Κωνσταντίνα Γεωργαντά: Punch 1922, Το εμπορικό μονοπώλιο ως casus belli

της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ

Η σάτιρα, γράφει ο Matthew Hodgart, δεν είναι μόνο η πιο συνηθισμένη μορφή πολιτικής λογοτεχνίας, αλλά, στο ποσοστό που προσπαθεί να επηρεάσει την κοινή γνώμη, είναι το πιο πολιτικό πρόσωπο όλης της λογοτεχνικής παραγωγής. [1] Το Βρετανικό σατιρικό περιοδικό Punch ήταν ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια σκιτσογράφων και σατιρικών συγγραφέων από τη στιγμή της γέννησής του το 1841. Στη Βικτωριανή Αγγλία το κοινό του περιοδικού ήταν η ολοένα αυξανόμενη σε μέγεθος και σημασία μεσαία τάξη που ανέδειξε τα σκίτσα και την πολιτική σάτιρα καλλιτεχνών όπως ο Charles Keene, ο George di Maurier και ο Sir John Tenniel (ο εικονογράφος της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων του Lewis Carroll το 1865 και το 1871). [2] Αυτή η δημοφιλής μορφή τέχνης μας άφησε σημαντική κληρονομιά, παρατηρούσε ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ιστορικός τέχνης Iolo A. Williams το 1933, αφού κατέγραψε κάποιες πλευρές της εθνικής ζωής οι οποίες, καθώς ήταν παραγνωρισμένες από τους ‘σοβαρούς’ καλλιτέχνες της εποχής ή ακόμη και από συγγραφείς, θα είχαν πλήρως ξεχαστεί.

Το Punch ήταν περιοδικό της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας και ξεκίνησε ως πατριωτικό περιοδικό, παρόλο που άλλαξε τόνο και έμφαση αρκετές φορές. [3] Την εποχή του Tenniel (από το 1850 και για περίπου μισό αιώνα) το Punch είχε γίνει εθνικός θεσμός και επηρέαζε την κοινή γνώμη σε τέτοιο βαθμό που υπουργοί της κυβέρνησης ήθελαν να έχουν το περιοδικό με το μέρος τους. [4] Η σημασία της οπτικής σάτιρας καταδεικνύεται στην αυξημένη σημασία των πολιτικών αφισών από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τουλάχιστον το 1914 και στο γεγονός ότι αυτές παράγονταν κυρίως από πολιτικούς γελοιογράφους. Όπως σημειώνει ο James Thompson, τα στερεότυπα και οι μεταφορές που αποτυπώνονταν οπτικά στις πολιτικές αφίσες είχαν την πηγή τους στα συνήθη μοτίβα της πολιτικής γελοιογραφίας όπου οι πολιτικοί άλλαζαν φύλο, γίνονταν παιδιά ή κτήνη. [5] Kατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το περιοδικό συνέχιζε να είναι δημοφιλές (φθάνοντας τα 150.000 τεύχη εβδομαδιαίως τον Ιανουάριο του 1915), παρόλο που είχε κατηγορηθεί για απάθεια και για αδυναμία να μεταλλάσσεται ανάλογα με τις ανάγκες των καιρών. [6]

Το τέλος του Πολέμου και η οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ως συνέπεια η χώρα, με αποκορύφωμα τη γενική απεργία του 1926, συνδέθηκε στο φαντασιακό που προωθούσε το Punch με την οπτική απεικόνιση και αντίδραση στα γεγονότα γύρω από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στη Μικρασία την περίοδο 1919-1922.

Η ωραία Ελένη

Το 1922, τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το πρώτο θέμα στις Βρετανικές εφημερίδες ήταν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα και στις 2 Αυγούστου 1922 βρίσκουμε στις σελίδες του Punch ένα σκίτσο του L. Raven Hill για τη ‘Γερμανική Απειλή’. [7] Το 1914 η απειλή ερχόταν μέσα από μία σκούρα ομίχλη με τη μορφή μιας σιδηρούς γροθιάς (‘mailed fist’) αλλά το 1922 ένα χέρι φορώντας ένα υφασμάτινο γάντι (‘the fabric glove’) σχεδόν καλωσόριζε το κοινό με φόντο μια βιομηχανική πόλη ή μια σειρά εργοστάσια.

