*
130 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση των «Πατρίδων» του Κωστή Παλαμά τα Χριστούγεννα του 1895
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
~.~
Θα ξεκινήσω δογματίζοντας. Οι «Πατρίδες» του Κωστή Παλαμά είναι η κορωνίδα της ελληνικής σονετογραφίας. Ως τομείς ενός άρτιου κύκλου –του αρτιότερου κύκλου του είδους που διαθέτουμε στη γλώσσα μας– τα δώδεκα αυτά ποιήματα απαρτίζουν μια σύνθεση ευρύτερη, μια σφιχτοδεμένη ενότητα που η αξία της ως όλον ξεπερνά κατά πολύ το άθροισμα των μεμονωμένων της μερών.
Έργο του 1895, όταν ο Παλαμάς είναι 36 ετών, οι «Πατρίδες» πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας τα Χριστούγεννα της ίδιας εκείνης χρονιάς στην Εφημερίδα, «το αρχαιότερον των εν Ελλάδι ημερησίων φύλλων», που ίδρυσε ο Δημήτριος Κορομηλάς. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1904, θα βρουν τη θέση τους στη σημαδιακότερη συλλογή του δημιουργού της, την Ασάλευτη ζωή. Σε ό,τι αφορά τη μορφή τους, τα σονέτα των Πατρίδων συμμορφώνονται προς το κλασσικό πετραρχικό υπόδειγμα, οι ρίμες στις οκτάβες τους είναι τετραπλές, ΑΒΑΒΑΒΑΒ ή σπανιότερα ΑΒΒΑΑΒΒΑ, ενώ τα τρίστιχα ομοιοκαταληκτούν ποικιλοτρόπως. Αντί του ιταλικού ενδεκασύλλαβου ωστόσο, κι αυτή είναι η κύρια απόκλισή του από το πετραρχικό σχήμα, ο Παλαμάς επιλέγει τον δεκατρισύλλαβο, στίχο που είχε καθιερώσει λίγα μόλις χρόνια πριν ο Ιάκωβος Πολυλάς με τη μετάφραση του σαιξπηρικού Αμλέτου (1889).
Ως προς το περιεχόμενό τους, τα σονέτα των «Πατρίδων» είναι διαρθρωμένα ως κλίμακα: καθένα τους αντιστοιχεί και σ’ ένα σκαλοπάτι μιας αργής μυητικής ύψωσης – του Ποιητή προς τον Κόσμο. Έτσι, τον παρακολουθούμε να ανέρχεται σταδιακά από τους τόπους της προσωπικής του βιογραφίας προς αυτούς της μείζονος ιστορίας που στην πορεία του επέχουν θέση σταθμού και συμβόλου. Στα τελευταία σονέτα του κύκλου η μυητική ανάβαση εκτείνεται ακόμη περισσότερο ώστε να περιλάβει και τους τόπους που ο ποιητής προσπελάζει όχι πλέον βιογραφικά ή ιστορικά, αλλά με όχημά του τη σκέψη, τον μύθο και την φαντασία – για να καταλήξει στα δύο νοερά άκρα της συμπαντικής κλίμακας: τον αστρικό και γαλαξιακό Μεγάκοσμο, από τη μια, και τον Μικρόκοσμο των Πρωταρχικών Στοιχείων, από την άλλη.
Ο τίτλος του κύκλου πρέπει να νοηθεί συνεπώς στην ευρύτερή του έννοια, ως ανοιχτή αενάως διερώτηση. Ποια είναι η Πατρίδα του ανθρώπου, αυτό ρωτά ο Παλαμάς: ο τόπος που γεννήθηκε, ο τόπος που έζησε ή έτυχε να ταξιδέψει, ο τόπος που ονειρεύτηκε απλώς αλλά ουδέποτε αξιώθηκε να δει, οι μεγάλοι τόποι της ιστορίας που τον καθόρισαν ή αυτοί που έπλασε με την πρώτη ύλη της σκέψης και της ποίησης; Και η απάντηση που δίνει, είναι ανάλογη: όπως το εγώ του ανθρώπου δεν είναι ποτέ ένα, έτσι και οι πατρίδες του είναι πολλαπλές, είναι συγχρόνως πλάσματα της πείρας και της επιθυμίας, τόποι απτοί και άπιαστοι. Η ανθρώπινη ψυχή είναι καταδικασμένη να παλινδρομεί ανάμεσά τους ατελεύτητα, να παλινωδεί διαρκώς από την εστία στην περιπλάνηση, και από την εξορία στον νόστο.
