Α. Κ. Χριστοδούλου: Δημήτρης Ἀρμάος

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΑΛΛΟΙΘΩΡΙΖΕΙ

Πρῶτο μέρος τοῦ διαδικτυακοῦ ἀφιερώματος τοῦ ΝΠ στὸν Δημήτρη Ἀρμάο.  Ἕπονται τὰ κείμενα τοῦ Γιάννη Πατίλη καὶ τοῦ Κώστα Κουτσουρέλη.

Θὰ προτιμοῦσα ἀπόψε νὰ μιλήσω ὄχι γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ ᾿Αρμάου, ἀλλὰ γιὰ τὰ τυπώματά του. Γιατὶ ὁ Δημήτρης ὑπῆρξε ἀπαράμιλλος τυπογράφος. Δηλαδὴ φανατικὸς ζηλωτὴς τοῦ Πνεύματος, γιατὶ ἡ τυπογραφία εἶναι ἡ Μορφή του καὶ γιατὶ Πνεῦμα χωρὶς Μορφὴ δὲν ὑπάρχει. Πνεῦμα καὶ Μορφὴ ταυτίζονται. Κατανάγκην λοιπὸν ἀπὸ σπουδαῖος τυπογράφος ἔγινε καὶ σπουδαῖος ποιητής, ἐνηλικιωμένος δηλαδὴ μὲ τὸ δυναμωτικὸ γάλα τῆς τυπογραφίας. Ρουφώντας τυπογραφικὰ μελάνια, φασκιωμένος ἀπὸ τὶς σφιχτὲς διαστάσεις ἀτελείωτων σελιδοποιήσεων, ψηλαφώντας διαρκῶς τὴν ὑφὴ ἀπὸ τόπια χειροποίητα φανταστικὰ χαρτιά, ὑπνοβατώντας ἀνάμεσα σὲ πυκνὲς ἀράδες ἀπὸ τυπογραφικὰ στοιχεῖα, μὲ δυὸ λόγια συνεπαρμένος ὁλόψυχα ἀπὸ τὴ μαυλίστρα Μορφή (μὲ τὸ Μ κεφαλαῖο), ἦταν μοιραῖο κάποια στιγμὴ νὰ πιαστεῖ θύμα στὶς πλεκτάνες τῆςἐκείνης τῆς μιᾶς ἄπιαστης Οὐσίας ποὺ κατὰ συνθήκην ὅλος ὁ συμβιβασμένος κόσμος ὀνομάζει, χωρὶς νὰ ξέρει τίποτα γιὰ τὴν οὐσία της, «Πνεῦμα». ῎Ετσι ἔγινε τελικὰ ποιητὴς αὐτῆς τῆς Οὐσίας.

Σὰν παράδειγμα αὐτῆς τῆς παγίδας θὰ χρησιμοποιήσω ἀπόψε ἕνα μικρὸ ποίημα ἀπὸ τὶς Βίαιες ᾿Εντυπώσεις᾿Εκτυπώσεις τοῦ ᾿Αρμάου μὲ τίτλο Μικρὸς Παρακλητικός. ᾿Αντιγράφω μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καὶ διαβάζω ὁλόκληρο τὸ ποιηματάκι, ποὺ εἶναι σπασμένο σὲ τρεῖς στροφές:

Καταγραφή

᾿Ακολουθώντας τὴ λογικὴ τοῦ ποιήματος, θὰ διαπιστώσουμε στὸ τέλος πὼς ὅ,τι φαντάζει σὲ πρώτη ἀνάγνωση «σπασμένο» καὶ αὐθαίρετο, κρύβει μιὰν ὑγιέστατη λογική, ἕναν εἱρμὸ στοχασμοῦ ποὺ εἶναι φυσικὰ ἔξω ἀπὸ τὴ δική μας παραδοσιακή, συνθηκολογημένη καὶ περιορισμένη λογική.

