Δύο κείμενα γιὰ τὸν Γιῶργο Χαβουτσᾶ

                                                               *    *    *

Σωτήρης Γουνελᾶς

ΠΛΗΣΜΟΝΗ ΟΜΟΡΦΙΑΣ

Γιῶργος Χαβουτσᾶς,
Σημεῖο Πετρούπολης,
Πλανόδιον, 2011

Τὸ πρῶτο κείμενο τοῦ Γιώργου Χαβουτσᾶ ποὺ διάβασα ἦταν στὴ Νέα Ἑστία γιὰ τὸν Γιοχάννες Μπομπρόφσκι καὶ τὸ βιβλίο του Ποιήματα (Ἁρμός, 2007) σὲ μετάφραση τοῦ φίλου ποιητῆ Δ. Γκότση. Μοῦ ἔκανε ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση καὶ γύρευα νὰ βρῶ τί ἄλλο ἔχει γράψει. Μετὰ ἔπεσε στὰ χέρια μου τὸ βιβλίο του Ἡ φοινικιά, ἐκδομένο στὸν Γαβριηλίδη το 2005, ἑκατὸν εἴκοσι σελίδες ποιήματα, χωρισμένα σὲ ἑνότητες ποὺ οἱ τίτλοι τοὺς ξαφνιάζουν: «Οὐζμπεκιστάν», «Περσικὰ ποιήματα» κ.ἄ. Ὅπως καταλαβαίνετε βρισκόμαστε ἀλλοῦ, εἴμαστε ὁδοιπόροι τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων ἂν ὄχι καὶ νομάδες, ἔστω κατὰ περιόδους, ἔστω περιστασιακὰ ἢ μέσα ἀπὸ ἕνα κρυμμένο ὑπαρξιακὸ βάθος ποὺ τὸ σκεπάζει ἡ βιοποριστική μας ἐνασχόληση στὸ Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν (διαβάζω στὸ αὐτὶ τοῦ βιβλίου)!

Ἤδη στὴ Φοινικιά ποὺ γίνεται σκέπη του, ἀφετηρία, σύμβολο, ἔρωτας μέσα ἀπὸ μία καρδιακὴ συνομιλία μὲ τὸ δέντρο, τὰ φύλλα του, τοὺς καρπούς του, τὸν κορμό του, φτάνει σχεδὸν νὰ ταυτιστεῖ ὡς ποιητὴς μὲ τὸ δέντρο, θυμίζοντας τὸν Σολωμὸ καὶ τὴν προτροπή του «ἀκολούθησε… τὴ διαδικασία τοῦ φυτοῦ». Ἄλλωστε, τὶς πρῶτες σελίδες τοῦ βιβλίου κοσμεῖ μιὰ ζωγραφιά, μᾶλλον τοῦ ἴδιου, μὲ δεσπόζουσα τὴ φοινικιὰ στὴ μέση καὶ πιὸ ’κεῖ τὸ κεφάλι μιᾶς καμήλας.

Τροπικὰ κλίματα, ἔρημος, στέπες, ἀπέραντες ἐκτάσεις σιωπῆς, καυτὸς ἥλιος καὶ κάπου ἐκεῖ ἡ φοινικιὰ μὲ τὴ δροσιά της, ὄαση καὶ πηγὴ χυμῶν, μοναχικότητα σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀποζητᾶ κάθε ποιητὴς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ περίκλειστα σχήματα τοῦ κόσμου, τῆς κοινωνίας, τῶν ἀνθρώπων, τῶν πραγμάτων.

