Φιλιππομαρία Ποντάνι: Ποίηση και ιστορία

pontani

του ΦΙΛΙΠΠΟΜΑΡΙΑ ΠΟΝΤΑΝΙ

(από τον χαιρετισμό του συγγραφέα, συνεπιμελητή της ανθολογίας Poeti Greci del Novecento, που με την παρουσία του Νικόλα Κροτσέττι και την συμμετοχή του Αντώνη Φωστιέρη και του Παντελή Μπουκάλα θα παρουσιάσουμε αυτό το Σάββατο στον Πολυχώρο της Άγκυρας – Σόλωνος 124, στις 12.00 το μεσημέρι)

Η ιδέα μιας καινούργιας ανθολογίας της Νεοελληνικής ποίησης στον ιταλικό χώρο, τόσα χρόνια μετά τη σημαντικότατη έκδοση του Μάριο Βίττι, μού φάνηκε από την πρώτη στιγμή σχεδόν απαραίτητη, σχεδόν μια ανάγκη, από τη μία πλευρά για να επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι η ελληνική λογοτεχνία δεν τελειώνει με τον Πίνδαρο ή τον Καλλίμαχο, αλλά έχει κάτι να πει και στη σημερινή πραγματικότητα· από την άλλη, για να παρουσιαστούν στο ιταλικό κοινό (και μάλιστα σε βιβλίο του Μονταντόρι) πολλοί λογοτέχνες που είτε έλειπαν εντελώς από τους καταλόγους είτε είχαν μεταφραστεί από μικρότερους εκδοτικούς οίκους.

Παράξενες όμως οι συμπτώσεις της ιστορίας· μαζί με τον Νικόλα Κροτσέττι είχα επιμεληθεί το 2004 μια άλλη, πολυσέλιδη ανθολογία, που δεν περιελάμβανε εξάλλου ούτε σχόλια ούτε τα απαραίτητα εισαγωγικά σημειώματα για κάθε ποιητή ή τουλάχιστον κίνημα. Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα βρισκόταν στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων, και της τόσο απρόβλεπτης νίκης στο Ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου –και κακά τα ψέματα, η σχετική επιτυχία εκείνης της ανθολογίας οφειλόταν και σ’ εκείνα τα ιστορικά συμφραζόμενα.

Έξι χρόνια μετά, το βιβλίο που παρουσιάζουμε τώρα, συμπληρωμένο και πολύ πλουσιότερο από όλες τις απόψεις, κυκλοφόρησε σε μία εντελώς διαφορετική πολιτική και πολιτισμική ατμόσφαιρα, σε ένα κλίμα μάλιστα όπου δεν γινόταν πια λόγος για ποδόσφαιρο ή επενδύσεις, αλλά η Ελλάδα ήταν το κατ’ εξοχήν πρότυπο της χειρότερης οικονομικής κρίσης του αιώνα. Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι πολλές αναφορές και παραπομπές στο βιβλίο μας στον τύπο και βέβαια στο διαδίκτυο αφορούσαν προπάντων όχι τόσο τον Καβάφη ή τον Ελύτη (λογοτέχνες δηλαδή που διέθεταν κιόλας μια παγκόσμια αναγνώριση, τουλάχιστον ανάμεσα στο μορφωμένο κοινό, και κυκλοφορούσαν κιόλας στα βιβλιοπωλεία) αλλά την ομάδα των «ελασσόνων» στρατευμένων ή υπαρξιακών ποιητών, αυτών δηλαδή που είτε είχαν αντιδράσει άμεσα και με προσωπικό engagement στις τόσο περίπλοκες και αιματηρές πολιτικές ανησυχίες της χώρας, είτε τις είχαν αντανακλάσει στους στίχους τους, περιγράφοντας τη διαμόρφωση ή την παραμόρφωση της δικής τους προσωπικής και λογοτεχνικής συνείδησης μέσα στις τραγωδίες του 20ου αιώνα.

Η εν λόγω κατάσταση ισχύει ώς σήμερα. Σε μια γενικότερα μη ποιητική περίοδο σαν τη δικιά μας (με την έννοια του Εγγονόπουλου), όπου οι μεγάλες λυρικές φωνές λιγοστεύουν σχεδόν παντού στην Ευρώπη και οι δεκαετίες που περνούν δεν μας χαρίζουν έναν Σεφέρη ή έναν Ρίτσο, το να διαβάσουμε και να μεταδώσουμε στις επόμενες ιδιαίτερα γενιές αυτά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας είναι περισσότερο από μια ευκαιρία, είναι ένα ηθικό καθήκον. Η σχέση μεταξύ ποίησης και ιστορίας είναι μια από τις βασικότερες αιτίες (αν και βέβαια όχι η μοναδική) για τις οποίες αξίζει τον κόπο οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι να γνωρίσουν τους Έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα –και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Ιταλούς, που μοιράζονται με τους Έλληνες τόσα κοινά στοιχεία και προπάντων εκείνη τη μεσογειακή ταυτότητα που θα έπρεπε να είναι ένας βασικός πυρήνας της μελλοντικής (ενδεχόμενης πια, θα έλεγα) Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό το βιβλίο μας· για να δείξει κανείς άλλη μια φορά ότι τα αγάλματα –για να παραπέμψω σε έναν στίχο που ο πατέρας μου ιδιαίτερα τον αγαπούσε– δεν είναι μόνο στο μουσείο, αλλά ζουν και περπατούν μαζί μας.