Προσέχω τὴν τυπογραφία τοῦ ποιήματος. Προσέξτε καὶ νὰ θυμάστε πὼς κάθε στροφὴ ἀρχίζει μὲ κεφαλαῖο γράμμα (ΣΠΑΣΤΕ, ẺΛΕΗΣΕ, ΑΝ): Μιὰ πρώτη τυπογραφικὴ ἰδιορρυθμία ἀποτελεῖ τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν Ε τῆς δεύτερης στροφῆς, τοῦ ρήματος «ẺΛΕΗΣΕ» δηλαδή, ποὺ εἶναι τυπωμένο μὲ ἕνα κεφαλαῖο τονισμένο Ε. Φέρει τὸ πνεῦμα τῆς ψιλῆς ὄχι ἀριστερὰ πλάϊ του, ὅπως στὴν κοινὴ (τὴ δική μας) γλώσσα, ἀλλὰ ἀπὸ πάνω του, ὡσὰν σκέπη του. Μιὰ δεύτερη τυπογραφικὴ ἰσορρυθμία εἶναι τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν Α τοῦ ὑποθετικοῦ συνδέσμου «ΑΝ» τῆς τρίτης στροφῆς, ποὺ εἶναι τυπωμένο μὲ κεφαλαῖο ψηφίο, ἀπολύτως ἄτονο ὅμως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὑπερ-τονισμένο «ẺΛΕΗΣΕ». Μιὰ τρίτη ἰδιορρυθμία εἶναι τὸ μεγάλο τυπογραφικὸ διάστημα, ἡ τεράστια ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸ «μας» καὶ στὸ «Κύριε» τῆς δεύτερης στροφῆς. Μὲ συμπαθᾶτε γι᾿ αὐτὰ τὰ ἀναγνωστικά μου ψειρίσματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ξέρω καλὰ τί ἐστὶ ᾿Αρμάος, σᾶς βεβαιώνω πὼς ὁ ἀπολιπὼν παρὼν ἦταν μέγας ψείρας τυπογράφος καὶ κατεπέκταση ἢ κατασυνέπεια ψιλολόγος ποιητής. ῏Ηταν ἱκανὸς νὰ παραμείνει ξάγρυπνος μιὰ βδομάδα, νηστικός, γιὰ μιὰ καὶ μόνο ψιλὴ ἢ δασεία.

Armaos-BiaiesEntyposeisΤὸ σπάσιμο τοῦ ποιήματος σὲ τρεῖς στροφὲς εἶναι μιὰ δεύτερη σιωπηρὴ προτροπὴ τοῦ ποιητῆ, παράλληλη μὲ τὴν ρητὴ προτροπὴ τοῦ πρώτου στίχου «ΣΠΑΣΤΕ τα», ποὺ στὴ σκέψη μου σημαίνει «σπάστε» τὰ λόγια τοῦ ποιήματος καὶ μετὰ διαβάστε τα «σπασμένα». Ποιὸς ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς διπλῆς προτροπῆς; Μὰ γιὰ νὰ «βγεῖ» ἀπὸ αὐτὸ τὸ διπλὸ βίαιο σπάσιμο «ζωὴ βεβιασμένη», καὶ «ζωή» καὶ «ποίηση ἢ γλώσσα», σὰν προϊόντα βίας. Δηλαδή; «Ζωή» (μὲ κεφαλαῖο Ζ), ἀκούω τὸ Δημήτρη νὰ μοῦ ψιθυρίζει, δὲν εἶναι καθόλου, μὰ καθόλου, μιὰ κατάσταση φυσιολογική, ὁρισμένη καὶ περιορισμένη ἀπὸ τὰ ἐννοιολογικὰ (καὶ κατεπέκταση αἰσθηματικὰ) πλαίσια τοῦ κοινοῦ ὅρου «ζωή». Ξεπερνάει καὶ τὶς πάγιες γνώσεις μας καὶ τὰ ὁρισμένα αἰσθήματά μας καὶ τὶς παραδοσιακὲς ἢ τὶς νεωτεριστικὲς τέχνες μας καὶ τὴ καθιερωμένη γλώσσα μας. Εἶναι ἁπλῶς μιὰ λέξη, μιὰ «συνθήκη» τῆς κοινῆς γλώσσας, «βεβιασμένη»· μιὰ αὐθαιρεσία μας. Εἶναι ἡ συνηθισμένη βία ποὺ ἀσκεῖ πάντα τὸ γνωστικό μας ὄργανο, τὸ μυαλό μας, (γιατὶ ἔτσι λειτουργεῖ), πάνω σὲ κάτι ᾿Επέκεινα, σὲ Κάτι ἔξω καὶ πέραν ἀπὸ τὶς γνωστικές του δυνατότητες, ἀπροσπέλαστο καὶ ἀπερίγραπτο στὴν Οὐσία. ᾿Απὸ αὐτὴ τὴν ἀσύλληπτη Οὐσία (ἀπο)σπᾶμε μὲ τὴ βία ἕνα θραῦσμα καὶ τὸ βαφτίζουμε μὲ ἕνα ὄνομα, μὲ τὴν ἐτικέτα «ζωή».

