Δημήτρης Ἀγαθοκλῆς: Ποιήματα

Αγαθοκλής, φωτό 
φωτό Δ. ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(μειδίαμα)

Ἦταν γραφτό, πολὺ πρὶν γεννηθῶ
πρὶν ματώσουν τὰ ϐιβλία
στὸ ψαλίδι τῶν χελιδονιῶν
μικραίνει ἡ μέρα ὁ ἥλιος μικραίνει
(ρόδα στὸ πέρασμά σου)
ϕύγαν πουλιὰ κοπάδια γνέθουν πιὰ
σ’ ἄλλη μηχανή, τὸν ϑρῆνο.
Ἐδῶ, ψήλωσε τὸ καλαμπόκι
καθένας χαράσσει νέα γραμμή· σὰ ϐόιδι.

Ἔτσι, εἰδώλιο λατρευτικό, ἀρχαῖο
μ’ ἕνα σερνάμενο καπίστρι εἶναι γραφτὸ
σ’ αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ μισῶ
—μύθος μακρυά σου— νὰ μείνω.


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΒΡΑΔΥ

Φορές, ἔστεκε μὲ κρίνο μαραμένο γνωριμίας
στὴν πλατεία. Περίμενε νὰ σημάνει ἀκριβῶς νὰ πάει
καὶ πέντε καὶ δέκα κι ὅτι μόλις ἑτοιμάζονταν
νὰ στραφεῖ, νά την τρέχοντας ποὺ ὁρμᾶ σὰν πλημυρίδα
μὲ τὴ νύχτα στὰ μαλλιὰ συγγνώμη μὲς στὰ μάτια
νὰ πέφτει πάνω του καὶ νὰ γυρνᾶνε νὰ γυρνᾶνε
νὰ γυρνᾶνε ἐποχές, εἶναι μέρα εἶναι ἄνοιξη ἄνθισε
τὸ λουλούδι — ὁρίστε ποῦ ἤσουν· ἄργησες…


ΕΙΣ ΦΙΛΗΝ ΞΕΝΙΤΕΥΘΕΙΣΑΝ

Γυρίζω ἐδῶ ποὺ τόσο σὲ ὠνειρεύτηκα
νὰ ϐρῶ κάτι δικό σου…
Ἀπ. Μελαχρινὸς

Περνώντας στὰ μέρη σου, τὸν δρόμο
(ὄχι ἀπ’ τὴ δημοσιὰ ἀλλὰ τὸ γωνιακὸ οἰκόπεδο)
ποὺ χορτάριαζε κάθε καλοκαίρι
ϑὰ κοιτάξω νὰ σοῦ κόψω λίγα λουλούδια, μιὰ δραξιὰ
τριαντάφυλλο λεβάντα πικροδάφνη.
Θὰ τὰ σμίξω σὲ μπουκέτο μὲ λεπτὸ μίτο ἄνοιξης
μάρτη ἢ τὸν μαίανδρο ἀπ’ τὸν περίτεχνο κεκρύφαλό σου.
Μετὰ ϑὰ πῶ τὴν προσευχή, νὰ μυρίσεις πρῶτα-πρῶτα
καὶ λίγον οὐρανό, ξέρεις, μαζί της.

Θά ‘ναι ὅπως τότε ποὺ περίμενες στὴ στροφή.

Αὔριο, λοιπόν, σὰν περάσω ὅπου περνῶ κάθε πρωὶ
ϑὰ κοιτάξω νὰ σοῦ στείλω ὅ,τι ζητεῖς
ὑστερόγραφα στὰ γράμματά σου:
κάτι νὰ ϑυμίζει τὸν δρόμο, τὴ δημοσιά, ἐμένα.


ΠΕΡΙΜΕΝΕ

Περίμενε νὰ ὡριμάσει νὰ ὡριμάσει —
νὰ ὡριμάσει πρόσμενε ἕνα χέρι.
Ἔπεσε ἀπ’ τὸ ἀκρόκλωνο σάπισε
πρόσμενε τὸ χάδι στὸν ἥλιο
τώρα δὲν τὸν ἀγγίζει κανείς.

