Μετὰ τὸν βανδαλισμὸ

*

Κείμενο – Φωτογραφίες
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

Ἀπρίλιος 2024

Κατεβαίνοντας τὴ Via Toledo, στὸ δεξὶ χέρι, πρὶν τὴν Gallerie d’Italia Napoli (καὶ τὰ κολασμένα τῆς Victoria’s Secret) εἶναι ἡ περιώνυμος Via Emanuele de Deo. Τὸ ἀναφέρω αὐτὸ διότι ὅλο εὐθεία θὰ συναντήσεις τὴ γωνιὰ πού ’ναι ἀφιερωμένη στὸν τρισμέγιστο μπαλαδόρο ποὺ πάτησε ποτὲ τὰ ἅγια χώματα τοῦ ἀρχαίου ἡμῶν ἄστεως — ἕνας σύγχρονος «βωμὸς» γεμᾶτος κορδέλες, stickers, γκραφίτι, memorabilia κι ἕνα γιγάντιο murale μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνδρὸς νὰ ὑψώνεται ἴσαμε τὸν οὐρανό. Εἶναι ὁ Diego τῆς καρδιᾶς μας καὶ οἱ χιλιάδες τουρίστες ποὺ διασχίζουν τὴν ἱσπανικὴ συνοικία μὲ τὶς φωτογραφικὲς μηχανὲς στὰ χέρια, στὸ λέω· δὲν πρόκειται νὰ βροῦν στὰ μέρη μας ἄλλον Θεὸ ἀπὸ αὐτόν.

Λίγα μέτρα παραπέρα, κοντὰ στὴ Via Ipazia d’Alessandria, ἐλάχιστοι προσέχουν τὸ Palazzo Cammarota. Δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ λεπτομέρειες —πότε χτίστηκε, ἀπὸ ποιόν, σὲ τί στύλ— ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπῆρξε ἡ κατοικία τοῦ Giacomo Leopardi καὶ τοῦτο, καταλαβαίνεις, προκαλεῖ συγκίνηση. Ὁ ποιητὴς ἦρθε στὴν πόλη μας στὰ τέλη τοῦ 1833 καὶ πέρα ἀπὸ ρομαντικοὺς στίχους προσέφερε τὴ μεγαλύτερη ὑπηρεσία· νὰ πεθάνει ἐδῶ. Μάλιστα, στὸν σταθμὸ Mergellina, ἔχουμε τὸ Parco Vergiliano a Piedigrotta ὅπου ὁ ἴδιος ἀναπαύεται δίπλα στὸν συνάδελφό του Publius Vergilius Maro. Ὁ μύθος θέλει τὸν Βιργίλιο ν’ ἀποθέτει ἕνα μαγικὸ αὐγὸ στὰ θεμέλια τοῦ κάστρου ποὺ διακρίνεται μακριά, στὸ βάθος τῆς Lungomare. Στὴ μηχανορραφία ἐμπλέκονται ἔμμεσα ὁ στρατηγὸς Λούκουλλος καὶ ἡ σειρήνα Παρθενόπη, ἀφοῦ προσπάθησε ὠδικῶς νὰ ξελογιάσει τὸν Ὀδυσσέα. Τὸ αὐγὸ δὲν ἔσπασε ποτὲ καὶ λογικὸ ἦταν ἔκτοτε ν’ ἀποκαλοῦμε τὸ μέρος Castel dell’Ovo.