~.~
Το πρώτο ποίημα του κύκλου είναι αφιερωμένο στη γενέθλια Πάτρα. Στην αχαϊκή πρωτεύουσα, ο Παλαμάς θα ζήσει εφτά μόλις χρόνια, από τη γέννησή του το 1859 ώς το 1866 όταν, μετά τον θάνατο και των δύο γονιών του μέσα σε σαράντα μέρες τον χειμώνα του 1864-65, θα μετοικήσει «πεντάρφανο παιδάκι» στο Μεσολόγγι, στο σπίτι του θείου του Δημητρίου Παλαμά. «Πατέρα και μητέρα δεν τους γνώρισα», θα γράψει στις “Εκατό φωνές”. Και πράγματι, το σονέτο μετά τις εντυπωτικές περιγραφές από την πολυθόρυβη πολιτεία κατακλείει σαν σιγανός απόηχος η «γλυκειά μισοσβησμέν’ εικόνα» της μητέρας του.
α΄
Όπου βογκάει το πολυκάραβο λιμάνι
απ’ άγριο κύμ’ απλώνεται δαρμέν’ η χώρα,
και δε θυμάται μήτε σαν ονείρου πλάνη
τα πρωτινά μετάξια της τα πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ’ αμπέλια την πλουτίζουν τώρα,
το κάστρο της φορεί, παλαιικό στεφάνι,
δίψα του ξένου, Φράγκου, Τούρκου, από την ώρα
που το διπλοθεμέλιωσαν οι Βενετσάνοι.
Ένα βουνό αποπάνω της αγρυπνοστέκει,
κι ο Παρνασσός λευκοχαράζει στον αέρα
βαθιά, κι ο ρουμελιώτης ο Ζυγός παρέκει·
αυτού πρωτάνοιξα τα μάτια μου στη μέρα,
κι η μνήμη μου σαν όνειρο του ονείρου πλέκει
γλυκιά μισοσβησμέν’ εικόνα, μια μητέρα.
Δεύτερος σταθμός των παλαμικών Πατρίδων, μετά τη γενέθλια Πάτρα, το Μεσολόγγι. Στο σπίτι του θείου του, ο ορφανός πια από πατέρα και μητέρα Κωστής, θα ζήσει τα επόμενα δέκα χρόνια. Δεν θα είναι χρόνια ευφρόσυνα. Η διάλυση της οικογένειας (στο Μεσολόγγι θα έχει μαζί του μόνο τον αδελφό του Χρίστο, ο μικρότερος Νίκος θα σταλεί σε συγγενείς στην Τεργέστη) θα είναι βαριά σκιά στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Επιπροσθέτως, η αυστηρότητα του νέου περιβάλλοντος και η σκαιότητα των δασκάλων στο σχολείο θα προκαλέσει στο παιδί ένα αίσθημα μόνιμης ταραχής και θλίψης που θα γίνει προσάναμμα στο μετέπειτα έργο του.
β΄
Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι,
από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα,
ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,
μ’ έριξ’ εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.
Εκεί ο Βοριάς με τη Νοτιά, εκεί η πλημμύρα
σε μάχη με τη ρήχη βρίσκεται μεγάλη,
μακριά, μες στου πελάγου τον καταποτήρα,
του ήλιου χάνεται το υπέρλαμπρο κοράλλι.
Εκεί απ’ της τρίκορφης Βαράσοβας τα ύψη,
σαν από πύργου δώμα, δέσποινα η Σελήνη
στα ολόστρωτα νερά την όψη της θα σκύψει·
μα την αθώα εκεί παιδιάτικην ειρήνη
και πουθενά δε γνώρισα· μόνο τη θλίψη·
και τη σπίθα του νου που μια φωτιά έχει γίνει.
Τρίτος σταθμός, η Αθήνα. Ο ποιητής φτάνει το 1875, 16χρονο παιδί, στην πρωτεύουσα του μικρού τότε Βασιλείου, για να εγγραφεί στη Νομική Σχολή. Η θητεία του στα νομικά έδρανα δεν θα ευδοκιμήσει, γρήγορα θα τον απορροφήσει η δημοσιογραφία και η, συχνά σκληρή, βιοπάλη της. Μεταξύ άλλων θα χρηματίσει κοινοβουλευτικός συντάκτης στο Μη Χάνεσαι και δικαστικός ρεπόρτερ της Ακροπόλεως του Βλάση Γαβριηλίδη.