Μπαίνω τώρα σὲ λεπτομέρειες. «Σπάστε τα» λέει ὁ πρῶτος στίχος. «Ποιά» ἀναρωτιέμαι. «Ποιά» εἶναι αὐτὰ τὰ ἄτονα καὶ ἄγνωστα τῆς ἀόριστης ἀντωνυμίας «τα», ποὺ πρέπει νὰ σπάσουμε, ξαναρωτάω. Οἱ τόνοι ἐδῶ, ἀρχίζω νὰ πιστεύω στὰ ἐπίμονα ψιθυρίσματα τοῦ Δημήτρη, παίζουν ἕναν δικό τους ἄκρως δραματικὸ ρόλο. ᾿Απὸ τὰ ἄτονα καὶ ἀόριστα «τα» βγαίνουν ἀποσπασμένα μὲ τὴ βία καὶ τονισμένα κατεπιταγὴν τῆς συνομολογημένης ὀρθογραφίας δυὸ κομμάτια, δυὸ λέξεις: οἱ δυὸ ὀρθογραφημένες λέξεις «ζωὴ βεβιασμένη». ῎Οχι κάτι φυσικὸ ἢ φυσιολογικό, ἢ κάτι ὁλόκληρο καὶ ἀδιάσπαστο, ἢ κάτι ζωντανό, ἑνιαῖο, ἀκέραιο καὶ ἀκατάτμητο, ἀλλὰ κάτι σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια καὶ ἄρα λειψὰ τὸ ἕνα σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἄλλο, σχηματισμένο μάλιστα σὰν θραύσματα τὴν ὥρα ἀκριβῶς τοῦ σπασίματος καὶ ἐξαιτίας τοῦ σπασίματος.

Φίλοι μου, δὲν ξέρω ἂν ἀρχίζετε νὰ καταλαβαίνετε γιὰ τί πράγμα μιλάει ὁ ποιητής. ῾Η ποίηση δὲν εἶναι χῶρος ψυχοσωτήριος καὶ λυτρωτικός. Εἶναι σφαγεῖο, ὅπως λέει ὁ Γιάννης Πατίλης, ἕνας ἄλλος σπουδαῖος ποιητής μας, ἀπὸ ὅπου βγαίνει καταματωμένος ὁ ἀνα-γνώστης, ἀναβαπτισμένος στὸ ἴδιο του τὸ αἷμα. ῍Ας παρακολουθήσουμε λοιπὸν αὐτὴ τὴν ἀναβάπτιση τοῦ ᾿Αρμάου στὸν Παρακλητικό του. Συλλαβίζω τὸν τρίτο στίχο τῆς πρώτης στροφῆς ὅπου ὁ ποιητὴς κάνει λόγο τώρα γιὰ κάποια «αὐγὰ ταπεινῶν». Προφανῶς ὁ τρίτος στίχος ἀναφέρεται καὶ προσδιορίζει τὰ ἄτονα «τα» τοῦ πρώτου στίχου, λέω μέσα μου. Ξεκαθαρίζει ἔτσι τὸ μυστήριο τῆς ἄτονης ἀόριστης ἀντωνυμίας «τα». ῾Η προστακτικὴ «σπάστε τα» ἐννοεῖ ἀκριβῶς τὰ «ἀβγὰ ταπεινῶν», ποὺ πόρρω ἀπέχουν καὶ δὲν ταυτίζονται ἀσφαλῶς μὲ τὸ Πρωτ-᾿Αβγὸ ἀπὸ ὅπου γεννιέται ἡ Ζωή. ῞Ο,τι σπάζουμε λοιπὸν γιὰ νὰ δώσουμε νόημα καὶ μορφὴ στὴ ζωή μας εἶναι μιὰ πράξη βίας πάνω σὲ ἀβγὰ ταπεινά, κατώτερης ἢ δεύτερης ποιότητας· πάνω σὲ ἀβγὰ/λέξεις, ἀπὸ ὅπου γεννιοῦνται μὲ καισαρικὴ ἄλλα παρόμοια ἀβγά: οἱ λέξεις «βεβιασμένη ζωή».

