Λοξές ματιές: Η αειθαλής πρόσληψη του Σολωμού

Σολωμός, Μυταράς

 

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Καταντάει κουραστικό να διατυπώνουμε συνεχώς ερωτήματα τύπου “γιατί διαβάζουμε σήμερα Σολωμό;” και τα λοιπά. Παρ’ όλα αυτά είναι αναπόφευκτο.

Ο Σολωμός ανήκει στους ποιητές που γνωρίζουμε σε νεαρή ηλικία, μέσα από το σχολείο, καθώς τραγουδούσαμε ανόρεχτα τους στίχους του στον εθνικό μας ύμνο. Ανήκει επίσης σε μια κατηγορία ποιητών που απορρίπτουμε συνήθως κατά την εφηβεία μέσα στην παραζάλη του ποιητικού κυκεώνα που μας παρασύρει στην δίνη του (με συναρπαστικά διαβάσματα μοντερνιστικών καταβολών). Είναι τέλος ένας ποιητής που ανακαλύπτουμε εκ νέου μεγαλώνοντας και θαυμάζουμε τις κρυφές του χάρες. Ίσως αυτή η διαδοχή να μην έχει καθολική ισχύ. Το αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι με την ίδια περίπου διαπίστωση ξεκινάει ο Παλαμάς το δοκίμιό του για τον Σολωμό 115 χρόνια πριν. Υπάρχει προφανώς ένα διαχρονικό στοιχείο στην πρόσληψη του Σολωμού που μας κάνει να τον επανεκτιμούμε ξανά και ξανά.

Ο επιθετικός προσδιορισμός “εθνικός ποιητής” μπορεί να του προσέδωσε για δεκαετίες αίγλη, αλλά τον κατέστησε έως και απωθητικό στο μάτια του σύγχρονου αναγνώστη, για τον οποίο η έννοια “εθνικό” έχει πια ποικίλες αποχρώσεις. Αυτός ο μεγαλόσχημος τίτλος όμως συναιρεί δύο ιδιότητες. Ο Σολωμός δεν αποκαλείται εθνικός ποιητής μόνο επειδή προσέφερε δύο στροφές, από τις 158 που απαρτίζουν τον Ύμνο εις την Ελευθερία, ως στίχους του Εθνικού Ύμνου, ούτε μόνο λόγω της εθνοκεντρικής θεματικής κάποιων από τα πιο γνωστά έργα του. Αλλά και επειδή είναι ο θεμελιωτής, ο γεννήτωρ της εθνικής μας λογοτεχνίας. Πριν από αυτόν, καθώς λέγεται δεν υπήρξε παρά ο Ερωτόκριτος και το δημοτικό τραγούδι. Μετά το πέρασμά του στο μπαρουτοκαπνισμένο έδαφος της νεοπαγούς ελληνικής επικράτειας ανθίζει η ελληνική λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση. Ο 19ος αιώνας είναι ασφαλώς ο αιώνας της ποίησης και αυτό πιστοποιείται από όλες τις εκφάνσεις της λογοτεχνικής ζωής: τις εκδόσεις, τις δημοσιεύσεις, τους διαγωνισμούς. Η λεγόμενη Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση και σε αντιπαράθεση με την σολωμική ποίηση.

Σήμερα προτιμούμε να αντικρίζουμε τον Σολωμό ως έναν poète maudit, παρά ως τον άμεμπτο και αψεγάδιαστο (και για αυτό βέβαια ψεύτικο) εθνικό ποιητή. Ο αλκοολισμός του, η αντικοινωνικότητα, ο μισογυνισμός, η θρυλούμενη εβραϊκή του καταγωγή, η ελλιπής γνώση της ελληνικής γλώσσας, όλα αυτά τα στοιχεία τέλος πάντων που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς από τους αρνητές του ως μέσο κατακρήμνισης από το βάθρο του εθνικού ποιητή, τώρα αντιμετωπίζονται με ανεκτικότητα, με συμπάθεια, για να μη πω ότι θεωρούνται και εύσημα για έναν δημιουργό. Ο “καταραμένος» ποιητής, αυτός που άγεται και φέρεται από τα πάθη του, ασκεί πάντα μεγάλη γοητεία σε ευρεία γκάμα αναγνωστών. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν μας αφορά καν αν ο εθνικός μας ποιητής λεγόταν Salamon ή Salomone – ίσα ίσα κάτι τέτοιο δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντίφαση, ενώ προσθέτει στον μύθο του γιατί μας θυμίζει συνειρμικά τον Carl Solomon από το Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ.