Ποιήματα γράφει ήδη από τα δέκα του, σιγά σιγά έρχονται και οι πρώτες δημοσιεύσεις. Οι εντυπώσεις του νεαρού ποιητή από το Άστυ δεν πρέπει να υπήρξαν σπουδαίες, φαίνεται αυτό κι από τα σαρκαστικά δημοσιογραφικά του κείμενα ιδίως όπου περιγράφει τους βουλευτές και τους δημόσιους άνδρες. Στο ποίημά του για την Αθήνα, η σύγχρονη πόλη περίπου απουσιάζει, λόγος γίνεται μόνο για την μαγευτική αττική φύση και το λαμπρό παρελθόν. Όσο για τους Συναθηναίους του, ο Παλαμάς μόλις που καταδέχεται να τους αναφέρει, εκεί προς το τέλος του ποιήματος, παρουσιάζοντάς τους σαν όχλο που παρασιτεί σε βάρος της προγονικής δόξας.
Ο τελευταίος στίχος, βαρύς, σιβυλλικός, είναι εις εαυτόν, σμίγοντας τα ιδιωτικά με τα δημόσια, το φως με το σκοτάδι, το πριν και το τώρα. Βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά του παλαμικού δυαδισμού, της διαρκούς και επώδυνης αμφιρρέπειας που θα σφραγίσει όλο το μετέπειτα παλαμικό έργο.
γ΄
Εδώ ουρανός παντού κι ολούθε ήλιου αχτίνα,
και κάτι ολόγυρα σαν του Υμηττού το μέλι,
βγαίνουν αμάραντ’ από μάρμαρο τα κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ενός Ολύμπου η θεία Πεντέλη.
Στην Ομορφιά σκοντάβει σκάφτοντας η αξίνα,
στα σπλάχνα αντί θνητούς θεούς κρατά η Κυβέλη,
μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζ’ η Αθήνα
κάθε που τη χτυπάν του Δειλινού τα βέλη.
Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι·
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,
ο λαός των λειψάνων ζει και βασιλεύει
χιλιόψυχος· το πνεύμα και στο χώμα λάμπει·
το νιώθω· με σκοτάδια μέσα μου παλεύει.
Ο τέταρτος σταθμός των «Πατρίδων» διαφέρει. Με την Πάτρα, το Μεσολόγγι, την Αθήνα –τους τρεις πρώτους– τον συνδέει η ίδια του η βιοπορία: σ’ αυτούς κατά σειρά γεννήθηκε, μεγάλωσε και έδρασε ώς το τέλος της ζωής του. Στα υπόλοιπα εννέα σονέτα της σειράς, οι πατρίδες είναι πνευματικές, οι τόποι και τα πράγματα που έθρεψαν την σκέψη και τη φαντασία του. «Η Ποίησις είναι κυρίως η συμβολική, ήτοι η συνθετική, με άλλους λόγους η κεκαλυμμένη και όχι πάντοτε η ευκολονόητος έκφρασις της ψυχής του κόσμου», γράφει σε άλλη αφορμή τον Απρίλιο του 1892, τρία χρόνια πριν τη σύνθεση και τη δημοσίευση του κύκλου.
Πράγματι, αυτός ο εφ’ όρου ζωής «αταξίδευτος» (χαρακτηρισμός του ίδιου του Παλαμά), ο ποιητής που μυθολόγησε την «ασάλευτη ζωή», από εδώ κι εμπρός μας ταξιδεύει πρωτίστως συμβολικά. Το τέταρτο ποίημα της σειράς μάς φέρνει στο Ιόνιο και τη γη των Φαιάκων, στο νησί που ενώνει την Ανατολή και τη Δύση – στην Κέρκυρα: «εκεί η ψυχή μου ορέχτηκε να γλυκοζήσει».
Τι ελκύει τον ποιητή στην Κέρκυρα, τόπο που ποτέ δεν αξιώθηκε να αντικρίσει με τα μάτια του; Μας το φανερώνει μόνο στην τελευταία στροφή του ποιήματος: «του Σολωμού η σκιά». Όλο το ποίημα έτσι φωτίζεται αναδρομικά, ο Παλαμάς αινεί το νησί όπου πλάστηκε μια «νέα φωνή ελληνίδα» και μια νέα υψηλή ποίηση ώριμη να ξανασηκώσει ψηλά τη σκυτάλη του Ομήρου και του Δημόδοκου. Η ποιητική τέχνη, η δημοτική γλώσσα, ο σολωμικός λόγος: Πατρίδες κι αυτές του Κωστή Παλαμά.
