Λίλα Κονομάρα: Το διαλανθάνον παντού

Βέης 

Γιώργος Βέης, Παντού. Μαρτυρίες,
μεταμορφώσεις, Κέδρος 2015

Τι υποδηλώνει ένας σταθμός χωρίς τραίνα; Πώς οι στίχοι των ποιημάτων περπατούν στον κόσμο ανεβασμένοι πάνω σε μια χάρτινη, κινέζικη ομπρέλα; Τι είναι τα πανδοχεία του Άδη στη Γιοκοχάμα; Πώς τα γλυκίσματα που δεν είναι γλυκά εκφράζουν την ιδέα της απόλυτης ηδύτητας;

Σαν τις ατέρμονες παραλλαγές σε ένα θέμα, το Παντού αποτελεί το έβδομο βιβλίο του Γιώργου Βέη με θέμα την Άπω Ανατολή και το απόσταγμα της θητείας του σ’ αυτήν. Σιγκαπούρη, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, οι τόποι αυτοί μοιάζουν να στοιχειώνουν το συγγραφέα που επανέρχεται με την προσήλωση εμμονικού εραστή, προσθέτοντας κάθε φορά μία νέα πλευρά, μια καθοριστική λεπτομέρεια σ’ ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ. Ο ίδιος ανιχνεύει στα παιδικά του χρόνια και στο πολύωρο ταξίδι για τη Σάμο κάθε καλοκαίρι τις απαρχές αυτής της βαθιάς επιθυμίας. Η διαδικασία της μετάβασης φαίνεται να επηρέασε και την επιλογή του επαγγέλματος του διπλωμάτη. Η πολύχρονη μαθητεία του στην Ασία, σε συνδυασμό με την ιδιότητά του του ποιητή, συνιστούν ιδιαίτερη συνθήκη για την ταξιδιωτική λογοτεχνία και προσδίδουν στα κείμενα αυτά μια ξεχωριστή ποιότητα και γοητεία.

Τι είναι όμως ο τόπος για τον Βέη; Πρόκειται για μια σύνθετη έννοια με πολλαπλές συνδηλώσεις. Είναι ένα πολύπλοκο με αναρίθμητες παραλλαγές σύστημα σαν του σκακιού, μας λέει, ασπαζόμενος τη ρήση του Καλβίνο, είναι «το νυν και το επερχόμενο», αυτό που δεν παύει ούτε στιγμή να συντελείται. Είναι αυτό που δεν μπορείς να ξεδιαλύνεις όσες φορές κι αν τον επισκεφθείς, ένα μόνιμο αίνιγμα που θα σου διαφεύγει και θα σε καλεί να επιστρέψεις. Είναι το διαλανθάνον παντού. Η Σιγκαπούρη συναρπάζει με τις αντιφάσεις της, την έκρηξη των όγκων και τη σφοδρότητα των ανατροπών που φέρνει ένα τσουνάμι, την ευμάρεια της φιλελεύθερης οικονομίας που υπονομεύεται διαρκώς από μια αίσθηση ματαιότητας των εγκοσμίων, την πνευματικότητα του βουδισμού που ξεδιπλώνεται ανάμεσα στους υπερσύγχρονους ουρανοξύστες, την ατέρμονη διαδικασία του κύκλου από την αίγλη στον αφανισμό. Μέσα από μια διαδικασία σταδιακής μύησης, η Ιαπωνία σε καλεί να αποκρυπτογραφήσεις τον πολυσύνθετο κώδικα εθιμοτυπίας που την διακρίνει, υπενθυμίζοντάς σου διαρκώς με την αμφισημία της το πόσο επισφαλής θα ήταν κάθε απόπειρα ερμηνείας. Πώς δίπλα στα πιο προηγμένα τεχνολογικά επιτεύγματα, συνυπάρχει αρμονικά η πίστη ότι τα πνεύματα των νεκρών κυκλοφορούν ελεύθερα ή ότι τα αγαλματίδια στην είσοδο των σπιτιών προστατεύουν από το Κακό; Η μοναδική αυτή χορογραφία των παλαιστών Σούμο είναι «εγκώμιο στη Μάζα», «πρόλογος ενός συμβολικού θανάτου» ή «παράταση στο μέλλον ενός ευδιάκριτου μυθικού στοιχείου;» Πώς το όνομα προκαθορίζει την πορεία ενός ανθρώπου στην Κορέα;

Ο τόπος είναι παράλληλα η αποδοχή του άλλου, του αλλότριου. Στην Κίνα, αυτό καθίσταται πιο εμφανές από παντού: η σταδιακή προσέγγιση με τη Δύση, η προσπάθεια επικοινωνίας, η σπουδαιότητα της γλώσσας ως εικαστικού συμβόλου μα και ως γέφυρας. Ο Βέης μας μιλάει για μια παλιά παράδοση «ταχυγραφής» η οποία μεταφέρεται στο ηλεκτρονικό παρόν των μέηλ και των sms. Αυτές οι ιστορίες των εκατό λέξεων εμφανίστηκαν την περίοδο που άνθησε η κλασική λογοτεχνία, και επανέρχονται σήμερα με τον όρο «hint-fiction». Πρόκειται για μικρο-μυθιστορήματα τα οποία ενίοτε συνοδεύονται και από σχόλια αναγνωστών, επιμερίζοντας έτσι την αφήγηση σε πολλά πρόσωπα. Αυτή θα είναι άραγε η λογοτεχνία την εποχή των ταχυφαγείων, αναρωτιέται ο συγγραφέας, ή μήπως όπως έλεγε ο Ντε Γκολ «η Ανατολή είναι ένα σταυροδρόμι. Περνούν τα πάντα απ’ αυτήν. Θρησκείες, στρατεύματα, αυτοκρατορίες, αγαθά, χωρίς κατ’ ουσίαν να κινείται τίποτα».