Η περιβόητη κρίση του Ηλία Πετρόπουλου μπορεί να προκάλεσε (σε κάποιους κύκλους) αγανάκτηση την εποχή που διατυπώθηκε, αλλά σήμερα γίνεται αλατοπίπερο στην ανεκδοτολογική επιχειρηματολογία mainstream δημοσιογράφων σε επιτυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές (παράδειγμα, ο δημοσιογράφος Μπογδάνος και ο μικρός σχετικός σάλος που προκάλεσε με τις ανάλογες δηλώσεις). Αφοριστικές κρίσεις τέτοιου τύπου μπορεί να προκαλούν ρίγη επαναστατικής ευφορίας στις μέρες μας, και να μας ερεθίζουν με την λακωνικότητα, την προκλητικότητα και την ευστοχία τους, αλλά αποδεικνύονται λειψές αν ενσκύψουμε στο σολωμικό έργο απαγκιστρωμένοι από τις αγκυλώσεις και τους ψυχαναγκασμούς της εθνοκεντρικής οπτικής. Πως μπορούμε όμως να δούμε τον Σολωμό χωρίς τα εθνοκεντρικά χαρακτηριστικά που από καταβολής φέρει; Ό,τι και να λέμε είναι ο εθνικός μας ποιητής, πατέρας του εθνικού μας ύμνου. Τι συνιστά όμως την ταυτότητα του εθνικού ποιητή; Ποια στοιχεία της βιογραφίας και του έργου του αποσιωπούνται και ποια εξαίρονται για να λάβει πανψηφεί αυτό το χρίσμα; Ασφαλώς περνάνε στη λήθη αυτά που σπιλώνουν την αφήγηση του υψηλού εθνικού ιδεώδους. Η ίδια η έννοια του “εθνικού”, εντούτοις, καθώς και ο τρόπος που αυτό εμβαπτίζεται σε έναν τόπο συλλογικού φαντασιακού, μεταλάσσονται από εποχή σε εποχή και από μέρος σε μέρος, αφήνοντας έτσι μια αίσθηση σχετικότητας και ρευστότητας στο όλο ζήτημα. Υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο στο Long Island που φέρει το όνομα Walt Whitman. Ο Έλληνας καταναλωτής – φιλότεχνος θα ανεχόταν, άραγε, ένα mall στην όμορφη Ζάκυνθο όμοματι Διονύσιος Σολωμός; Ακόμα και στις μέρες μας που η αναζήτηση ή ο προσδιορισμός της “ελληνικότητας” έχει αλλάξει κατεύθυνση (μάλλον δεν υφίσταται καν) μια τέτοια ονοματοδοσία θα θεωρείτο ακραία και προκλητική. Και αυτό ίσως όχι για ιδεολογικούς λόγους, όσο, έτι περισσότερο, για αισθητικούς (κατά έναν περίεργο λόγο η ανεμοδαρμένη εποχή μας ανάγει το εθνικό σε αισθητικό πρόβλημα).