δ΄
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου,
εκεί η ψυχή μου ορέχτηκε να γλυκοζήσει
στο μεγαλόπετρο όραμα της γης του Πύρρου,
εκεί που χύνονται σαν ομορφιές ονείρου
η μάνα της αυγής, της αρμονίας η βρύση.
Τ’ αθάνατου Τυφλού με νέα φωνή ελληνίδα
σοφά εκεί πέρ’ αντιλαλούν οι ραψωδίες,
εκεί αναπνέει από τα ρόδα ευωδίες
του Σολωμού η σκιά σε Ηλύσια, και τεχνίτης
εκεί της λύρας ξαναζεί και την πατρίδα
και τη δόξα ο Δημόδοκος υμνεί της Κρήτης.
Η πέμπτη «Πατρίδα» εκ πρώτης όψεως ξαφνιάζει. Όπως ήδη η τέταρτη, η Κέρκυρα, αλλά και όλες όσες του λοιπού θ’ ακολουθήσουν, είναι κι αυτή μια πατρίδα νοερή, της φαντασίας, και όχι της βιογραφίας. Επιπλέον όμως, με αυτήν ο ποιητής, για πρώτη φορά στα δώδεκα σονέτα του κύκλου, περνά τα όρια του ελληνικού κόσμου.
Πρόκειται για την Αίγυπτο. Όχι όμως την ελληνιστική Αίγυπτο, εκείνη του γιου του Φιλίππου και των Πτολεμαίων, της Αλεξάνδρειας και της σοφής της Βιβλιοθήκης. Ο Παλαμάς μνημονεύει σχεδόν αποκλειστικά πρόσωπα και πράγματα της προελληνικής και μεθελληνικής περιόδου της χώρας του Νείλου: την Ίσιδα, τον Όσιρη, τον Ρα, λωτούς και σφίγγες, τις μελαψές φυλές που την κατοικούν. Ήδη με τις πρώτες λέξεις του ποιήματος («Ξενοσπαρμένα ονείρατα») δηλώνει ανοιχτά ότι μας μεταφέρει σε έναν τόπο ποθεινό μεν, αλλά αλλότριο και όχι οικείο.
Τι συμβολίζει αυτός ο τόπος στη σκέψη του Παλαμά; Οι ερωτικές ιδίως εικόνες του ποιήματος, πείθουν: τη ζωή της σάρκας και των αισθήσεων. Όπως συνήθως στον Παλαμά, έχουμε να κάνουμε κι εδώ μ’ ένα σχήμα διαλεκτικό, η αντίθεση γίνεται ευκρινής με το σονέτο που ακολουθεί, το έκτο της σειράς, το οποίο ξεκινάει με τον στίχο: «Αμαρτωλός καλογερεύω στ’ Αγιονόρος». Η Αίγυπτος εδώ είναι η λαγγεμένη Ανατολή των παθών και των ενστίκτων. Ας προσεχθεί και ένα άλλο μείζον σύμβολο του Παλαμά που εδώ πρωτοκάνει ίσως την είσοδό του στο έργο του: ο ίσκιος της φοινικιάς.
ε΄
Ξενοσπαρμένα ονείρατα μες στα όνειρά μου.
Τάχα μια λίμνη, των αρχαίων η Μαρεώτις·
κι έστρωνε με τον Όσιρη κρεβάτι γάμου
η θεά που πάντα σκεπαστό το πρόσωπό της.
Τάχ’ από τάφους, βάθη αγέλαστα, μπροστά μου
άστραφτε κι η Ζωή με το χαμόγελό της,
έκαιγε δίψα λιβυκή μες στην καρδιά μου,
ο Ρα χτυπούσε πύρινος παντού τοξότης.
Τα δόντια αγνάντια μου έτριζε κάτι σα σκρόφα,
κι ήταν η σκλάβα κι η άγρια ψυχή του Αράπη·
κυλούσε ο Νείλος τα νερά τα κοσμοτρόφα,
κι εγώ λωτοστεφάνωτος έπλεκα τάχα
στης φοινικιάς τον ίσκιο, σαν αγρίμι, αγάπη
με σφιγγοπρόσωπη κι ορθόστηθη Φελάχα.
