Η κρίση του στίχου

%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%8d%ce%b4%ce%b9

~ . ~

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Αφορμή για το παρόν κείμενο αποτελεί η αναπάντεχη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν από την Σουηδική Ακαδημία με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. «Αναπάντεχη βράβευση» αν και το όνομα του Αμερικανού τραγουδοποιού φιγουράριζε (και) ως φαβορί ανάμεσα στα ονόματα άλλων υποψηφίων τα τελευταία χρόνια. Κανείς βέβαια δεν πολυπίστευε ότι η επιτροπή θα προέβαινε ποτέ σε μια τέτοια ασυνήθιστη και προκλητική επιλογή. Αναμφιβόλως πρόκειται για μια βράβευση που πυροδότησε ποικίλες αντιδράσεις. Δεν θα σταθούμε όμως τόσο στο γεγονός της βράβευσης καθεαυτό. Η τοποθέτηση του Μπομπ Ντύλαν στο πάνθεον των τιμημένων με Nobel Λογοτεχνίας πέρα από την εύλογη και ενδιαφέρουσα κουβέντα που εγείρει, μας θυμίζει, αναπόφευκτα και κάτι ακόμα: την ένδεια και την αισθητική ισχνότητα της στιχουργικής παραγωγής τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας. Η σύγκριση είναι βεβαίως άδικη αλλά γίνεται συνειρμικά και οδηγεί αυτομάτως σε μελαγχολικά συμπεράσματα.

Το να θέτουμε θέμα γενικευμένης κρίσης του ελληνικού στίχου μπορεί να ακούγεται (και να είναι όντως) υπερβολικό ή ακόμα και παράταιρο. Η εποχή μας με τα μυριάδες οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά προβλήματα που την κατατρέχουν δεν μπορεί παρά να απαξιοί τα αισθητικά ζητήματα. Είναι όμως μόνο αισθητικό ζήτημα η θρυλούμενη κρίση του στίχου; Μήπως συνδέεται και αυτή με έναν υποδόριο τρόπο με την γενικότερη κρίση που σπαράσσει την ελληνική κοινωνία;

Πρώτα πρώτα δεν ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για την κρίση του ελληνικού στίχου. Συνεπώς πρόκειται για ένα φαινόμενο που ή το θεωρούμε αυτονόητο ή δεν του δίνουμε τη δέουσα σημασία ή αρνούμαστε παντελώς την ύπαρξή του. Αν συμβαίνει το πρώτο, έχουμε παραδοθεί άνευ όρων σε μια πνιγηρή διανοητική παθητικότητα και σε απόλυτο κυνισμό. Το δεύτερο, που έχει αρκετή ευλογοφάνεια, δείχνει την κυριαρχία του νεοελληνικού ωχαδερφισμού (τι λέξη!). Το τρίτο δείχνει ομφαλοσκόπηση και άγνοια. Εντούτοις οφείλουμε να δούμε με τα ελάχιστα αποθέματα λογικής που διαθέτουμε ως πολίτες, ακροατές, άνθρωποι, το πρόβλημα της έκπτωσης του στίχου και να προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε εις βάθος. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με την κρίση της ποίησης, της μουσικής, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας. Εξαιρώ το ελληνικό θέατρο που –ω του θαύματος!– όχι μόνο δεν φαίνεται να διέπεται από κρίση, αλλά αντιθέτως διανύει μια πολύ ανθηρή περίοδο (τουλάχιστον σε επίπεδο παραστάσεων, ιδεών, προτάσεων). Ίσως αν ενσκήψουμε σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς ξεχωριστά, να εξάγουμε συμπεράσματα πολύτιμα προς μελλοντική χρήση. Πολλοί μίλησαν τα τελευταία χρόνια άλλωστε για τις πολιτισμικές ρίζες της ελληνικής κρίσης…

Είναι αλήθεια ότι με σχετικά θέματα κατατρίβονται συνήθως γλωσσαμύντορες που πρεσβεύουν διακαώς την επιστροφή στα παλιά και διαβλέπουν παντού συνωμοσίες κατά της γλώσσας, παρακμή και deteriorism. Ας διαχωρίσουμε την θέση μας από αυτή την κατηγορία και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το θέμα με τρόπο σφαιρικό και όσο γίνεται αντικειμενικό.

