
*
της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Η ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με την Ρωσία, στη βάση του κοινού, ορθόδοξου, δόγματος και των κοινών ιστορικών δεσμών, που πήγαιναν πίσω στο Βυζάντιο, θεωρούνταν δεδομένη στην δυτική Ευρώπη των Νεώτερων Χρόνων, και ανάλογα λαμβάνονταν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις της σχέσης αυτής. Από τα τέλη όμως του 18ου , και ολόκληρον τον 19ο αιώνα, ο σύνδεσμος αυτός απέκτησε, στην Δυτική αντίληψη, έναν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, που διήρκεσε, και συνέβαλε αργότερα, την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, στη διαμόρφωση του Δυτικού ιδεολογήματος στην αντιπαράθεση της Δύσης με την Ρωσία. Οι λόγοι και τα κίνητρα για την ιδεολογικοποίηση αυτή πρέπει να αναζητηθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν την εποχή αυτή στην Ευρώπη, την ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα της μεταναπολεόντειας εποχής, και τις φιλοδοξίες και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις ευρωπαικές Δυνάμεις. Βάση, πλαίσιο και αρχικό πεδίο για την προβολή της, υπήρξε η εντεινόμενη τα χρόνια αυτά αντιπαράθεση ανάμεσα στις υπόλοιπες Δυνάμεις και την Ρωσία σχετικά με το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –το γνωστό ΄Ανατολικό Ζήτημα΄– αντιπαράθεση, που μετεξελίχθηκε αργότερα, σε άλλη βάση και με διαφορετικούς όρους, αλλά με πολλές κοινές ιδεολογικές αναφορές, στη σύγκρουση ανάμεσα στην ΄ελεύθερη΄ Δύση και το διαχρονικά ΄ολοκληρωτικό΄ ρωσικό κράτος.
Ρόλο στην συγκεκριμένη αυτή εξέλιξη, στην αρχική της κυρίως φάση, έπαιξε και η αντίστοιχη, την ίδια περίοδο, πολιτικοποίηση της σχέσης τους με την Ρωσία από τους σύγχρονους Έλληνες, οι οποίοι διεκδικούσαν την επιστροφή τους στο ιστορικό προσκήνιο, και παρέμειναν εμφατικά προσκολλημένοι στην προσδοκία της ρωσικής αρωγής, στο όνομα της κοινής θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης. Αυτό αφύπνισε την διαχρονική, και παροδικώς υπνώτουσα, Δυτική καχυποψία απέναντι στην ΄ελληνική΄Ανατολή, επικεντρωμένη τώρα στον ρόλο που ο επανεργοποιημένος ΄ελληνικός παράγων΄μπορούσε να παίξει στην προώθηση των ρωσικών φιλοδοξιών και συμφερόντων σε βάρος των δικών τους. Άλλωστε, η ελληνική αυτή ΄εμμονή΄με την Ρωσία, υπαρκτή, και που θα παίξει, ως γνωστόν, τον ρόλο της στα ελληνικά πράγματα μέχρι πρόσφατα, λαμβάνεται ακόμα συχνά και χωρίς διαφοροποιήσεις ως δεδομένη στην υπόλοιπη –Δυτική– Ευρώπη.
Ιστορικά, το όλο ζήτημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, εκτός των άλλων, και από τα διαφορετικά νοηματικά επίπεδα και την πολυσημία των όρων. Νοηματικά έωλος για αιώνες, ο όρος Έλληνας, κατ΄αρχήν, θα επενδυθεί με διάφορες σημασίες στη νεώτερη εποχή, ανάλογα με τις περιστάσεις και τα δεδομένα. Καθώς την αρχαία Ελλάδα και τα ιδανικά της, από τα οποία εμφορούνταν η σύγχρονη Ευρώπη και ο σύγχρονος Δυτικός Φιλελληνισμός, τα διεκδικούσε ζηλόφθονα για τον εαυτό της η Δύση, οι Δυτικοευρωπαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν στα νεώτερα χρόνια με την Ρωσία δεν αναγνώριζαν στην τελευταία κανένα δικαίωμα για οποιαδήποτε άμεση σύνδεση και αναφορά στην παράδοση της κλασσικής Αρχαιότητας – πέρα από την ΄εθνολογική΄περιφέρειά της, Σκύθες, Σαυρομάτες, και άλλους «Βαρβάρους της στέπας»– αλλά ούτε και για την υιοθέτηση κλασσικών προτύπων, στην αρχιτεκτονική για παράδειγμα ή την τέχνη, τα οποία θεωρούνταν ξένα στο ρωσικό πνεύμα και ακατάλληλα για τις συνθήκες ζωής των Ρώσων. Η σχέση της Ρωσίας ως εκ τούτου – όχι με την ΄Ελλάδα΄, αλλά με τους΄Έλληνες΄ – οριοθετήθηκε χρονικά, αλλά και εννοιολογικά, αποκλειστικά στην χριστιανική φάση της Ιστορίας των τελευταίων, (όταν ακόμα στη Δύση επικρατούσε η αντίληψη περί της συνέχειας της ελληνικής Ιστορίας), στην περίοδο της ΄Ελληνικής Αυτοκρατορίας΄ – ή Άυτοκρατορίας των Ελλήνων΄– δηλαδή, που καταλάμβανε το ανατολικό τμήμα του μεσαιωνικού Χριστιανικού κόσμου. Με τον τρόπο αυτό, η εν λόγω σχέση θα επιβαρυνθεί από την αρχή ιδεολογικά με την αρνητική στάση της νεώτερης Δύσης, διαμορφωμένη την εποχή του Διαφωτισμού, απέναντι στην μεσαιωνική ΄ελληνική΄Ανατολή. Παράλληλα, μέσα στο ίδιο ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο και υπό την επίδραση των ίδιων παραγόντων, αυτή η ΄ελληνική αυτοκρατορία΄της Ανατολής, όμοια και ταυτόχρονα αλλότρια, θα εκκενωθεί σταδιακά στη Δυτική σκέψη από κάθε΄εθνικό΄περιεχόμενο και ιστορική ιδιαιτερότητα, για να θα μεταμορφωθεί στο ουδέτερο ΄Βυζάντιο΄. [1] Έτσι, στη σύγχρονη Δυτική αντίληψη, Βυζάντιο και Ρωσία (και γενικώς ορθόδοξη/σλαβική Ανατολή), στριμώχτηκαν ανιστορικά και άκριτα στο βολικό, αλλά ισοπεδωτικό, ιδεολογικό πλαίσιο μιας ΄ανατολικής΄ θεοκρατικής δεσποτείας, πολιτικά ανελεύθερης, πολιτισμικά αποστεωμένης, και κοινωνικά οπισθοδρομικής. Από την άλλη πλευρά πάλι, της Ρωσίας, αυτό που θεωρήθηκε η ΄βυζαντινή της κληρονομιά΄ και η ιδεολογική και πολιτική χρήση που της έγινε, αποτέλεσαν διαχρονικά, αλλά όχι συστηματικά, την παράμετρο μιας στην ουσία, και παρά τις κατά καιρούς και τις περιστάσεις μεταμορφώσεις της, συντηρητικής και με αυτοκρατορικές-εθνικιστικές φιλοδοξίες πορείας. Ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, οι σύγχρονοι Έλληνες και το κράτος τους, ΄πεταμένοι΄ σ΄ ένα παρόν χωρίς σταθερά σημεία ιστορικής αναφοράς, πασχίζοντας να συνδυάσουν αρχαιοελληνικά ιδανικά και βυζαντινά ένστικτα, προσπάθησαν να βρούν έναν προσανατολισμό, ανέτοιμοι, ιδεολογικά θαμπωμένοι, χωρίς συναίσθηση των ορίων τους, ούτε και του μεγέθους των διακυβευμάτων, και πλήρωσαν συχνά βαρύ τίμημα.
Λίγο μετά την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους πάντως, απ΄ ό, τι φαίνεται, για τους Ευρωπαίους, η ταύτιση Ελλήνων και Ρώσων είναι, επί της ουσίας, απόλυτη: «ό,τι και να πούν ή να κάνουν οι Ρώσοι, κάθε σοβαρός παρατηρητής δεν θα δεί σ΄ αυτούς παρά Έλληνες της Ύστερης Αυτοκρατορίας εκπαιδευμένους στην σύγχρονη στρατηγική από τους Πρώσσους του 18ου και τους Γάλλους του 19ου αιώνα», θα γράψει ο Γάλλος μαρκήσιος ντε Κιουστίν, που επισκέφθηκε στα 1839 τη Ρωσία, αναζητώντας μιαν εναλλακτική στην αστάθεια και το αδιέξοδο της ευρωπαικής πολιτικής κατάστασης της εποχής του, για να ανακαλύψει τελικά τον δεσποτισμό και το κατακτητικό πάθος ενός σκλάβου λαού που απειλούσε με καταστροφή την Ευρώπη.[2] Και μερικά χρόνια αργότερα, ο Ρώσος διπλωμάτης και ποιητής Τιούτσεφ, θα παρατηρήσει, για τον Γερμανό ιστορικό και δημοσιογράφο Γ.-Φ. Φαλλμεράγιερ, ότι κανείς στην Ευρώπη δεν αντιλαμβανόταν πιο καθαρά από αυτόν την στενή σχέση της Ρωσίας με το Βυζάντιο. [3] Ο τόνος αυτός ήταν καινούριος και οι απαρχές του μπορούν ενδεχομένως να εντοπιστούν στα χρόνια του ΄ελληνικού πειράματος΄ της Αικατερίνης B’, που, αν και έμεινε χωρίς άμεση συνέχεια, έδειξε πώς ΄οι Έλληνες΄ μπορούσαν να εργαλειοποιηθούν στην υπηρεσία των ρωσικών συμφερόντων.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Προγενέστεροι Ευρωπαίοι συγγραφείς, ο βαρώνος φον Χερμπερστάιν, απεσταλμένος του Αψβούργου αυτοκράτορα Μαξιλιλιανού στη Ρωσία τον 16ο αιώνα, ή ο επίσης Γερμανός Άνταμ Ολεάριους, απεσταλμένος του δούκα του Χόλστάιν, έναν αιώνα αργότερα [4] περιγράφουν, στις ταξιδιωτικές τους αφηγήσεις, την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων, που βασίζεται όμως κατά κύριο λόγο στο κοινό τους δόγμα και τις απορρέουσες από αυτό λειτουργικές ομοιότητες της λατρείας τους, όπως και στους παραδοσιακούς ιστορικούς και δυναστικούς δεσμούς ανάμεσά τους. Για τον Κιουστίν όμως, όπως και για τους συνεχιστές της γραμμής του τον 20ο αιώνα, τους Δυτικούς προμάχους της ελευθερίας απέναντι στη νέα παραλλαγή της ρωσικής δεσποτείας, τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό, η μεσαιωνική ΄Αυτοκρατορία των Ελλήνων΄, το Βυζάντιο, έχει πλέον σχηματοποιηθεί σε ύψιστο, αχρονικό, όσο και αφηρημένο, παράδειγμα παρακμής και εξαχρείωσης, ηθικής, πολιτισμικής, και κυρίως πολιτικής. Και τα κοινά στοιχεία που μοιράζεται, σ΄ αυτήν την οπτική, με την διάδοχο και θεωρούμενη ως συνέχειά του, ορθόδοξη Ρωσία, είναι η απόλυτη ανελευθερία και η πλήρης υποταγή των πάντων, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας, ως πνευματικής Αρχής, στο κράτος και τον ηγέτη, μαζί με την διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας.