Το έκτο σονέτο των «Πατρίδων» συνδέεται αντιθετικά με το πέμπτο. Και η αντίθεση δεν θα μπορούσε να είναι εντονότερη: από την αχανή γη του Νείλου μεταφερόμαστε τώρα στον κλειστό μοναστικό βίο του Άθωνα. Και από τις τέρψεις της χοϊκής Ζωής, που ερωτεύεται και χαμογελά παντού, περνάμε στο κελλί της επώδυνης στέρησης, στη σκήτη της μετάνοιας και της ψυχικής αγωνίας.
Όλες αυτές οι αντινομίες είναι καταστατικές στον Παλαμά. Ιδίως η διαρκής αντιμέτρησή του με την Αμαρτία, ο «κασσιανισμός» του όπως θα τον αποκαλέσει αργότερα. Η Αμαρτία, ως βασανιστική τύψη, ως επίγνωση αθεράπευτης ανεπάρκειας, ως Κόλαση ενθαδική αντιμάχεται διαρκώς τα καλέσματα της εδεμικής Κτίσης (εδώ του πάμφωτου Αιγαίου πελάγους). Εντέλει είναι το άλλο όνομα της ανθρώπινης κατάστασης: η ζωή είναι μια διαρκής ποινή, οι πρόσκαιρες τέρψεις της δεν αλλοιώνουν αυτόν τον ανεξάλειπτα τιμωρητικό της χαρακτήρα. Καμιά επαγγελία περί Λυτρώσεως δεν γίνεται ποτέ να ευοδωθεί.
Όπως στον Ρίλκε, έτσι και στον Παλαμά οι δεήσεις και οι προσευχές μας είναι καταδικασμένες να μένουν ες αεί αναπάντητες, φανερώματα κι αυτές της ριζικής ανεστιότητας του ανθρώπου. «Μα σκέπη από κανέναν Ουρανό / δεν περίμενα, ούτε περιμένω», θα γράψει σ’ ένα άλλο του δεκατετράστιχο κάμποσες δεκαετίες αργότερα.
ϛ΄
Αμαρτωλός καλογερεύω στ’ Αγιονόρος,
με καίει ο Σατανάς κι η Κόλαση με τρώει,
σε βαθύ πλάνο ρέμα πνίγομαι οδοιπόρος,
είν’ η ψυχή μου χαλασμός και μοιρολόι.
Το Αιγαίο γαλάζιος θησαυρός σμαραγδοφόρος,
ο ουρανός και η γη σα Δάφνης και σα Χλόη,
φυτρώνει της ζωής λαχταριστός ο σπόρος,
βυζαίνεται απ’ των Όντων το μελισσολόι
των Όλων ο χυμός. Όλυμπος, Πήλιον, Όσσα,
πελάγου κάθε κόρφος, κάθε στεριάς γλώσσα,
η λιμνοφάνταστη Κασσάντρα, η Θράκη, γάμου
φορούνε φόρεμα, κι εγώ; «Κύριε, γίνου
Σωτήρ μου!» Και θολώνω με τα δάκρυά μου
το θείο Βρέφος, ζωγραφιά του Πανσελήνου.
Το έβδομο και το όγδοο σονέτο αλληλοσυμπληρώνονται. Μετά τα νοερά ταξίδια του στις όχθες του Νείλου και τον Άθωνα –μετωνυμίες του σαρκικού αισθησιασμού και της πνευματικής άσκησης, τόπους συμβολικούς της αμαρτίας και της μετάνοιας, αντίστοιχα–, ο Παλαμάς επιστρέφει στην κυριολεξία της γεωγραφίας. Για πρώτη, και τελευταία, φορά στις «Πατρίδες» μιλάει γενικά για την Ελλάδα.
Και εδώ το δυαδικό σχήμα είναι κυρίαρχο. Ο ποιητής αντιπαραθέτει τις δυο Ελλάδες της Ιστορίας: το μικρό Ελληνικό Βασίλειο του καιρού του, από τη μια, με τον μείζονα Ελληνισμό ιδίως στη πολιτιστική του διάσταση, από την άλλη, το ταπεινό παρόν με το μεγαλειώδες παρελθόν. Η πρώτη Ελλάδα μετά βίας φτάνει ώς την κοιλάδα των Τεμπών και τον μυχό του Αμβρακικού κόλπου: ο Παλαμάς θυμίζω γράφει στα 1895, η Θεσσαλία και η Άρτα μόλις το 1881 είχαν προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος – γι’ αυτό και αποκαλεί την Ήπειρο «κομματιασμένη».