Νά καὶ ἡ Port’Alba, μία ἀπ’ τὶς πύλες ποὺ σώζονται τῆς παλιᾶς πόλης, τῆς σημερινῆς Spaccanapoli. Ἐκεῖ, ἀπ’ τὸ 1826, στέκει περήφανο τὸ Conservatorio di Musica di San Pietro a Majella ὅπου σπούδασε ὁ Βιντσέντζο Μπελίνι (il grande Bellini!). Τὸ ἄγαλμά του, ἀκριβῶς ἀπέναντι καὶ ταλαιπωρημένο ἀπ’ τὰ περιστέρια, μᾶς κοιτάζει ἀφ’ ὑψηλοῦ ἀπ’ τὴν ὁμώνυμη πλατεία μαζὶ μὲ τὰ Mura Greche — ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει δηλαδὴ ἀπ’ τὰ δυτικὰ τείχη. Ἂν σκάψεις κατὰ μῆκος τῆς Via Santa Maria di Costantinopoli, πίστεψέ με θὰ φέρεις στὸ φῶς καὶ τὰ ὑπόλοιπα, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε ἡ Δημοτικὴ Ἀρχὴ ἂν δὲν ἦταν τὸ ἀσήκωτο ἄγαλμα τοῦ Dante. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Πατρικία ποὺ δίνει τὸ ὄνομα στὸν δρόμο, ἦταν μία ἀπ’ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀντιτάχθηκαν σθεναρὰ στὴν ἀπομάκρυνση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀπ’ τὴ Χαλκὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινούπολης, στὰ περίεργα χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας, κατὰ διαταγὴ τοῦ Λέοντος Γ’. Τὴν ἐκκλησία της, στὸ τέλος τοῦ δρόμου πρὶν τὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο, ἀξίζει νὰ τὴν ἐπισκεφτεῖς.

Φτάσαμε αἰσίως στὴ Via dei Tribunali. Τὴν πολύβουη καὶ ὀχλώδη Via dei Tribunali. Ὁ θόρυβος τῆς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς δὲν σὲ ἀφήνει ν’ ἀκούσεις οὔτε τὴ σκέψη σου — πρόλαβες νὰ χαϊδέψεις, γιὰ καλὴ τύχη, τὴ μύτη τοῦ Pulcinella; Κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου (ποὺ τρέχουν βιαστικὰ νὰ παραγγείλουν ἕνα ἀκόμη cocktail limoncello), στὰ 40 μέτρα, ἁπλώνεται ἕνας ὁλόκληρος οἰκισμός. Εἶναι οἱ κατακόμβες τοῦ San Gennaro και τοῦ San Gaudioso ἀπὸ τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνταν νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ κρύβονταν βαθιὰ στὴ γῆ, πιστεύοντας ὅτι ὁ κόσμος καταρρέει. Στὸν πόλεμο —ὅταν οἱ βόμβες ἔπεφταν βροχή— χρησίμευσαν ὡς καταφύγιο. Πρότυπο αὐτοῦ τοῦ τεράστιου δικτύου στοῶν ὑπῆρξε τὸ ἀρχαῖο ὑδραγωγεῖο τὸ ὁποῖο κάποτε ἔφερνε στὴν πόλη ζωὴ ἀλλὰ τὸ ὁποῖο ἀργότερα, στὰ 536, ἔφερε τοὺς Οὕννους τοῦ Βελισάριου ἐντὸς τῶν τειχῶν. Μὴ νομίσεις ὅτι δὲν ἀντισταθήκαμε. Πολεμήσαμε λυσσαλέα σὲ βαθμὸ ποὺ ἡ γενναιότητά μας ταξίδεψε μέχρι τὸ ἐξωτικὸ Amalfi ὅπου, ἀκόμα καὶ σήμερα, διαβάζει κανεὶς τὰ κατορθώματά μας χαραγμένα στὸν βράχο:

Ἡ θάλασσα γνωρίζει
Τὴν προσφορά μας
Σὲ σένα, ὢ ὁδοιπόρε!
Τοῦτο μόνο νὰ θυμᾶσαι
Ὅτι πεθάναμε
Γιὰ τὴν Πατρίδα.

