Μαρκ Τουέην: Η προσευχή του πολέμου

0424_-_second

του ΜΑΡΚ ΤΟΥΕΗΝ

Μετάφραση
Αχιλλέας Κατσαρός

Ήταν μια περίοδος μεγάλων πανηγυρισμών και συγκίνησης. Η χώρα είχε πάρει τα όπλα, ο πόλεμος είχε ξεκινήσει, σε κάθε στήθος έκαιγε η ιερή φλόγα του πατριωτισμού. Τα τύμπανα ηχούσαν, οι μπάντες παιάνιζαν, τα παιδικά πιστολάκια κροτάλιζαν, τα σφιχτοδεμένα βαρελότα σφύριζαν και πέταγαν σπίθες.

Σε κάθε χέρι, σε όλες τις στέγες και τα μπαλκόνια, που χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, ένα δάσος από σημαίες ανέμιζαν και άστραφταν στον ήλιο. Κάθε μέρα οι νεαροί εθελοντές έκαναν παρέλαση στην πλατιά λεωφόρο, χαρούμενοι και όμορφοι με τις καινούριες τους στολές, οι πατεράδες και οι μητέρες και οι αδελφές και οι αγαπημένες, γεμάτοι περηφάνια ζητωκραύγαζαν με φωνές πνιγμένες από συγκίνηση και ευτυχία καθώς περνούσαν μπροστά τους. Κάθε βράδυ τα στοιβαγμένα ακροατήρια σε μαζικές συναθροίσεις άκουγαν, λαχανιασμένα, την πατριωτική ρητορεία που συγκινούσε και τα πιο άδυτα βάθη των ψυχών τους. Και διέκοπταν αυτή τη ρητορεία κατά σύντομα διαστήματα με κυκλώνες από χειροκροτήματα, ενώ πάνω στα μάγουλά τους έτρεχαν τα δάκρυα. Στις εκκλησίες οι πάστορες κήρυσσαν την αφοσίωση στη σημαία και στην πατρίδα και επικαλούνταν το Θεό των Μαχών, ικετεύοντας την παροχή της βοηθείας Του στον καλό μας αγώνα με χείμαρρους από φλογερή ευφράδεια για να συγκινηθεί κάθε ακροατής. Ήταν πραγματικά μια χαρούμενη και ευγενική στιγμή, και όσες άφρονες ψυχές τόλμησαν να αποδοκιμάσουν τον πόλεμο και να προβάλλουν αμφιβολίες για το ότι ήταν άδικος, αμέσως δέχτηκαν αυστηρή και οργισμένη προειδοποίηση ώστε για χάρη της προσωπικής τους ασφάλειας γρήγορα ζάρωσαν μακριά από τα βλέμματα του κόσμου και δεν προκάλεσαν ξανά με αυτόν τον τρόπο. Ήρθε το πρωί της Κυριακής. Την επόμενη μέρα τα τάγματα θα έφευγαν για το μέτωπο. Η εκκλησία ήταν γεμάτη. Οι εθελοντές ήταν εκεί, τα πρόσωπά τους ξαναμμένα από στρατιωτικά όνειρα. Οράματα της σταθερής προέλασης με αυξανόμενη ορμή, της χειμαρρώδους επίθεσης, των λαμπερών σπαθιών, της φυγής του εχθρού, του ορυμαγδού, της αναμενόμενης κάπνας, της άγριας καταδίωξης, της παράδοσης! Και μετά από τον πόλεμο, πίσω στην πατρίδα, ήρωες παρασημοφορημένοι, καλοδεχούμενοι, λατρεμένοι, βαφτισμένοι σε χρυσές θάλασσες δόξας!

Η λειτουργία προχωρούσε. Διαβάστηκε ένα πολεμικό κεφάλαιο από την Παλαιά Διαθήκη. Είπαν την πρώτη προσευχή. Την ακολούθησε μια βροντή από το αρμόνιο που συντάραξε το κτίριο, και με μια ενστικτώδη κίνηση σηκώθηκε όλο το εκκλησίασμα, με απαστράπτοντα μάτια και παλλόμενες καρδιές, και αναφώνησε με ορμή εκείνη τη φοβερή παράκληση:

«Ω Θεέ, ο με κάθε τρόπο τρομερός! Εσύ που προστάζεις. Βροντή η σάλπιγγά σου και κεραυνός η ρομφαία σου».