εικ1

εικ. 1: L. Raven-Hill, ‘The German Menace’, August 2, 1922

Από το 1920, όπως διαβάζουμε στους Times του Λονδίνου, η ανάγκη για μια νέα εμπορική πολιτική (‘Need for a Trade Policy’) είχε γίνει επιτακτική: ‘Αυτό που έγινε σαφές εξαιτίας του πολέμου είναι ο βαθμός στον οποίο εξαρτώμαστε βιομηχανικά από άλλα έθνη’. [8] Το εμπόριο υφασμάτων, που μέχρι πρότινος εξαρτιόταν από Γερμανικές βαφές, έπρεπε να αναβαθμιστεί: ‘η διαφύλαξη της παραγωγής βαφών δεν έχει μόνο οικονομικές βάσεις αλλά και στρατιωτικές […] ο χημικός πόλεμος πρόκειται να γίνει πιο έντονος και κτηνώδης και το έθνος το οποίο έχει χημικά εργοστάσια καθώς και μία καλά δομημένη χημική βιομηχανία θα κάνει ανυπολόγιστες ζημιές στους εχθρούς του στον επόμενο πόλεμο.’ [9] Το ‘Θέμα του Υφασμάτινου Γαντιού’ (‘Fabric Glove Issue’), λοιπόν, αφορούσε την πράξη του 1921 για τη Διαφύλαξη της Βιομηχανίας (1921 Safeguarding of Industries Act), σύμφωνα με την οποία θα επιβαλόταν αυξημένος εισαγωγικός φόρος στα υφασμάτινα γάντια που είχαν παραχθεί στη Γερμανία, [10] αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόταν τον πόλεμο και το φόβο ενός άλλου πολέμου για να προωθήσει τα συμφέροντα της χώρας και να αποδυναμώσει τους πιθανούς αντιπάλους. Τον Απρίλιο του 1922 το θέμα συζητήθηκε στη βουλή. Το μέτρο είχε πάρει τον τίτλο ‘Η απόρριψη των Γερμανικών Γαντιών’ (‘The Dumping of German Gloves’) και, καθώς οι συζητήσεις συνεχίζονταν χωρίς να λαμβάνεται κάποια τελική απόφαση, οι Times ονόμασαν το ζήτημα ‘Το μυστήριο του Γερμανικού Γαντιού’ (‘The German Glove Mystery’). [11] Τελικά, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, η Πράξη πέρασε κάτω από έντονες φήμες ότι είχε αρχίσει να κλωνίζεται ο συνασπισμός των φιλελεύθερων κομμάτων που ήταν στην εξουσία πριν από τον πόλεμο με αρχηγό τον Lloyd George. [12]

Το Punch, εκμεταλλευόμενο αυτό το κλίμα, παρουσίαζε συχνά θέματα, σκίτσα ή μικρά ποιήματα που σχολίαζαν τους νέους δεσμούς που δημιουργούνταν ανάμεσα σε εμπόριο και παιχνίδια εξουσίας. Για παράδειγμα, ένα μικρό ποίημα του P.R. Chalmers με τον τίτλο ‘Ελένη’ (2 Αυγούστου 1922) έδινε τον τόνο με την επιγραφή του δανεισμένη από την εφημερίδα Morning Post: ‘Η Ελένη ως casus belli εξαφανίζεται και τη θέση της παίρνει το εμπορικό μονοπώλιο.’ [13]  Στο ποίημα, η ωραία Ελένη της Τροίας έχει βρει μια νέα πίστη και νέους λόγους να υπάρχει (‘new faith and reasons new’): ‘Κάτω τα παλιά ιδανικά / το Εμπόριο είναι η μόνη νέα πίστη, / το Χρήμα η νέα αλήθεια’ (‘Down with each old ideal; / Say that Trade is the one thing true, / Money the one thing real’). Το Φεβρουάριο του 1923, καθώς το συνέδριο της Λωζάνης σημείωνε το τέλος τριών ετών έντονης δραστηριότητας στη Μικρά Ασία, ο αρθρογράφος του Punch E.V. Nox θα γύριζε και πάλι σε αυτό το ιδανικό με ένα κείμενο-απάντηση, όπως έγραφε, στην ανάγκη της εποχής για όλο και περισσότερα ‘σχέδια προτάσεων’ (‘still more Outlines’). Εκεί διευκρίνιζε σατιρικά το ποια ήταν η ωραία Ελένη. Για όσους αναρωτιούνταν ακόμη για το λόγο που η Ελένη έγινε αιτία πολέμου, ο Νοξ σημείωνε πως η Ελένη ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο και ο Πάρης την πήρε στην Τροία και, όταν οι άρχοντες της Τροίας την αντίκρυσαν από τα τείχη της Τροίας, ήταν αναμενόμενο να γίνει τελικά πόλεμος για μια τέτοια γυναίκα. [14] Η επανάληψη της λέξης ‘Τροία’ στη σατιρική περιγραφή του Νοξ καθώς και η φαινομενική απλοποίηση της ιστορίας καταφέρνει να σχολιάσει την ανάμειξη της Βρετανίας στον πόλεμο αλλά και τα υποφαινόμενα αίτια ενός μοντέρνου πολέμου.