Πολὺ σωστὰ σκέφτομαι. ῞Ομως κάτι μοῦ λέει πὼς ὁ ποιητὴς μιλάει μιὰ διφορούμενη γλώσσα. ῾Η διγλωσσία του μοῦ λέει πὼς «τα» καὶ «ἀβγὰ ταπεινῶν» εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, ἀφοῦ καὶ τὰ ἄτονα «τα» εἶναι μιὰ λέξη, ὅπως λέξεις εἶναι καὶ τὰ «ἀβγὰ ταπεινῶν». Κάτι μὲ τρώει ὅμως. Προσέχω λοιπὸν καὶ πάλι τὸν τυπογράφο ᾿Αρμάο. ᾿Ανάμεσα στοὺς δύο πρώτους στίχους καὶ στὸν τρίτο στίχο (καὶ τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης στροφῆς) ὑπάρχει ἕνα ἐπιπλέον διάστιχο. Οἱ τρεῖς στίχοι δηλαδὴ τῶν δύο πρώτων στροφῶν ἀπὸ τυπογραφικὴ ἄποψη παρουσιάζουν μιὰν ἀνισότητα, ἕνα ἄλλο σπάσιμο, αὐτὴ τὴ φορὰ τῆς στροφῆς. Τὸ διάστημα ἀνάμεσα στὸ δεύτερο καὶ τρίτο στίχο εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ διάστημα ἀνάμεσα στὸν πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο στίχο. ῎Ετσι οἱ δύο πρῶτοι στίχοι ἀποτελοῦν μιὰ νοηματικὴ ἑνότητα ποὺ ἀντιδιαστέλλεται ἀπὸ τὸ νόημα τοῦ τρίτου στίχου. ῾Ο λεπτολόγος τυπογράφος καὶ ποιητὴς ἐδῶ, μὲ αὐτὴ τὴν τυπογραφικὴ διάταξη φαίνεται νὰ ξεπερνάει τὴν προηγούμενη λογικὴ ἀνάγνωση. Τὰ «ἀβγά» τώρα μοιάζουν νὰ μὴν ὑποκαθιστοῦν, νὰ μὴ διευκρινίζουν τὰ ἄτονα «τα». Οἱ ἀναγνῶστες δὲν καλοῦνται νὰ σπάσουν «ἀβγά», καὶ μάλιστα «ἀβγὰ ταπεινῶν», γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτὰ «βεβιασμένη», «πρόωρη» ἡ ζωή· μία συγκεκριμένη μορφὴ ζωῆς. Τὸ «τα» παραμένει, ἄτονο, ἀπροσδιόριστο, ἀπερίγραπτο καὶ κατεπέκταση ἄψυχο καὶ ἀνυπόστατο, στὴ Σκιὰ τοῦ πρώτου στίχου ἢ σὰν μιὰ Σκιὰ Πρώτης Γραμμῆς· σὰν μιὰν ὀντολογικὴ Σκιά. ῾Υπάρχει σὰ Σκιά, ὄχι σὰν κάτι ὁρισμένο καὶ ὁριστέο. ῾Υπάρχει σὰν αὐτόνομη, ἀόριστη ἀντωνυμία καὶ ὄχι σὰ συγκεκριμένο οὐσιαστικό. ῾Υπάρχει σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὰ ἀπομονωμένα στὸν τρίτο στίχο «ἀβγὰ ταπεινῶν».

Τί ἀκριβῶς λοιπὸν ἔχει τώρα στὸ ἀλλοίθωρο μυαλό του αὐτὸς ὁ περίεργος τυπογράφος/ποιητής; Γιὰ μένα, ἕναν πολὺ πονηρεμένο πιὰ καὶ μανιακὸ ἀναγνώστη τοῦ ᾿Αρμάου πλέον, τὸ δεύτερο καὶ βαθύτερο νόημα τῆς πρώτης διπλοσήμαντης στροφῆς ἀρχίζει νὰ ξεκαθαρίζει: Σπάστε, βιάστε τὴν ᾿Ασύλληπτη Οὐσία ποὺ εἶναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ἀόριστη ἀντωνυμία «τα». ῞Ο,τι θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ σπάσιμο αὐτὸ θὰ εἶναι «ἀβγὰ ταπεινῶν», βεβιασμένα, πεπερασμένα λόγια καὶ μόνο λόγια. ῞Ο,τι λοιπὸν σπάει, ὅ,τι βιάζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἀόριστο (= μὴ ὁριστέο) «τα» τῆς ἀόριστης ᾿Οντολογικῆς Σκιᾶς του.