Για να εντοπίσουμε τις απαρχές ή τις αιτίες της κρίσης του στίχου στο ελληνικό τραγούδι θα πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στους μεγάλους σταθμούς του τις δεκαετίες που πέρασαν. Αλλά αυτή είναι μια εργασία που ξεπερνά σε έκταση, όγκο και βαρύτητα το παρόν κείμενο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει ζουμερό και εύγευστο θέμα μια μεγάλης μουσικολογικής διατριβής, με έρευνα που θα χρειαζόταν χρόνια για να ολοκληρωθεί. Δεν γίνεται λοιπόν να προβούμε σε συνολική επισκόπηση της κατάστασης. Ούτε απαιτείται να αναλωθούμε σε παράθεση ονομάτων σημαντικών στιχουργών του παρελθόντος ή σε παραδείγματα καλής και κακής στιχοποιίας – αν και κάτι τέτοιο θα είχε ενδεχομένως… πλάκα. Για να μη πελαγοδρομούμε θα πρέπει να περιορίσουμε το πεδίο αναζήτησης στο εξής ερώτημα: Γιατί σήμερα δεν γράφονται καλοί στίχοι στο είδος του ελληνικού τραγουδιού που θεωρείται ποιοτικό; Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, αλλά δεν ανατρέπουν τον κανόνα.

Λοιπόν, παρόλο που η οικονομική κρίση είναι δυσεξήγητη και πολλοί μελετητές (sic) ανάγουν τις απαρχές της (ακόμα και) στον καιρό της τουρκοκρατίας, η κρίση του στίχου έχει πολύ απλές και απτές εξηγήσεις.

Μια άβολη αιτία είναι η κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας λόγω της αδυναμίας της να προσαρμοστεί στα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Με την γιγάντωση του διαδικτύου και του ακατάσχετου downloading κανείς δεν αγοράζει πλέον cd (υπάρχουν ακόμη;) ή δίσκους. Όλοι όμως έχουμε χιλιάδες τραγούδια στους υπολογιστές μας. Είμαστε σαν τους παλιούς συλλέκτες με μια θεμελιώδη διαφορά. Εκείνοι θυσίαζαν χρόνο και χρήμα για να αποκτήσουν την πολύτιμη συλλογή τους, εμείς πατάμε απλώς ένα κουμπάκι. Εκείνοι ήταν περήφανοι για την δισκοθήκη τους και άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια το υλικό που είχαν συγκεντρώσει, εμείς ακούμε μουσική περιστασιακά, διαλέγουμε τυχαία τραγούδια, κολλάμε εμμονικά με ένα συγκεκριμένο κομμάτι (σχεδόν ποτέ δεν παίζεται ολόκληρο το άλμπουμ) ενώ η ακρόαση γίνεται συνήθως μέσα από αμφιβόλου ποιότητας ηχοσυστήματα (άπαντες παραδέχονται ότι με το πέρασμα από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή ο ήχος και η μουσική υπέστησαν ανήκεστον βλάβη). Η μουσική απαξιώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αλλά τα σημάδια αυτής της απαξίωσης είναι ακόμα πιο εμφανή στον στίχο.

Όπως είναι φανερό έχει αλλάξει άρδην ο τρόπος που ακούμε μουσική. Πολύ σπάνια πλέον κάποιος απολαμβάνει έναν δίσκο ολόκληρο. Η ακρόαση είναι αποσπασματική, κατατετμημένη, ελλιπής. Υπό αυτή την οπτική ο δίσκος δεν χρειάζεται να διέπεται από κάποιου είδους ενότητα, αφού κανείς δεν πρόκειται να τον ακροασθεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάτι τέτοιο έχει σοβαρό αντίκτυπο και στην στιχουργία. Από την στιγμή που έχει κατακερματισθεί η αισθητική, ιδεολογική, νοηματική συνέχεια ενός μουσικού έργου – και αυτή δεν είναι μια συνθήκη που επιβλήθηκε άνωθεν, αλλά είναι αποκύημα της τεχνολογικής εξέλιξης όπως είπαμε – ο στίχος αντιμετωπίζεται υπό άλλη συνθήκη και διαφορετικό πρίσμα. Σήμερα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα θεματικά άλμπουμ. Κάθε τραγούδι είναι αυτόνομο και αφηγείται την μικρή του ιστορία με τα, πενιχρά ή όχι, εκφραστικά του μέσα. Τα σύγχρονα γούστα του κοινού που διαμορφώθηκαν από τις ανάγκες του ή τις ευκολίες του, τις έξεις του και τα καινοφανή ήθη του, επηρέασαν με πολύ δραστικό τρόπο την στιχουργική παραγωγή. Το τραγούδι υπόκειται στους αδυσώπητους νόμους τις αγοράς. Όλα είναι δούναι και λαβείν. Οι στίχος προσφέρει αυτό που ζητάει το κοινό: μικρές αφηγήσεις, μικρά θέματα, εύπεπτη θεματολογία, γρήγορες εναλλαγές, αναλώσιμα υλικά.

