«Λοξές ματιές»: Κυνηγός και Ψαράς

ΚΗΝ-ΨΑΡ.jpg

Αντικρίζουμε, συνήθως, τον ψαρά με συμπάθεια, ενώ τον κυνηγό (τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, που είμαστε γαλουχημένοι με το πνεύμα του politically correct) με αγανάκτηση. Και δεν έχουμε άδικο. Το αλιεύειν, με την παθητικότητα που το διακρίνει, φαίνεται άκακο, πράο, ακίνδυνο, φιλικό. Το κυνήγι αντιθέτως συγκεντρώνει μια πλειάδα αρνητικών χαρακτηριστικών: είναι άγριο, επιθετικό, ενεργοβόρο, προσιδιάζει στον πόλεμο. Ένας τέτοιου τύπου διαχωρισμός ερείδεται και σε μοτίβα βαθιά ριζωμένα στην λαϊκή μας αντίληψη, που εντοπίζονται σε μύθους, ιστορίες, δοξασίες, ανέκδοτα, παραμύθια και παροιμίες. Ο κυνηγός ως αρχετυπική μορφή είναι συνυφασμένος με την περιπέτεια, την άλην, την αναζήτηση, αλλά του καταλογίζεται επίσης επιπολαιότητα, αλαζονεία, ελαφρά συνείδηση και χαλαρή ηθική συγκρότηση (αν όχι και φαυλότητα). Ο κυνηγός δεν είναι κάποιος στοχαστικός φυσιοδίφης που περιδιαβαίνει τα δάση και τους δρυμούς θαυμάζοντας το κάλλος του φυσικού κόσμου, αλλά ένας εγωπαθής, ύπουλος και υστερόβουλος τύπος.

Η αντίστοιχη αρχετυπική εικόνα που περιγράφει τον ψαρά, μας φέρνει στον νου έννοιες όπως εγκαρτέρηση, υπομονή, λιτότητα, αυτάρκεια, ακόμα και σοφία. Ο ψαράς καθώς στέκεται ακίνητος εν μέσω της αδιάκοπης ροής των κυμμάτων και των θαλάσσιων ρευμάτων, προσηλωμένος στον στόχο του, διάγοντας εν πλήρει αταραξία, κερδίζει το φωτοστέφανό του χωρίς να κάνει φαινομενικά τίποτα. Ένας ορθόδοξος οικολόγος μπορεί να ανατριχιάζει με αυτές τις διατυπώσεις. Αναμφιβόλως μιλάμε για δυο κατηγορίες ανθρώπων που σκοτώνουν ζωάκια. Τίποτε δεν τους διαφοροποιεί και τίποτα δεν μειώνει τις ευθύνες αμφοτέρων απέναντι στον αόρατο ηθικό κώδικα που απαγορεύει (ή τέλος πάντων αποθαρρύνει) την φόνευση οποιουδήποτε έμβιου όντος. Κι όμως δεν είναι έτσι.

Το τουφέκι ενέχει εκ φύσεως κάτι το τρομακτικό και απειλητικό. Το αγγίστρι –όχι λιγότερο φονικό– σχετίζεται περισσότερο με την ανθρώπινη πονηριά, το πολυμήχανο του νου, που βρίσκει πάντα τα μέσα να προσπορίζεται ό,τι μπορεί να προσφέρει ο φυσικός κόσμος. Το ένα είναι αθόρυβο, σιωπηλό, ήσυχο –και για αυτό ύπουλο;– το άλλο χτυπάει ακαριαία, σκοτώνει με κρότο, οι αντηχήσεις του τρομοκρατούν τα πάντα γύρω σε κοντινή ακτίνα. Ο κυνηγός είναι αεικίνητος, μέσα από ελικοειδείς διαδρομές ψάχνει να ανιχνεύσει το θήραμά του, συνεπικουρούμενος σχεδόν πάντα από το λαγωνικό, τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου, αλλά και από την συνοδεία συντρόφων κυνηγών. Οι κυνηγητικοί ελιγμοί απαιτούν σε πολλές περιπτώσεις την αγαστή συνεργασία πολλών προσώπων. Ο δε ψαράς κάθεται ασάλευτος, μόνος και περιμένει. Δεν αναζητά αυτός το θήραμα. Εκείνο θα έρθει να τον βρει. Είναι, λες, εμποτισμένος (εκ θέσεως) με μια παλιά ανατολική φιλοσοφία που τον ωθεί στην απραγία και στην γαλήνια και σοφή αδράνεια.