Κι ἐδῶ ἀκριβῶς ὑποκρύπτεται ἡ τραγωδία μιᾶς φρικτῆς καὶ ἀνυποψίαστης ἀντίφασης. Τὰ ἄλεκτα καὶ ἄσπαστα στὴν οὐσία τους «τα» σπάζουν καὶ βιάζονται ἀπὸ τὸ μυαλό μας σὰν λεκτὰ καὶ σπάσιμα, σὰν ἔννοιες, σὰ λέξεις πάντοτε, σὰν «ἀβγὰ ταπεινῶν». Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ φοβερὴ ἀντίφαση, αὐτὴ τὴν τραγωδία ὑπαινίσσεται ἡ τυπογραφία τῶν τριῶν στίχων τῆς πρώτη στροφῆς: Πὼς μολονότι τὰ «τα» ἀντιδιαστέλλονται πάντα ἀπὸ τὰ προϊόντα τους, ἀπὸ τὰ «ἀβγά» τους, τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ μήτρα καὶ ἀβγὰ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. ῾Η φυλακὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτρέπει ἀποδράσεις. ῾Ο ἐγκλεισμὸς στὴ φυλακὴ τῶν λέξεων εἶναι ὁ Νόμος τοῦ ἀνθρώπου.

Προσοχὴ καὶ πάλι παρακαλῶ. ῾Η φρασούλα «ἀβγὰ ταπεινῶν», ἀποτελεῖ τὸν τρίτο στίχο τῆς πρώτης στροφῆς, ἀπομονωμένο ἀπὸ τοὺς δύο προηγούμενους. ῞Ο,τι ἐπιπλέον ὑποδηλώνει αὐτὸς ὁ ἀποσπασμένος τρίτος στίχος, εἶναι ὁ κλοιὸς τῆς ἀπομόνωσης: Μόνο «ἀβγὰ ταπεινῶν» ὄντων μποροῦμε νὰ ἀποσπάσουμε μὲ τὴ βία ἀπὸ τὸ ῎Αρρητο, ποὺ κυοφοροῦν ὡστόσο τὸ ῎Αλεκτο χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦν νὰ τὸ γεννήσουν. Γιατὶ ὅ,τι γεννοῦν μὲ καισαρική, μὲ τὸ βίαιο σπάσιμο δὲν εἶναι τὸ ῾Υψηλὸ καὶ ᾿Ασύλληπτο, ἀλλὰ ἄλλα ὅμοια ἀβγά, λέξεις ποὺ παράγουν ἕνα πλάσμα ζωῆς, ἕνα εἴδωλο ζωῆς καὶ ὄχι τὴν Αὐθεντικὴ ζωή.