Ἡ ποίηση τοῦ Χαβουτσᾶ σηματοδοτεῖ κάτι σὰν ὀδύσσεια, ταξίδια μακρινά, στάσεις, περισυλλογές, καταβυθίσεις μὲ μία σπάνια τρυφερότητα κάθε τόσο, θωπεῖες καὶ ἀγγίγματα, μὲ τὸν ἀέρα καὶ τὸ νερό, καὶ ἀνάμεσά τους νὰ ἀναδύεται ἕνας ἔρωτας ἁγνός, σχεδὸν παιδικὲς διεκδικήσεις διάφανες, τέχνη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀπὸ τῆς Ἀσίας τοὺς ἴσκιους καὶ τὶς σκιές, ἀπὸ τὸ «παιχνίδισμα τῆς σκιᾶς τῶν φύλλων πάνω στὸ ξύλο… λίγο πρὶν δύσει ὁ ἥλιος» (Φοινικιά, σ. 29). Ἀπὸ τοὺς στίχους του σηκώνεται μιὰ πλησμονὴ ὀμορφιᾶς, ποὺ τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ χῶρο, τὴν ἀναζητᾶ μέσα του, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀποξενώνεται διανοητικά, θέλει νὰ μιλᾶ ἐν ὀνόματι τῆς κτίσης ποὺ τὸν περιβάλλει, θέλει νὰ μιλάει μαζί της, ὄχι νὰ τὴν ὑποκαθιστᾶ ἔστω μὲ αἰσθήματα ἢ ποιητικὲς εἰκόνες.

Στὴν τωρινή του δουλειὰ Σημεῖο Πετρούπολης, ἡ ποίησή του ἐντοπίζεται πιὸ συγκεκριμένα χωρὶς νὰ χάνεται ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ στοιχεῖα, τὸν ἀέρα, τὸ χῶμα, τὴ φωτιά, τὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ πόλη, καὶ μέσα ἀπὸ μιὰ πόλη, μιᾶς χώρας ἀχανοῦς ὅπως εἶναι ἡ Ρωσία. Μέσα σὲ δισέλιδα ἢ τρισέλιδα ποιήματα καταφέρνει «ἀνακράσεις» ποταμῶν καὶ χιόνων καὶ γεφυριῶν, πουλιῶν καὶ ζώων, ἀλλὰ καὶ πολυτίμων λίθων σὰν τὸν «λάπις λάζουλι» (λαζουρίτη λίθο) μιὰ πέτρα μ’ ἕνα βαθυκύανο μπλὲ ὅπου πάνω της ἔγραφαν οἱ Αἰγύπτιοι τὰ κείμενα ἀπὸ τὴ Βίβλο τῶν νεκρῶν καὶ ὁ Χαβουτσᾶς μᾶλλον τὴν ἀντίκρισε νὰ κοσμεῖ τοὺς κίονες στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Πετρούπολης. Νὰ μὴν παραλείψω ὡστόσο νὰ θυμίσω ὅτι ὑπάρχει καὶ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Γέητς.

