Σελάνα Γραίκα: Θεοί και Άγγελοι

Buonarroti Michelangelo, Two Studies of an Outstretched Right Arm, (verso), 1508-09:

~ . ~

Οι θεοί δεν πέθαναν. Ούτε γύρω μας, ούτε μέσα μας.
Κοιμούνται μονάχα. Κι όσοι από μας το γνωρίζουν λιγάκι
δεν μπορούν παρά να ζουν, για να τους ξυπνήσουν και πάλι.
Για τούτο είμαστε βέβαια μακρινοί και βραδύκαρδοι.
Ποιος το ξέρει; Μπορεί στο τέλος να επιτύχουμε τον Λόγο
που θα ξανοίξει τα ζωογόνα τού Απόλλωνα μάτια.
Αφού θα γνωρίζετε υποθέτουμε, πως το πάθος του λόγου
κινείται μετά διψασμένων αισθήσεων
και ανήσυχα χέρια, που ζητούνε να πλάσουν,
να πιάσουν ό,τι πληγώνει ή ξεσκίζει το νου,
θα πρέπει να έχουν τον θανάσιμο έρωτα
για το γυμνό και μεστωμένο σώμα του πιο ζωντανού θεού.
Η συνάντηση με την ομορφιά, βέβαια, πάντοτε είναι τραγική.
Και δεν θα εννοήσουμε εδώ κάποια γλυκιά μορφή,
μιας Παναγίας του Ραφαήλου,
παρά αυτό το κουρέλιασμα
και πέταγμα της ψυχής στους ανέμους,
που δείχνει την ανησυχία της ερωτευμένης υπάρξεως
ενός Μιχαήλ Άγγελου.
Καθώς, όποιος αγαπά την ομορφιά, πρέπει αυτή
να παρουσιάζεται με την πραγματικότητα ανάλογη θανάτου,
ως μια πυρωμένη και θυελλώδη ατμόσφαιρα.
Βέβαια, για να διατηρήσει αυτή την αταραξία της θείας μορφής
πολλές φορές, μαθαίνουμε αναγκάσθηκε να αποστρέψει το βλέμμα,
ν’ αλλάξει τον δρόμο του και ίσως
να οπισθοχωρήσει, με κίνημα σαφώς μεγαλειώδες,
που πρόδιδε όμως την βαθύτερη αδυναμία του.
Πιθανόν να θέλαμε κι εμείς, διακαώς, να πιστέψουμε
πως δεν άφησε τις πληγές να τον ρίξουν καταγής
και να τον μεταβάλλουν σ’ ένα κουβάρι αίματος, λυγμών,
σπασμών, και στεναγμών, αφού και σε μας χρησιμεύουν συχνά
ως προσωπεία κι αποσιωπητικά που κρύβουν εσωτερικές συσπάσεις
και πληγές.
Κι αντίς να κηρύξει –ως όφειλε– τα δικαιώματα
της εξωτερικής ασχήμιας που κλείνει εσωτερικές ομορφιές
έκλεισε τον εαυτό του στην μοναξιά,
μακριά από έγκυες μητέρες που ποθούσαν να γεννήσουν ωραία παιδιά
ή των θεών ευνοούμενα ή μελλοντικών ηρώων.
Γιατί τον έρωτα, μας ήρθε ως ψίθυρος, τον γεννά η ανάμνηση.
Μα τι είναι, επιτέλους, αυτή η ανάμνηση;
Το κάλλος του αγαπημένου που συγκλονίζει κι αμιγώς μας θυμίζει
την ιδέα. Τι είναι όμως η ιδέα;
Θα κατορθώσουμε να θυμηθούμε σαν αυτόν;
Άφοβοι, τούτη την στιγμή, αντιμετωπίζουμε την θέα
που τρελαίνει, δεν βρίσκουμε όμως την ηδονή της τρέλας,
το τέλος, τον σκοπό της ιδέας.
Στο τέλος, εδώ, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε στους καχύποπτους
πως στο διπλανό μας σπίτι μπορεί και ζει ο Ποιητής, ο Γλύπτης,
ο οποίος φαντάστηκε σε μια στιγμή δημιουργίας πως είν’ ο Θεός…
καμιά νεκρή επιταγή,
κανένα όνειρο απατηλό για μας που δημιούργησε.