Παίρνω λοιπὸν βαθιὰ ἀνάσα καὶ διαβάζω τὸ δεύτερο «θραῦσμα» τοῦ Παρακλητικοῦ: «ẺΛΕΗΣΕ μας      Κύριε  |  Τὰ παιδάρια  || Ζωγραφίζουμε ἀράχνες». Σὲ ποιὸν Κύριο ἀπευθύνει τὸν παρακλητικό του στίχο ὁ Δημήτρης; ῏Ηταν ἄραγε ἄνθρωπος θρῆσκος; ῍Αν καὶ δὲν τὸ ἀποκλείω, ἐδῶ τουλάχιστον ἄλλο πράγμα ἔχει στὸ μυαλό του ὁ ποιητής. Λέω λοιπὸν ξεκάθαρα πὼς «Κύριος» ἐδῶ εἶναι τὰ προηγούμενα ἄτονα «τα». «Κύριος» εἶναι τὸ ῾Υψηλὸ Θεῖο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ψιλῆς ποὺ ἵπταται πάνω ἀπὸ τὸ φωνῆεν Ε τῆς παρακλήσεως «ẺΛΕΗΣΕ μας»· τὸ Ψιλὸ (μὲ γιώτα, παρακαλῶ, γιὰ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου) Πνεῦμα. Αὐτὸ ποὺ βρίσκεται μίλια μακριὰ ἀπὸ «μας». Γιατὶ μιὰ ἀβυσσαλέα ἀπόσταση μεσολαβεῖ ἀνάμεσα σὲ «μας» καὶ σὲ Κεῖνο, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ ἀβυσσαλέα τυπογραφικὴ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὶς λέξεις «μας» καὶ «Κύριε». ᾿Απὸ αὐτὸ ζητάει ἔλεος ὁ ποιητής, γιατὶ δὲν ἔχει αὐταπάτες. Γνωρίζει σὲ βάθος τὸ ἀνθρώπινο δράμα. ᾿Εμεῖς, οἱ ἄνθρωποι ὅλοι, δὲν εἴμαστε παιδιά του, ἀλλὰ παιδάριά του. ῾Ο ὅρος «παιδάρια» λέει τὸ λεξικό, σημαίνει κατὰ συνεκδοχὴν «ἀνθρώπους ἀνόητους». Καρικατοῦρες, ἀστεῖα καὶ ἀνόητα ὄντα εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ μὲ τὸ φωνῆεν μιᾶς λέξεως, μὲ τὴ φωνὴ τῶν λέξεων, μὲ τὰ ἀβγά μας, ἀβγὰ ταπεινῶν παιδαρίων, γεννᾶμε «ζωὴ βεβιασμένη», μιὰ βεβιασμένη τέχνη δηλαδή, τὴν τέχνη τῆς ποίησης/γλώσσας, τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς, μιὰ τέχνη ποὺ μιμεῖται ἀποτυχημένα τὴν ἀπροσδιόριστη Οὐσία τῆς ζωῆς, μιὰ τέχνη παμπάλαια καὶ εὔθραυστη, ὅπως παμπάλαιες καὶ εὔθραυστες εἶναι οἱ ἀράχνες, τὰ δίχτια τους, στὶς γωνιὲς τῶν ἐγκαταλειμένων, ἀκατοίκητων καὶ κλειστῶν σπιτιῶν, παγίδες γιὰ μᾶς τὰ παιδιάρια, ποὺ γινόμαστε βορὰ στὸ τέλος τοῦ Ζώου τῆς ᾿Αράχνης/Πνεύματος.