Μετά ακολούθησε η «μεγάλη» προσευχή. Κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί από τα παλιά ανάλογη προσευχή με τόσο φλογερή παράκληση και τόσο συγκινητική και όμορφη γλώσσα. Η ουσία της ικεσίας της ήταν, ότι ένας φιλεύσπλαχνος και πανάγαθος Πατέρας πάντων ημών, θα προστατεύει τους αγνούς νεαρούς στρατιώτες μας και θα τους βοηθάει, θα τους παρηγορεί και θα τους ενθαρρύνει στο πατριωτικό τους έργο. Θα τους ευλογεί, θα τους προστατεύει την ημέρα της μάχης και την ώρα του κίνδυνου, θα τους κρατάει στο παντοδύναμο χέρι του, θα τους κάνει δυνατούς και θαρραλέους, αήττητους κατά την αιματηρή επίθεση. Θα τους βοηθήσει να συντρίψουν τον εχθρό, θα δώσει σε αυτούς και στη σημαία τους και στην πατρίδα τους αιώνια τιμή και δόξα. Ένας ηλικιωμένος ξένος μπήκε στην εκκλησία και με αργά και αθόρυβα βήματα προχώρησε στον κύριο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στον ιερέα. Το υψηλό του σώμα ήταν ντυμένο με χιτώνα που έφτανε μέχρι τα πόδια του, το κεφάλι του ήταν ακάλυπτο, τα άσπρα του μαλλιά έφταναν μέχρι τους ώμους του σαν ένας αφρισμένος καταρράκτης, το ρυτιδωμένο του πρόσωπο ήταν αφύσικα χλωμό , τόσο χλωμό που έδειχνε σταχτί. Ενώ όλα τα μάτια τον παρακολουθούσαν με απορία, αυτός συνέχισε τη σιωπηλή πορεία του. Χωρίς να σταματήσει, ανέβηκε στον άμβωνα και στάθηκε δίπλα στον ιεροκήρυκα και έμεινε εκεί όρθιος, περιμένοντας. Με κλεισμένα τα βλέφαρα ο ιεροκήρυκας, χωρίς να έχει αντιληφθεί την παρουσία του ξένου, συνέχισε τη συγκινητική του προσευχή, την οποία και τέλειωσε με την φλογερή παράκληση:

«Ευλόγησε τα όπλα μας, δώσε μας τη νίκη, Ω Κύριε που είσαι ο Θεός μας, ο Πατέρας μας και ο Προστάτης της χώρας μας και της σημαίας μας!»

Ο ξένος τού άγγιξε τον βραχίονα, του έγνεψε να παραμερίσει, πράγμα που έκανε ξαφνιασμένος ο ιερωμένος και πήρε τη θέση του. Για μερικές στιγμές ερεύνησε το εκστατικό ακροατήριο με σοβαρά μάτια, μέσα στα οποία έκαιγε ένα παράξενο φως. Κατόπιν με μια βαθιά φωνή είπε:

«Έρχομαι από το Θρόνο, φέρνοντας μήνυμα από τον Παντοδύναμο Θεό!»

Τα λόγια αναστάτωσαν το εκκλησίασμα. Ο ξένος δεν έδωσε σημασία, αν και είχε καταλάβει την ταραχή.

«Εκείνος άκουσε την προσευχή του δούλου Του και ποιμένα σας, και θα την εκπληρώσει, εάν αυτή είναι η επιθυμία σας, αφού όμως πρώτα εγώ ο αγγελιοφόρος Του, σας έχω εξηγήσει τη σημασία της, την πλήρη σημασία της. Γιατί όπως πολλές από τις προσευχές των ανθρώπων, ζητάει κι αυτή περισσότερα από όσα έχει επίγνωση αυτός που την αρθρώνει, χωρίς να σταθεί και να σκεφτεί. Ο δούλος του Θεού και δικός σας δούλος ολοκλήρωσε την προσευχή του. Σταμάτησε όμως να σκεφτεί; Είναι μόνο μία προσευχή; Όχι, είναι δύο. Η μια εκφωνήθηκε, η άλλη όχι. Και οι δύο όμως έφθασαν στο αυτί Του, Αυτού του Οποίου ακούει όλες τις παρακλήσεις, αυτές που εκφωνήθηκαν και αυτές που δεν εκφωνήθηκαν. Στοχασθείτε το εξής και κρατήστε το στο νου σας. Εάν ικετεύσετε κάποια ευλογία για τον εαυτό σας, προσέξτε! Για να μην, χωρίς τη δική σας πρόθεση, επικαλείσθε συγχρόνως να πέσει κατάρα στο γείτονά σας. Εάν εσείς ζητάτε με την προσευχή σας την ευλογία της βροχής για τα σπαρτά σας, γιατί τη χρειάζονται, με αυτή σας την πράξη πιθανώς προσεύχεστε να πέσει κατάρα στα σπαρτά του γείτονά σας που ίσως δεν χρειάζονται τη βροχή και μπορεί να βλαφτούν από αυτήν. Ακούσατε την προσευχή του δούλου σας. Το μέρος που εκφωνήθηκε. Είμαι εντεταλμένος από το Θεό να εκφράσω με λόγια το άλλο της μέρος. Εκείνο το μέρος με το οποίο ο πάστορας σας, όπως και εσείς μέσα στις καρδιές σας, προσευχηθήκατε εν σιωπή μετά θέρμης. Και εν αγνοία και άνευ στοχασμού. Ο Θεός να δώσει να ήταν έτσι! Ακούσατε αυτές τις λέξεις:

‘Δώσε μας τη νίκη, Ω Κύριε που είσαι ο Θεός μας!’