Στην λογοτεχνία είναι πολύ συχνές οι αναφορές σε αυτές τις δύο κατηγορίες θηρευτών. Από την εποχή του Ομήρου και του Αισώπου μέχρι τον μοντερνισμό του εικοστού αιώνα, τον Βασιλιά-Ψαρά του Έλιοτ κ.α. Εμβληματική φιγούρα στην μακρά παράδοση της λογοτεχνικής απεικόνισης του αρχέτυπου του ψαρά αποτελεί βεβαίως ο πρωταγωνιστής της νουβέλας Ο Γέρος και η Θάλασσα του Έρνεστ Χέμινγουεϋ. Δεινός κυνηγός και αλιεύς, ως γνωστόν, ο ίδιος ο συγγραφέας, πλέκει μέσα από αυτό το γραπτό ένα εγκώμιο στον ψαρά.

Ο γέρος στη νουβέλα του Χέμινγουεϋ έχει 84 μέρες να πιάσει ψάρι. Ρεκόρ κακοδαιμονίας ασφαλώς, που τον ταλανίζει ψυχολογικά αλλά δυσχεραίνει και σε επίπεδο πρακτικό την καθημερινότητά του. Η επιβίωσή του εξαρτάται άμεσα από την αλιευτική του ικανότητα. Όμως η περίσταση φαίνεται να τον υπερβαίνει. Παρόλο που είναι έμπειρος και ικανός, δεν δύναται να πιάσει τίποτα όλο αυτό το διάστημα. Ώσπου τα πράγματα αλλάζουν άρδην την ογδοεικοστή πέμπτη μέρα, όταν στο αγγίστρι του γερο-Σαντιάγκο πιάνεται ένα τεράστιο ψάρι. Και εκεί αρχίζουν οι πασίγνωστες περιπέτειες του κεντρικού ήρωα (τριήμερη πάλη με το ψάρι, κόντρα στα φυσικά φαινόμενα, στην πείνα, την δίψα, την κούραση και τους καρχαρίες) και δίνεται η ευκαιρία στον συγγραφέα να μιλήσει για το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, την δύναμη της θέλησης, αλλά και τον αδυσώπητο αγώνα του ανθρώπου ενάντια στα στοιχεία της φύσης. Τα κεντρικά αυτά θεματικά μοτίβα διαπερνούν όλο το έργο και καθορίζουν το ιδεολογικό και αισθητικό του υπόβαθρο. Αλλά κάθε κείμενο – ιδιαιτέρως τα “μεγάλα” κείμενα – λειτουργεί ως Κιβωτός νοημάτων και είναι επιφορτισμένο με την αποστολή να διασώσει όσα περισσότερα από αυτά μπορεί. Εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δυνητικού του αναγνώστη να εμπλακεί με περισσότερη ζέση στην διαδικασία.

Στην σκιά των βαρύγδουπων νοημάτων και των κραυγαλέων ιδεολογικών δηλώσεων κάθε γραπτού λανθάνει ζέουσα κειμενική ουσία. Έτσι και στο εν λόγω έργο. Αν και η αφήγηση εδώ ακολουθεί κατά κόρον ρεαλιστικά μονοπάτια και έχουμε μια εξιστόρηση που υπογραμμίζει λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής του κεντρικού ήρωα και του περιβάλλοντός του, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αναφορά κάποιων ονείρων που βλέπει αυτός. Η μνεία που γίνεται σε αυτά τα όνειρα είναι επαναλαμβανόμενη, πράγμα που μας κάνει να επιστήσουμε ακόμα περισσότερο την προσοχή μας σε αυτά. Ο Σαντιάγο βλέπει όνειρα πριν ξεκινήσει για την περιπέτειά του, αλλά και μετά κατά τη διάρκεια αυτής. Έτσι παράλληλα με την κανονική του ζωή, ζει και μία ονειρική (όπως όλοι μας άλλωστε).