Άλλη αιτία στιχουργικής παρακμής εν Ελλάδι μπορεί να αναζητηθεί στην καταβαράθρωση της πάλαι ποτέ κραταιάς μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης. Μόλις μέχρι μιάμιση δεκαετία πριν υπήρχε πολύ έντονος αναβρασμός στις μουσικές προτάσεις που έρχονταν από την συμπρωτεύουσα. Σε αυτό συντελούσε ασφαλώς το υγρό και μελαγχολικό κλίμα της πόλης, αλλά και οι ευκολίες συνάντησης των μουσικών στα στούντιο, τα προβάδικα και τις μουσικές σκηνές της. Επίσης μεγάλο ρόλο σε αυτή την αυξημένη παραγωγικότητα έπαιζε και ένα είδος παράδοσης που είχε διαμορφωθεί σταδιακά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ένας στους τρεις περαστικούς της πλατείας Ναυαρίνου κουβαλούσε στην πλάτη του μια κιθάρα. Αυτό μπορεί να το διαβεβαιώσει όποιος έζησε στην πόλη εκείνα τα χρόνια. Το κοινό απολάμβανε όλη αυτή την δημιουργικότητα και στήριζε πανελλαδικά τις περισσότερες νέες φωνές. Αυτή η δημιουργική φλέβα ανακόπηκε απότομα όταν η ζηλόφθων (!) Αθήνα επιχείρησε να αναδιοργανώσει ή να συνθέσει εκ του μηδενός την δικιά της μουσική σκηνή. Με την αμέριστη αρωγή των free press που κυριάρχησαν στην διαμόρφωση κοινού γούστου και επέβαλλαν μόδες σε ένα καταναλωτικό κοινό ευεπίφορο σε συμπεριφορές κοπαδιού, αναδείχτηκαν σιγά σιγά νέοι εκπρόσωποι του ελληνικού τραγουδιού με επιβεβλημένα διαπιστευτήρια ποιότητας. Άλλη θύμιζε την Μαρινέλλα (Μποφίλιου), άλλος τον Ξυλούρη (Χαρούλης), άλλη τραγουδούσε αγγλικά (Μόνικα), άλλοι κατέκτησαν μια θέση στον κολοφώνα του εναλλακτικού αθηναϊκού life style (Ζουγανέλη, Μαραβέγιας κ.ά.). Οι στίχοι των τραγουδιών τους; Αν δεν ήταν σπαραξικάρδιοι, μελό και μεγαλορρήμονες, ακούγονταν ακατανόητοι ή υπερβολικά ελαφρείς. Το χειρότερο: εξέπεμπαν ένα νέο αστικό ήθος που χαρακτηρίζει τον homo… atticus (τον άνθρωπο που ζει στην Αθήνα και έχει κατ’ επίφασιν κοσμοπολίτικη συμπεριφορά, αλλά είναι μέχρι το μεδούλι ανατολίτης και υπανάπτυκτος). Πολιτική αδιαφορία, κυνισμός με επίφαση αισθηματολογίας, προσπάθεια σύνδεσης με δυτικά αισθητικά πρότυπα, εγωκεντρισμός, ανασφάλεια, κόμπλεξ, δήθεν χαλαρότητα είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του.

Αυτά όσον αφορά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις μεταλλάξεις του κοινού. Αλλά τι συνέβη με τους ίδιους τους δημιουργούς; Τι γίνεται με αυτούς που είναι υπεύθυνοι για τους στίχους;

Οι εποχές, ως γνωστόν, είναι ακατάλληλες για τραγουδοποιούς. Για ανθρώπους δηλαδή που γράφουν στίχους, μουσική και ερμηνεύουν οι ίδιοι τα κομμάτια τους. Αυτοί που έχουν κάπως εδραιωθεί μέσα από την πολύχρονη καριέρα τους, βρίσκουν κάποια περιθώρια να συνεχίσουν το έργο τους. Αλλά ένας νέος και πρωτοεμφανιζόμενος τραγουδοποιός σήμερα βιώνει την απόλυτη καλλιτεχνική και υπαρξιακή μοναξιά. Ο μόνος τρόπος να διοχετεύσει την καλλιτεχνική του ενέργεια προς τα έξω είναι η τηλεόραση (το ραδιόφωνο είναι νεκρό, ανίκανο να κάνει νέες προτάσεις, φαίνεται εδώ και χρόνια εγκλωβισμένο σε ένα διαφημιστικό σύστημα που του υπαγορεύει τις επιλογές του και αυτό τις ακολουθεί δουλικά). Νομίζω ότι είναι είδος που αναγκαστικά θα εκλείψει (και μη ξεχνάμε ότι κάποια από τα λαμπρότερα στιχουργικά δείγματα των τελευταίων δεκαετιών μας τα έδωσαν τραγουδοποιοί). Μια διέξοδος απέναντι σε τούτο το τέλμα είναι φυσικά το διαδίκτυο. Αλλά αυτό μέχρι τώρα εξέθρεψε και αφύπνισε χθαμαλά αντανακλαστικά του κοινού και αναδείχτηκε ως μέσο έκφρασης του όχλου. Επίσης το διαδίκτυο με την πολυφωνία του και τις χαοτικές του συνιστώσες γίνεται πολλές φορές πηγή βαβούρας και αιτία αποπροσανατολισμού.