Έτσι, το 1947, κι ενώ η σύγχρονη Ελλάδα ζούσε στο πετσί της, και, όπως συχνά, ανυποψίαστη, τη νέα σύγκρουση ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, ο πολύς Α. Τόυνμπη, κάποτε ο πιο επιδραστικός Δυτικός ιστορικός, διαφώτιζε ως εξής την αγγλοσαξωνική κοινή γνώμη για την κοινή ΄ουσία΄ Ελλήνων και Ρώσων: μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, εξηγούσε, η Ρωσία παρέλαβε συνειδητά από τους Έλληνες την βυζαντινή κληρονομιά, πολιτική και πολιτισμική, η οποία και μεταγγίστηκε αναλλοίωτη στην μετέπειτα, κομμουνιστική, φάση του ρωσικού κράτους, και συμπεριλάμβανε και την παραδοσιακή εχθρότητα της ΄ελληνικής αυτοκρατορίας΄ απέναντι στη Δύση. Ως πυρήνα και βασικό χαρακτηριστικό της στάσης αυτής θεωρεί ο Τόυνμπη το αλάθητο που διεκδικούσε μονίμως για τον εαυτό του ιστορικά το Βυζάντιο, αποδίδοντας πάντα το λάθος στη Δύση, μαζί με το αίσθημα ότι ήταν ιστορικά προορισμένο για την παγκόσμια κυριαρχία. Υπόβαθρο και πλαίσιο του πνεύματος αυτού στη Ρωσία, κληρονομιά κι αυτό από το Βυζάντιο, είναι το ολοκληρωτικό κράτος, που «έχει επιβάλλει τον έλεγχό του σε κάθε πλευρά της ζωής των υπηκόων του», ξεκινώντας με την καθυπόταξη της Εκκλησίας, χριστιανικής ή, επί του παρόντος, μαρξιστικής, στους σκοπούς του. Ενώ όμως παραδόξως το ολοκληρωτικό κράτος κατέστρεψε το Βυζάντιο, οδηγώντας στην πτώση του, ενώ εμπόδισε από την άλλη την εξέλιξη του πολιτισμού του, έσωσε αντιθέτως την Ρωσία και της επέτρεψε να επιβιώσει. [5]
Το πιο ενδιαφέρον σ΄ αυτήν την θεώρηση είναι ο χαρακτήρας και τα απώτερα κίνητρα που αποδίδει ο Τόυνμπη στους Έλληνες που ίδρυσαν αυτήν την μεσαιωνική ΄ελληνική αυτοκρατορία΄, ως αντίπαλο δέος της λατινικής Δύσης, και που καθορίζουν μια γενικώτερη, αμφίθυμη, αν όχι ανοιχτά αρνητική, στάση αρκετών σύγχρονων Δυτικών διανοουμένων και ιστορικών απέναντι στους διαχρονικούς ΄Έλληνες΄, – με την εξαίρεση ίσως αυτών της κλασσικής αρχαιότητας: αναγκασμένοι να δεχτούν την ρωμαική κυριαρχία που έβαλε τέλος στο χάος στο οποίο είχαν μετατρέψει την πολιτική τους πραγματικότητα, οι Έλληνες, εξηγεί, την εξέλαβαν ως ένα ανυπόφορο πλήγμα στην υπερηφάνεια τους. Ως διέξοδο από αυτήν την υποτέλεια επεξεργάστηκαν – με την γνωστή και ανυπέρβλητη πανουργία τους και με όπλο την πλατωνική φιλοσοφία- την εκ των έσω ιδεολογική άλωση της Ρωμαικής αυτοκρατορίας, την οποία και μετέτρεψαν σε ΄ελληνική υπόθεση΄. Και συνεχίζει την σε βάθος εθνολογική ψυχανάλυση ο Βρετανός: ύψιστης σημασίας για τον Έλληνα είναι, κατά τον Τόιμνπι, η πεποίθηση ότι έχει πάντα δίκιο. Αλλάζει έτσι την στάση του ανάλογα με τις περιστάσεις, ώστε να βρίσκεται πάντα από πάνω, και «επιδέξια διεκδικεί τον τίτλο του πραγματικού κληρονόμου του Βασιλείου, όποιο βασίλειο κι αν είναι αυτό», ενώ στη συνέχεια ρίχνει το φταίξιμο στην Δύση, την οποία αντιμετωπίζει πλέον ως εχθρό. [6]Από τον Πατριάρχη Φώτιο που έθεσε εσκεμμένα τις βάσεις αυτής της ιδεολογικής αντιπαλότητας, μέχρι την σύγχρονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Σοβιετική Ένωση, η σύγκρουση, τελειώνει, αφορούσε πάντα σε διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες.
Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα, και κάπως ακραίο, για το πώς, από το τέλος του 18ου αιώνα και μετά, στο ευρωπαικό φαντασιακό, ακόμα και επαγγελματιών ιστορικών, Ρώσοι και Έλληνες συνδέονται άμεσα και συνυπάρχουν, σχεδόν σαν μία κατηγορία, με κοινό παρελθόν, στάσεις, και αντίστοιχες μελλοντικές επιδιώξεις. Σ΄ αυτό το πνεύμα, κατά τον Κιουστίν – και όχι μόνο – ο Ναπολέων αποκαλούσε τους Ρώσους ΄Έλληνες της ύστερης αυτοκρατορίας΄, ενώ ΄Έλληνα της ύστερης αυτοκρατορίας΄, που εφάρμοζε «πολιτικές του Βυζαντίου» χαρακτήριζε τον Τσάρο Αλέξανδρο. [7] Τί ακριβώς εννοούσε ο στρατηλάτης, εκτός από το επαναλαμβάνει χαρακτηρισμούς που είχαν πλέον γίνει κλισέ στην εποχή του, δεν διευκρινίζεται, εκτός από την παρατήρηση ότι οι πολιτικές αυτές ήταν οι ίδιες με αυτές που περιέγραψαν οι «ιστορικοί της εποχής των σταυροφόρων».
Πάντως η ΄βυζαντινή ουσία΄ της ρωσικής ΄δεσποτείας΄ για έναν καθολικό φιλελεύθερο της εποχής της Παλινόρθωσης, όπως ο Κιουστίν, εκπορευόταν κατ΄ αρχάς από τον ίδιο τον χαρακτήρα του ΄ανατολικού΄ χριστιανικού δόγματος, και εστιαζόταν στην σχέση της Εκκλησίας με την κοσμική εξουσία – τον γνωστό ΄καισαροπαπισμό΄ – την πλήρη υποταγή δηλαδή της τελευταίας στους σκοπούς του κράτους και τον απόλυτο έλεγχό της από τον μονάρχη. Σ΄ αυτήν την χωρίς πνευματικό και θεολογικό έρρεισμα κρατικοποιημένη ΄ελληνική΄ θρησκεία αντιπαρατίθεται ο ζωντανός, δημιουργικός και με αστείρευτο δυναμισμό Δυτικός Καθολικισμός, με την πνευματική ελευθερία και οικουμενικότητά του. [8] Όσο για την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Γάλλος – και οι όροι έχουν τη σημασία τους σ΄ ένα θέμα όπως το ΄Βυζάντιο΄ και η σχέση του με την Ρωσία στο Δυτικό φαντασιακό – αν η Εκκλησία, ως θεσμός, τα ήθη και οι πρακτικές της, χαρακτηρίζονται ως ΄ελληνικά΄, τα υλικά δημιουργήματά της, η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση των ναών ή των μοναστηριών της, και κυρίως η άνευρη, αφύσικη και στείρα ζωγραφική της, αποκαλούνται ΄βυζαντινά΄. [9] Κι αν ο ΄ελληνικός΄ μεσαιωνικός και ο μιμητής του ρωσικός πολιτισμός και οι αισθητικές τους εκφάνσεις αποτιμούνται εντελώς αρνητικά, θεωρείται όμως από την άλλη ότι συνιστούν την αυθεντική έκφραση του ρωσικού πνεύματος και του χαρακτήρα και των παραδόσεων του ρωσικού λαού, και είναι ως εκ τούτου προτιμητέα από την αδέξια και στείρα μίμηση των αρχαίων κλασσικών προτύπων – που ήταν αντίγραφα των Δυτικών ΄μιμήσεων΄ ούτως ή άλλως, αν και αυτό δεν δηλώνεται – όπως αυτά που εισήγαγαν οι ΄Ευρωπαίοι΄ τσάροι του 18ου αιώνα, οι ΄Μεγάλοι΄, ο Πέτρος κυρίως, και η Αικατερίνη Β΄.
Σ΄ ένα σημείο ωστόσο η Δυτική ματιά συνδέει – με την έμμεση, και ίσως όχι συνειδητή, παρεμβολή του Βυζαντίου – τη Ρωσία με την κλασσική αρχαιότητα, κι αυτό αφορά τον παραλληλισμό ανάμεσα στην επεκτατική ορμή της τελευταίας και αυτήν της αρχαίας Ρώμης: «παρατήρησα συχνά ότι κάτω από τις στάχτες της ελληνικής αυτοκρατορίας υπάρχει μια νέα ρωμαική αυτοκρατορία που επωάζεται στη Ρωσία» γράφει ο Κιουστίν και κατονομάζει ως κινητήρια δύναμή της την άμμετρη και τυφλή φιλοδοξία: «ένα πάθος που οι Ρώσοι αντιλαμβάνονται όπως κανένας άλλος λαός δεν το αντιλήφθηκε από την εποχή των Ρωμαίων».[10] Αυτή η αταβιστική αίσθηση της ΄εξ΄ανατολών΄ απειλής, όπου οι Ρώσοι έχουν τώρα υποκαταστήσει τους Τούρκους κι άλλους λαούς της στέπας, στοιχειώνει ακόμα πολλούς στην Ευρώπη την εποχή αυτή και κλιμακώνεται μέχρι το ξέσπασμα του Κριμαϊκού πολέμου. Η ΄αιώνια ανατολική τυραννία΄ μας απειλεί ασταμάτητα, προειδοποιεί ο Κιουστίν, και θεωρεί πως η Ρωσία είναι προορισμένη να τιμωρήσει με μια ΄νέα εισβολή΄ τις υπερβολές των Eυρωπαίων΄, που θα πληρώσουν έτσι ακριβά τα προνόμιά τους΄. [11]
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, ο ΄Βυζαντινισμός΄ καθίσταται το λειτουργικό ιδεολόγημα που δίνει μορφή, αλλά και ιστορικό άλλοθι, στην αίσθηση αυτή του επείγοντος απέναντι στην ΄εξ ανατολών΄ απειλή. Κι αν, ως ιδεολόγημα, αποτελεί την ανιστορική συμπύκνωση μιας ολόκληρης – και επί πλέον μακροχρόνιας – ιστορικής περιόδου κι ενός ξεχωριστού πολιτισμού σε μερικές κοινοτοπίες, που προβάλλονται με την σειρά τους σε συγγενείς, αλλά διαφορετικές, ιστορικές ολότητες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες γεωπολιτικές στοχοθεσίες και συμφέροντα, δεν απασχολεί κανέναν, κανείς δεν πρόκειται να βγει μπροστά για να υπερασπιστεί μια εξαφανισμένη πια αυτοκρατορία. Μόνο πρόσφατα άρχισε να αναθεωρείται αυτή η στάση.