Solomos-ArmaosStoGrafeioTou(Mesologgiou16,27-05-2014)Περνάω τώρα στοὺς δυὸ τελευταίους στίχους τῆς τρίτης στροφῆς. ῾Η παράκληση τοῦ ποιητῆ συνεχίζεται μὲ μιὰν ὑποθετικὴ οὐτοπικὴ ἐρώτηση. «ΑΝ  |  ᾿Αποσύραμε τὴν κεφαλή μας τοῦ ἐμπορίου;», ἂν ἀποφασίζαμε, ἂν μπορούσαμε νὰ ἀποσύρουμε τὴν κεφαλή μας τοῦ ἐμπορίου, ἀναρωτιέται καθὼς προσεύχεται, τί θὰ γινόταν; «Θὰ μᾶς ἐλεοῦσες, Κύριε;» εἶναι ἡ σιωπηρὴ καταληκτικὴ προέκταση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος. ῞Ομως ὁ ᾿Αρμάος δὲν εἶναι συνηθισμένο μυαλό. ῍Ας προσέξουμε γιὰ τελευταία φορὰ τὰ λόγια του. Οἱ δύο στίχοι, ὁ πρῶτος μονολεκτικὸς καὶ ὁ δεύτερος πολυλόγος, πρέπει νὰ διαβαστοῦν μὲ δύο τρόπους. Αὐτὴ τὴ διπλὴ ἀνάγνωση ὄχι μόνο ἐπιτρέπουν ἀλλὰ καὶ ὑπαγορεύουν ὑπογείως οἱ δυὸ στίχοι\θραύσματα τῆς τρίτης στροφῆς. α) Οἱ συντάξεις τοῦ ρήματος «ἀποσύρω» μὲ τὴ γενικὴ πτώση «τοῦ ἐμπορίου» καὶ μὲ τὴν αἰτιατικὴ πτώση τῆς «κεφαλῆς μας» εἶναι δηλωτικὲς «καταπτώσεων». Οἱ «πτώσεις» ἐδῶ χρησιμοποιοῦνται καὶ μὲ τὴν ὀντολογική τους ἀπόχρωση. Καὶ ἡ γενικὴ (τοῦ ἐμπορίου) καὶ ἡ αἰτιατικὴ (τὴν κεφαλή μας), στὴ σκέψη τοῦ Δημήτρη, εἶναι δύο γλωσσικὲς καταπτώσεις καὶ μοιραῖα δυὸ (κατα-) πτώσεις τοῦ μυαλοῦ. ῾Η γενικὴ «τοῦ ἐμπορίου», στὴν σύνταξή της μὲ τὸ ρῆμα «ἀποσύρω», χρησιμοποιεῖται «ἐπιρρηματικῶς», ὅπως θὰ ἔλεγε ἴσως ὁ Τζάρτζανος, στὸ σπουδαῖο πόνημά του γιὰ τὴ Νεοελληνικὴ Σύνταξιν. «᾿Αποσύρω τοῦ ἐμπορίου» λοιπὸν σημαίνει «ἀποσύρω ἐκ τοῦ ἐμπορίου». ᾿Απὸ τὴν ἄλλη μεριὰ «κεφαλὴ τοῦ ἐμπορίου» δὲν εἶναι παρὰ δύο πράγματα συνάμα: ἕνα ἐμπορικὸ μυαλό, ποὺ ταυτόχρονα εἶναι καὶ τὸ πραγματικὸ «κεφάλαιο» τοῦ ἐμπορίου. «Αν» λοιπόν, ψελλίζει ὁ ποιητής, ξεκινώντας τὸ τραύλισμά του μὲ αὐτὸ τὸ ἄτονο, ἀμφίβολο, ξεμοναχιασμένο, μετέωρο καὶ ξέπνο «Αν», σὲ ἀντίθεση μὲ κεῖνο τὸ προηγούμενο ἔντονο «ẺΛΕΗΣΕ μας», ἀποσύραμε τὸ Πνεῦμα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν Κεφαλὴ καὶ τὸ πραγματικὸ Κεφάλαιο ὅλων τῶν λογῆς συναλλαγῶν, θὰ ἄλλαζε κάτι; Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν «πτώσεων» καὶ νὰ γευτοῦμε τὸ νέκταρ τῆς ῾Υπέρβασης; Τὸ ἐρώτημα τοῦ Δημήτρη εἶναι ρητορικό· ἐμπεριέχει δηλαδὴ καὶ τὴν ἀπελπιστικὴ ἀπάντηση. β) Καὶ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ γίνεται σαφέστερη ἂν διαβάσουμε τὴ τρίτη στροφὴ σπασμένη· ἂν δηλαδὴ ἀπομονώσουμε καὶ διαβάσουμε τὸ δεύτερο στίχο της αὐτόνομο: «᾿Αποσύραμε <ἄραγε> τὴν κεφαλή μας τοῦ ἐμπορίου;» μὲ ὅσα εἴπαμε καὶ διαβάσαμε στὸ ποίημα ἐτοῦτο; ῎Οχι ἀσφαλῶς ἀφοῦ τὸ μυαλό μας ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτοστάτησε τόσο στὸ στήσιμο τοῦ ποιήματος ὅσο καὶ στὴν προώθηση αὐτοῦ τοῦ ἐμπορικοῦ προϊόντος. Τὸ μυαλό μας κατασκευάζει καὶ ἐμπορεύεται τὰ πάντα· καὶ τὰ ποιήματά του. Κεφάλαιο καὶ Κεφαλὴ λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντα ἕνα μικρὸ Μυαλό, ψευδεπίγραφο ἀντίγραφο ἑνὸς ῎Οντος αἰώνιου καὶ ἀσύλληπτου στὴν οὐσία του. Παγιδευμένο πάντα στὴ Γλώσσα, σὲ ἕνα πεποιημένο ἐμπόρευμά του, ποὺ βρίθει ἀπὸ εὔθραυστες ζωγραφιές, ἀπὸ ἀραχνούφαντα δίχτια παιδαρίων, κυοφορούμενο πάντα ἀπὸ ἀβγὰ ταπεινῶν ὄντων. «Πιασμένο» στὰ δίχτια/λέξεις τοῦ ἐμπορίου του, σὲ ἀβγὰ ταπεινῶν πτηνοτροφείων, τὸ αἷμα του κυκλοφορεῖ ἀλλοιωμένο ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ βρόμιο γλεῦκος αὐτῶν ἀβγῶν/λέξεων. ᾿Εξάλλου ποιὸς ἢ ποιοὶ θὰ ἦταν οἱ «ἐμεῖς», ὅπως ὑπονοεῖ ἡ ὀνομαστικὴ τοῦ πληθυντικοῦ «ἀποσύραμε», ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποσύρουμε ὅ,τι ἔχει θεσμοθετηθεῖ ἀνέκκλητα, ἀπαρχῆς τοῦ κόσμου; Τὸ ἄτονο, χωρὶς τόνο καὶ πνεῦμα «Αν» τοῦ τυπογράφου, ἀτελὲς καὶ λειψὸ σὰν ὀρθογραφημένη λέξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὑποβάλλει τὴ δική του αὐτόνομη σημασία. Εἶναι ἀδύνατη ἡ τέλεια ἀπόδραση εἶναι ὁ δικός του τυπογραφικὸς ὑπαινιγμός.