Παρ’ όλα αυτά μια πλαγιοκόπηση των επίμαχων εθνικών θεμάτων το έργο του Σολωμού, μπορεί να βοηθήσει να αναδειχτούν σήμερα άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές που ξετυλίγονται μέσα από αυτά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαπραγμάτευση τέτοιων θεμάτων στον Σολωμό, έχει και μια έντονα μεταφυσική, τελεολογική, κοσμολογική διάσταση. Το έργο του βρίθει από επαναλήψεις και εμμονές που δημιουργούν μια  μαυλιστική αίσθηση κυκλικότητας. Σεισμοί που ανοίγουν ρήγματα και μέσα από αυτά ξεφυτρώνουν λουλούδια, μυθικές οντότητες που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά δεν επεμβαίνουν στα τεκταινόμενα, άνθη που τρέμουν, άνθρωποι που προσπαθούν να σωθούν αρπάζοντας μια χούφτα χώμα της πατρογονικής γης – λες και εκεί κρύβεται κάποιο αλεξίκακο μυστικό, μαύρες πέτρες παντού και ξερό χορτάρι. Ειδικά αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ ιδιάζον για την εσωτερική τοπογραφία της σολωμικής ποίησης. Η χλωρίδα και το ανάγλυφο της περιοχής εκεί χαρακτηρίζονται από τα δύο αυτά δυσοίωνα στοιχεία, την “μαύρη πέτρα” και το “ξερό χορτάρι” (πόσο αντι-ελυτική απόπειρα απεικόνισης του ελληνικού τοπίου!), φανερώνοντας ένα post-apocalyptic σκηνικό. Το λευκό, το γαλάζιο, το πράσινο απουσιάζουν. Παντού απλώνεται ένας μανδύας ερήμωσης και καταστροφής. Από παντού έχει περάσει φωτιά. Η μονοτονία του τοπίου αυτού του ελληνικού Wasted Land διαρρηγνύεται από την σποραδική εμφάνιση λευκών ανθέων. Αυτά προσδίδουν μια ευφρόσυνη πινελιά ελπίδας στην γενική καταρράκωση.

Γύρω από τον ποιητική συνείδηση του Σολωμού λοιπόν μαίνεται ένας Αρμαγεδδών. Πολεμικές επιχειρήσεις, συρράξεις, σφαγές, αίμα αθώων, εκτοπίσεις πληθυσμών, θυσίες και ηρωισμοί, εμφύλιες συγκρούσεις και ακρότητες στοιχειώνουν το ποιητικό του σύμπαν καθώς αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιστορικής συνθήκης στην οποία και αυτός κινείται. Βέβαια το κοσμοείδωλο του Σολωμού διαφέρει πολύ από την εικόνα που μας δίνει ο Μακρυγιάννης, παραδείγματος χάριν, για την ιστορική πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μπορεί ο ίδιος ο ποιητής να μην πάτησε ποτέ το πόδι του στα εδάφη της επαναστατημένης και εν συνεχεία της ελεύθερης Ελλάδας, αλλά ζει, αναπνέει, ωριμάζει μέσα στο φαντασιωτικό περίβλημα του μεγάλου ξεσηκωμού. Η ποιητική συνείδηση, ευαίσθητη στα προτάγματα των καιρών και στις μεταβολές του ιστορικού βαρομέτρου, κατακλύζεται από δραματικά κύματα ενσυναίσθησης. Τα πάντα βρίσκονται σε κίνδυνο. Η ωμή βιαιότητα είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας. Η “εντάφια συντροφιά”, ένα πλήθος βρικολάκων, όπως αναφέρει στον Ύμνο, έχει σηκωθεί από τον αιώνιο ύπνο της και ζητάει αίμα, εκδίκηση, δικαιοσύνη. Αλλά πρόκειται για μια δικαιοσύνη, πολύ σκληρή, απάνθρωπη και αιμόεσσα (αναφερόμαστε βεβαίως στις σφαγές άμαχου πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις κατά την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς). Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα γενικευμένης καταστροφής και απέλπιδου αγώνα ο ποιητής κρούει την λύρα του ακούγοντας τα προμηνύματα μιας επερχόμενης συλλογικής λύτρωσης. Αυτή την θεμελιώδη μεταστροφή, αυτή την τιτάνια προσπάθεια μεταφράζει σε στίχους.