Το ίδιο αυτό ιδεολόγημα χρησιμοποιήθηκε, όπως είπαμε, κι από την άλλη πλευρά, αν και φυσικά με διαφορετικό πρόγραμμα και σκοπούς. Έτσι, το Δυτικό σχήμα της υποτιθέμενης μετάγγισης και αδιάλειπτης συνέχισης της μοναδικής και αναλλοίωτης ΄ουσίας΄ αυτού που υπήρξε για πάνω από χίλια χρόνια η ρωμαική ΄αυτοκρατορία των Ελλήνων΄ στο κράτος των Ρώσων – σε όλες του τις διαχρονικές μορφές – υιοθετήθηκε κι εδώ, και μάλιστα με αξιοπρόσεκτα όμοιους όρους. Αυτό που διέκρινε τις δύο προσεγγίσεις ήταν το πρόσημο: απόρριψη για την Δύση, αμφισημία στην περίπτωση της Ρωσίας, ή πάντως στοχευμένη χρήση, ανάλογα με την οπτική, τις ανάγκες και τα πρόσωπα.[12] Έτσι, αν η Δύση χρησιμοποίησε τον Βυζαντινισμό ως ιδεολογικό μηχανισμό άμυνας απέναντι στον ΄άλλο΄ της ΄ανατολικό εαυτό΄, στη Ρωσία επιστρατεύθηκε αντίστοιχα – όπως και το συγγενές αποκαλυπτικό εύρημα περί ΄Μόσχας, τρίτης Ρώμης΄– ως σχήμα βοηθητικό στις απόπειρες συγκρότησης ενός συνεκτικού εθνικού ιδεολογήματος, αλλά όχι – και παρά τις περί του αντιθέτου Δυτικές αιτιάσεις – ως πυρήνας μιας διαχρονικής κρατικής ιδεολογίας. [13]
Αν συγκλίνουν σε κάτι, σε βάθος χρόνου, αυτές οι προσεγγίσεις του ΄βυζαντινού παραδείγματος΄ από τις δύο πλευρές, Δύση και Ρωσία, είναι ότι και οι δύο προβάλλουν την χαμένη στο μεταξύ μεσαιωνική αυτοκρατορία ως παράδειγμα για την αποφυγή των μοιραίων λαθών που οδήγησαν στην πτώση της. Για την Ευρώπη της Νεωτερικότητας, η ΄αυτοκρατορία των Ελλήνων΄ αποτέλεσε, ως γνωστό, πρότυπο ιστορικής αποτυχίας και παρακμής – το ίδιο όπως και για σημαντικούς Τσάρους της Ρωσίας, από τον Ιβάν τον Τρομερό, μέχρι τον Πέτρο τον Μέγα. Από τον μεταφραστή του Χαλκοκονδύλη Βολφφ, τον 16ο αιώνα, μέχρι την – ΄ξεσηκωμένη΄ πιθανότατα από τον Μοντεσκιέ – παρότρυνση του Ναπολέοντα στους συμπατριώτες του να μην συμπεριφερθούν σαν τους Έλληνες που φιλονικούσαν μεταξύ τους ενώ οι εχθροί πολιορκούσαν την πόλη τους, για να μην γελάει στο μέλλον μαζί τους ο κόσμος, η τύχη του Βυζαντίου λειτούργησε ως προειδοποίηση. Για την Δύση ωστόσο, το μήνυμα ήταν εξ αρχής προκαθορισμένο: ήταν η ποιότητα των ανθρώπων και του πολιτισμού τους που προεξόφλησε και ερμήνευσε το ντροπιαστικό τέλος, δεν τους άξιζε επομένως κανένας οίκτος. [14]
Η προσέγγιση της ρωσικής πλευράς, πολύ πιο πρόσφατη, είναι διαφορετική, περισσότερο ΄πολιτική΄, αλλά ο χαρακτήρας της παραμένει εξίσου παραδειγματικός. Το ντοκυμαντέρ με τίτλο Η πτώση της Αυτοκρατορίας: το μάθημα του Βυζαντίου, σε παραγωγή και σκηνοθεσία του πατρός Τίχωνος Σεβκούνοβ, ηγουμένου της μονής Στρετένσκιι στη Μόσχα, που προβλήθηκε στην κρατική ρωσική τηλεόραση στις 31.1.2008, προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων και συζητήσεων στη Ρωσία. Εδώ η πτώση της χριστιανικής αυτοκρατορίας αποδίδεται στην διαφθορά των εγχώριων ολιγαρχών και στην άτεγκτη και «εκδικητική εχθρότητα της Δύσης απέναντι στο Βυζάντιο και τους διαδόχους του…που διαρκεί μέχρι σήμερα». Μόνο αν κατανοήσει κανείς αυτήν την σοκαριστική αλλά αναμφισβήτητη αλήθεια, μπορεί να κατανοήσει και την ιστορία, όχι μόνο του μεσαιωνικού παρελθόντος, αλλά και του 20ου , ακόμα και του 21ου αιώνα, υποστηρίζει ο πάτερ: και η τακτική άμυνας που προτείνει είναι μια πιο αυταρχική εθνική πολιτική, που θα χαλιναγωγούσε τις διασπαστικές τάσεις των ολιγαρχών, όπως και μια αποφασιστική ενίσχυση της άμυνας απέναντι στην Δυτική απειλή.[15]
Αν έτσι συνοψίζονται σχηματικά οι επίσημες πολιτικές στάσεις και οι πιο λόγιες προσεγγίσεις σχετικά με την σχέση Ελλήνων και Ρώσων στα νεώτερα χρόνια, υπήρξε στο μεταξύ και μια άλλη, πιο ΄λαική΄ οπτική για το θέμα, που, εστιάζοντας στην αντίληψη περί ενός διακριτού ΄εθνικού΄χαρακτήρα κάθε λαού, που τον καθορίζει και ταυτόχρονα τον κατατάσσει αξιολογικά, διαμορφώθηκε στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα, για να παγιωθεί στη συνέχεια με τον ρομαντικό εθνικισμό. Και σ΄ αυτήν την διαφορετική οπτική είναι επίσης ορατό ένα σταδιακό εννοιολογικό ΄γλίστρημα΄ στις καθιερωμένες Δυτικές αντιλήψεις για τους Έλληνες, τον χαρακτήρα τους, και την θέση τους ανάμεσα στους – ευρωπαικούς – λαούς, μέχρι την οριστική ΄ευθυγράμμισή΄ τους με τους Ρώσους στις αρχές του 19ου αιώνα. Στον γνωστό ΄Πίνακα των λαών΄ των αρχών του 18ου αιώνα, –που αντιπροσωπεύει κατ΄ αρχήν μία ΄γερμανική΄ οπτική, αντανακλά όμως πιθανότατα και μια ευρύτερα ευρωπαική – στην γεωγραφικά – αλλά και αξιολογικά – διατεταγμένη, από την Δύση προς την Ανατολή, λίστα των λαών της ΄Ευρώπης΄, το έσχατο ΄ανατολικό΄ όριο της ηπείρου ορίζεται από τους Ρώσους και δίπλα τους, τελευταίους, τους Τούρκους. Είναι με αυτούς που συνομαδώνεται και ο ΄΄Ελληνας΄, και μαζί τους ταυτίζεται όσον αφορά τα κύρια ΄εθνικά΄ γνωρίσματά του. [16]
Σ΄ ένα ΄τανγκό΄ αρνητικών ιδιοτήτων ανάμεσα στους δύο γειτονεύοντες ΄λαούς΄, η συμπεριφορά του Ρώσου χαρακτηρίζεται ως κακόβουλη, δίπλα στην ευμετάβλητη – σαν τον Απρίλη – του Τούρκου/Έλληνα, και ο χαρακτήρας του σκληρός και αδυσώπητος – όπως των Ούγγρων – απέναντι στον ΄διαβολεμένο ψεύτη΄ του τελευταίου. Εκεί που από μυαλό ο Ρώσος έχει να επιδείξει ΄τίποτα΄, ο Τούρκος/΄Ελληνας έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, και το αποδεικνύει όταν στην κατηγορία των ΄επιστημών΄ διακρίνεται –μαζί με τα εκθηλυσμένα ήθη του – στην πολιτική δολιότητα – η αντίστοιχη κατηγορία για τον Ρώσο είναι – χαρακτηριστικά – το ΄ελληνική΄, ενώ, όσον αφορά την ευσέβειά τους, χαρακτηρίζονται και οι δυό ΄άπιστοι΄. Και στους δύο καταλογίζεται επίσης ως ελάττωμα η προδοτική συμπεριφορά – προοδευτικά: ο Ρώσος είναι μεγαλύτερος προδότης από τον Ούγγρο, με τον Τούρκο/Έλληνα να τους ξεπερνά όλους. Κι ενώ Ρώσοι και Τουρκο/Έλληνες δεν έχουν τίποτα άλλο να επιδείξουν παρά τεμπελιά, και έλλειψη δημιουργικότητας, ο Ρώσος τουλάχιστον πεθαίνει ΄στα χιόνια΄, ο Τούρκος όμως με τον αδελφό του, τον Έλληνα ΄in Betrug΄: μέσα στην απάτη.
Έναν αιώνα αργότερα, όταν οι παραδοσιακοί ιστορικοί και πολιτισμικοί δεσμοί Ρώσων και Ελλήνων, και η προβολή τους σ΄ένα ΄κοινό΄ αυτοκρατορικό μέλλον, έρχονται στο προσκήνιο της σύγχρονης γεωπολιτικής πραγματικότητας και των ανταγωνισμών των ευρωπαικών Δυνάμεων, οι συσχετισμοί και οι συνδηλώσεις έχουν προφανώς αλλάξει. Οι ΄Ελληνες έχουν πλέον οριστικά αποσπαστεί από τον προηγούμενο συμψηφισμό τους με τους Τούρκους και έχουν ΄μεταφερθεί΄, συνοπτικώς και αυτομάτως, στο πλευρό των Ρώσων, παίρνοντας μαζί τους και τα ΄ανατολίτικα΄ χαρακτηριστικά που μέχρι τώρα μοιράζονταν με τους πρώτους. Έτσι, μαθαίνουμε από τον Κιουστίν, ο ρωσικός χαρακτήρας – που είναι αντίθετος από τον γερμανικό, και μόνο επιφανειακά όμοιος με των Γάλλων, με τους οποίους προσομοιάζουν τους εαυτούς τους οι Ρώσοι – επιδεικνύει την, αποδιδόμενη παλιότερα σε Έλληνες και Τούρκους, ανατολίτικη υπερηφάνεια και έπαρση, που καταλήγει κάποτε να γίνεται πομπώδης και επιδεικτική.