Με την κοφτή, λιτή, αλλά συγχρόνως χυμώδη και χοϊκή γλώσσα του ο Χέμινγουεϊ προβαίνει σε μια σημαντική διευκρίνηση όσον αφορά τα όνειρα του ήρωά του. Αναφέρει χαρακτηριστικά (στο πρωτότυπο κείμενο): «he no longer dreamed of storms, nor of women, nor of great occurences, nor of great fish, nor fights, nor contests of strenght, nor of his wife. He only dreamed of places now and of the lions on the beach». Μας γνωστοποιεί λοιπόν τι δεν ονειρευόταν και μάλιστα το κάνει με τρόπο κλιμακωτό που υποδηλώνει και μια διαδικασία αποφλοίωσης. Είναι σαν να βλέπουμε ένα ένα τα παλιά ονειρικά μοτίβα να καταρρέουν και να μένει όρθιο μόνο αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα του ονειροποιητικού μηχανισμού. Αλλά ας δούμε με την σειρά που επιλέγει ο συγγραφέας αυτά τα ονειρικά θέματα που πλέον δεν παρεισφρέουν στον υπνο του Σαντιάγκο.

Πρώτο στην ιδιότυπη λίστα εμφανίζεται το όνειρο με τις καταιγίδες. Τα άσχημα καιρικά φαινόμενα μπορούν να αποδειχτούν άκρως απειλητικά για έναν ψαρά και ο φόβος του κακού καιρού ίσως αποτέλεσε πολλές φορές αιτία εφιάλτη για τον ήρωα της ιστορίας. Όχι πια όμως. Παρά τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει ο Σαντιάγκο δεν φαίνεται να είναι σε ψυχική κατάσταση που δικαιολογεί εφιάλτες. Είναι ήρεμος, στωικός, ατάραχος. Δεν υπάρχει κάποιος ενδόμυχος φόβος να τον ανησυχεί. Οι παλιοί εφιάλτες έχουν εκλείψει.

Ως επακόλουθο (ή γενεσιουργός αιτία…) του προηγούμενου έρχεται η απουσία σεξουαλικών ονείρων. Ο ήρωας δεν βλέπει όνειρα με γυναίκες. Δεν τον καταδυναστεύουν φαντασιώσεις και σαρκικοί πειρασμοί. Ο Σαντιάγκο έχει εισέλθει σε ηλικιακή και ψυχοσυναισθηματική φάση κατά την οποία οι λειτουργίες της libido τελούν υπό καταστολή. Οι φόβοι πέρασαν. Η επιθυμία δεν υφίσταται. Ο γέρος μοιάζει να οδεύει σιγά σιγά προς την αταραξία της ανόργανης ύλης, να ετοιμάζεται ήσυχα, σιωπηλά, παθητικά για τον θάνατό του.

Στην ίδια λογική είναι και η έλλειψη μεγάλων συμβάντων από τα όνειρά του. Με την εκμηδένιση του γενετήσιου ενστίκτου χάνεται κάποιες φορές και οποιαδήποτε άλλη φιλοδοξία – που αποτελεί άλλωστε και μεταμφίεση ή μετάθεση του ίδιου του ενστίκτου. Ο γέρος δεν περιμένει τίποτα από τη ζωή του. Οι μηχανισμοί επιθυμίας βρίσκονται σε κάμψη (μήπως για αυτό έχει τόσες μέρες να πιάσει ψάρι;).

Εντύπωση μας κάνει η αναφορά στην ονειρική θεματική που έπεται. Ο γέρος δεν ονειρεύεται πλέον ούτε την καλή ψαριά. Ενώ στην καθημερινότητά του υποφέρει από ένδεια, ενδεχομένως και από ασιτία εξαιτίας της συνεχόμενης αλιευτικής κακοδαιμονίας, στον ύπνο του περί άλλα τυρβάζει. Καμιά φορά βλέπουμε σε μορφή ενυπνίου κάτι που επιθυμούμε διακαώς στην ξυπνητή μας ζωή. Στην περίπτωση του γέρου παρατηρούμε μια αινιγματική ιεράρχηση επιθυμιών και προσδοκιών, τουλάχιστον όπως μαρτυρείται μέσα από την απαρίθμηση των εκλιπόντων ονείρων.