Ξέρω. Δὲν κάνει νὰ μιλᾶμε γιὰ θάνατο, εἰδικὰ στὶς διακοπές. Ὀρκίζομαι νὰ μὴν πῶ λέξη γιὰ Pompeii καὶ Herculaneum. Κάπως δύσκολο ὅμως ν’ ἀποφύγει ἡ ματιά σου τὰ νεκρόσημα, διάσπαρτα κολλημένα στοὺς μουτζουρωμένους τοίχους, γραμμένα μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ λιτὸ ὕφος:

Μὲς στὴν ἀγάπη τῶν δικῶν του
ἔφυγε ὁ Ρανούτσιο Τομασόνι, 56 ἐτῶν
πατέρας ὑποδειγματικὸς

Εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε ἡ ἀγαπημένη
Μαρία Ἀντάμο
χήρα τοῦ Τζουζέπε Τομάσο

Γιὰ τὰ τριανταήμερα τῆς τελευτῆς
τοῦ Μάσιμο Φραντσεσκόνε
Θεία Λειτουργία θὰ τελεστεῖ
πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς ψυχῆς του

«Ὥστε λοιπόν, παντοῦ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι». Νὰ χαρεῖς, δὲν εἶναι ὥρα γιὰ φιλοσοφίες! Δὲν ἔχουμε χρόνο. Δύο πίνακες τοῦ Καραβάτζιο ἀδημονοῦν γιὰ τὸν ἐρχομό σου. Ὁ ἕνας βρίσκεται στὸ Παρεκκλήσι Pio Monte della Misericordia, ἀνάμεσα σὲ πίνακες τοῦ Τζορντάνο καὶ τοῦ Καρατσιόλο. Πρόκειται γιὰ τὶς  Ἑπτά πράξεις τοῦ ἐλέους πάνω ἀπ’ τὴν ἁγία τράπεζα, μὲ τὸ γνωστὸ παιχνίδισμα φωτὸς καὶ σκιᾶς (chiaroscuro). Οἱ ἄγγελοι ἀπὸ ψηλά, μὲ ἀνοιχτὰ φτερά, σὲ καλωσορίζουν καὶ σὲ προσκαλοῦν νὰ κάτσεις ὅσο θέλεις. Ναί, ὑπάρχει πολυκοσμία, ἔχεις δίκιο. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ θὰ σὲ πάρω ἀπ’ τὸ χέρι καὶ θὰ σὲ πάω στὸ Fondazione Banco di Napoli, πάνω ἀπ’ τὴ Via Duomo, σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας ἀπ’ τὶς τουριστικὲς ἀγέλες. Ἐδῶ ὑπόσχομαι, θὰ εἶσαι μόνος. Πλήρωσε τὰ ἀργύρια τῆς εἰσόδου, μπὲς στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆς, πέρασε τὰ πρῶτα λιόδεντρα κι ἔλα ἀντιμέτωπος στὸ ἡμίφως μὲ τὴ Σύλληψη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰούδας χαζεύει τὸ κινητό του ἀλλὰ σὲ περιμένει· μόλις σὲ δεῖ θὰ παίξει τὸν ρόλο του, θὰ σκύψει καὶ θὰ δώσει τὸ φιλί — ὅτι τὰ πάντα προδίδονται. Ἀμέσως, ὅλα μπαίνουν σὲ τάξη. Ὁ θεάνθρωπος, οἱ στρατιῶτες, ὁ ζωγράφος κρατῶντας τὸ φανάρι. Πίσω, ἀριστερά, ὁ Ἰωάννης σὲ σύγχυση φωνάζει μὲ ἀπελπισία γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ συντελεῖται. Σκέψου. Τὸ σωτήριον ἔτος 1602 ὁ φυγόδικος Michelangelo Merisi da Caravaggio κάθησε καὶ ζωγράφισε, μέσα σὲ λίγους μῆνες, τὸ ἀριστούργημα ποὺ ἔχεις μπροστά σου. Οἱ ἱστορικοὶ τέχνης λένε ὅτι ἔλαβε παραγγελία· τὸ ἔκανε γιὰ τὴν οἰκογένεια Mattei. Ἐγὼ λέω ὅτι τὸ ἔκανε γιὰ σένα.