Το κύριο όμως κοινό στοιχείο, δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ο Γάλλος, του χαρακτήρα Ελλήνων και Ρώσων είναι η πονηριά και η ικανότητα στην εξαπάτηση: αυτό, τονίζει, διακρίνει τους ΄ανατολικούς Χριστιανούς΄ από τους Δυτικοευρωπαίους. Ενώ στις λατινικές χώρες η υπόσχεση που δίνει κάποιος θεωρείται ιερή, «στους Έλληνες και τους μαθητές τους τους Ρώσους, ο λόγος κάποιου δεν είναι παρά το αντικλείδι του κλέφτη: χρησιμεύει για να μπεί κανείς στα ξένα σπίτια».[17] Συνεχίζει έτσι εδώ, αναβαθμίζοντάς την, την παγιωμένη ευρωπαική οπτική, στην οποία συνδυάζονται η κληρονομημένη από την ρωμαική παράδοση Δυτική αντίληψη περί κατεργάρηδων Ελλήνων, με την άκρα πονηρία και την τάση στην απατεωνιά και την εξαπάτηση, που αποδίνουν στους σύγχρονούς τους Ρώσους οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες των νεώτερων χρόνων. Ο Χερμπερστάιν για παράδειγμα περιγράφει τους Μοσχοβίτες ως τους πιο πονηρούς και απατεώνες απ΄όλους, κυρίως σε ό, τι αφορά επαγγελματικές συμφωνίες. [18] Και ο Ολεάριους, αποδίνει κι αυτός στους Ρώσους τάση για εξαπάτηση, απατεωνιά, ψευτιά και έλλειψη καλής πίστης, στις εμπορικές τους κυρίως σχέσεις, όπως και χρήση της συκοφαντίας για λόγους εκδίκησης, ενώ λέει για τους Μοσχοβίτες ότι και μεταξύ τους είναι παραδόπιστοι, καθώς «ποτέ δεν δείχνουν πραγματική φιλία, ούτε συνεργάζονται με άλλους για έναν σκοπό, αλλά κοιτάνε μόνο το δικό τους συμφέρον και κέρδος».[19]
Η εννοιολογική αυτή μετατόπιση των ΄Ελλήνων΄ από την ταύτιση με τους Τούρκους στον εναγκαλισμό με τους Ρώσους γίνεται κατανοητή στο νέο πολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνεται με την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, και εκφράζει την ευρωπαική αμφιθυμία αναφορικά με την ΄προνομιακή΄ σχέση των τελευταίων με την Ρωσία, στο όνομα της κοινής τους ορθόδοξης και αυτοκρατορικής κληρονομιάς. Σχετικά με αυτό το τελευταίο άλλωστε, παραμένει ακόμα ενεργό το ζήτημα που είχε τεθεί στα χρόνια μετά την πτώση του Βυζαντίου, σχετικά με το αν το διάδοχο κράτος των κατακτητών Οθωμανών θα έπρεπε να θεωρηθεί ο φυσικός διάδοχός της ΄ελληνικής αυτοκρατορίας΄, ή η σκυτάλη περνούσε δικαιωματικά – και με δυναστικούς όρους, μετά τον γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας με τον Μεγάλο Δούκα Ιβάν – στο ομόδοξο κράτος των Ρώσων. Από Δυτική άποψη, η θεώρηση της Ρωσίας ως συνέχεια και κληρονόμου του΄μισητού΄ Βυζαντίου, την οριοθετεί πολιτισμικά, αλλά και πολιτικά, θεμελιώνοντας, αφ΄ενός την ΄αλλοτριότητά΄ της σε σχέση με την ΄κανονική΄ λατινο-γερμανική Ευρώπη, ενώ, από την άλλη, την ΄απωθεί΄, ιδεολογικά, και όχι μόνο γεωγραφικά, στη΄μεθόριο΄της ηπείρου. Από την άλλη μεριά, το ιδεολόγημα της ΄φυσικής΄ μετάβασης από την ΄ελληνική αυτοκρατορία΄ σ΄αυτήν των διαδόχων Οθωμανών, όσο κι αν αποδυναμώνεται στους μετά την κατάκτηση αιώνες, έχει κι αυτό την χρησιμότητά του: με την σταδιακή αποδυνάμωση του οθωμανικού κράτους, η απόσταση που το χωρίζει από την Ευρώπη, αντίθετα με ό, τι συμβαίνει αντίστοιχα με τη Ρωσία, σταδιακά συρρικνώνεται, και έτσι δίνεται στον σύγχρονο, αγγλο-γαλλικό, αρχικά, πολιτικό σχεδιασμό – αλλά και στους ιδεολόγους της γερμανικής εξαιρετικότητας, όπως ο Φαλλμεράιερ – το πάτημα και η ιδεολογική επικάλυψη για την στήριξή του – όπως και του διάδοχού του, τουρκικού κράτους – ως απαραίτητου αναχώματος για την ανάσχεση της ρωσικής προς νότο επέκτασης. Ιδεολογική προοικονόμηση και των δύο αυτών, συμπληρωματικών εν πολλοίς, θέσεων, που θα διαμορφώσει και την μελλοντική στάση πολλών Δυτικών απέναντι στη νεώτερη Ελλάδα και τους κατοίκους της: είναι από την μεσαιωνική ΄αυτοκρατορία των Ελλήνων΄ που, τόσο η Ρωσία, όσο και οι Οθωμανοί – για να μην μιλήσουμε για τους σύγχρονους Έλληνες – κληρονόμησαν όλα τα αρνητικά τους, εθνικά, αλλά και κοινωνικο-πολιτικά, χαρακτηριστικά – δεν υπάρχουν άλλα: την οπισθοδρόμηση, την πολιτική δεσποτεία, την πολιτιστική στειρότητα, την διαφθορά, με δυό λόγια, ό, τι τους καθιστά διαχρονικά το απόλυτο ΄άλλο΄ της Ευρώπης και συνοπτικά την πεμπτουσία μιας ύποπτης και πάντα επίφοβης, αλλά και ενίοτε χρήσιμης ΄Ανατολής΄.[20]
Έτσι, η Δυτική βεβαιότητα ότι, παρά τις περί του αντιθέτου κατά καιρούς διαβεβαιώσεις της, σταθερή φιλοδοξία της Ρωσίας παρέμενε η δημιουργία μια ρωσοελληνικής αυτοκρατορίας στα παλιά βυζαντινά εδάφη, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, ενέτειναν την σύγχρονη ευρωπαική καχυποψία, προιόν ενός διαπιστωμένου και αυξανόμενου στα χρόνια αυτά ΄ανθελληνισμού΄ – όσο κι αν ο τελευταίος παρουσιάζεται συνήθως ως ΄αντιφιλελληνισμός΄, μια ενδοευρωπαική δηλαδή ιδεολογική διαμάχη που δεν στρέφεται εναντίον, ούτε καν αφορά άμεσα, αυτούς στο όνομα των οποίων διεξάγεται: τους Έλληνες, και δή τους σύγχρονους. Έτσι, ο Κιουστίν, για παράδειγμα, αποφεύγει επιμελώς στο βιβλίο του κάθε αναφορά στους σύγχρονους Έλληνες και το νεόκοπο κράτος τους, και περιορίζεται στην επίμονα επαναλαμβανόμενη – και καθόλα αρνητική, στην παγιωμένη Δυτική αντιβυζαντινή γραμμή – ταύτιση των σύγχρονων Ρώσων με τους φασματικούς ΄΄Ελληνες της Ύστερης Αυτοκρατορίας΄. Θα ήταν ωστόσο περίεργο οι αναγνώστες του να μην έκαναν την σύνδεση με το παρόν και τα διακυβεύματα της άμεσης επικαιρότητας, δεδομένης και της απήχησης της σχετικά πρόσφατης ακόμα Ελληνικής Επανάστασης στην Ευρώπη και του ρόλου της Ρωσίας σ΄αυτήν.