Η θεατρική σκηνή

Ο φαντασιακός χώρος του Punch παρουσιαζόταν συχνά σαν μια θεατρική σκηνή που σκοπό είχε να δείξει πως ο κόσμος που αναπαριστούσε ήταν μυθοπλασία μαζί και πραγματικότητα. Τα σκίτσα βασίζονταν έτσι σε πραγματικά γεγονότα αλλά αναδείκνυαν όψεις τους που δεν εδύνατο να καλύψει ο υπόλοιπος τύπος με τόση αμεσότητα. Την ίδια περίοδο που εμφανίστηκε η ‘Γερμανική απειλή’, τον Αύγουστο δηλαδή του 1922, ένα ολοσέλιδο σκίτσο του L. Raven Hill παρουσίαζε το βασιλιά Κωνσταντίνο ως ‘Τίνο’ να δείχνει την Κωνσταντινούπολη και να τη θέλει για δική του, ως σχόλιο για την προοπτική να εισβάλλει ο ελληνικός στρατός στην Κωνσταντινούπολη για να δώσει ένα τέλος στον πόλεμο. [15] Απέναντί του στεκόταν η προσωποποίηση της Βρετανίας ως ναύτη του Βασιλικού Ναυτικού (British Tar), σημάδι του κύρους που προσπαθούσε να κρατήσει η Βρετανική αυτοκρατορία στη Μικρά Ασία.

εικ2

εικ.2: L.Raven-Hill, ‘Tinopolis’, August 9, 1922

εικ3

εικ.3: Bertrand Partridge, ‘The Asia Minor Duet’, September 6, 1922

Τον Σεπτέμβριο, σε άλλο ένα ολοσέλιδο σκίτσο του Bertrand Partridge με τον τίτλο ‘Το ντουέτο της Μικράς Ασίας’ (‘The Asia Minor Duet’), παρουσιάζονταν σαν ηθοποιοί ενός μιούζικαλ-παρωδία ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Lloyd George και ο John Bull, άλλη μια προσωποποίηση της Βρετανίας στις σελίδες του περιοδικού. Μπροστά σε ένα μικρασιατικό σκηνικό, οι προσφωνήσεις των δύο χαρακτήρων πάνω στη σκηνή ήταν έτσι σχεδιασμένες ώστε να είναι σαρκαστικά πολυφωνικές, δηλαδή να εκφράζουν μια άποψη και μετά το αντίθετό της για να σχολιάσουν έτσι τις κινήσεις της κυβέρνησης. Ενώ, λοιπόν, ο πρωθυπουργός λέει ‘Δε θέλουμε να πολεμήσουμε’, ο John Bull προσθέτει ‘Αλλά θα το κάνουμε εξαιτίας του Τίνο’. [16]

εικ4

εικ.4: L. Raven-Hill, ‘The “Reconciliation” Scene’, May 30, 1923

Η τελευταία σκηνή της Μικρασιατικής ‘παράστασης’ δόθηκε στις 30 Μαΐου 1923 με μια σκηνή συμφιλίωσης (Raven-Hill, ‘The “Reconciliation” Scene, From the famous Entente Drama, lately revived at Lausanne’) όπου δύο ηθοποιοί δρουν επί σκηνής με τις παραδοσιακές τους φορεσιές ενώ πίσω από τη σκηνή οι σκηνοθέτες σχολιάζουν ότι ‘αυτό δεν είναι καθόλου αυτό που γράψαμε. Καταστρέφουν το έργο. Δε θα έπρεπε να κάνουμε κάτι για αυτό;’ Ο σαρκαστικός τόνος της σκηνής βρίσκεται στο τελικό σχόλιο, που εμφανίζεται σε μια παρένθεση στο τέλος σαν ένα σχόλιο εκτός σκηνής, όπου μας αποκαλύπτεται πως, παρά τις αντιδράσεις τους, εκείνοι μένουν μόνο στις υποθέσεις. [17]