῾Ο Μικρὸς Παρακλητικὸς τοῦ ᾿Αρμάου εἶναι μιὰ σύνοψη τῆς ὀντολογίας του, ποὺ λέει αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἁπλό: ἡ Ζωὴ ἢ ἀλλιῶς ἡ ᾿Ιδέα τῆς Ζωῆς, ἢ ἀλλιῶς ἡ Συναίσθηση τῆς Ζωῆς ἢ ἀλλιῶς οἱ ᾿Εμπειρίες τῆς Ζωῆς ἢ ἀλλιῶς οἱ ἄπειρες πνευματικές, (καὶ ἐπιμένω στὸν ὅρο «πνευματικές» γιατὶ καὶ οἱ λεγόμενες «σωματικὲς» εἶναι στὴν οὐσία «πνευματικὲς») ἐμπειρίες ποὺ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τοῦ ἀνθρώπινου βίου, εἶναι ἕνα σύνολο Βίαιων ᾿Εντυπώσεων, προϊόντων μιᾶς βεβιασμένης ἀπόσπασης. Δὲν ἦταν, δὲν εἶναι καὶ δὲ θὰ εἶναι ποτὲ ἐκεῖνο τὸ ἀπόλυτα φρέσκο καὶ κρυστάλλινο νερό, ποὺ ἀναβλύζοντας πηγαῖο περνάει ἀτόφιο στοὺς ἀνθρώπινους ἱστούς. ῾Η ῾Ιστορία δὲν ἦταν, δὲν εἶναι καὶ δὲ θὰ εἶναι ποτὲ μιὰ αὐθεντικὴ καὶ ὁλόκληρη ἐμπειρία· ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα, μιὰ βίαιη ἐντύπωση, ἕνα σπάραγμα ἀπὸ κάτι ᾿Επέκεινα τῆς ἱστορίας. ῾Ο ῎Ερωτας δὲν ἦταν, δὲν εἶναι καὶ δὲν θὰ εἶναι ποτὲ μιὰ αὐθεντικὴ καὶ ὁλόκληρη ἐμπειρία, εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντα μιὰ βίαιη ἐντύπωση, ἕνα σπάραγμα, ἕνα βραχύβιο ἀπόσπαμα ἀπὸ κάτι ὁλόκληρο ποὺ παραμένει ᾿Απλησίαστο, ἀσύλληπτο στὴ σκιά· ἀπὸ κάτι ποὺ μᾶς κοιτάει ψυχρὸ καὶ ἀσυγκίνητο καθὼς σπαράζουμε στὰ ἐρωτικὰ κρεβάτια. ῾Η μοίρα τοῦ ᾿Ανθρώπου λοιπὸν εἶναι δεινή. ῾Ο ἄνθρωπος ζεῖ συμβιβασμένος, συνθηκολογημένος μὲ πολέμους, μὲ ἐρωτικὲς σχέσεις, μὲ θεσμοὺς καὶ ἐθνικὲς παραδόσεις, δουλεύοντας σὲ ἐργοστάσια καὶ γραφεῖα, γράφοντας ποιήματα καὶ βιβλία, περιχαρακωμένος στὰ ψεύδη τῆς γλώσσας του, στὶς αὐταπάτες του, ἔχοντας καρφωμένο τὸ ἕνα του μάτι πάντα πρὸς τὸν ἀθέατο ᾿Οφθαλμὸ τοῦ Παλαιοῦ τῶν ῾Ημερῶν, ποὺ στὸ βλέμμα κάθε ταπεινοῦ ἀνθρώπου ὁ ᾿Οφθαλμὸς ἐκεῖνος μοιάζει νὰ ἀλλοιθωρίζει.

Α. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