Κάποιοι άλλοι σύγχρονοί του εξέφρασαν πιο καθαρά την σχετική δυσανεξία, και με μέσα αμιγώς ΄καλλιτεχνικά΄. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς, για παράδειγμα, το πνεύμα και τις θέσεις ένος θεατρικού έργου όπως το Όλγα ή η ορφανή από τη Μόσχα, μια τραγωδία σε πέντε πράξεις του Ζακ Ανσελό, έργο του 1828, μιας εποχής δηλαδή που η Ελληνική επανάσταση μόλις είχε φτάσει, μετά από δραματικά σκαμπανεβάσματα, στο απρόσμενο τέλος της, ενώ η απόφαση για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν ακόμα μετέωρη; Αντλώντας την έμπνευσή του από το ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει το 1826 στη Ρωσία ως μέλος της επίσημης γαλλικής αντιπροσωπείας στις εορτές της στέψης του Τσάρου Νικολάου, ο Ανσελό τοποθετεί την δράση του έργου του στη ρωσική αυλή στα ταραγμένα χρόνια των μέσων του 16ου αιώνα, ύστερα από τον θάνατο του Βασιλείου 3ου και ενώ ο γιός και διάδοχός του Ιβάν ο Τρομερός ήταν ακόμα παιδί. Στο κενό εξουσίας που δημιουργείται, η χήρα του τσάρου Ελένη στέλνει τον έμπιστό της Ομπολένσκι στην Ιταλία για να φέρει πίσω την κόρη και διάδοχο του Βασιλείου Σοφία, που μεγαλώνει εκεί με το όνομα Όλγα, αγνοώντας την πραγματική ταυτότητά της, ώστε να την έχει υπό τον έλεγχό της. Στα δραματικά γεγονότα που ακολουθούν Ομπολένσκι και ΄Ολγα ερωτεύονται για να βρούν στο τέλος τραγικό θάνατο, θύματα των μηχανορραφιών της τσαρίνας και του κακού της δαίμονα, του ύπουλου και ιντριγκαδόρου Μπόσκαρη, αυτού του ΄τέκνου της Ελλάδας΄ που, ΄γεννημένος στο Βυζάντιο΄ όπου κυριαρχούν πια ΄ο Μωάμεθ και ο θάνατος΄, είχε καταφύγει στην φιλόξενη ρωσική αυλή – ευάλωτη κι αυτή, όπως όλοι, στη γοητεία της καταγωγής του – όπου και καταφέρνει τελικά να επιβληθεί ως ο νέος κυρίαρχος. Στο τέλος η Ρωσία, στο πρόσωπο της τσαρίνας, αποστρέφει το πρόσωπό της από την Όλγα και τον Ομπολένσκι, που αντιπροσωπεύουν εδώ την Ευρώπη, για να παραδοθεί άνευ όρων στην Ασία: «αυτές οι χώρες, αυτό το κάστρο, αυτοί οι άνθρωποι σας ανήκουν», είναι τα τελικά λόγια που απευθύνει η Ελένη στον Μπόσκαρη καθώς ο δολοπλόκος εκπρόσωπος της ΄Ανατολής΄ φέρνει το χέρι της στα χείλη του. Η ΄βυζαντινή΄ δεσποτεία, αυτό μοιάζει να είναι το μήνυμα του έργου, διωγμένη από την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη, αλλά όχι ηττημένη, στο τέλος θριαμβεύει, καθώς θα αποτελέσει εφεξής την ψυχή και την ουσία της διαδόχου της Ρωσίας. [21] Από τον προσεκτικό αναγνώστη ωστόσο δεν διαφεύγει ότι το όνομα που επέλεξε για τον ΄Βυζαντινο-Ρώσο΄ Κωνσταντινουπολίτη δολοπλόκο και τελικό θριαμβευτή στο έργο του ο Ανσελό, Μπόσκαρις, είναι εντυπωσιακά όμοιο με εκείνο ενός από τους πιο γνωστούς στην Ευρώπη ήρωες της ελληνικής επανάστασης, του Μάρκου Μπότσαρη. Και δεν είναι δυνατόν η σχέση αυτή να μην έγινε αντιληπτή από τους συγχρόνους του αναγνώστες ή θεατές, καθώς μάλιστα, την ίδια εποχή, πολλοί καλλιτέχνες, στη Γαλλία κυρίως, απαθανάτισαν στα έργα τους τον αγώνα και τον ηρωικό θάνατο του πολεμιστή. [22]
Ρόλο βέβαια ενδέχεται να έπαιξε επί του προκειμένου και η πολιτική συγκυρία, με έναν ακόμα ρωσοτουρκικό πόλεμο να κυριαρχεί στην επικαιρότητα της εποχής, και την αναζωπύρωση των ευρωπαικών ανησυχιών για την επιθετικότητα της Ρωσίας, με αφορμή και άλλοθι τους Έλληνες. Πόσο μάλλον που, στη Γαλλία ιδιαίτερα, δεν έπαψε ποτέ, όπως φαίνεται, να υπάρχει μια υφέρπουσα νοσταλγία για τις σταυροφορικές δόξες του παρελθόντος, που φυσικά ενέτεινε το πνεύμα του ανταγωνισμού με άλλους, ΄ιστορικώ δικαιώματι΄, διεκδικητές της κατοχής της παλιάς πρωτεύουσας του Βυζαντίου, κατά κύριο λόγο τους ΄φυσικούς΄ της κληρονόμους, Έλληνες και Ρώσους. Το πνεύμα αυτό αναζωπυρώθηκε στα μέσα του αιώνα με τον πόλεμο της Κριμαίας. Μετά την είσοδο στον πόλεμο της Αγγλίας και της Γαλλίας, πληθαίνουν, στις γαλλικές εφημερίδες της εποχής, τα άρθρα που, επιχειρώντας να κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη, ανακαλούν στην ιστορική μνήμη αφηγήσεις για τους σταυροφόρους που είχαν το θάρρος και την δύναμη να ελευθερώσουν τους ιερούς τόπους του Χριστιανισμού από τους άπιστους, ενώ οι δειλοί, οι προδότες Ορθόδοξοι και οι ανίκανοι αυτοκράτορές τους – Έλληνες τότε και τώρα Ρώσοι – είτε δραπέτευσαν είτε προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Έτσι, ο πόλεμος ανάμεσα στην Ευρώπη και την ΄Ανατολή΄ – η οποία τώρα δεν αντιπροσωπευόταν από τους παραδοσιακούς μουσουλμάνους αντιπάλους, αλλά από τους σχισματικούς ΄Σκύθες΄ και ΄Τατάρους΄, με τους οποίους συντάχθηκαν, επιβεβαιώνοντας όλες τις υποψίες, και οι αμετανόητοι΄Έλληνες – πήρε σ΄αυτήν την οπτική την μάλλον παράδοξη μορφή μιας νέας σταυροφορίας της ΄λατινικής΄Ευρώπης ενάντια στον ορθόδοξον ΄Άλλον΄, και με σκοπό την προστασία των Αγίων Τόπων του Χριστιανισμού, όχι απέναντι στους μουσουλμάνους κυριάρχους τους, αλλά στους χριστιανούς ΄βαρβάρους του Βορρά΄.[23]
Αυτοί που φαντασιώνονταν ακόμα αυτήν την εποχή στη Γαλλία ρομαντικούς νεο-σταυροφορικούς θριάμβους, κινούνται ιδεολογικά στο ίδιο, αφηρημένο και άχρονο, κληρονομημένο από τον 18ο αιώνα, κιουστίνειο σχήμα: η Ρωσία ως μια απειλητική και πανίσχυρη ανατολική δεσποτεία, μ΄έναν σκλάβο λαό, έτοιμο να σαρώσει τα πάντα στην κατακτητική του ορμή, και, ως βάθος, μια τελματωμένη και αναλλοίωτη στο χρόνο ΄χριστιανική ελληνική Ανατολή΄, με τα αχνά φαντάσματα των παντελώς ανάξιων, και εκ φύσεως ικανών για κάθε ποταπότητα μεσαιωνικών ΄Έλλήνων΄.
Κάποιος όμως, που συμμεριζόταν αυτήν την γενική εκτίμηση, αλλά διέθετε και πιο άμεση και ρεαλιστική επίγνωση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας και των διακυβευμάτων της, όπως και πιο έντονη αίσθηση του επείγοντος πολιτικών επιλογών και μελλοντικών στρατηγικών, είχε ήδη θέσει το ζήτημα της απειλής που συνιστούσε η Ρωσία, στην ιδιαίτερη συνάφειά της με τους Έλληνες, σε πιο επίκαιρη βάση και με πιο σύγχρονους όρους. Έκσλαβίζοντας΄ τους τελευταίους, ο Γ.Φ. Φαλλμεράγιερ ενώνει, σχεδόν δια μαγείας, τα φαντάσματα των μεσαιωνικών Ελλήνων του Κιουστίν και του Διαφωτισμού με τους σύγχρονους απογόνους τους, και τελικά με τους Ρώσους, δίνοντας ένα ΄χειροπιαστό΄, φυλετικό περιεχόμενο στην ήδη παγιωμένη στην ευρωπαική συνείδηση πολιτική και πολιτισμική ταύτιση των δύο. [24] ΄Εκμοντερνίζει΄ έτσι το αφηρημένο αφήγημα-κληρονομιά του προηγούμενου αιώνα γειώνοντάς το, με ΄επιστημονικούς΄, όρους πλέον στην πραγματικότητα της νέας εποχής . Σ΄αυτή την καινούρια οπτική, και σε κατεύθυνση αντίστροφη από αυτήν του Κιουστίν, δεν είναι πλέον οι Ρώσοι που ΄είναι΄Έλληνες της Ύστερης Αυτοκρατορίας΄, αλλά οι Έλληνες που είναι στην πραγματικότητα ΄Ρώσοι΄, καθότι εθνοφυλετικά Σλαύοι. Και η συζήτηση αφορά στο εξής τους πραγματικούς Έλληνες του παρόντος – που κατά συνέπεια δεν είναι πραγματικά Έλληνες – και την ΄εθνική΄ προέλευσή τους, που σημαίνει και την ιστορική ταυτότητά τους, και όχι κάποιους αφηρημένους Έλληνες του παρελθόντος, πολύ δε περισσότερο τους ιδεατούς Έλληνες της αρχαιότητας, η σχέση και η συνέχεια των οποίων με τους σύγχρονους ΄απογόνους΄ τους δεν υπήρξαν παρά προβολές των ευσεβών πόθων και φαντασιώσεις των Φιλελλήνων.
Έχει επισημανθεί ότι, με την τολμηρή αυτή θεώρηση, ο πολιτικά φιλελεύθερος, όπως και ο Κιουστίν, αλλά Γερμανός, που σημαίνει διαφορετική αφετηρία και οπτική γωνία, Φαλλμεράγιερ, στρεφόταν κατά κύριο λόγο ενάντια στον κλασσικιστικό γερμανικό, κι ακόμα περισσότερο τον σύγχρονό του ρομαντικό Φιλελληνισμό, όπως, ακόμα πιο τολμηρό, και ενάντια στην άμεσα συνδεδεμένη μ΄ αυτόν – και το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος –επίσημη πολιτική του ηγεμόνα του, του βασιλιά της Βαυαρίας. [25] Σ΄ αυτό το γενικώτερο πλαίσιο, η πραγματική καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων δεν ήταν μάλλον το κύριο μέλημά του. Η παρουσία και ο ρόλος τους ήταν απλώς μία – σημαντική – παράμετρος σ΄ αυτό που αποτελούσε την κύρια ιδεολογικο-πολιτική, αλλά και ψυχολογική, εμμονή του Γερμανού στο, όχι απαλλαγμένο από αντιφάσεις και αλλαγές διάθεσης και κατεύθυνσης, έργο, και γενικώτερα της οπτικής του: η Ρωσία δηλαδή, και ο ρόλος της, ο κίνδυνος που το ολοκληρωτικό της κράτος συνιστούσε για την φιλελεύθερη Ευρώπη, και ιδιαίτερα την Γερμανία, και οι γεωπολιτικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της.
Θεωρώντας πως το μέλλον ανήκει – στο μεγάλο, χεγκελιανής έμπνευσης ΄άνωθεν σχέδιο΄ για την ανθρώπινη ιστορία – στους Σλάβους, ως διαδόχους των ρωμανικών και γερμανικών λαών, ο Φαλλμεράγιερ δεν έχει αρχικά ενδοιασμούς να ΄παραχωρήσει΄ δικαιωματικά τα ορθόδοξα – και σε μεγάλο μέρος τους σλαβικά – Βαλκάνια στη Ρωσία, ως φυσική σφαίρα επιρροής και κυριαρχίας. [26] Ο πλήρης ΄εκσλαβισμός΄ ολόκληρης της χερσονήσου με το ΄άδειασμα΄ και των ΄ελληνικών΄ της χωρών τον Μεσαίωνα από τους Έλληνες κατοίκους τους, και την αντικατάστασή τους από Σλάβους, εντασσόταν στη λογική αυτής της στάσης και ενίσχυε τις ιδεολογικές της παραμέτρους. Αυτή όμως η αρχικά ΄θετική΄ –ως αποδοχή μιας ιστορικής αναγκαιότητας – προσέγγιση του θέματος ήταν, για τον Γερμανό Φαλλμεράγιερ, από την αρχή, ιδεολογικά, αλλά και ψυχολογικά, υπονομευμένη. Κι αυτό γιατί, στην γερμανική οπτική, ακόμα κι αν αναγνωριζόταν η διακριτή ιστορική ύπαρξη και ταυτότητά τους, οι Σλάβοι θεωρούνταν ένας ΄λαός΄ της μεθορίου, στο γεωγραφικό και πολιτισμικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, και με μηδαμινή συμβολή στον ευρωπαικό πολιτισμό. Αντίστοιχα ιστορικά παράταιρο και απορριπτέο υπήρξε φυσικά στο ίδιο χεγκελιανό σχήμα και το Βυζάντιο, η ΄πύλη΄ της εισόδου των Σλάβων στην ευρωπαϊκή ιστορία, και ιστορική πατρίδα των σύγχρονων ΄Ελλήνων, των ΄εξελληνισμένων Σλάβων΄ δηλαδή που το κατοίκησαν, και που υπήρξαν, κατά τον ίδιον, «το χειρότερο είδος ανθρώπου». [27] Σύντομα λοιπόν, στη σκέψη του Φαλλμεράγιερ, η μελλοντική επικράτηση των Σλάβων αντικαθίσταται από το αποκαλυπτικό σενάριο μιας αναπόφευκτης σύγκρουσης των τελευταίων με τους Γερμανούς, η οποία και θα αποτελούσε, με γενικώτερους όρους, αναβίωση της ιστορικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ανάμεσα δηλαδή στον λατινικό Χριστιανισμό και τον ελληνορθόδοξο ΄άλλο΄ του ΄ανατολικό΄ εαυτό. Με πιο σύγχρονους όρους, δηλαδή, που δεν μας είναι άγνωστοι, αναγγέλεται εδώ μια ΄σύγκρουση πολιτισμών΄.