Αυτό είναι αρκετό. Το όλο της εκφωνηθείσης προσευχής βρίσκεται συμπυκνωμένο σε αυτές τις φορτισμένες λέξεις. Περαιτέρω ανάπτυξη δεν είναι απαραίτητη. Όταν προσευχηθήκατε για τη νίκη, προσευχηθήκατε και για μη τις αναφερθείσες επιπτώσεις που συνοδεύουν τη νίκη. Πρέπει να την συνοδεύουν. Δεν μπορεί παρά να την συνοδεύουν. Στο ευήκοον πνεύμα του Θεού και Πατρός έφτασε επίσης και η μη εκφωνηθείσα προσευχή. Μου εδόθη εντολή από Αυτόν να την εκφράσω με λόγους. Ακούσατε!

«Ω Κύριε και Πάτερά μας, οι νεαροί μας πατριώτες, τα ινδάλματά μας, ξεκινάνε για τη μάχη. Είθε Εσύ να είσαι κοντά τους! Μετ’ αυτών, εν πνεύματι, ξεκινάμε και εμείς από την γλυκιά ειρήνη των προσφιλών μας εστιών για να συντρίψουμε τον εχθρό.

Ω Κύριε και Πάτερά μας, βοήθησέ μας να ξεσκίσουμε τους στρατιώτες του εχθρού σε αιματοβαμμένα κομμάτια με τις οβίδες μας.

Βοήθησέ μας να σκεπάσουμε τα χαμογελαστά τους λιβάδια με τις ωχρές μορφές των γεμάτων πατριωτισμό νεκρών τους.

Βοήθησέ μας να πνίξουμε τη βροντή των κανονιών με τα ουρλιαχτά των τραυματιών τους, καθώς θα σφαδάζουν από τον πόνο.

Βοήθησέ μας να ισοπεδώσουμε τα ταπεινά τους σπίτια με θύελλες από φωτιά.

Βοήθησέ μας να γεμίσουμε τις καρδιές των χαροκαμένων γυναικών, οι οποίες δε φταίνε σε τίποτα με μάταια θλίψη.

Βοήθησέ μας να τις πετάξουμε έξω, άστεγες να περιπλανώνται με τα μικρά παιδιά τους, χωρίς φίλους στους ερημότοπους της ρημαγμένης χώρας τους, μέσα σε κουρέλια να πεινούν και να διψούν, με κομματιασμένη την ψυχή τους, τσακισμένες από την οδύνη να Σε εκλιπαρούν να τους δώσεις το καταφύγιο του τάφου και Εσύ να τους αρνείσαι. Για το δικό μας χατίρι οι οποίοι Σε λατρεύουμε, Κύριε, γκρέμισε τις ελπίδες τους, γνωρίζανε τη ζωή τους, παράτεινε την πικρή τους πορεία, κάνε να βαρύνουν τα βήματά τους, πότισε το δρόμο τους με δάκρυα, βάψε το λευκό χιόνι με το αίμα από τα πληγωμένα ποδιά τους!

Το ζητάμε από Εσένα, με το πνεύμα της αγάπης, απ’ Αυτόν που είναι η Πηγή της Αγάπης, και ο Οποίος είναι το αιώνια πιστό καταφύγιο και ο φίλος όλων όσων είναι οικτρά βασανισμένοι και αποζητούν τη βοήθεια Του με ταπεινές και συντετριμμένες καρδιές. Αμήν.»

[Μετά από παύση] Εσείς προσευχηθήκατε να γίνει τούτο. Εάν ακόμη το επιθυμείτε, πέστε το! Ο αγγελιαφόρος του Ύψιστου αναμένει.»

Όλοι ήταν σίγουροι ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν τρελός, γιατί δεν υπήρχε νόημα σε αυτά που είπε.

–––––––––––––––––––––––

«Η προσευχή του πολέμου» μικρή ιστορία ή πεζό ποίημα του Μαρκ Τουέην, αποτελεί καυστικό κατηγορητήριο κατά του πολέμου, και ιδιαίτερα κατά του τυφλού πατριωτικού και θρησκευτικού ζήλου ως κίνητρα για τον πόλεμο. Το κείμενο έμεινε αδημοσίευτο από τον Μαρκ Τουέην ως τον θάνατό του, τον Απρίλιο του 1910. Δημοσιεύθηκε τελικά στην ανθολογία του 1923 Europe and Elsewhere. Το παρόν αντλήθηκε και μεταφράστηκε από το βιβλίο Peace, Love and Liberty του Tom Palmer, κεφ. 12, σελ. 132-135.

Ο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, καλύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο ως Μαρκ Τουέην, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς συγγραφείς. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα του ξεχωρίζουν Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ και Οι περιπέτειες του Χάκλμπερυ Φιν.