Οἱ προμετωπίδες του σὲ ὁρισμένα ποιήματα παρμένες ἀπὸ στίχους Ρώσσων κυρίως ποιητῶν (Μάντελσταμ, Ἀχμάτοβα, Τσβετάγεβα, Γκουμιλιώφ) δὲν ἔχουν μονάχα μιὰ συμβολικὴ σημασία, οὔτε ἀποτελοῦν μονάχα ὀδοδεῖχτες γιὰ νὰ παρακολουθήσει ὁ ἀναγνώστης τὴν ποιητικὴ ροή του ἢ νὰ διαβάσει τὴν ποιητική» του, ἀλλὰ σήματα συνοδοιπορίας, ἐπικλήσεις στὸ «πνεύμα» ἐκείνων, ἐνσωματώσεις τῆς «φωνής» τους στὴν ποίησή του, ἢ ἀκόμη καὶ διάθεση νὰ σμίξει ἡ δική του «φωνὴ» μὲ τὴ δική τους. Πιὸ χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Γκουμιλιὼφ (παντρεμένου μὲ τὴν Ἀχμάτοβα καὶ ἐκτελεσμένου τὸ 1921 χωρὶς δίκη) γιὰ τὸν ὁποῖο τιτλοφορεῖ ποίημα-ἀφιέρωση. Τὸ λέει: «Στὸν Νικολάι Γκουμιλιώφ». Τὸ ποίημα ἐκείνου «Περσικὴ μινιατούρα» φαίνεται νὰ τοὺς συνδέει. Ὁ Γκουμιλιὼφ στὴν προμετωπίδα ποὺ παραθέτει ὁ Χαβουτσᾶς ἐλπίζει ὅτι «ὁ Πλάστης θὰ μὲ κάνει περσικὴ μινιατούρα», ἀλλὰ πότε; «Ὅταν θὰ πάψω ἐπιτέλους / Νὰ παίζω τὸ κρυφτὸ μὲ τὸν κατσουφιασμένο θάνατο». Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ ποίημα ὁ Χάβουτσᾶς χτίζει τὸ δικό του, ζωγραφίζοντας τὴν οἰκειότητα καὶ τὴ συγγένεια ἀναμεταξύ τους, μετατρέποντας τὴν ὀμορφιὰ τῆς μινιατούρας σὲ ἀπόλυτη ἀπαίτηση, σὲ τελικὸ ἐπίτευγμα, σ’ ἕνα ταξίδι ἔξω ἀπὸ χῶρο καὶ χρόνο (μπορεῖ στὸ πλαίσιο μιᾶς περσικῆς μινιατούρας…), καθὼς ἀναζητᾶ «τὴν ἀδελφὴ ψυχή» σὲ ὑπερκόσμια διάσταση.

Ἡ σχέση του μὲ τὸν Γκουμιλιὼφ φαίνεται ἔντονα σὲ ἕνα ἄλλο ποίημά του ‒δὲν ἔχει τίτλο, χωρίζεται σὲ τρία μέρη καὶ φέρει προμετωπίδα ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη‒ ὅπου δένει τοὺς στίχους του μὲ ἄλλο ποίημα ἐκείνου (τὸ ἔχει μεταφράσει στὰ ἑλληνικὰ ὁ Ε. Σοφρὰς (στὸ 1786 τχ. τῆς Νέας Ἑστίας, Φεβρουάριος 2006) μὲ τίτλο «Τρὰμ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο του», ἕνα ὄντως ἐκπληκτικὸ ποίημα). Σωστότερα, μέσα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὸ τρὰμ ἐκείνου, φεύγει μαζί του σ’ ἕνα μεταφυσικὸ ταξίδι, σὲ μιὰ ἀναζήτηση, ὅπου πιὰ δὲν χωροῦν τὰ γήινα περιγράμματα, οὔτε ἐμποδίζουν, ἀλλὰ γίνονται τρόποι ἐξόδου, μιᾶς ἀνύψωσης ἂν ὄχι καὶ μιᾶς ἀνάληψης, λέξη μὲ τὴν ὁποία τελειώνει τὸ ποίημα.

Ἀπὸ τὸ τρισέλιδο ἄτιτλο ποίημα τῶν σ. 40-42 μεταφέρω τοὺς τελευταίους λαμπροὺς στίχους:

Ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ θὰ περάσουν
δὲν ἔχω, μάνα, χρεία κανενός,
κανένα τους δὲν θὰ μὲ φέρει σὲ σένα,
ἀφοῦ στέκεσαι πλάι μου
τὸ χέρι μου κρατᾶς
τὴ λύπη μου λειαίνεις
μαζὶ τώρα ποὺ ἁρμόζουμε
τὸ ἐκμαγεῖο τῆς Πετρούπολης
στὸ πρόσωπο τῶν ἄστρων.