The «sultana»

Παράλληλα με τα παραπάνω γεγονότα –τη διαφύλαξη της βρετανικής βιομηχανίας και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο στη Μικρασία– στις σελίδες του Punch παιζόταν κι άλλο ένα μικρό δράμα, αυτό της έλλειψης της σταφίδας της Σμύρνης μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1922. Το θέμα είχε πάρει αρκετά μεγάλες διαστάσεις στον τύπο (με κέντρο κάποια γράμματα που στάλθηκαν στην εφημερίδα The Times με αφορμή την αύξηση τιμής της σταφίδας και με αναφορά στο ελληνικό μονοπώλιο στο εμπόριο σταφίδας στη βρετανική αγορά) έτσι ώστε στις 18 Οκτωβρίου 1922 ένα σύντομο κείμενο του N.R. Martin φανταζόταν ένα τροπικό Λονδίνο το έτος 1952 όπου οι παλιές μέρες του 1922 είχαν χαθεί για πάντα πέρα από τη βρετανική κουζίνα αναπόσπαστο μέρος της οποίας ήταν η αποξηραμένη σταφίδα. [18] Καθώς το εμπόριο είχε αναβαθμιστεί στις σελίδες του Punch ως το νέο απόλυτο ιδανικό, η «sultana» (σουλτανίνα) της Σμύρνης γινόταν ένα νέο σύμβολο, η αντιπροσώπευση μιας εισβολής όχι με χερσαίες δυνάμεις αλλά μέσω της αγοράς και των τραπεζών.

Τον Αύγουστο του 1922, ο αρθρογράφος του περιοδικού R.J. Richardson παρουσίαζε τον κ. Ιππόλυτο Μπακδεόλδο (M. Hippolytus Baktheoldos), τον Έλληνα λάτρη των ιπποδρομιών (‘the Greek Turfite’), που σημείωσε νίκη στους πρόσφατους αγώνες, με το επώνυμο του χαρακτήρα αυτού ένα λογοπαίγνιο της φράσης ‘back the old horse’ να αναδεικνύει την αρένα της σύγχρονης πολιτικής σαν ένα ιππόδρομο με μόνο στόχο το οικονομικό κέρδος. [19] Η κάλυψη της κυβερνητικής πολιτικής της περιόδου 1920-23 στις σελίδες του Punch περιελάμβανε έτσι και αυτόν που θα επωφελούνταν οικονομικά από τη ζήτηση της αγοράς για σταφίδα Σμύρνης σχολιάζοντας με αυτόν τον μικρό τρόπο τη σημασία του εμπορίου ως casus belli. [20] Η Σμύρνη, σημαντικό εμπορικό κέντρο στη Μικρά Ασία, ενδιέφερε άμεσα τη Βρετανική κυβέρνηση, η οποία μετά την κρίση στο Τσανάκ στις αρχές Σεπτεμβρίου 1922, είχε δεχθεί σοβαρό πλήγμα. [21]