Στην αλλαγή αυτή στάσης συνέβαλλε και το ότι ο Γερμανός είχε στο μεταξύ συνειδητοποιήσει τον πραγματικό χαρακτήρα και τις επιδιώξεις της Ρωσίας, σε μια πιο ΄πολιτική΄, αλλά όμοια στα συμπεράσματά της προσέγγιση με αυτή του Κιουστίν: η αυτοκρατορία των Τσάρων συνιστούσε και για τους δύο την μεγαλύτερη απειλή για την φιλελεύθερη Ευρώπη και τον πολιτισμό της. [28] Οι δυό τους συγκλίνουν επίσης και όσον αφορά το ΄ελληνικό΄ υπόβαθρο της Ρωσίας και των φιλοδοξιών της. Ο Φαλλμεράγιερ βλέπει έτσι να συγκροτείται, στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, μια μεγάλη ΄γραικομοσχοβιτική Ενότητα΄, το αντίπαλον δέος, με όρους ιστορικής αναγκαιότητας, της ρωμανο-γερμανικής ευρωπαικής πολυμέρειας. Η σταθερή ορμή της Ρωσίας προς το νότο και το σχέδιό της να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και τα Βαλκάνια και, διαμελίζοντας την Οθωμανική αυτοκρατορία, να περικυκλώσει τις γερμανικές χώρες – που, όπως και η μεσαιωνική Ελλάδα, είχαν επίσης μερικά αλωθεί από το σλαβικό στοιχείο – για να επιβληθεί στην πολυδιασπασμένη και χωρίς προσανατολισμό Ευρώπη, γίνεται ο εφιάλτης που πρέπει πάσει θυσία να αποτραπεί. Η μόνη άλλη διέξοδος είναι η επανάσταση: Τσάρος ή Επανάσταση, αυτό είναι για τον Φαλλμεράγιερ το πολιτικό δίλημμα της εποχής του.
Αν ο λόγος για την ριζική αυτή αλλαγή διάθεσης και στάσης του Γερμανού απέναντι στη Ρωσία, υπήρξε η συνειδητοποίηση του πραγματικού χαρακτήρα του κράτους της και του κυνισμού της πολιτικής της, η αφορμή ήταν, όπως φαίνεται, η απόπειρα της τελευταίας να τον στρατολογήσει, μέσω του ποιητή και διπλωμάτη Τιούτσεφ, που τον συνάντησε στο Μόναχο το 1842, για να προωθήσει, ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, τα συμφέροντά της στη Γερμανία. Η ειρωνεία είναι βέβαια ότι αυτό που τράβηξε την προσοχή των Ρώσων υπήρξαν οι΄φιλορωσικές΄ θέσεις του Βαυαρού, με αιχμή την αμφισβήτηση της ΄αρχαίας΄ καταγωγής των Ελλήνων και την αντίστοιχη ΄σλαβοποίησή΄ τους, που τόσες και τέτοιες αντιπαραθέσεις είχε προκαλέσει την προηγούμενη δεκαετία. Για τους θιασώτες ενός μεγαλειώδους ρωσικού αυτοκρατορικού οράματος, η ιδεολογική χρησιμότητα απόψεων, όπως το ότι «η αποκατάσταση του Βυζαντίου δεν μπορεί να είναι βυζαντινή ή, ακόμα λιγότερο ελληνική. Μπορεί να είναι μόνο σλαβογραικική»[29], ήταν προφανής.
Στην ρεαλιστική οπτική του Φαλλμεράγιερ ωστόσο, και στην αντίληψή του περί του επείγοντος γεωπολιτικών αποφάσεων απαραίτητων για την άμυνα της Ευρώπης, αυτή ήταν η διαπιστωμένη πραγματικότητα: οι σύγχρονοι Έλληνες δεν διέθεταν την ιστορική ουσία, το περιεχόμενο, αλλά ούτε και την απαιτούμενη ισχύ για να επιδιώξουν τον μεγαλεπήβολο στόχο της αποκατάστασης της χαμένης τους αυτοκρατορίας, όπως ονειρεύονταν, και ο μόνος που διέθετε τα ιστορικά εχέγγυα και την αποδεδειγμένη πρόθεση να τους συνδράμει σ΄ αυτό – σε βάρος των συμφερόντων των υπολοίπων ευρωπαικών Δυνάμεων – ήταν οι Ρώσοι. Όπως και στο ΄αρχαιοελληνικό΄ σενάριο των διαψευσμένων στις προσδοκίες τους ΄κλασσικών΄ Φιλελλήνων, έτσι και στο πιο ΄σύγχρονο΄ βυζαντινό, οι Νεοέλληνες εγκαλούνται, ευθέως και χωρίς ελαφρυντικά, επειδή αποδείχτηκαν ιστορικά και στην ουσία λίγοι και κατώτεροι των περιστάσεων. Η ιδιαίτερη δε ένταση στην στάση του Φαλλμεράγιερ ίσως και να σχετίζεται με το ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, στους Έλληνες χρεωνόταν, από γερμανικής πλευράς, και το γεγονός ότι με την αδυναμία τους αυτή άφηναν ολάνοιχτο τον δρόμο στη Ρωσία για να πραγματοποιήσει τους αυτοκρατορικούς στόχους που πάντα επεδίωκε.
Ένδιαφέρον είναι το πώς, στην προσέγγισή του αυτή, ο Βαυαρός επανεργοποιεί το παλιότερο σχήμα του γερμανικού κλασσικισμού περί της ιδιαίτερης, καταγωγικής, σχέσης ανάμεσα στην Γερμανία και στην –αρχαία– Ελλάδα, με εντελώς νέο όμως περιεχόμενο. Υπάρχει πράγματι ένας κοινός, οντολογικός σχεδόν, σύνδεσμος ανάμεσα σε Γερμανούς και Έλληνες και σ΄αυτήν την καινούρια οπτική, είναι όμως αρνητικός, καθώς αυτό που τους ενώνει είναι η κοινή τους μοίρα ως μελλοντικών θυμάτων της Ρωσίας, και απορρέει από τις κοινές τους αδυναμίες, αυτές ακριβώς που τους αφήνουν ανυπεράσπιστους απέναντι στη ρωσική απειλή.[30] Έλληνες και Γερμανοί μοιράζονται κατ΄ αρχήν την ίδια δυσκολία να διακρίνουν μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας. Δεν έχουν έτσι καν συναίσθηση της αδυναμίας τους, ούτε και του μεγέθους της απειλής: «ελληνικές καυχησιές περί αυτοδύναμης ύπαρξης και γερμανικοί νικητήριοι ύμνοι έχουν την ίδια αξία για την Ρωσία» προειδοποιεί ο Φαλλμεράγιερ. Πρέπει να αντιληφθούν και οι δυό «ότι έχουν στοχοποιηθεί ως σίγουρη λεία και έχουν καταγραφεί στις λίστες για μελλοντική εξαργύρωση». Μοιράζονται εξάλλου την ίδια τάση προς αυταπάτες μεγαλείου και δόξας: είμαστε ο μοναδικός μεγάλος λαός που η ιδέα που έχει για τον εαυτό του έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την γνώμη των ξένων γι’ αυτούς, γράφει για τους Γερμανούς ο Φαλλμεράγιερ, και το ίδιο προφανώς ίσχυε και για τους Έλληνες. Οι τελευταίοι βέβαια δεν μετράνε, καθώς βρίσκονται ήδη στον πάτο, αλλά και οι Γερμανοί κινδυνεύουν να πέσουν ακόμα πιο χαμηλά. Είναι η «έφεσή τους στην σκλαβιά, η έμφυτη τάση τους να υποτάσσονται στους ηγέτες τους, η σιωπηλή αποδοχή» -γνωρίσματα που, ας μην ξεχνάμε, αποδίνονται από τον Κιουστίν και στους Ρώσους– που τοποθετούν, «στα μοσχοβίτικα τεφτέρια», τους τελευταίους, «λίγο πιο πάνω από τους Μολδο-Βλάχους και τους Βουλγαρο-Έλληνες» και τους αποδίδουν την ίδια σχεδόν –ελάχιστη– πολιτική σημασία. Μόνη διέξοδος: μια ισχυρή ενοποιημένη Γερμανία. Μόνο αυτή μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στη Γαλλία, και κυρίως στην Ρωσία: [31] στον γερμανικό λαό ανήκει το καθήκον να αντιπαραταχθεί ενωμένος στον «ταπεινωτικό ζυγό των βυζαντινών Σκυθών».