Αντίθετα, η δεύτερη, η μείζων Ελλάδα της διαχρονίας, απλώνεται από το πέλαγος του Αδρία στα δυτικά, ώς τις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου στ’ ανατολικά, κι απ’ τον Ίστρο των Αρχαίων στα βόρεια, ώς το Κάβο Ματαπά των σημερινών ναυτικών, την νοτιότερη ακρώρεια της χερσονήσου του Αίμου. Περιλαμβάνει δηλαδή όλα σχεδόν τα Βαλκάνια και τη δυτική Μικρασία. Αυτή η μείζων Ελλάδα παρουσιάζεται «διπρόσωπη», έχει κορυφώσεις της ιστορικές την Αθήνα του χρυσού αιώνα και την αυτοκράτειρα Πόλη. Μάλιστα, προσωποποιείται από τον ποιητή που στο δεύτερο σονέτο της απευθύνει τον λόγο.
Η πρώτη, η τωρινή, είναι η «Ρωμιοσύνη η πολύπαθη», η φτωχή και η τυραννισμένη πατρίδα. Ο Παλαμάς όμως της πλέκει το εγκώμιο όχι μόνο για τη φυσική της ομορφιά αλλά και γιατί παρά τις ιστορικές κακουχίες, πάντα συντηρεί και περισώζει μέσα της τη δεύτερη, τη «βασίλισσα Ελλάδα». Το φρόνημα των ακριτών εξακολουθεί να εμπνέει τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας. Και μες στη σιγαλιά της αττικής νύχτας, ασίγαστη η «λίγεια μινύρεται»: μελωδούν οι αθάνατοι στίχοι της Τραγωδίας.
ζ΄
Η Ρούμελ’ είναι μια κορόν’ από ρουμπίνι,
κι είν’ ο Μοριάς μια σμαραγδένια λαμπυράδα,
κι εφτάδιπλο τα Εφτάνησα είναι μπουγαρίνι,
νεράιδα είν’ αφρογέννητη κάθε Κυκλάδα.
Κομματιασμένη κι η Ήπειρο γελάει κι εκείνη,
κι η Θεσσαλία σκορπίζει μια ξανθή ομορφάδα•
κρυμμένη στην πολύπαθη τη Ρωμιοσύνη
σα να ξανοίγω τη βασίλισσα Ελλάδα.
Ακόμα το έλατο της λεβεντιάς φουντώνει,
κι απ’ των αιώνων τους καημούς κι από τα πάθη
του Διγενή η πνοή παντού χυμένη πλάθει
Κανάρη, Καραϊσκάκη και Κολοκοτρώνη·
και μες στης χρυσοπράσινης νυχτιάς τα βάθη
ακόμ’ αργολαλεί του Κολωνού τ’ αηδόνι.
η΄
Από το Δούναβη ώς την άκρη του Ταινάρου
κι από τ’ Ακροκεραύνια στη Χαλκηδόνα
διαβαίνεις, πότε σαν της θάλασσας Γοργόνα,
πότε σαν άγαλμ’ από μάρμαρο της Πάρου.
Πότε κρατάς τη δάφνη από τον Ελικώνα
και πότε ορμάς με τη ρομφαία του βαρβάρου,
και μες στο πλάτος του μεγάλου σου λαβάρου
βλέπω διπρόσωπη ζωγραφισμέν’ εικόνα.
Εδώ ιερός ο Βράχος φέγγει σαν τοπάζι
κι ο λευκοπάρθενος χορός των Κανηφόρων
προβαίνει και τον πέπλο της θεάς ταράζει·
και πέρ’ αστράφτουν τα ζαφείρια των Βοσπόρων,
κι απ’ τη Χρυσόπορτα περνώντας αλαλάζει
ο θρίαμβος των νικητών Αυτοκρατόρων!