Παρ’ ὅλο ποὺ τὸ σμίξιμο τοῦ Νέβα μὲ τὸν Ὑμηττὸ δὲν τὸ βρίσκω καὶ τόσο ἐφικτὸ (βλ. «Ἐπιλογικό», σ. 50), ὁ Γιῶργος Χαβουτσᾶς ἀνοίγει νέο δρόμο στὴν ποίηση.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ

                                                                *      *      *

Γιῶργος Κασσιτερίδης

ΠΟΙΗΣΗ ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ, ΜΑ ΟΧΙ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ

Janina Degutyte, Ποιήματα,
μετάφραση. Γιῶργος Χαβουτσᾶς,
Περισπωμένη, 2013

«Πῶς ἐπιλέγουμε ἕνα βιβλίο;» διερωτᾶται ὁ μεταφραστὴς στὸ ἐπίμετρο τῆς συλλογῆς τῆς Γιανινὰ Ντεκουτίτε. Καὶ ὑπῆρξε στ’ ἀλήθεια «τύχη ἀγαθή», ὅπως γράφει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ τὸν ἴδιο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἑλληνόφωνο ἀναγνωστικὸ κοινό, ὅτι στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ 2005 σ’ ἕνα βιβλιοπωλεῖο τοῦ Βίλνους ὁ Γιῶργος Χαβουτσᾶς διέκρινε τὴν αὐθεντικότητα τῆς φωνῆς αὐτῆς ποὺ ἀναδύεται ἀπευθείας ἀπὸ τὰ δάση τῆς Βαλτικῆς, καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴ μεταφράσει στὰ ἑλληνικὰ χαρίζοντάς μας τὴν εὐκαιρία νὰ προσεγγίσουμε τὰ «ἐξουθενωμένα ἡλιοβασιλέματά».

Ὁ τόνος τοῦ λυρισμοῦ τῆς Γιανινὰ Ντεκουτίτε εἶναι χαμηλός. Ἡ ζωὴ τῆς Λιθουανῆς ποιήτριας συνέπεσε μὲ τὰ χρόνια τῆς σοβιετικῆς κατοχῆς καὶ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ βδελυροῦ καθεστῶτος ποὺ ἐπηρέασε τὴ ζωή της, ἡ ὁποία –ὅπως ἡ ἴδια τὴ χαρακτηρίζει στὴν αὐτοβιογραφία της– ἦταν μιὰ ἀλληλουχία ἀπωλειῶν καὶ στερήσεων.

Ὁ πατέρας της πέθανε τὸ 1942, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ναζιστικῆς κατοχῆς τῆς χώρας της. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ ζήσει μὲ τὴν ἀλκοολικὴ μητέρα της, ὑφιστάμενη σωματικὴ καὶ πνευματικὴ βία ἀλλὰ καὶ δημιουργώντας μαζί της δεσμούς, ὡστόσο, ἀναπάντεχους. Βέβαια, ἐρανίσματα τῆς τραγικῆς ζωῆς τῆς ποιήτριας λάνθαναν ἤδη στὰ ποιήματά της πολὺ προτοῦ ἐκδοθεῖ ἡ αὐτοβιογραφία της. Ὅπως ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Μπρόντσκι, «δεν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀνάγκη νὰ δημιουργηθεῖ ἡ αὐτοβιογραφία ἑνὸς συγγραφέα καθὼς ἡ βιογραφία του διαφαίνεται στὰ παιχνιδίσματα τῆς γλώσσας του».

Ἡ ἁπλότητα τῆς γραφῆς της ἀποδεσμεύει τὰ νοήματά της χαρίζοντάς τους εὐθύτητα καὶ οἰκειότητα. Χτίζει μὲ τὰ ποιήματά της ἕνα σπίτι, ἕνα σπίτι ποὺ μπορεῖ νὰ ἑνοποιηθεῖ μὲ τὴ φύση καὶ νὰ ἐξαϋλωθεῖ σὲ σύμβολο, στὴ φωνὴ μιᾶς χώρας ποὺ δὲν ἔχει φωνή:

τὸ σπίτι μου εἶναι ἀόρατο
τὸ σπίτι μου εἶναι ἀκαθόριστο.
Οἱ τοῖχοι του φτιαγμένοι ἀπὸ ἄνεμο καὶ πόθο.
Ἀπὸ λέξεις φτερουγίσματα πουλιῶν