Παράλληλα όμως ο Φαλλμεράγιερ αναζητά, προοικονομώντας μελλοντικά γεωπολιτικά σχήματα, περαιτέρω στρατηγικά αναχώματα για τον έλεγχο και την οριοθέτηση της ρωσικής επεκτατικότητας. Με χαρακτηριστικό πολιτικό ρεαλισμό θα εξετάσει το ενδεχόμενο να αναθέσει η Ευρώπη τον ρόλο αυτό στον ΄πατροπαράδοτο΄ αντίπαλο της Ρωσίας, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε αντίθεση με το εντελώς αποτυχημένο κράτος των ούτως ή άλλως ανίκανων για οποιαδήποτε θετική δράση Ελλήνων, και αποκαθαρμένο από τα βάρη του παρελθόντος, το κράτος των Οθωμανών αναδεικνύεται σ΄αυτήν την οπτική, όχι μόνο ως ο εγγυητής της επιθυμητής σταθερότητας, αλλά και ως το μοναδικό αξιόπιστο φράγμα απέναντι στους ΄Ρώσους νεο-Βυζαντινούς΄. Οι παγιωμένες Δυτικές θέσεις περί ΄αλλότριας Ανατολής΄ και οθωμανικού – με τον ρωσικό ως το χριστιανικό του αντίστοιχο– δεσποτισμού, και κοινή προέλευσή τους το΄ελληνικό΄ Βυζάντιο, υπερβαίνονται εδώ ανενδοίαστα, και το καθεστώς του σουλτάνου φτάνει να θεωρείται από τον Φαλλμεράγιερ, ως το «τελευταίο καταφύγιο της ευρωπαικής ελευθερίας». [32] Όσο για τους Έλληνες, καθώς με την απρονοησία του ξεσηκωμού τους –και την απερίσκεπτη συνδρομή των Ευρωπαίων– αποκόπηκαν οριστικά από αυτόν τον οθωμανικό κορμό, είναι πλέον καταδικασμένοι να αιωρούνται εσαεί σ΄ ένα ιστορικό Λίμπο, ψυχικά διαμελισμένοι, χρονικά ασύνδετοι, χωρίς την δύναμη να αναβιώσουν το –όποιο– παρελθόν, ανίκανοι να συλλάβουν και να πραγματώσουν ένα αυτόνομο μέλλον. Και για την Δύση, όχι μόνο αποτελούν μιά τεράστια ιδεολογική και ψυχολογική ματαίωση, αλλά αποδεικνύονται, ακόμα και ως ανάχωμα απέναντι στην Ανατολή, ιδεολογικά και πολιτικά, άχρηστοι.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αντιρωσισμός και ανθελληνισμός συνυπήρξαν και συμβάδισαν ως τάσεις στις αντιλήψεις και θέσεις των Δυτικοευρωπαίων τον 19ο αιώνα, για να αποτελέσουν αργότερα, μέσω του ιδεολογήματος της Βυζαντινο-ρωσικής συνέχειας, παράμετρο της ιδεολογίας του Ψυχρού Πολέμου. Όσο για την Ρωσία, χρησιμοποίησε κι αυτή, κατά τις περιστάσεις και για τους δικούς της σκοπούς, το ΄ελληνικό ιδεολόγημα΄, η στάση της όμως υπήρξε, έχει κανείς την εντύπωση, ιδιαίτερα μετά τον κομβικό, όσον αφορά νέους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς και ισορροπίες στην Ευρώπη, Πόλεμο της Κριμαίας, περισσότερο αποστασιοποιημένη, χωρίς έντονα ιδεολογικά πρόσημα, με δυό λόγια ρεαλιστική: για όποιον ήθελε να δεί την πραγματικότητα φυσικά, γιατί οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι σύγχρονοι Έλληνες, προσκολλημμένοι στο πατροπαράδοτο΄ρωσικό όραμα΄ παρέμεναν συνήθως ιδεολογικά και πολιτικά κοντόφθαλμοι. Στη βασική της εκτίμηση και θέση, αυτή η επίσημη ρωσική στάση υπήρξε- διαχρονικά, θάλεγε κανείς- σαφής: «πέρα από την θρησκεία δεν έχουμε τίποτα κοινό με τους Έλληνες. Είναι ανοησία να τους θεωρούμε συμμάχους». Έτσι συνόψιζε, το 1843, την επαύριο της ΄αντιρωσικής΄, ως προς το πνεύμα, εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου στην Αθήνα για το Σύνταγμα, την ΄πατροπαράδοτη΄και ΄αδελφική΄ σχέση Ρώσων και Ελλήνων ο Τσάρος Νικόλαος.[33] Και είναι αλήθεια, ότι, πέρα από τους όποιους πνευματικούς δεσμούς, ήταν πάντα μέσω της θρησκείας κυρίως, και της Εκκλησίας, που η Ρωσία επιχείρησε να ασκήσει την επιρροή της στην Ελλάδα. Για να εξυπηρετήσει την πολιτική και τα συμφέροντά της εννοείται, όπως όλοι. Αν υπάρχουν κάποιοι που ακόμα εθελοτυφλούν, συντηρώντας τον μύθο μιας ΄ιδιαίτερης σχέσης΄ των Ελλήνων με την Ρωσία.
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Α. Καλδέλλης έδειξε πώς το Άνατολικό Ζήτημα΄ καθόρισε τον 19ο αιώνα την Δυτική στάση απέναντι στους Έλληνες και την μεσαιωνική αυτοκρατορία τους, και πώς η τελευταία, μετασχηματισμένη στο ιστορικά αποκομμένο και ουδέτερο ΄Βυζάντιο΄, καθιερώθηκε ως αυτόνομο ακαδημαικό πεδίο (A. Kaldellis, From `Empire of the Greeks to `Byzantium´. The Politics of a Modern Paradigm Shift στο N. Aschenbrenner- J. Ransonoff (eds.) The Invention of Byzantium in Early Modern Europe, Dumbarton Oaks, 2021, 349-367, και στο Διαδίκτυο.)
[2] Astolphe de Custine, La Russie en 1839, Paris, Amyot, 1843, 4 τόμοι ( εδώ τ. 2, επιστολή 15, 23/7.) Και λίγο πιο κάτω, «Αναγκάζεται κανείς να το επαναλαμβάνει κάθε στιγμή: εδώ κανονικοί άνθρωποι και υψηλά ιστάμενοι , όλοι μας θυμίζουν τους Έλληνες της ύστερης αυτοκρατορίας». (3, επ. 19, 1/8. ) Για τον Κιουστίν και τις απόψεις του για τη Ρωσία, Ε. Τολιοπούλου, Το διαχρονικό αφήγημα της Δύσης για τη Ρωσία, Book’s Journal, τεύχος Οκτωβρίου, 2022.
[3] G. von Rauch, J. Ph. Fallmerayer und der russische Reichsgedanke bei F.I.Tjutcev, Jahrbücher für Geschichte Osteuropas, Neue Folge, I, 1953, 54-96. Ο Φαλλμεράγιερ διαπίστωνε μιαν αδιάσπαστη ιδεολογική συνέχεια ανάμεσα στην δεσποτεία και τον καισαροπαπισμό του ΄ισοπεδωτικού΄για το ανθρώπινο πνεύμα Βυζαντίου –τόσο ασύμβατα με την έμφυτη αίσθηση ελευθερίας του Δυτικού εαυτού– και την ρωσική αυτοκρατορία. D. Angelov, Byzantinism: The Real and the Imaginary Influence of a Medieval Civilization on the Modern Balkans, στο New Approaches to Balkan Studies, 2003 (Academia, σ. 11.)
[4] Sigismund, baron von Herberstein, Rerum Mosconitarum Comentarii, Vienna 1549 (στα γερμανικά 1567). Adam Olearius, Beschreibung der muscowitischen und persischen Reise, Schleswig, 1647.
[5] A.Toynbee, Russia’s Byzantine Heritage, Civilization on Trial, N. York, 1948, 164-184. Ο A. V. Korenevskiy ( Russia’s Byzantine Heritage: The Anatomy of a Myth, 2016) χαρακτηρίζει το άρθρο αυτό του Τόυνμπη «το κομβικό σημείο της συρρίκνωσης του ιστορικού μύθου σε πολιτικό κλισέ». Αλλά και άλλοι Δυτικοί ιστορικοί, όπως ο Ρ. Τζένκινς, θεωρεί ότι η μελέτη και η κατανόηση του Βυζαντίου θα βοηθούσε στην καλύτερη κατανόηση της Σοβιετικής Ένωσης, αφού από αυτό η τελευταία είχε παραλάβει –όπως και η τσαρική Ρωσία πριν από αυτήν– «την θεοκρατική και μονολιθική δομή της , την θεικά επικυρωμένη διεκδίκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας , την ενστικτώδη εχθρότητα και την καχυποψία της απέναντι στη Δύση» (R. J. H. Jenkins, Byzantium and Byzantinism, Cincinnati, 1963, σ 40, και Angelov, ό.π. σ 12.) Ο δε στρατηγός Γ. Μπέντελ Σμιθ, Αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα μετά τον πόλεμο και κατοπινός αρχηγός της CIA, προτρέπει, στον πρόλογο της αμερικανικής μετάφρασης της συντομευμένης έκδοσης του βιβλίου του Κιουστίν από την Φύλλις Κόλερ, το 1951, την Δύση να κρύβει πιο προσεκτικά τις αδυναμίες της αντί να τις συζητά ανοιχτά μέσω του Τύπου, τη στιγμή που η ΄βυζαντινή πολιτική΄ των Ρώσων ενεργώντας στη σκιά, «μας κρύβει προσεκτικά όλα όσα σκέφτονται, κάνουν και φοβούνται στη χώρα τους». Με το «βυζαντινό της πνεύμα», συνεχίζει ο στρατηγός, η Ρωσία θεωρεί τους διπλωμάτες, αλλά και όλους τους Δυτικούς, κακόβουλους και φθονερούς κατασκόπους (Gen. W. Bedell-Smith, Journey for our Time: The Russian Journals of the Marquis de Custine, σ.11.)
[6] ΄Όσο ο ειδωλολατρικός πολιτισμός είναι το εχέγγυο της ανωτερότητας, ο Έλληνας είναι περήφανος να είναι ΄Έλληνας. Αλλά όταν τα πράγματα αλλάζουν και ο ΄Ελληνισμός΄ με τη σειρά του αποβάλλεται στο πύρ το εξώτερο μαζί με τους Βαρβάρους, ο Έλληνας αλλάζει σκοπό και δηλώνει υπήκοος της χριστιανικής ρωμαικής αυτοκρατορίας. «Ο Ελληνισμός μπορεί να ξεπέφτει, αρκεί ο Έλληνας-Γραικός να μην παθαίνει το ίδιο». (Toynbee, o.π., σ. 174, 179.) Το θέμα είναι βέβαια, όπως το θέτει ο Ντ. Ομπολένσκι (Byzantium and the Slavs, 1994, σς. 97-103), κατά πόσο τέτοιες ιδεολογικές στη βάση τους και άκρως απλουστευτικές θέσεις προωθούν αυτό που είναι το πραγματικό χρέος του ιστορικού, την μελέτη και κατανόηση δηλαδή δύο, συνδεδεμένων μεταξύ τους ιστορικά και πολιτισμικά, αλλά τελικώς αυτόνομων ιστορικών οντοτήτων, όπως είναι το Βυζάντιο και η Ρωσία.
[7] Κιουστίν, επ.19, 1/8.
[8] Επιρρίπτοντας σωστά, στον κάθε άλλο παρά βυζαντινολάτρη Τσάρο Πέτρο την ευθύνη για αυτήν την ποδηγέτηση της Εκκλησίας, ο Κιουστίν παρατηρεί ότι στη Ρωσία «η πολιτική πίστη είναι πιο ισχυρή από την θρησκευτική» (επ. 21, 2/8.) Θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε την γνώμη του για την σύγχρονή του ΄εθνικοποίηση΄ της Ελληνικής Εκκλησίας και την αποκοπή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην οποία η Ρωσία και οι συντηρητικοί ρωσόφιλοι αντιστάθηκαν σθεναρά. Έχει πάντως επίγνωση ότι, παρά την θρησκευτική και λειτουργική τους συμπόρευση αιώνων, «η ενότητα της ελληνικής εκκλησίας είναι μόνο επιφανειακή», καθώς «το Βυζάντιο και η Μοσχα ποτέ δεν είναι σύμφωνες».
