά τους είναι καλύτερα) δεν παύουν να είναι μονόπλευρες, ρεβανσιστικές, μνησίκακες. Περνιούνται για πιο νηφάλιες, αλλά συχνά διολισθαίνουν στην υστερία και την κακεντρέχεια, βαλτωμένες σε ιδεολογικά σχήματα που δεν έχουν προοπτική, επιδίδονται σε ατέλειωτη μεμψιμοιρία και ομφαλοσκόπηση. Η πολεμική που ασκούν είναι μονοδιάστατη, τα ιδεολογικά σχήματα που ευαγγελίζονται, αδιέξοδα.

Χρειάζεται μια σύνθεση των αντινομιών του σύγχρονου γραπτού λόγου, που να μην έχει συμβιβαστική πρόθεση, αλλά τάση υπέρβασης. Πως και πότε θα γίνει αυτό; Άγνωστο.

Όταν καταλαγιάσει λίγο ο θόρυβος, ή όταν συνηθίσουμε πια την φλυαρία, τους λήρους, τα φληναφήματα, ίσως καταφέρουμε να σταθούμε με πιο ψύχραιμο και κριτικό τρόπο απέναντι στις νέες αναγκαιότητες και τις καινούργιες δυνατότητες που προκύπτουν από τη λειτουργία του κειμένου στο διαδίκτυο. Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ έχει γράψει ένα ενδιαφέρον δοκίμιο με τίτλο Περί θορύβου. Εκεί ο στριφνός στοχαστής κατακεραυνώνει τους ήχους της καθημερινότητας (στέλνοντας στο πυρ το εξώτερον τον διαπεραστικό ήχο που προκαλείται από το μαστίγιο των αμαξάδων όταν αυτό “χτυπάει” στον αέρα) που δρουν περισπαστικά και ανασταλτικά για την σκέψη και την συγκέντρωση. Άραγε τι θα έγραφε σήμερα ο φιλόσοφος, στην εποχή της μεγάλης χασμωδίας;

Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα θετικά στοιχεία που προέκυψαν από την προτίμηση του διαδικτύου για το μικρό κείμενο. Πρώτα από όλα βγήκαν στην επιφάνεια τα ποιήματα και τα μικρά διηγήματα. Επίσης συσπειρώθηκε το αναγνωστικό κοινό. Ειδικά το κοινό της ποίησης (που αποτελείται ως επί το πλείστον από αυτούς που γράφουν ποίηση) φαίνεται να περνάει στην αντεπίθεση. Αυτό ακούγεται ελπιδοφόρο. Μιλάμε για έναν αριθμό αναγνωστών που τελούσε σχεδόν υπό διωγμόν τις προηγούμενες δεκαετίες. Διασκορπισμένοι, μονήρεις, αποσυνάγωγοι και μισεροί οι αναγνώστες της ποίησης εγόγγυζαν σε πηγαδάκια ή κατά μόνας για την κατάντια της αγαπημένης τους μούσας. Τώρα έχουν πρόσωπο. Ανήκουν κάπου. Καταλαβαίνεις πως άλλοι νόμοι διέπουν την δική σου πατρίδα, όμως σκέφτεσαι κάποιον που σκέφτεται τα ίδια (κάπως έτσι το γράφει εύστοχα ο Μάριος Βαϊάνος…). Έχουν κερκίδα και μάλιστα λαλίστατη, αν κρίνει κανείς από τον αριθμό των ποστ που ανεβάζουν, τις δημοσιεύσεις σε ιντερνετικά περιοδικά και την γενικότερη αποφασιστική διαδικτυακή τους παρουσία.

Ο κόσμος που ζούμε είναι πιο σύνθετος από ποτέ. Και σε αυτό πρωτεύοντα ρόλο παίζει φυσικά η διάχυση της πληροφορίας και η εύκολη πρόσβαση της γνώσης. Το ίντερνετ συν τοις άλλοις αποτελεί μια τεράστια, πολυπλόκαμη βιβλιοθήκη (σαν αυτές που ονειρευόταν ο Μπόρχες) που μας παρέχει το δικαίωμα της πληθωρικής, αδιατάρακτης ανάγνωσης. Στο χέρι μας είναι να αξιοποιήσουμε δημιουργικά αυτή την ευκαιρία.

~ ~ ~

Οι στήλες του ΝΠ. gr
ΛΟΞΕΣ ΜΑΤΙΕΣ : γράφει ο ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