Στην συνέχεια έρχονται οι καυγάδες και οι διαγωνισμοί δύναμης. Αυτά είναι ονειρικά μοτίβα που ενδεχομένως έλκουν την καταγωγή τους από την παιδική ή την εφηβική ηλικία. Έχουν να κάνουν βέβαια με τον ανταγωνισμό, το αίμα που κοχλάζει, την επιβολή, την επικράτηση έναντι άλλων αρσενικών. Η ρίζα αυτών των τάσεων και διαθέσεων βρίσκεται και πάλι (που αλλού;) στο γενετήσιο ένστικτο, αλλά και στις προδιαγραφές που επιβάλουν οι δοσμένοι κοινωνικοί ρόλοι (macho συμπεριφορά, βιαιότητα του αρσενικού, ανάγκη για κυριαρχία κτλ). Ο Σαντιάγκο όμως δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τέτοια παιχνίδια εξουσίας και αρρενωπής αντιπαλότητας. Μπορεί η ζωή του να καθορίστηκε από ανάλογες στάσεις και αυτές να αποτέλεσαν αναπόσπαστο στοιχείο της έμφυλης ταυτότητάς του, όσο και της υπαρξιακής του πορείας, αλλά τώρα δεν σημαίνουν τίποτα.

Τελευταίο σε αυτή την σειρά των ματαιωμένων – ακυρωμένων ενυπνίων έρχεται το όνειρο που αφορά την σύζυγο του ήρωα: ένα όνειρο αγάπης, τρυφερότητας, μνήμης και νοσταλγίας. Προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι και αυτό ακόμη το όνειρο κατατάσσεται στην λίστα της απουσίας. Όλα τα προηγούμενα μπορεί να είναι έως και αναμενόμενα. Αλλά αυτό; Σε όλα σχεδόν τα θρησκευτικά συστήματα ο κόσμος δικαιώνεται μέσα από την αγάπη. Αυτό είναι κοινός τόπος και στην κοσμοθεωρία πολλών ανθρώπων. Ο Χέμινγουεϋ με τούτη την μικρή νύξη ξετυλίγει μπροστα στα μάτια μας ένα σκληρό, άνυδρο και αδιάφορο σύμπαν, όπου τίποτα δεν ευσταθεί, όλα είναι μάταια και παροδικά, ακόμα και οι αιώνιες παναθρώπινες αξίες. Τίποτα δεν έχει νόημα. Τα πάντα περνούν σαν αέρας, σαν όνειρο και χάνονται. Ο Σαντιάγκο σε αυτές τις ύστατες και οριακές στιγμές του βίου του δεν ονειρεύεται την γυναίκα με την οποία μοιράστηκε την ζωή του. Αφήνει, ότι συγκροτούσε το παρελθόν του, να καλυφθεί από τα πέπλα της λήθης.

Ο γέρος φαίνεται να κατεβαίνει ένα ένα τα σκαλιά στην κλίμακα της υπαρξιακής του αποτελμάτωσης. Μπαίνει σε μια κατάσταση απο-υλοποίησης, μια οιονεί διαβατήριο τελετή που τον ετοιμάζει για την τελευταία μεγάλη πρόκληση της ζωής του. Έτσι ενώ μοιάζει να κατευθύνεται με αργό αλλά σταθερό βήμα προς την ανυπαρξία, αφήνοντας πίσω ότι τον κρατούσε ζωντανό, αυτός θα προβεί σε μια λαμπρή πράξη υπαρξιακής δικαίωσης – που μετά από αυτήν ο θάνατος δεν έχει καμία σημασία.

Και φτάνουμε αισίως στο όνειρο που βλέπει την τρέχουσα περίοδο ο πρωταγωνιστής της νουβέλας. Το περιβόητο όνειρο με τα λιοντάρια. Αυτό ανατρέπει και συγκεφαλαιώνει κατά τρόπο σαρωτικό όλα τα προηγούμενα! O βασιλιάς των ζώων στοιχειώνει τα ύπνο του Σαντιάγκο. Από την μια πρόκειται για εικόνα της παιδικής του ηλικίας που του δημιουργεί συναισθήματα αγαλλίασης, ασφάλειας και ηρεμίας. Από την άλλη το λιοντάρι αφ’ εαυτού αποτελεί σύμβολο σφρίγους, μεγαλοπρέπειας, κυνηγητικής ρώμης και δεξιότητας. Το λιοντάρι είναι ο απόλυτος θηρευτής. Μέσα στο όνειρο μπορεί να προοικονομεί την άνευ προηγουμένου επίδειξη θάρρους, δύναμης, εγκαρτέρησης και επιμονής του Σαντιάγκο κατά την μεγάλη περιπέτεια που τον περιμένει. Στο ερμητικά κλειστό και μηδενιστικό σύμπαν που σκιαγραφεί η παράθεση των ματαιωμένων ονείρων, διανοίγεται μια χαραμάδα φωτός. Μια πράξη αυτοπραγμάτωσης βρίσκεται στον κενό χώρο που αφήνει η έλλειψη της επιθυμίας. Όσο απογυμνώνεται το εγώ, τόσο αποκαλύπτεται μια κρυφή του ουσία, αυτόφωτη και αυθύπαρκτη. Μια κρυφή δύναμη που δεν γνωρίζουμε από που εκπορεύεται και σε τι αποσκοπεί.