Ἂν σὲ βγάλει ὁ δρόμος ἐπισκέψου καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῶν ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ Via dei Greci. Προσοχὴ μόνο, οἱ Ἕλληνες ἀπουσιάζουν καιρὸ καὶ ἴσως νὰ τὴ βρεῖς κλειστή. Σὲ αυτὴ τὴν περίπτωση κατέβα τὴ Via Medina, πέρνα τὸ σιντριβάνι τοῦ Ποσειδῶνα μὲ τὰ λιοντάρια (ἱδρυτοῦ τῆς ὡραίας πόλης τοῦ Positano) καῖ πάρε μιὰν ἀνάσα στὴν εὐρύχωρη, ἕως ἀχανῆ, Piazza del Plebiscito. Ἡ ἐπιβλητικὴ Βασιλικὴ τοῦ San Francesco da Paola θυμίζει γυναίκα ποὺ ἦταν κάποτε ὄμορφη. Προσπαθεῖ νὰ δείξει νέα, βάζει τὰ στολίδια της τ’ ἀρώματά της κοιτῶντας πονηρὰ πρὸς τὸ Teatro di San Carlo. Ἔμαθα εἶσαι ἀπ’ τοὺς ἐκλεκτοὺς ποὺ βρῆκαν θέση στὰ θεωρεῖα, ἄρα θ’ ἀπολαύσεις τὸ Ρωμαῖος καὶ Ἰουλιέτα. Ὁ Προκόφιεφ δὲν ἐπέλεξε τὴ βασιλικὴν ἀτραπὸ νὰ μείνει ἐξόριστος στὸ Παρίσι τρώγοντας pain au chocolat ἀλλὰ ἐπέστρεψε στὴ χώρα του. Ἂν καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μόνο ἰδεῶδες γιὰ τὸ ὁποῖο ἀξίζει κανεὶς νὰ πεθάνει, προτίμησε νὰ δώσει διαφορετικὸ τέλος στὸ ἔργο μὲ τοὺς δύο νέους νὰ φεύγουν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς χορεύοντας στὸ ἡλιοβασίλεμα. Φυσικά, τὸ νὰ μεταφέρει αἰσιοδοξία ἡ Τέχνη σὲ ἐπαναστατικὲς ἐποχὲς θεωρήθηκε ὕβρις ὁπότε καὶ διακριτικὰ ἔλαβε σύσταση νὰ ἐγκαταλείψει μιὰ τέτοια ἀγένεια.

Μιλῶντας γιὰ ἐπιλήψιμες συμπεριφορές, ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ τὸ Palazzo delle Poste μερικὰ βήματα ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Gesù Nuovo (ἐντοπίζεις τὴν εἰρωνία;). Εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὶς μέρες ἐκεῖνες, τὶς ἁμαρτωλές, ποὺ τὸ Ἔθνος ἔπινε γάλα καὶ μεθοῦσε. Ἐννοεῖται χύθηκε πολὺ μελάνι στὸν δημόσιο Τύπο καὶ συζητήσεις ἔγιναν ἐπὶ συζητήσεων γιὰ τὸ τί δέον γενέσθαι, πῶς νὰ διαχειριστοῦμε ἀποτελεσματικά (efficientemente) τὸ φαραωνικὸ οἰκοδόμημα ποὺ κληρονομήσαμε. Τελικὰ στὰ συμβούλια ἐπικράτησαν οἱ φιλόσοφοι ―αὐτοὶ ποὺ μεθοῦν κανονικὰ μὲ aglianico― καὶ πάρθηκε ἡ ἀπόφαση ὅτι βαρύτερη τιμωρία ἀπ’ τὸ νὰ θάβεις τὴν Ἱστορία σου εἶναι νὰ τὴ μαθαίνεις. Ἔτσι, κρατήσαμε τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ διαβάζεις στὰ σκαλιὰ ἐπὶ τῆς Via Monteoliveto[1] (ὅπως κρατήσαμε καὶ τὴν ἄλλη στὸν ὀβελίσκο τοῦ Foro Italico στὴ Ρώμη)[2].

