Ιστορία της γενειάδος

bearded

~ . ~

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Η γενειάδα, καθώς και η κόμη, είναι τα στοιχεία εκείνα της εξωτερικής μας εμφάνισης, στα οποία μπορούμε να παρέμβουμε ευκολότερα. Δύσκολα καθορίζει κανείς το ύψος, το πάχος ή το σχήμα του σώματός του. Εντούτοις μπορεί να καθορίσει το μήκος, την πυκνότητα ακόμα και αυτή την ύπαρξη της γενειάδας του (αν ανήκει, βέβαια, στο άρρεν φύλο).

Περισσότερο απ’ την κόμη, η γενειάδα, ως κατ’ εξοχήν του άρρενος προνόμιο, αποτέλεσε βασικό παράγοντα της παγκόσμιας ιστορίας. Δεν θα υπερβάλλαμε, αν υποστηρίζαμε πως η παγκόσμια ιστορία είναι και ιστορία της γενειάδας.

Οι μεγάλοι πολιτισμοί μπορούν να διαχωριστούν σε αγένειους και γενειοφόρους. Οι δύο διαλεκτικές δυνάμεις που κινούν την παγκόσμια ιστορία είναι η γενειοφόρος και η αγένειος. Και κάθε ριζική μεταβολή στον κόσμο συνοδεύεται από την εκ νέου εμφάνιση ή εξαφάνιση της γενειάδας.

Κατ’ εξοχήν αγένειος πολιτισμός ήταν ο αιγυπτιακός, αν παραβλέψουμε το στενό σφηνοειδές γενάκι κάτω απ’ το σαγόνι που συνήθιζαν να έχουν οι Αιγύπτιοι, το οποίο ασφαλώς δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως αληθινή γενειάδα αλλά μάλλον ως απλό διακοσμητικό στοιχείο. Μάλιστα οι Αιγύπτιοι απεχθάνονταν σε τέτοιο βαθμό την τριχοφυΐα, ώστε ξύριζαν ακόμα και την κόμη τους, κι όχι μόνον οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες: η Νεφερτίτη λ.χ. ήταν φαλακρή.

Αντιθέτως, οι Ασσύριοι, ήδη από την εποχή του Σαρδανάπαλου, έτρεφαν πλουσιότατη μακρά γενειάδα. Η σύγκρουση των δύο βασιλείων ήταν, βέβαια, αναπόφευκτη. Οι Ασσύριοι ρήμαξαν την Αίγυπτο και λεηλάτησαν τις περίλαμπρες πολιτείες της. Λίγο αργότερα, οι επίσης γενειοφόροι Πέρσες έθεσαν τέλος στην κρατική της υπόσταση. Οι γενειοφόρες δυνάμεις επικράτησαν στην Εγγύς Ανατολή.

Οι μικρογένειοι Έλληνες του Θεμιστοκλή και του Μιλτιάδη αναχαίτισαν την προς δυσμάς προέλαση των βαθυγένειων Μήδων και έσωσαν τον Ελληνισμό, αλλά σύντομα οι Πέρσες επανέκαμψαν και εκμεταλλευόμενοι τις έριδες των ελληνικών πόλεων, ουσιαστικά ρύθμιζαν τα της Ελλάδος κατά το συμφέρον τους. Ο περσικός χρυσός κατόρθωσε ό,τι απέτυχαν να κάνουν τα δρεπανηφόρα άρματα του Ξέρξη. Μόνον όταν επικράτησε το ξύρισμα της γενειάδας, τον καιρό δηλαδή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι από τον αγένειο Μακεδόνα στρατηλάτη, καταλύθηκε η περσική αυτοκρατορία.

Οι Σελευκίδες και Πτολεμαίοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου παγίωσαν στην Ανατολική Μεσόγειο ένα αγένειο status quo, το οποίο διατήρησαν κι οι Ρωμαίοι. Η μετάβαση από τη δυναστεία των Λαγιδών στους Λατίνους του επίσης αγένειου Οκταβιανού Αυγούστου δεν συνιστούσε ρήγμα στην ιστορία του Ελληνισμού αλλά ομαλή συνέχεια. Ο Ελληνισμός συνέχισε να θάλλει και να μεγαλουργεί και υπό το σκήπτρο των Ρωμαίων.