Περιμένει στὸ χῶμα, τὸ ϐράδυ.


ΛΟΞΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
(καλὸς κἀγαθὸς)

Ἔφερε λοιπὸν στὸν νοῦ πολλὰ σενάρια.
Πὼς πήδαγε σὲ κτήριο νὰ σώσει ἕνα παιδὶ ϕλέγουσα λαμπάδα
πὼς προσφέρονταν γενναῖα γιὰ ἐκτέλεση-ληστείᾳ τραπέζης
πὼς ἔφευγε καλῶς τὸν πόλεμο ἀφήνοντάς της γράμμα

—τὰ συγχωρεῖ ὅλα!—

πὼς ἐξέπνεε Ἀριστόδημος λέοντας στερνὰ μαραθωνίου λόγια.
Καὶ ἡ κηδεία ἤτανε πάνδημος… Τρεῖς μέρες ἡ χώρα σὲ ἀργία.
Μεσίστιες σημαῖες χωρὶς πράξεις τὰ χρηματιστήρια
καὶ τὰ σχολεῖα, μαῦρες γιορτὲς καὶ ποιήματα.

Ἔτσι, μὲ σκηνογραφημένη ἔπαρση πὼς κάποιος ϑὰ ϑρηνεῖ
τὶς τελευταῖες του στιγμὲς ξάπλωνε
γιὰ νὰ ξυπνήσει ἄλλη μιὰ μέρα ἐλπίζοντας.

*  *  *

Ὁ Ἀριστόδημος ὑπῆρξε ἕνας ἀπ’ τοὺς 300 τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ ὁποῖος
ὅμως γύρισε στὴν Σπάρτη λόγῳ τραυματισμοῦ, ὅπου καὶ περιφρονήθηκε
δεινῶς ἀπ’ τοὺς συμπολίτες του γιὰ τὴν μὴ συμμετοχή του στὴν μάχη.

* * *

ΑΙΣΘΗΣΗ

Γραμμὲς ἀνείπωτης ϑάλασσας γραμμὲς μεθυσμένης νύχτας

Φιλαπόδημα πουλιὰ σχέδια κεντήματος μὲ κρόσσια

Μαλλιὰ ἀνεμίζοντα, προβλήτα καὶ καράβι

Κοχύλια ἄδεια σπιτικὰ πρόσφυγες σ’ ἄλλα δάση

Γεράνια ἄσπρα καὶ μαβιὰ πυρκαϊὰ στὰ παραθύρια

Φωνὴ ψιλὴ τῆς λυγερῆς ἀσημόλευκα καὶ μήνη

Μνήμη γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ ἀσπροσένδοι καθρέφτες

Πλατανόφυλλη καρδιά — κόσκινο κῦμα!

Ἐ λ ε λ ε ῦ   Ἰ ῶ   Ὀ τ ο τ ο τ ο ὶ

Πρώτη ϐροχή, ϑέρος, ἀγριολούλουδο τῆς μοίρας.

* * *

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΤΙΑ

Ἐκεῖ ἐπὶ τῆς κλίνης
μία ματιὰ λίγο πρὶν ϕύγεις
ἦταν ἀρκετὴ νὰ σοῦ ϑυμίσει
πόσο ἐρωτευθήκατε, ἀγαπηθήκατε
ζήσατε τὴ ζωὴ
πόσο πονέσατε, δακρύσατε
γεράσατε μαζί.

Καὶ τὸ δάκρυ τῆς καρδιᾶς
ἀποστάλαμα γυμνὸ ἀντίο
ϕυσάει στερνὸ μιὰ στάλα τόση
νὰ σφαλίσει πῶς οἱ μνῆμες καὶ τὰ χρόνια
ἔφυγαν αἰώνια
Ἅγιοι Παναγιὰ καὶ Θεέ μου! — ϕύλλα
ἀνέμου στὸν καιρό.

[ Ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἄφεσις, http://www.dagathoklis.com ]