Τὸ αἴσθημα τῆς λύπης ὑποβόσκει σὲ ὅλα της σχεδὸν τὰ ποιήματά της, μὰ δίχως ἀμλετισμούς. Σαφῶς, στὰ πλαίσια ποὺ ἔδρασε ἡ Ντεκουτίτε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μὴ λάβει ἡ τέχνη της κάποια πολιτικὴ διάσταση. Ἂν καὶ ἀναγκασμένη νὰ συμμορφωθεῖ στὸν «σοβιετικὸ ρεαλισμό» ποὺ προσπαθοῦσε νὰ δημιουργήσει περιχαρακώματα στὴν καλλιτεχνικὴ ἔκφραση, ἡ ἴδια κατάφερε μὲ τὴν αἰσωπική της γλώσσα καὶ μὲ τὸ πέπλο τοῦ ἀθώου νὰ καθρεπτίσει στοὺς στίχους της τὸν πόνο τῆς μητέρας ποὺ χάνει τὸν γιό της, τὸν πόθο τῆς κάθε Ἀντιγόνης νὰ θάψει τοὺς ἀδελφούς της, ἀσεβώντας στοὺς ἀνθρώπινους νόμους, ἀποβλέποντας ὅμως στοὺς οἰκουμενικοὺς ἠθικοὺς κανόνες.

Ἡ φωνὴ τῆς μητρικῆς ὀδύνης σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο μπορεῖ ἴσως νὰ παραλληλιστεῖ μὲ ἐκείνην τῆς Ἀχμάτοβα. Ὡστόσο, ἡ Ντεκουτίτε δὲν ἀντλεῖ πάντα ἀπὸ τὰ προσωπικά της βιώματα, ἀντιθέτως ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ ποίηση τῶν ἀλλαγῶν καὶ τῶν μεταμορφώσεων, μὲ μιὰ ἔκφραστικὴ γλώσσα ποὺ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ δέντρου, τοῦ πουλιοῦ, τῆς Ἀντιγόνης. Καίριο σημεῖο τῆς ποιητικῆς τῆς Ντεκουτίτε ἀποτελεῖ ἡ σχέση της μὲ τὸν φυσικὸ κόσμο. Δὲν τοῦ προσδίδει ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ χαρακτηριστικά, ὅπως συνηθίζουν ἀρκετοὶ ποιητές. Ἀντιθέτως, φαίνεται νὰ μιλάει ἡ ἴδια τὴ γλώσσα τῶν δέντρων, νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὰ πουλιὰ καὶ νὰ ἀκούει τὰ σκιρτήματα τῶν φύλλων. Ἡ σημύδα, τὸ πεῦκο καὶ ἄλλα δέντρα τῆς λιθουανικῆς φύσης γίνονται ἐν τέλει στὸ ἔργο της σύμβολα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης· σύμβολα μὲ τὰ ὁποῖα καὶ ἡ ἴδια ταυτίζεται, καθὼς στὸ ἕλος τῆς λογοκρισίας καὶ τῆς σοβιετικῆς καταπίεσης κατάφερε νὰ σταθεῖ μόνη της, ὑψηλὴ καὶ ἀγέρωχη.

Ὅμως καὶ ὁ λαϊκὸς πολιτισμός –παραμύθια, παραδοσιακὰ μοτίβα καὶ μύθοι– διαπερνᾶ έξίσου τὰ ποιήματά της καὶ τοὺς προσδίδει μιὰ διάσταση οἰκουμενική. Οἱ στίχοι της δὲν ἀποτελοῦν προσωπικὲς ἐλεγεῖες, ἀλλὰ εἶναι ἀποστάγματα τοῦ πόνου ἑνὸς λαοῦ. Σταθερὰ ριζωμένη σ’ αὐτὸν τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ καὶ τὴ φύση, ἡ Γιανινὰ Ντεκουτίτε μᾶς δίνει μιὰ ποίηση χαμηλόφωνη, μὰ ὄχι τρεμάμενη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΣΙΤΕΡΙΔΗΣ