Σελάνα Γραίκα: Ποιήματα

3722410319_428ed975c3

~ . ~

Τι είναι η ποίηση, Γιώργο;

Στην Ασκληπιού μεσημέρι
βάδιζε, βιαστικός.
Γύρω του κανέναν δεν κοιτούσε.
Βάλθηκα να τον πάρω στο κατόπι.

[ Σ’ αυτόν τρέχω
ή απ’ αυτόν απομακρύνομαι;
Την άβυσσο φέρνω μέσα μου,
την άβυσσο, σκιά μου…]

Στο φανάρι τον ρώτησα:
– Τι είναι Ποίηση;

« –Για μένα, είναι ο πόνος της φυλής,
της γλώσσας τ’ αποστεωμένα.
Αν με ακούς, μην ακολουθείς,
θα σε σκοτώσει…»

– Τι με νοιάζει αυτό (αντιλέγω)
εγώ θέλω την δόξα, την ηδονή,
το ιντερνεκτουάλ της άδειας καπαρτίνας.

Μ’ ακούς;
Γιώργο;

« – Για σένα θα λέγομαι, πάντοτε, Σεφέρης.»

~ . ~

Ανοιχτές παπαρούνες

Κάποτε, θα μιλήσουμε
ξαπλωμένοι σ’ ένα παχύ χαλί
των χρυσανθέμων.
Θα υπάρχει μια δυνατή φωτιά
που δεν θα καίει τα άνθη.
Κι ανάσες μας ανάκατες,
κοφτές,
ηδονικές,
καυτές
θα κάνουν το χαλί αυτό
κι άλλους σπόρους να βγάζει.

Κάποτε, θα μιλήσουμε
σ’ έναν ουράνιο θόλο
που θα’ χει τον ήλιο δίσκο
ενός πικ-απ με αλμυρές σταγόνες.

Κάποτε, θα μιλήσουμε
μα τώρα δεν είναι ώρα
μόλις που έριξα το λίπασμα
να βγούνε τα λουλούδια
ενώ εσύ – ακόμα,
ψάχνεις τις εκτάσεις
με την ψυχή στο στόμα.

Κάποτε, θα μιλήσουμε
μα είναι νωρίς ακόμα.

~ . ~

Το παλιοθήλυκο (του Βάρναλη)

Τσακωνόμαστε αρκετά με τον Κώστα.
Είναι που μοιάζουμε πολύ – το δίχως άλλο.
Πήρα το θράσος κάποτε,
για να με προγυμνάσει!
Τι το θελα η κακογλωσσού,
όλο φωνές μου βάζει…

«Το μέτρο δεν βαστείς
που το ’χεις μαθημένο,
απ’ τους παλιούς ιερείς
και όλους τους μεγάλους.
Ήρθες εδώ τα νεύρα να μου σπάσεις;

Καλογνωμίζεσαι, γράφεις καλά
και δεν ακούς κανένα
όλο του κεφαλιού σου
κάνεις,
φωνήεντα κρατείς στα χέρια σου
μα τα μυαλά ανοιγμένα…»

Και σηκώνεται ευθύς
και κει που λέω θα φύγει
πιάνει απ’ το ντουλάπι, το ψηλό
φλασκί μικρό
γεμάτο κοκκινέλι.

«Βάλε να πιω! Εσύ θα με τρελάνεις.
Αντίς να κάτσεις σπίτι σου
να κάνεις και φαμίλια,
να αραδιάσεις δυό παιδιά
και να προσέξεις άντρα…
…λες θ’ αγαπάς τα γράμματα
κανέναν δεν θα πάρεις.

Ε μα είσαι παλιοθήλυκο! Το έχω καταλάβει!
Βαστάς τα φύλλα της καρδιάς
κλειστά
και ανοιχτά τα πόδια, ίσα και μόνο
να βρίσκεις σου τα σύμφωνα
που θα τα κάμεις ποίημα.

Μα και σε συμπαθώ λιγάκι
– Παραδοχή μεγάλη!
Θα γίνεις σίγουρα τρανή
μα θ’ απομείνεις μόνη…»

Κουβέντα δεν πρόλαβα να πω
ούτε καν μια λέξη
χείμαρρος ο Κώστας μου
και ποιος δεν θα πιστέψει!

~ . ~

Σχέδιο Πόλεως

Όσο μεγαλώνω, σιγουρεύουμαι,
πως σαν θα ρυτιδιάσω,
θέλω ένα χαρέμι δίπλα μου
από Ωραίους νέους και κοπελιές
με μάτια γαλανά, αφτιασίδωτα,
να με κοιτούν κατάσταυρα
και να ρουφάω ζωή.

Να λέω τις ιστορίες μου
κι αυτών τα στόματα να χάσκουν.

Πως ήτανε ο άντρας μου
κωλόπαιδο, Ιρλανδός,
με βλέμμα καπνοκαθαριστή
κάθε ζωή, πως συναντιόμασταν
τυχαία, στα αδειανά βαγόνια τρένων
και συστηνόμασταν απ’ την αρχή.

Μα πάντα καταλήγαμε,
αυτός σε πόλεμο αντάρτικο
κι εγώ να γιατροπορεύω
ανάπηρους πολέμου…

Και με το δάχτυλο του άφηνε,
μια καρδιά-φακίδα για διαθήκη.

~ . ~

Ο Στρατιώτης Ποιητής 2

Όταν ο πόλεμος από την πόρτα μου έξω
φτάσει, υπόσχομαι
να ετοιμάσω άρματα και μυδραλιοβόλα
για να ριχτώ με θάρρητα στη μάχη.

Γιατί του πόλεμου τη συμφορά
τελειώνεις, μονάχα, με τη Βία!
Θα σχεδιάσω μηχανές και θα χαρτογραφήσω
χάρτες, του πιο ψηλού βουνού
ως την ψυχή του Ανθρώπου.

Κι όπου βρίσκω μάνητα κατά των αδυνάμων
θα γίνομαι η δύναμη εγώ, κι όμοιοί μου.
Αλίμονο λοιπόν, σ’ αυτούς που θα στρατοπεδεύσουν
πάνω στον ρόγχο της γριάς
στο κλάμα ενός νηπίου.

Μα σαν κοπάσει ο σπαραγμός
κι ο πόλεμος σταματήσει, πάλι
τ’ ορκίζουμαι,
θα βολιδοσκοπήσω λυρισμό
να σας ταΐσω ποιήματα.

Γιατί είναι της μοίρας ξέσπασμα,
της ιστορίας μαράζι
να στέκει ο ποιητής βουβός
όταν η φύσις «οργιάζει».

~ . ~

Felix domestica

Πως κουνάω ρυθμικά, σα μουσική,
την λεπτή και χνουδωτή ουρά μου
κι όλο σας λέω «σηκωθείτε»
ένα χάδι να αφήσετε, επάνω
στη σταχτιά ριγέ μου πλάτη.

Όχι, δεν θα έρθω εγώ
αν το θέλετε, να πάρετε ένα σκύλο!
Να σας κάνει γλύκες, όλο σάλια
να σας φέρνει τις παντούφλες,
να ξαπλώνει μπρος στα πόδια σας, στη σάλα!

Κι όχι χαϊδέματα πολλά
δεν είμαστε δα και φίλοι.

Και να το ξέρετε, δεν ήρθα εδώ
για να σας κυνηγάω ποντίκια.

Αφού νομίζω πως το είπα,
πως αν χάδια το σώμα μου θελήσει
την ούρα του ρυθμικά θα την κουνήσει.

Και θα γείρω το κεφάλι μου
– νωχελικά, στο χέρι
αν θέλετε φωνάχτε με και Παλιοθήλυκο,
όλος ο ντουνιάς το ξέρει.

~ . ~

Σατυρικόν

Αν έχεις σοφιλιάσει τρεiς,
σαφώς θα ονομάζεσαι και μέγας ποιητής,
ενώ αν έχεις σοφιλιάσει έξι
όλο και κάποιος θα συντρέξει
– από αυτούς τους έξι,
και σε ανθολογία να μπεις.

Κι εμείς, που δεν πηδάμε
γιατί φαλλό δεν καταδεχτήκαμε
ποτέ μας, να φοράμε,
θα καταντήσουμε στιχάκια αιρετικά
ανάμεσα σε φοιτητές
κι ανθρώπους που πεινάνε.

Και μέγιστος ποιητής που θα ’σαι·
θ’ ακούς τους νέους ποιητές,
αρσενικούς χώρια
από τους θηλυκούς,
– αχ! πού να πιάσω και πού να το αφήσω,
που θα διαλέγεις
κείνους που ’χουν το αιδοίο τους
αντί για κάθετο, ίσιο…

~ . ~

Ερωτικό

Ας υπάρχεις το λοιπόν
στα μάτια των ανθρώπων
ως ο ασκότεινος και λατρευτός
σπόρος, ελεύθερος και πλάνος κλέφτης.

Κι εμείς, που αγαπάμε τους νεκρούς
σα λήθαργος μας έρχεσαι – σε ύπνο
για να συνομιλούμε,
φαντασίας περίσσιας και σάρκα χωρίς.

Χαρούμενη που δείχνεις ύπαρξη,
της Κύπρου κόρη εσύ,
προς την ενσάρκωσή σου
γιατί λες: είναι ανόητο
να μη γευτείς τον έρωτα, τα χάδια.

Είμαι άχρηστη εγώ, που σου μιλάω τώρα!

Ο κόσμος είναι μικρός.
Ξεστήθωτος και τραγικός.