Το ένατο σονέτο των «Πατρίδων» είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη Φαντασία. Με τον τρόπο των μεγάλων ρομαντικών, o Παλαμάς εδώ στρέφεται προς τα έσω. «Nach Innen geht der geheimnisvolle Weg», έλεγε έναν αιώνα πρωτύτερα ο Νοβάλις, «προς τα έσω οδηγεί ο μυστικός δρόμος». Ο κόσμος της Φαντασίας είναι ο κόσμος της Υπέρβασης, η κατάδυση μέσα της είναι το μόνο ταξίδι που αξίζει ποτέ να κάνουμε, μόνο σ’ αυτήν μπορούμε να βιώσουμε τον ου τόπο που μάταια αναζητάμε αλλού. Η Φαντασία καταλύει όλα τα εμπόδια που μας καθηλώνουν, πραγματώνει όλα τα όνειρά μας, και τα πιο ανομολόγητα, ικανοποιεί όλους τους πόθους μας. Κάνει τα απόμακρα απτά, τα άγνωστα γνωστά, μεταμορφώνει ακόμη και τον παρακατιανό και τον ριζωμένο στο χώμα σε κοσμοπλόο και κοσμοκράτορα.
Αν ο Οδυσσέας χρειάστηκε τους Φαίακες και το καράβι τους για να επιστρέψει στην Ιθάκη, οι ναυτιλόμενοι στις θάλασσες της φαντασίας δεν έχουν ανάγκη την ξένη βοήθεια. Τίποτε δεν τους είναι απρόσιτο, κανένα γεωγραφικό μήκος και πλάτος, καμιά εξωτική ήπειρος. Τα πάντα ασπαίρουν στα «βάθη της ψυχής τους» και τους περιμένουν, φτάνει να είναι πρόθυμοι να βουτήξουν στα κρύφια νερά της. Εντέλει, Φαντασία και Ψυχή συνωνυμούν. Ο Παλαμάς θα επαναλάμβανε, αν τους ήξερε, τους στίχους του Γέητς: «κατάλαβα ότι ψυχή έχει Ένα, / η φαντασία η άψυχη του ανθρώπου.»
θ΄
Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία,
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι,
κυλάει· κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,
πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη,
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ’ η απελπισία,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τ’ είμαι; Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβόλο
απάνου, που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.
Με το δέκατο σονέτο συνεχίζεται η περιπλάνηση του ποιητή στον κόσμο της φαντασίας, που πρωτοξεκίνησε στο ένατο. Όμως εδώ η Φαντασία δεν είναι η ατομική, υποκειμενική φαντασία, αλλά η φαντασία η συλλογική. Αυτή που η έκφρασή της αποκρυσταλλώνεται σ’ ένα αφήγημα υπερπροσωπικό και γι’ αυτό καθολικό: τον Μύθο.
Ο Παλαμάς ανακαλεί ποικίλους μύθους, Ελληνίδες καλλονές, υπερβόρειους θεούς, την θρυλική βασίλισσα του Σαββά, τους τρεις Μάγους με τα δώρα, τη βυθισμένη Ατλαντίδα. Και μέσα στην μνημονική τους ανάκληση βρίσκει ξανά την πρώτη ύλη της ποίησης, τον γόνιμο σπόρο της δικής του δημιουργίας.
ι΄
Ταξιδευτής, ήβρα σ’ ακύμαντα πελάγη
την Καλυψώ, και την πεντάμορφη Ελένη,
και πήγα και με πότισαν οι Λωτοφάγοι
τη λησμονιά των όλων τη μακαρισμένη.
Μέσα στη χώρα την ηλιοπλημμυρισμένη
στου Υπερβορείου στάθηκα θεού το πλάγι·
μια νύχτ’ –απάντεχη φεγγοβολιά και ξένη–
το μυστικό τ’ Αστέρι μὄδειξαν οι Μάγοι.
Και του Σαβά τη ρήγισσα στο θρόνο είδα,
ψυχή, στα δάχτυλα ν’ αφήνει φως για χνούδι,
κι αντίκρισαν τα μάτια μου την Ατλαντίδα
σαν έν’ απίστευτο του Ωκεανού λουλούδι.
Κι όλων αυτών η μνήμη τώρα κι η φροντίδα
μου γίνεται ρυθμός και στίχος και τραγούδι.