Από την εποχή του Αδριανού όμως η γενειάδα αναδύθηκε σταδιακά εκ νέου. Δεν παραβλέπουμε το γεγονός πως στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, όταν ο αρχαίος κόσμος ακτινοβολεί τις λοίσθιες αναλαμπές του, οι αγένειες δυνάμεις επανακάμπτουν προς στιγμήν: ακόμα κι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ήταν αγένειος, όπως κι οι διάδοχοί του. Πολλές φορές στην ιστορία δρουν την ίδια περίοδο δυνάμεις κατ’ εξοχήν αντίρροπες μεταξύ τους.

Η είσοδος όμως στον κυρίως Μεσαίωνα, μετά την βασιλεία του Ηρακλείου και τις αραβικές κατακτήσεις, σημαδεύεται από την πλήρη επικράτηση των γενειοφόρων. Λαϊκοί και κληρικοί, αυτοκράτορες και αυλικοί, όλοι τρέφουν γενειάδα. Τη εξαιρέσει, βέβαια, των ευνούχων. Η ιδιότητα όμως του σπανού επέφερε όνειδος βαρύ. Οι σύγχρονοι ορθόδοξοι ιερείς είναι τα τελευταία λείψανα αυτού του μεγάλου γενειοφόρου πολιτισμού των Μέσων Χρόνων. Και μιας και μιλήσαμε για τους ορθόδοξους ιερείς, ας μην παραλείψουμε να αναφέρουμε την σημασία της γενειάδας (ή της απουσίας της) στα θρησκευτικά δόγματα. Συγκρίνετε τον αγένειο και κεκαρμένο βουδισμό με τον συνήθως αμύστακο πλην βαθυγένειο ακραίο ισλαμισμό. Στην συνείδηση των περισσοτέρων μας άλλωστε, η ύπαρξη ή μη της γενειάδας στους θρησκευτικούς λειτουργούς δεν συνιστά τη βασική διαφορά μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων;

Ας θίξουμε επί τροχάδην όμως την κεφαλαιώδη σημασία της γενειάδος στον Χριστιανισμό. Οι πρώτοι Χριστιανοί, για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον γενειοφόρο ιουδαϊσμό, ξυρίζονταν. Αγένειες, άλλωστε, είναι κι οι πρώτες αναπαραστάσεις του Χριστού. Πολύ αργότερα, όπως είπαμε, επικράτησε στο Βυζάντιο ο γενειοφόρος Χριστιανισμός. Ο αγένειος Χριστιανισμός αντιτίθεται και στους τελευταίους πωγωνοφόρους υπέρμαχους της εθνικής θρησκείας. Έτσι οι Αντιοχείς λοιδορούν, όπως μας λέει κι Καβάφης, τα “γελοία γένεια” του Ιουλιανού κι αυτός τους απαντά με τον δηκτικότατο Μισοπώγωνά του. Είναι λάθος να φανταζόμαστε τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας (τον Γρηγόριο, τον Βασίλειο, τον Χρυσόστομο) ως σεβάσμιους γέροντες με τεράστια γενειάδα. Και νέοι ήταν –γεμάτοι αστείρευτη ενέργεια– και αγένειοι. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο αρκετά πρώιμο ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας που αναπαριστά έναν αγένειο Ιωάννη. Εικάζω πως ο ψηφοθέτης είχε κατά νουν αυθεντικές απεικονίσεις του Χρυσοστόμου.

Και για να μην μακρηγορούμε και να συντομέψουμε κάπως την επισκόπησή μας, η θαλερή Αναγέννηση ξυρίζεται, η Αντιμεταρρύθμιση επαναφέρει το υπογένειο, ο ανάλαφρος 18ος αιώνας ξαναξυρίζεται, ο Μεγάλος Πέτρος, για να εκπολιτίσει τους Ρώσσους, διατάσσει την αποτομή της γενειάδας και επιβάλει φόρο στους γενειοφόρους, ο βαρύς 19ος αιώνας υποκύπτει και πάλι στη γοητεία της, ο ρηξικέλευθος 20ός την ξανακόβει, οι hippies εκδηλώνουν δι’ εκείνης την αποστροφή τους στον αγένειο καθωσπρεπισμό.

Αυτά τα ολίγα για την τεράστια, την κοσμοϊστορική σημασία της γενειάδος στην ιστορία της ανθρωπότητας.