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο η οικονομία της Βρετανίας είχε ανάγκη αναδιάρθρωσης και οι διαφορετικές κουλτούρες και ράτσες είχαν γίνει ένα ισχυρό μέσο για τη μετατόπιση εθνικών και ταξικών εντάσεων σε προστατευτισμό, ακραίο εθνικισμό και ξενοφοβία. [22] Στην Έρημη Χώρα (1922) του Θ.Σ. Έλιοτ βλέπουμε την αντίδραση του ποιητή στην πολιτική κατάσταση της Βρετανικής πρωτεύουσας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στο ποίημα, διάφοροι ξένοι έρχονται στο Λονδίνο και χάνονται «μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού» (μτφρ. Γιώργος Σεφέρης). Μέσα σε αυτούς και ο κύριος Ευγενίδης, ο Σμυρνιός έμπορας, «αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες», ξένος μέσα στην πόλη, ένας μεσάζοντας που συνδέει τις σταφίδες με τις φορτωτικές στη Λόντρα και κατά συνέπεια αντιπροσωπεύει άλλο ένα εισαγωγικό εμπόριο στη Βρετανική μητρόπολη. Θα έλεγε κανείς πως ο κύριος Ευγενίδης θα μπορούσε να είναι άλλη μια από τις μονολιθικές φιγούρες του Punch, μια προσωποποίηση του εμπορίου από ανατολάς με πρόφαση αυτή τη φορά την αύξηση στην τιμή της σταφίδας αμέσως μετά τα τραγικά γεγονότα της Σμύρνης (‘Food Prices: Shortage of Smyrna Sultanas’, The Times, 23 September 1922). Παρόλο τον αναχρονισμό, καθώς η ‘Έρημη Χώρα ολοκληρώθηκε προτού όλα αυτά συμβούν, η σύνδεση δε θα ήταν άστοχη καθώς ο κος Ευγενίδης είναι μια σατιρική φιγούρα (το όνομά του είναι ο συνδυασμός των όρων ‘ευ’ και ‘γένος’), ο οποίος θυμίζει επίσης χαρακτήρες των προπολεμικών λονδρέζικων μιούζικ χολ, που με την ιδιότητά του σαν έμπορος σταφίδας θα μπορούσε να συνδεθεί με τον κίνδυνο να μολυνθεί τάχα η βρετανική πρωτεύουσα από μεικτές ράτσες. [23]

