Κώστας Κουτσουρέλης: Φάμπρ και φάμπρικες

pic3abta-jan-fabre-21

 

Πολύ σωστά αποκάλεσαν κάποιοι «αποικιοκρατία» όλα εκείνα τα απίθανα που ανακοίνωσε τις προάλλες ο Φλαμανδός βοεβόδας του Φεστιβάλ Αθηνών και οι εγχώριοι βαστάζοι του. Όμως η αποικιοκρατία ξεκινάει από αλλού, όχι έξωθεν, έχει ρίζες βαθιές μες στο κεφάλι μας.

Γιατί εμείς οι ίδιοι είμαστε που απαξιώσαμε μεταπολιτευτικά το καλύτερο κομμάτι του πολιτισμού μας, κληρονομημένο ή πρόσφατο, παίρνοντας το κατόπι ωσάν κορδακιζόμενοι πίθηκοι την κάθε εισαγόμενη μπούρδα.

Εμείς οι ίδιοι είμαστε που απαξιώσαμε, που δυσφημίσαμε μάλιστα, την έννοια της ελληνικότητας στην τέχνη, κολλώντας στον οικείο μας κόσμο, τον κόσμο των δικών μας βιωμάτων και τρόπων, τη ρετσινιά του επαρχιωτισμού και της εσωστρέφειας.

Εμείς είμαστε που ξεχάσαμε ότι οι οικουμενικότεροι Νεοέλληνες καλλιτέχνες, αυτοί που είχαν την μεγαλύτερη και διαρκέστερη απήχηση στο εξωτερικό, απ’ τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη ώς τον Θεοδωράκη και τον Αγγελόπουλο, υπήρξαν εξ αρχής όχι απλώς ελληνοκεντρικοί, αλλά εμμονικοί, μέχρι παθήσεως κατεχόμενοι από την ιδέα του ελληνισμού, από την διηνεκή αναζήτηση της ταυτότητάς του μέσα στον μύθο και την ιστορία.

Εμείς είμαστε που αρνηθήκαμε, που πολεμήσαμε, που συκοφαντήσαμε τη ζωτικότερη γενιά που ανέδειξαν ποτέ τα ελληνικά γράμματα, τη Γενιά του 1930, και γεμίσαμε τα έντυπα και τις φιλοσοφικές μας σχολές με αγράμματους που αποκαλούν τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο σωβινιστές και φασίστες.

Εμείς είμαστε που είδαμε στον Σεφέρη, ένα από τα πλατύτερα, τα πιο οικουμενικά πνεύματα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, τον επαρχιώτη εθνικιστή, τον προπαγανδιστή κάτι ύποπτων και γραφικών Βαλκάνιων τύπων, του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου.

Εμείς είμαστε που αποκλείσαμε τη λόγια ελληνική μουσική από τα Μέγαρα και τις Λυρικές μας, που δεν έχουμε αξιωθεί να ηχογραφήσουμε και να εκδώσουμε ακόμη και τα σπουδαιότερα έργα της, και που αντί για το Έτος Σκαλκώτα προτιμάμε να εορτάζουμε το Έτος… Ολιβιέ Μεσσιάν.

Εμείς είμαστε που στήνουμε εκθέσεις και αναδρομικές σε κάθε μικρομεσαίο διάττοντα και που στέλνουμε στις Μπιενάλε και τις Εκθέσεις Βιβλίου ανά την υφήλιο σμάρι τους μίμους και τα εκάστοτε πιο φρέσκα βλαστάρια μας, αλλά που ποτέ δεν τολμούμε να προβάλουμε έξω καταπώς τους αξίζουν τα αληθινά, διαχρονικά μας επιτεύγματα. Τον Γιαννούλη Χαλεπά, λ.χ., ώστε να καταφανεί ότι πρόκειται για μιαν από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής γλυπτικής. Ή τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ασυζητητί έναν από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της δυτικής λογοτεχνίας.

Εμείς είμαστε που ευτελίσαμε την ελληνική γλώσσα, που την εξοβελίσαμε από τον δημόσιο χώρο, από τις επιχειρήσεις και τα προϊόντα μας, που λατινογραφούμε και γκρηκλίζουμε ό,τι οικειότερό μας, και καταπίνουμε αμάσητα όλα αυτά τα τρισάθλια Super League και Mega Channel και Megaron Plus και Olympic Air και Hot Spots και Capital Controls, και δεν συμμαζεύεται.

Εμείς είμαστε που απαξιώσαμε με αφόρητη πόζα τη σπουδαία κληρονομιά του Φεστιβάλ Αθηνών και των Επιδαυρείων και με απίστευτη άγνοια και έπαρση ζητάμε κάθε φορά να μηδενίσουμε ξανά το κοντέρ μόλις τύχει και ‘ρθούμε στα πράγματα. Εκείνων των θεσμών δηλαδή που με όχημά τους το Εθνικό Θέατρο κατέστησαν την αττική τραγωδία κτήμα κοινό, εμπειρία αυτονόητη για κάθε μορφωμένο Έλληνα, και που μέσω του Κάρολου Κουν εμφύσησαν, επίτευγμα μοναδικό διεθνώς, νέα ζωή στην αττική κωμωδία συνδέοντάς την με την πολύχυμη λαϊκή μας κουλτούρα.

Ποια «ελληνική τέχνη» λοιπόν θυμηθήκαμε τώρα να προασπιστούμε, κι από ποιον; Όποιος δεν εκτιμά αυτό που έχει, όποιος δεν μπορεί να το δει στο φως της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης, όποιος νομίζει ότι είναι υποχρεωμένος κάθε πέντε-δέκα χρόνια να επινοεί εκ νέου τον κόσμο του σαν κακομαθημένος νεόπλουτος που αλλάζει ντεκόρ στη παραλιακή του βιλίτσα, αυτός ούτε την τέχνη των άλλων, των ξένων πολιτισμών, μπορεί ποτέ να εκτιμήσει και να δεξιωθεί.

Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την καταναλώνει παθητικά, παρασιτικά, σαν κομπλεξικό μαθητούδι, χωρίς να υποψιάζεται καν περί τίνος πρόκειται. Και φυσικά να την καταχειροκροτεί σάν καλοκουρδισμένο αυτόματο βέβαιος ότι ε, αφού μας έρχεται απ’ έξω, δεν μπορεί παρά να είναι σπουδαία…

Τον Φαμπρ και τις φάμπρικές του εύκολα κανείς τις αντιμετωπίζει και τις προσπερνά αν η αυτοκατανόησή του είναι υγιής, αν έχει καν τέτοια δική του αυτοκατανόηση και δεν έχει μάθει να βλέπει τον εαυτό του με τα μάτια του άλλου. Η «αποικιοκρατία» που τώρα καταγγέλλουμε, είναι πρώτα απ’ όλα αποικιοκρατία εθελούσια, οικειοθελής. Είναι αυτή η γελοιώδης ξενομανία μας, που πατώντας σε χρόνιες εθνικές ανασφάλειες, πηγαίνει χέρι χέρι με την υποτέλεια και την εξάρτηση σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής μας, από την οικονομία ώς την εξωτερική μας πολιτική. Και που φανερώνει ανέκαθεν δύο τινά: Το σύμπλεγμα του φτωχού συγγενούς, που μασκαρεύεται στα μεγάλα σαλόνια για να κρύψει τον αληθινό του εαυτό. Και την ξιπασιά του δήθεν κοσμοπολίτη, που με μια πόζα φερμένη απ’ τα ξένα νομίζει πως θ’ αποσβολώσει τους ιθαγενείς.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