Ο Σολωμός χαρακτηρίστηκε μέχρι και ρίψασπις από κάποιους φανφαρόνους και ηθικολόγους μελετητές (επειδή ενώ βρισκόταν σε ακμαιότατη ηλικία δεν έστερξε να πολεμήσει στον αγώνα της απελευθέρωσης). Σήμερα αυτή η κριτική ακούγεται πάλι άνευ σημασίας. Δεν είναι ψέμα ότι μέσα από τη σύγχρονη οπτική το επίγραμμα του Αισχύλου, που ακυρώνει όλη την δραματική του παραγωγή προς δόξαν μιας ηρωικής του πράξης, παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον και έχει ισάξιο εκτόπισμα με το ποίημα του Αρχίλοχου, που φιλοδοξεί να κάνει τέχνη το πέταγμα της ασπίδας και την άτακτο φυγή μπροστά στην επέλαση του εχθρού. Διευκρίνηση: μλάμε για το έργο όχι για την πράξη καθεαυτή. Το επιτάφιο επίγραμμα του Αισχύλου από τη μία και το γνωστό ποίημα του Αρχίλοχου από την άλλη. Η διακειμενική τους σχέση δημιουργεί μια αμφίρροπη διελκυστίνδα που παράγει ιδεολογικά, αξιακά, αισθητικά ερωτήματα. Sub specie aeternitatis οι στίχοι του ποιητή δικαιώνουν την απραξία του. Νομίζω ότι με την πάροδο των χρόνων, με την απόσταση από την δεδομένη ιστορική στιγμή, μια τέτοια ετυμηγορία είναι όλο και πιο νουνεχής.

–  .  –

Γράφοντας ένα κείμενο για τον Σολωμό πρέπει να παλέψεις με μια πολύ έντονη εσωτερική τάση που παροτρύνει να το αφήσεις ημιτελές (sic). Αυτό όχι μόνο λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ματαιοπονία του εγχειρήματος (έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί τόσα πολλά για την περίπτωση του ποιητή, που μετά βίας χωράει κάτι καινούργιο), αλλά επειδή θα ήταν σύμφωνο και με το ίδιο το έργο του Σολωμού: αποσπασματικό, ημιτελές, άνισο. Αν λάβει κανείς υπόψιν, όμως, ότι ο Βάρναλης έγραψε ένα εμβριθέστατο και συμπαγές δοκίμιο για τον Σολωμό μέσα σε λίγες ώρες, στο πλαίσιο ενός διαγωνίσματος για την χορήγηση υποτροφίας, γίνεται κατανοητό ότι οι προσπάθειές μας, που φαίνονται καταδικασμένες «σαν των Τρώων», μπορούν στο τέλος να έχουν κάποιο αποτέλεσμα.