Στην ίδια μοίρα με τους τραγουδοποιούς είναι και οι μπάντες. Η εποχή που τα συγκροτήματα έπαιζαν ρόλο στα μουσικά τεκταινόμενα της χώρας μας έχει παρέλθει με την πτώση της μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης. Τα συγκροτήματα υπήρξαν φυτώρια στιχουργικής έμπνευσης για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα στο πλαίσιό τους υπήρχε ζύμωση και καλλιτεχνική αλληλεπίδραση εν τη γενέσει του μουσικού προϊόντος . Εκεί γινόταν καλοπροαίρετη κριτική και απαραίτητο φιλτράρισμα. Τέλος στους κόπους τους υπήρχε ενθάρρυνση και προσδοκία. Ο στίχος εθεωρείτο θεμελιώδες στοιχείο του τραγουδιού. Έπρεπε να είναι καλός, να εκφράζει κάτι, να έχει αφηγηματικές αρετές, ποιητική αξία, συναισθηματικό βάθος και ιδεολογική βαρύτητα. Θα θεωρηθεί άραγε αβάσταχτη ιερεμιάδα το να οιμώζουμε αδιάλειπτα σήμερα για την έλλειψη συγκροτημάτων; Κάποιοι νέοι ακροατές μπορεί να έχουν τις ενστάσεις τους απέναντι σε τέτοιους αφορισμούς. «Η Ελλάδα διαθέτει ανθηρή black metal σκηνή, ενώ το hip hop καλά κρατεί τα τελευταία χρόνια» μπορεί να απαντήσουν. Ας αντιπαρέλθουμε την υποτιθέμενη ένσταση με ένα μειδίαμα και ας συνεχίσουμε.

Τι γίνεται με τους στιχουργούς; Αυτούς που γράφουν τα στιχάκια τους στην ησυχία του σπιτιού τους; Που δεν αυτοσυστήνονται ως τραγουδοποιοί, μουσικοί, συνθέτες, αλλά δηλώνουν απλοί διάκονοι της τέχνης του λόγου; Προφανώς είναι και αυτοί είδος υπό εξαφάνιση. Αλλά ο κίνδυνος που περνάει η φυλή τους δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την γενικότερη κρίση της ποίησης (άλλο μεγάλο θέμα αυτό…). Ποιες είναι οι συνέπειες της φημολογούμενης αυτής κρίσης; Τι επέφερε στην τέχνη; Πολύ χοντρικά, την απαξίωση προς παραδοσιακές μορφές και δομές, την περιφρόνηση του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, την άγνοια, την ελλιπή τεχνογνωσία, την υπερφίαλη διάθεση, τον ντιλεταντισμό. Η κρίση της ίδιας της ποίησης ξεκίνησε πολύ νωρίτερα τόσο από την κρίση του στίχου όσο και από την οικονομική κρίση που μας ταλανίζει (ο Νάσος Βαγενάς ορίζει τις απαρχές της πενήντα χρόνια πριν…). Πρόκειται λοιπόν για ένα φαινόμενο που μας έρχεται από μακριά και έχει σίγουρα επηρεάσει σοβαρά την στιχουργία.

Υπάρχουν και άλλες (πολλές) αιτίες για το λυπηρό φαινόμενο που ονομάζουμε κρίση του στίχου. Οι περισσότερες βαθαίνουν μέσα στον χρόνο. Παράδειγμα η στιχουργική κατάπτωση που συντελέστηκε κατά την μετάβαση από το ρεμπέτικο τραγούδι στο λαϊκό (και προλειάνθηκε κάπως έτσι ο δρόμος για το σκυλάδικο). Το θέμα είναι να αναζητηθούν κάπου εδώ τρόποι επίλυσης του προβλήματος, τρόποι διεξόδου από την κρίση. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Μια καλή αρχή θα ήταν να αρχίσουμε να ακούμε (και) βινύλιο, να στηρίζουμε τις μπάντες και να αναζητούμε συνεχώς όπως ο Διογένης, με ένα φανάρι τους εναπομείναντες τραγουδοποιούς και στιχουργούς. Ίσως τότε ξανανθίσει ο καλός στίχος.

~ ~ ~

Οι στήλες του ΝΠ. gr
ΛΟΞΕΣ ΜΑΤΙΕΣ : γράφει ο ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