Βλέπεις πόσο παθιάζομαι ὅταν μιλάω γιὰ τὰ μέρη ὅπου μεγάλωσα· μὲ συγκινεῖ τὸ παρελθόν. Στὴ Via Mario Pagano μάτωσα γιὰ πρώτη φορὰ παίζοντας μικρὸς κυνηγητό· στὴν Chiesa di Santa Teresa degli Scalzi ἔλαβα τὴν πρώτη μου μετάληψη· πίσω ἀπ’ τὸ Παρεκκλήσι τοῦ Sansevero ἔκλεψα τὸ πρῶτο μου φιλί. Κάθε γωνιὰ τῆς πόλης φυλάει εὐλαβικὰ κι ἀπὸ μία μου ἀνάμνηση, ἀπόδειξη ὅτι δὲν κάνω λάθος· ὑπῆρξα πράγματι. Μὰ ἡ δύση δὲν ξέρει ἀπὸ στοχασμοὺς καὶ πλησιάζει. Τὰ χρώματα σιγὰ-σιγὰ γλυκαίνουν. Ἕνα ρόδινο φῶς βάφει τὰ κτήρια, τοὺς δρόμους. Τί περιμένεις; Βιάσου! Τρέξε γρήγορα στὴ piazzetta Duca d’Aosta, πάρε τὴ γραμμὴ τοῦ funicolare (στάση Augusteo) κι ἀνέβα στὸν λόφο τοῦ Vomero. Ἀπ’ τὸ μεσαιωνικὸ Castel Sant’Elmo, ἀπολαμβάνοντας τὴ θέα μ’ ἕνα ποτήρι πελασγικοῦ greco di tufo στὸ χέρι καὶ τὸν Βεζούβιο νὰ βρυχᾶται, κλεῖσε τὰ μάτια, ἄσε τὸ ἀεράκι νὰ φυσήξει τὸ πρόσωπό σου καὶ δειλὰ-δειλὰ σιγοψιθύρισε ὅ,τι λέμε σὰν προσευχὴ μὲ τὸ ποὺ σηκώνει ὁ Θεὸς τὴ μέρα ― ἐμεῖς, οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ναπολιτάνοι:

«Ὢ Νάπολη, ἄτακτο παιδὶ τῆς Καμπανίας! Μὲ τοὺς βρώμικους δρόμους σου, τὰ σκουπίδια σου, τὰ μηχανάκια σου, τὶς κόρνες σου, τὶς χειρονομίες σου, τὴν πίτσα μαργαρίτα σου, τὸν Ἂλ Καπόνε σου, τὸν Μαραντόνα σου, τὸν Καροῦζο σου, τὴ Σοφία Λῶρεν σου, τὸν Μπὰντ Σπένσερ σου, τὸν Ἀντόνιο ντὲ Κούρτις σου, τὸν Λουτσιάνο ντὲ Κρεσέντζο σου… ὢ Νάπολη, Νάπολη… ξενιτεμένο τέκνο τῶν Κυμαίων… ὅ,τι πίκρες καὶ χαρές, ὅ,τι ὀρθὰ καὶ στραβὰ καὶ νὰ μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ βανδαλισμένη σου ὕπαρξη, στὶς καρδιές μας θὰ παραμένεις πάντοτε ἡ τελευταία ἐλπίδα τῆς Οἰκουμένης».

[1] Anno 1936 XIV E.Fascista
[2] Mussolini Dux

*

~.~

 

— IL VANDALISMO —

 

*

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*

*

*