Η αποσπασματικότητα λοιπόν του Σολωμού που απογοήτευσε τόσο τους Αθηναίους διανοουμένους του 19ου αιώνα, συνδέθηκε ως γνωστόν, a posteriori, με μια έκδηλη και γενικευμένη αισθητική και ιδεολογική τάση της εποχής του ρομαντισμού: την αγάπη για το ημιτελές. Τον συνέκριναν μάλιστα διανοούμενοι της εποχής του με την περίπτωση Νοβάλις. Παρ’ όλα αυτά καμία εξήγηση δεν είναι επαρκής σε ένα τόσο ανοιχτό ζήτημα. Κάποιοι μελετητές αναζήτησαν τα αίτια της αποσπασματικότητας σε ψυχολογικό έδαφος: στην ακηδία του ποιητή – και άλλοι σε κάτι ακριβώς αντίθετο, την θρυλούμενη τελειομανία του. Άλλοι ρίχνουν το φταίξιμο στον αλκοολισμό του και άλλοι σε προβλήματα της προσωπικής του ζωής. Μερίδα αληθείας μπορεί να ενέχεται σε όλα αυτά. Το θέμα είναι όμως πως αντιλαμβάνεται ένας σύγχρονος αναγνώστης αυτό το εγγενές σημάδι της σολωμικής ποίησης. Του αφήνει μια γεύση κενού; Ένα αίσθημα ανικανοποίητο; Ή το εκλαμβάνει σαν μέρος μιας αινιγματικής ολότητας; Τι κρύβουν αυτοί οι ματαιωμένοι, οι αόρατοι στίχοι; Κενά της έμπνευσης; Ανημπόρια τιθάσευσης του γλωσσικού αντικειμένου; Ασυνείδητες επιταγές και αιτήματα μιας υπερχρονικής ποιητικής διάνοιας; Μεγάλο μέρος της αξίας της σολωμικής ποίησης ίσως βρίσκεται εκεί. Σε αυτό που κρύβει και όχι σε αυτό που φανερώνει. Στην επικράτεια των άγραφων στίχων.

Τα αποσπάσματα του Σολωμού συνθέτουν ρήγματα, ανοίγματα σε ένα σκοτεινό και άγνωρο υπέδαφος – η σολωμική ποίηση δείχνει να αγαπάει τόσο πολύ τα χάσματα, είτε αυτά φέρνουν στην επιφάνεια ολέθριες και μοχθηρές δυνάμεις, είτε γίνονται έκφραση ανείπωτης ομορφιάς και αγνότητας. Τα ρήγματα προξενούνται από σεισμό, από μετακίνηση των τεκτονικών πλακών. Ποιος να είναι άραγε αυτός ο σεισμός που αποτελεί κεντρομόλο και ζωοποιό δύναμη της σολωμικής ποίησης; Εκπορεύεται από την ιστορική συνθήκη ή έρχεται μέσα από τα ψυχικά βάθη του ποιητή; Ή μήπως συνδυάζει τις δύο αυτές αφετηρίες;

Σήμερα νομιμοποιούμαστε να διαβάζουμε τα τρία σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων (και) σαν ένα ομοούσιο, τρισυπόστατο, μεταμοντέρνο έργο. Στον Λάμπρο βλέπουμε ένα σύνθετο λεκτικό κατασκεύασμα πάνω στο ασταθές έδαφος του οποίου οι ιδεολογικές μας βεβαιότητες χάνουν την ισορροπία τους. Ο Πόρφυρας γίνεται για τον σύγχρονο αναγνώστη ένα σιβυλλικό, διφορούμενο μήνυμα, ένας αλαλαγμός μέσα στον οποίο συμφύρεται το φως και το σκοτάδι, η χαρά και ο οδυρμός. Σε όλες αυτές τις ποιητικές δηλώσεις, τα χάσματα, οι ημιτελείς στίχοι, τα κενά, οι λέξεις που λείπουν, η διπλή εκδοχή κάποιων στίχων, τα αφηγηματικά σημεία που λειτουργούν σαν περιλήψεις ή αναλύσεις μελλοντικών (και άρα φανταστικών) στίχων, δημιουργούν ένα αδιάσπαστο και πολυσχιδές corpus, ανοιχτό σε συναρπαστικές ερμηνείες και προσεγγίσεις.

Τα ποιητικά θραύσματα του Σολωμού, με την καταπληκτική τους αυτοτέλεια έρχονται σε πλήρη συμφωνία με την διαρρηγμένη εθνική του υπόσταση, όπως αυτή φτάνει –κουρελιασμένη και διάτρητη–  ως τις μέρες μας. Καλούμαστε ως αναγνώστες να καλύψουμε τα κενά που προκύπτουν, να ανανοηματοδοτήσουμε τις αυθαίρετες συστοιχίες των στίχων και να αναμετρηθούμε επαναληπτικά με το δύσκολο και γοητευτικό σολωμικό παζλ.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