Ο Σαντιάγκο μέσα από την αλληλουχία των παλιών του ονείρων φαίνεται να βρίσκεται σε μια φάση παραίτησης. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει όμως. Η ίδια η ζωή είναι πιο δυνατή από προσωπικές επιθυμίες, ακόμα και από ατομικά ένστικτα. Στο σχεδόν μυστικιστικό μοντέλο που αναδεικνύεται μέσα από το τελευταίο όνειρο, η ανθρώπινη ύπαρξη καταυγάζεται από ένα λαμπρό και ιλαρό φως που δεν έρχεται έξωθεν, αλλά ενεδρεύει στα πιο βαθιά και άγνωρα σκοτάδια της.

Σε αυτό το τελευταίο όνειρο με τις έκδηλα γιουγκιανές καταβολές του μπορούμε να δούμε ακόμα και τον ίδιο τον συγγραφέα, μεταμορφωμένο σε λιοντάρι, να απολαμβάνει την ολύμπια ηρεμία του αφρικανικού απογεύματος. Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Ο ίδιος ο ονειρικός τόπος, η Αφρική, που αποτελεί ένα dream place και για τον Χέμινγουεϋ (“η πατρίδα μου” αναφέρει κάπου για την μαύρη ήπειρο). Η λατρεία του για τα λιοντάρια που φτάνει και σε σημεία φαντασιωτικής ταύτισης, αλλά και ο ζωδιακός του προσανατολισμός (sic). Ο απόλυτος θηρευτής και συγχρόνως το απόλυτο θήραμα για τον Αμερικανό κυνηγό της σαβάνας γίνεται ένα υπαρξιακό σύμβολο που περιγράφει κάλλιστα και την δική του στάση ζωής (“μόνος αλλά λέων” στην ζωή του, αήττητος στο μποξ και δοσμένος στην περιπέτεια, έδειχνε ότι κανείς δεν μπορούσε να τον καταβάλλει ή να τον βλάψει, παρά μόνο ο ίδιος τον εαυτό του, όπως καταδεικνύεται και από την σημαδιακή αυτοκτονία του). Ο Χέμινγουεϊ γεννημένος κάτω από το αστρολογικό σύμβολο του Καρκίνου, προσβλέπει, επιθυμεί και κατευθύνεται προς το αμέσως επόμενο ζώδιο, τον Λέοντα (μια αρκετά ενδιαφέρουσα αστρολογική θεωρία λέει ότι κάθε ζώδιο “θέλει” να γίνει το αμέσως επόμενο και θέλγεται από τις ποιότητες και τα χαρακτηριστικά αυτού που έπεται). Μπορούν να γίνουν και άλλες αναγωγές, αυθαίρετες ή μη. Το βέβαιο είναι ότι δεν πρέπει να αγνοηθεί ο ρόλος της ταύτισης, της προβολής και της μετωνυμίας στο χτίσιμο του τελευταίου ονείρου.

Ο Σαντιάγκο (που ως λογοτεχνικό πλάσμα αποτελεί ένα “όνειρο” του Χέμινγουεϋ) ονειρεύεται με την σειρά του τον ίδιο τον συγγραφέα του. Μέσα από αυτή την κατοπτρική σχέση που απέχει παρασάγγας από συγγραφικούς ναρκισσισμούς, επέρχεται ένα είδος εξιλέωσης, με επίδραση πάνω στον γράφοντα, στον ήρωα και στον αναγνώστη.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