Προτελευταίο πάτημα πριν το κεφαλόσκαλο, στο ενδέκατο σονέτο των Πατρίδων, ο Παλαμάς, αφού πρώτα μας έχει ταξιδέψει στους τόπους του βιώματος και της ιστορίας, του μύθου και της φαντασίας, μας μεταφέρει πλέον στον Μεγάκοσμο. Στα 1895, όταν γράφει, ο Έντγουιν Χάμπλ και οι αστρονόμοι και δεν έχουν φέρει ακόμη στο φως την πληθύ των κόσμων. Ο ενικός Γαλαξίας εδώ ομωνυμεί συνεπώς με ό,τι αποκαλούμε σήμερα Σύμπαν. Ο Παλαμάς ιστορεί τον συμπαντικό αυτό Γαλαξία ως «ήλιων ωκεανό» (τι εικόνα!) και απαριθμεί μερικούς από τους μείζονες ζωδιακούς σχηματισμούς (όπως το Αμάξι, δηλ. τη Μεγάλη Άρκτο), τους αστερισμούς, και τα ουράνια σώματα που τον απαρτίζουν. Ενδιαφέρον έχει η ορφικής έμπνευσης εικόνα της τρίτης στροφής, όπου οι θεώνυμοι Πλανήτες (Κρόνος, Άρης, Αφροδίτη) έλκονται από τον δρακόμορφο Ηρακλή («ὅτι θεὸς δράκων ἑλικτός»).
Το ποίημα καταλήγει και πάλι αντιθετικά. Απέναντι στην ιλιγγιώδη πανγκινησία των κόσμων, η ανθρώπινη ψυχή μένει ασάλευτη. Απέναντι στη δική τους προρρυθμισμένη και προβλέψιμη τροχιά, εκείνη αγνοεί ολότελα την προέλευση και τον προορισμό της.
ια΄
Γύρω στο εφτάστερο τ’ Αμάξι ουρανοδρόμοι
αμέτρητοι, γιγάντων κόσμοι και θηρίων,
ο Γαλαξίας, ήλιων ωκεανός, ο Ωρίων,
τα Ζώδια, του Απείρου τέρατα και τρόμοι.
Μουγκρίζει ο Λέων στην ερημιά των αιθερίων,
κι η Λύρα παίζει, και σαν τρόπαιο και η Κόμη
της Βερενίκης δείχνεται, ρυθμοί και νόμοι
μέσα στο χάος χάνονται των μυστηρίων.
Και με τον Ήλιο Κρόνος, Άρης, Γη, Αφροδίτη,
σέρνονται, φεύγουν, τρέχουνε κυνηγημένοι
προς του Ηρακλή το μεγαλόκοσμο μαγνήτη.
Μόνο η ψυχή μου σαν το πολικό τ’ αστέρι
ασάλευτη, όμως λαχταρίζοντας προσμένει·
δεν ξέρει από πού έρχεται, πού πάει δεν ξέρει.
Μνημειώδης κατακλείδα μνημειώδους σύλληψης, το δωδέκατο και τελευταίο σονέτο των «Πατρίδων» μάς μεταφέρει από τον Μακρόκοσμο στον Μικρόκοσμο. Για πρώτη φορά συναντάμε εδώ τη λέξη του τίτλου, πρώτη πρώτη στο ποίημα και υπογραμμισμένη με θαυμαστικό: «Πατρίδες!» Όμως ως κατηγορούμενο, όχι του θεατού κόσμου πια, αλλά του αθέατου.
Έχοντας θέσει στο αμέσως προηγούμενο σονέτο, το ερώτημα της προέλευσης και του προορισμού του ανθρώπου, ο Παλαμάς εδώ το απαντά με τον τρόπο των Προσωκρατικών και των Πυθαγορείων. Ο άνθρωπος με τα βασικά του γνωρίσματα (όνειρα, σκέψη, πάθη, σάρκα) είναι κι αυτός δημιούργημα των τεσσάρων πρωταρχικών Στοιχείων που συνθέτουν το Παν: Αέρας, φωτιά, νερό, γη. Αυτά τον γεννούν και σ’ αυτά επιστρέφει όταν περνά στη «γαλήνη των μνημάτων», στην πρώτη και έσχατη ευτυχία της Ανυπαρξίας.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που είμαστε παροδίτες και πρόσκαιροι, τα Στοιχεία είναι αιώνια και ακατάλυτα. Τι συγκρατούν, τι μένει εντέλει από το φευγαλέο μας πέρασμα; Το αντιλάλημα ενός τραγουδιού, ενός ελέγου λυρικού: «ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα». Ακόμη και μέσα στην απρόσωπη και ρωμαλέα κοσμική αρμονία, αντηχεί πάντα κάτι από τον θρήνο, κάτι από την οδύνη του προσωπικού λυρισμού.
ιβ΄
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!
Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων.
Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο,
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα
του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
*
*
*