Τέλος πράξης

Το 1922, οι διπλωματικές και οικονομικές συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών (1919) είχαν αρχίσει να φαίνονται, ενώ η δημιουργία του κράτους της Ιρλανδίας και του Βασιλείου της Αιγύπτου άλλαζαν τα δεδομένα της Βρετανικής αυτοκρατορίας. [24] Ο αφοπλισμός της Γερμανίας που υπογράφτηκε το 1919 επρόκειτο να λειτουργήσει σαν το πρελούδιο ενός γενικότερου αφοπλισμού που συζητιόταν έντονα το 1923 αλλά τελικά κατέρρευσε το 1934. [25] Το κύριο μέλημα της Βρετανίας μετά το 1919 ήταν να συντηρήσει την πρώτερή της θέση ως εμπορική δύναμη και το 1922 υπήρχαν φόβοι σχετικά με διάφορα μονοπώλια ανά τον κόσμο που επιθυμούσε να ελέγξει το Βρετανικό Γραφείο Αποικιών. [26] ‘Έχουμε ένα τεράστιο αριθμό υποχρεώσεων αυτή τη δεδομένη στιγμή,’ σημείωνε ο Winston Churchill στη βουλή το Μάιο του 1920, ‘Κολωνία, Κωνσταντινούπολη, Ιρλανδία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Ινδία. Συντηρούμε όλες αυτές τις επιχειρήσεις Βρετανικού ενδιαφέροντος με μόνο το μικρό στρατό που είχαμε πριν τον πόλεμο.’ [27] Κι έτσι, ερχόμαστε ξανά στα θέματα διαφύλαξης της βρετανικής βιομηχανίας και της εμπορικής της δύναμης, καθώς και στις γενικότερες προκλήσεις του ελεύθερου εμπορίου που προωθήθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σαν την Έρημη Χώρα του Έλιοτ, όπου το νόημα δε βρίσκεται μόνο σε αυτό που κάνουν οι χαρακτήρες αλλά και στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζουν κάποιο μοτίβο, ο κόσμος του Punch δεν αντανακλά μόνο τον υπαρκτό κόσμο που βλέπουμε αλλά και κάποιες, κατά τον Έλιοτ, ‘αντικειμενικές συσχετίσεις’ [28] του πραγματικού με το φαντασιακό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Matthew John Caldwell Hodgart, Satire (London: Weidenfeld & Nicolson, 1969), 33.
2. Iolo A. Williams, “English Comic Art – II”, The Listener, 9:208 (4 Ιαν. 1933), σσ. 16-7 (σ. 16).
3. R. G. G. Price, A History of Punch (London: Collins, 1957), σσ. 74, 81.
4. Price (1957), σ. 159: as late as 1897 “Cabinet Ministers and Field Marshals still thought it worth taking trouble to have Punch on their side”.
5. James Thompson, ““Pictorial Lies”? – Posters and Politics in Britain c. 1880-1914”, Past & Present 197 (November, 2007), σσ. 177-210 (σσ. 189-190).
6. Price (1957), σσ. 133, 224.
7. Punch, 163 (2 Αύγ. 1922), σ. 99.
8. The Times, “Need for a Trade Policy” (10 Νοέμ. 1920), σ. 13.
9. “The case for the safeguarding of dye-making rests not only on economic, but on military grounds … Chemical warfare is bound to become of increasing intensity and horror, and the nation which has chemical factories within its boundaries and a well-established chemical industry will do incalculable damage to its opponents in the next war.”
10. The Times, “Fabric Glove Duty” (07 Ιούλ. 1922), 16. Βλ. επίσης “The Fabric Glove Issue” (29 Ιούλ. 1922), σ. 16.
11. The Times, “The Dumping of German Gloves” (18 Απρ. 1922), σ. 12; The Times και “The German Glove Mystery” (19 Απρ. 1922), σ. 12.
12. The Times, “A Duty on Fabric Gloves” (14 Ιούν. 1922), σ. 10; The Times, “A Hybrid Measure” (11 Ιούλ. 1922), σ. 10; The Times, “Glove Duty Carried” (01 Αύγ. 1922), σ. 10.
13. Punch, 163 (2 Αύγ. 1922), σ. 113.
14. Punch, 164 (21 Φεβρ. 1923), σ. 186-87.
15. Punch, 163 (9 Αύγ. 1922), σ. 123. Βλ. επίσης D. Dakin, “The Importance of the Greek Army in Thrace During the Conference of Lausanne 1922-1923”, in Greece and Great Britain During World War I (1985), σσ. 211-32.
16. Punch, 163 (6 Σεπτ. 1922), σ. 229.
17. Punch, 164 (30 Μάιος 1923), σ. 507.
18. Punch, 163 (18 Οκτ. 1922), σ. 379.
19. Punch, 163 (16 Αύγ. 1922), σ. 146.
20. Owen Seaman, “Smyrna and the Profiteer”, “Punch, 163 (11 Οκτ. 1922), σ. 338, as a response to W.H. Clarke, “Profiteering in Dried Fruit”, The Times (5 Οκτ. 1922), σ. 8. Βλ. επίσης “Food Prices: Shortage of Smyrna Sultanas”, The Times (Σεπτ. 23, 1922): “The situation in Smyrna is responsible for an impending rise in the price of sultanas.” (σ. 5), Sultana, “Profiteering in Dried Fruit”, The Times (7 Οκτ. 1922), σ. 6, και “Dried Fruit Prices: High Quotations for New Season’s Crop”, The Times (6 Οκτ. 1922), σ. 13.
21. Για την κρίση στο Τσανάκ βλ. A.L. Macfie, “The Chanak Affair (Σεπτ. – Οκτ. 1922)”, Balkan Studies, 20:2 (1979), σσ. 309-41.
22. Gary B. Magee and Andrew S. Thompson, Empire and Globalisation: Networks of People, Goods and Capital in the British World, c. 1850-1914 (Cambridge: Cambridge University Press, 2010), σσ. 111, 238.
23. David Roessel, In Byron’s Shadow: Modern Greece in the English and American Imagination (Oxford: Oxford University Press, 2002), σ. 219. Currant trade, a profession for “Levantines” and “mixed breeds”, was combined in his case with him coming from a city considered by Eliot one of the dozen “potential Sarajevos” created after the convention of Versailles.
24. Michael North, Reading 1922: A Return to the Scene of the Modern (Oxford: Oxford University Press, 1999), σσ. 6-8, 24.
25. The Times, “Disarmament” (24 Ιούλ. 1923), σ. 13.
26. Carolyn Kitching, Britain and the Problem of International Disarmament, 1919-34 (London: Routledge, 1999), σ. 20. The problem of Russia’s State monopoly, fears of monopolies created around the Imperial Wireless Scheme as well as the Rutenberg monopoly regarding power stations on both sides of the Jordan, a scheme supported by the British Colonial Office, were all issues frequently discussed in 1922.
27. The Times, “Mr. Churchill and Sir H Wilson’s Speech” (21 Μάιος 1920), σ. 9.
28. Jerome Meckier, “T. S. Eliot in 1920: The Quatrain Poems and ‘The Sacred Wood’”, Forum for Modern Language Studies, 5:4 (Οκτ., 1969), σσ. 357-59.