Ταυτόχρονα, ο τόπος αναδύεται από μέσα μας, από αυτό που είμαστε και από αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Η μετάβαση συμβαδίζει με τον πόθο μας να «διαγράψουμε τις καταναγκαστικές συνήθειές μας», όπως λέει ο Βέης, να υπερβούμε τα όριά μας και να ανακαλύψουμε μια άλλη διάσταση του εαυτού. Ο άλλος τόπος γίνεται δηλαδή ο τόπος των ανεκπλήρωτων ονείρων.

Για τον ταξιδιώτη-ποιητή όμως, ο τόπος παίρνει και μια άλλη διάσταση: είναι όπως αναφέρει «ένα πρόπλασμα δοκιμίου», ένας «ζωτικός πίνακας», η Σιγκαπούρη «ένα νησί περγαμηνή», «μια σπουδαία συλλογή διηγημάτων» «μια ολοκληρωμένη αφήγηση». Τι είναι άλλωστε η συγγραφή αν όχι ένα ατέλειωτο ταξίδι; Στις πολλαπλές του αναγνώσεις, το τοπίο, όπως κάθε κείμενο, γεννάει ένα νέο, είναι ταυτόχρονα συνεχής αναγωγή και δημιουργία. Τα σύννεφα γίνονται λέξεις που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί, «γλωσσοέμβρυα» τα ονομάζει, «νέφη πολλαπλών συγκινήσεων», γιατί όπως οι λέξεις φέρουν το καθένα το δικό του φορτίο, σχήμα, μετεωρισμό. Ο τόπος είναι ένα βιβλίο που γράφεται. Στις εντυπώσεις και τους οξυδερκείς στοχασμούς, έρχεται να προστεθεί η ποιητικότητα της γραφής του Βέη καθιστώντας πολλαπλή την απόλαυση και κομίζοντας μια νέα πρόταση στην ταξιδιωτική ελληνική λογοτεχνία.

Ο συγγραφέας προσεγγίζει τον εκάστοτε τόπο ως προσκυνητής, με σεβασμό και ευλάβεια, με τις αισθήσεις τεταμένες, αλλά και με την πνευματική του σκευή: «Βλέπω, δοκιμάζω, αγγίζω τη Σιγκαπούρη σαν καρπό του νου», λέει. Στις περιηγήσεις του, κοιτάζει παντού, αντλεί από παντού: παρατηρεί το φυσικό τοπίο μα και τις αρχιτεκτονικές και υφολογικές αναμίξεις, την οργάνωση του κράτους και τους θεσμούς, παρακολουθεί τη ζωή να ξεδιπλώνεται ως και στην πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, θίγει κοινωνικά προβλήματα, παραθέτει εν συντομία κάποιο ιστορικό στοιχείο, συνδιαλέγεται με την παγκόσμια λογοτεχνία, ανασύρει μνήμες και προσωπικά βιώματα, προβαίνει σε αισθητικές αποτιμήσεις και φιλοσοφικούς στοχασμούς. Προσπερνώντας ντετερμινιστικές ερμηνείες, στερεότυπα και απλουστευτικές αναγωγές, ο συγγραφέας αφήνεται σε συνειρμούς, ανιχνεύει ομοιότητες, επιρροές, προβαίνει σε μια συγκριτική θεώρηση των πολιτισμών, προσπαθώντας να βρει, κάτω από τις διαφορές, το νήμα που τους συνδέει, το παντού, τους «κοινούς παρονομαστές έκφρασης» όπως λέει σε όλες τις χώρες του κόσμου, όπως λόγου χάριν τη σπείρα. Κάθε φορά, βγαίνει έξω από το οικείο για να το ανακαλύψει εκ νέου, καθώς το ξένο του αποκαλύπτει ταυτόχρονα το πάτριο. Έτσι, σταδιακά συγκροτεί έναν νέο εαυτό και μια άλλη αντίληψη του κόσμου που τον περιβάλλει. Πέρα λοιπόν από «φορέας», «φερέφωνο τοπίου», ο συγγραφέας είναι εγκιβωτισμένος σ’ αυτό, αφού η κάθε ερμηνεία που επιχειρεί είναι ερμηνεία του θέματος αλλά από τη σκοπιά του ερμηνευτή. Η σχέση όμως είναι αμφίδρομη διότι την ίδια στιγμή που προσδιορίζει, επαναπροσδιορίζεται και ο ίδιος. Γιατί το ταξίδι δεν είναι μόνο μετατόπιση του σώματος μα και του μυαλού και μετατρέπει την επιστροφή σε μια καινούρια εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο τελειώνει με ένα κεφάλαιο-μνεία στη γενέθλια γη. Διαγράφοντας άλλον έναν από τους ατέρμονους κύκλους της σπείρας, ο συγγραφέας, ως άλλος Οδυσσέας, κατακλύζεται από τον πόθο του νόστου. «Το συναρπαστικό μέρος ενός ταξιδιού», μας λέει, «είναι μάλλον η ανάμνησή του. Ίσως διότι την επινοούμε σ’ ένα βαθμό. Αυτό θα πει επιστροφή».