[9] Η Μόσχα, η πραγματική πρωτεύουσα της Ρωσίας –σε αντιδιαστολή με την ΄ευρωπαική΄Πετρούπολη– χαρακτηρίζεται ΄Βυζάντιο της ξηράς΄ (επ. 27, 11/8.) Στο Κρεμλίνο ειδικά, που ενσαρκώνει περισσότερο από κάθε άλλο, την πεμπτουσία του ρωσικού πνεύματος και της αισθητικής, «βλέπουμε παρούσες την Ευρώπη και την Ασία ενωμένες από το πνεύμα των Ελλήνων της ύστερης αυτοκρατορίας».
[10] «Οι Ρώσοι διαθέτουν… το κουράγιο και την ποταπότητα των ανθρώπων που θέλουν να κατέχουν ολόκληρη την γη», παρατηρεί γι’ αυτούς τους ΄Ρωμαίους του Βορρά΄, (επ. 26, 11/8.) Ένα δεύτερο, επίσης αρνητικά φορτισμένο, κοινό τους χαρακτηριστικό, είναι το ότι και οι δυό, Ρωμαίοι και Ρώσοι, υπήρξαν μιμητές και όχι δημιουργοί. Δανείστηκαν από άλλους –υπονοούνται, αλλά δεν κατονομάζονται οι Έλληνες, αρχαίοι και βυζαντινοί, αντίστοιχα– τις επιστήμες και τις τέχνες για να τις προσαρμόσουν, όπως μπόρεσαν, στα μέτρα τους (επ. 14, 22/7.) Ρώσοι ηγεμόνες, όπως ο Ιβάν ο Τρομερός, είχαν ήδη διεκδικήσει καταγωγή από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες- και δή τους ΄αυθεντικούς΄, της Αρχαιότητας, όχι τους παρακμασμένους ΄Έλληνες΄επιγόνους τους. (Χερμπερστάιν, 1, σ 9.) Όσο για ρωσικές αιτιάσεις καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες, σ΄αυτές θα αντιδράσει σθεναρά τον επόμενο αιώνα ο Ολεάριους: κατακεραυνώνει την ξιπασιά των Μοσχοβιτών –«δεν υπάρχει τίποτα πιο βάρβαρο από αυτόν τον λαό»– να «καυχιούνται για την καταγωγή τους από τους αρχαίους ΄Ελληνες», καθώς «ο πρωτογονισμός αυτών των Βαρβάρων και η πολιτισμένη ζωή των Ελλήνων… διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα» (Olearius, στο J. Starley – T. Basset, The Voyages and Travels of the Ambassadors from the Duke of Holstein to the Great Duke of Muscov, London, 1662, σ. 57.)
[11] Κιουστίν, τ. 3, 1/8. Και ο Φαλλμεράγιερ, σε πιο αποκαλυπτικούς τόνους, διακρίνει κι αυτός τα σημάδια μιας ελευσόμενης εξ Ανατολών καταιγίδας, που θα αποτελούσε την αναβίωση της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο ΄αδελφικούς εχθρούς΄, τον Γερμανο-λατινικό και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Για μια ποιητικο-φιλοσοφική παρουσίαση των θέσεων του Φαλλμεράγιερ, Η. Παπαγιαννόπουλος, Φαλμεράγιερ. Συμπληρωματικές σελίδες μιας Historia Solaris, recto/verso, 4, Άνοιξη 2023, σσ. 16-56.
[12] D. Angelov, ο.π., σ. 12 και S. A. Ivanov, The Second Rome as seen by the Third: Russian Debates on the `Byzantine Legacy, στο The Reception of Byzantium in European Culture since 1500, P. Marciniak, D. C. Smith (eds.), Routledge, 2016. Το ΄βυζαντινό παράδειγμα΄, και κάποια από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του –πχ. στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και τέχνη– επιστρατεύθηκαν από τον ΄αρχι-αντιδραστικό΄ Νικόλαο Α’ για την προβολή του πολιτικού δόγματος της ΄Επίσημης Εθνικότητας΄που σφράγισε την βασιλεία του: την τριάδα Πίστη, Τσάρος, Πατρίδα και την αντίστοιχη παράδοσή τους, ένα δόγμα που επιχείρησε –όχι πολύ αποτελεσματικά, όπως φαίνεται– να εξαγάγει αργότερα η Ρωσία και στο υπό διαμόρφωση νέο ελληνικό κράτος. Για την ρωσική επιρροή στο τελευταίο, L. J. Frary, Russia and the Making of Modern Greek Identity, 1821-1844, Oxford Univ. Press, 2015.
[13] J. Meyendorff, `Was There Ever a `Third Rome?´ Remarks on the Byzantine Legacy in Russia. J. J. Yiannias (ed.) The Byzantine Tradition after the Fall of Constantinople, Virginia, 1991, 45-60 (57) και Angelov, ο.π., σ. 14. Η ΄προφητεία΄ του μοναχού Φιλοφέι του Πσκοβ επικαιροποιήθηκε ξανά γύρω στα 1860.
[14] D. R. Reinsch, Hieronymous Wolf as Editor and Translator of Byzantine Texts στο The Reception of Byzantium in European Culture since 1500, κεφ. 2. Στην Εισαγωγή, το Βυζάντιο και οι κάτοικοί του ζωγραφίζονται με τα μελανώτερα χρώματα. Δεν τους λυπόταν καθόλου, δηλώνει ο συγγραφέας, απορούσε μόνο πώς αυτό το «εγκληματικό ανθρώπινο κατακάθι» κατάφερε να αντέξει τόσο πολύ και δεν υπέκυψε νωρίτερα. Οι Τούρκοι ήταν πολύ καλύτεροί τους και άξιζαν να επικρατήσουν. Η ανάγνωση των κειμένων αυτών θα βοηθούσε, κατά τον Βολφφ, τους συμπατριώτες του να προετοιμαστούν για την υπεράσπιση της πατρίδας τους από τους προελαύνοντες Τούρκους, μαθαίνοντας από τα λάθη των κατά τα άλλα περιφρονητέων και άχρηστων Βυζαντινών. Για την ομιλία του Ναπολέοντα βλ. στο S. Runciman, Gibbon and Byzantium, σ. 107, σημ. 23.
[15] I. Papkova, Saving the Third Rome: `Fall of the Empire`, Byzantium and Putin’s Russia Reconciling the Irreconcilable, Vienna: IWM Junior Visiting Fellows’ Conference Proccedings, vol. 24, 2009. Για την ιδεολογική και πολιτική χρήση του Βυζαντίου από τους Ρώσους, ενδεικτικά, οι μελέτες στον συλλογικό τόμο The reception of Byzantium in European culture since 1500, 2016, και στο The Invention of Byzantium in Early Modern Europe, ed. By N. Aschenbrenner and J. Ransohoff, Extravagantes (Dumbarton Oaks), 2022. Επίσης D. Biriukov, Certain Attitudes Towards Byzantium as manifested in the Russian Historiosophical Literature of the Early and Middle 19th Century, 2021, Research Gate.
[16] `Kurze Bescgreibung der in Europa Befindlichen Völckern Und Ihren Aigenschaften´, γνωστό ως ΄Völkertafel΄, στο K. Pallenstrang, Völkertafel in Volkskunde Museum Wien, και F. Stanzel, Europäischer Völkerspiegel, Heidelberg, 1999.
[17] Κιουστίν, επ. 29, 15/8 Μια μόνο θετική παρατήρηση ξεφεύγει του μαρκησίου: οι Ρώσοι, επαναλαμβάνει, πιθηκίζουν, σαν απόλυτοι μιμητές που είναι, τις συνήθειες της κοσμικής ζωής. Εκείνοι όμως, οι λίγοι, που σκέφτονται, ξαναγίνονται, στις οικογενειακές και φιλικές συναναστροφές, ο εαυτός τους, δηλ. «Έλληνες προικισμένοι με μια κληρονομική ευγένεια και σοφία».
[18] «Χρησιμοποιούν διάφορα κόλπα, αναφέρει, για να ξεγελάσουν τους ξένους εμπόρους και να ρίξουν τις τιμές των αγαθών» (Χερμπερσταιν, 1, σ 90 και 2, σ 7.)
[19] «Κι από την άλλη έχουν μιαν εντελώς ανόητη, χοντροκομμένη και ξετσίπωτη γνώμη για τον εαυτό τους και τις ικανότητές τους, ενώ η περηφάνεια και η ματαιοδοξία εκείνων που κατέχουν, έστω και μια ελάχιστα μεγαλύτερη, περιουσία ή θέση, είναι ανυπόφορη» (Ολεάριους, ό.π., σ 57.)
[20] M. Taroutina, Second Rome or seat of savagery? The case of Byzantium in nineteenth-century European imaginaries, Academia. Όπως και η Ρωσία, έτσι και το Βυζάντιο αντιμετωπίζεται ολόκληρο τον 19ο αιώνα ως κάτι μονολιθικό και αναλλοίωτο στο χρόνο. Επίσης βλ. D. M. Angelov, Byzantinism: The Imaginary and Real Heritage of Byzantium in Southeastern Europe in New approaches to Balkan Studies, 2003. Όσο για την ΄οθωμανική συνέχεια΄του Βυζαντίου, ο Φαλλμεράγιερ θεωρούσε αρχικά πως «η κατανόηση της βυζαντινής πολιτειακής ιδέας θα όφειλε να είναι το κύριο καθήκον της εποχής, όχι μόνο διότι ο πολιτικός χαρακτήρας Βυζαντινών και Οθωμανών συνιστούσε μια συνέχεια στον χρόνο, αλλά επίσης διότι μια βαθύτερη απειλή προς τον Δυτικό κόσμο και το μέλλον του έφεγγε εντός τους» (Παπαγιαννόπουλος, ο.π., σ 42.)
[21] M. Ancelot, Olga, ou l’Orpheline moscovite, tragédie en cinq actes et en vers, Paris, 1828. Επίσης Ch. Krauss, La Russie et les Russes dans la fiction francaise du XIXème siècle (1812-1917), N.York, 2007, σ 45. Η S. Basch διαπιστώνει έναν διαδεδομένο΄αντι-φιλελληνισμό΄στην γαλλική κοινή γνώμη γύρω στα μέσα του αιώνα (Le Mirage Grec, Paris, 1995.)
[22] Ο γλύπτης Νταβιντ ντ΄Ανζέ του αφιέρωσε το 1827 ένα από τα γνωστότερα γλυπτά του, την Έλληνοπούλα που αποθέτει ένα στεφάνι στον τάφο του Μ. Μπότσαρη, ενώ το 1829 ο Β. Ουγκώ θα υμνήσει τον ήρωα στο ποίημα Les tetes du sérail από την συλλογή του Les Orientales. ( Για το άγαλμα του ντ΄Ανζέ και την ιστορία του, βλ. Ph. Durey, La jeune Grecque de David d’Angers ou le reve brisé, Les Cahiers de l’Ecole du Louvre, 16, 2021.)
[23] Οι ορθόδοξοι Ρώσοι είναι βάρβαροι και επομένως ανίκανοι να απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους, γράφει ο Constitutionnel στις 14/3/1854. Μόνο οι Αγγλογάλλοι μπορούν: «Αυτή είναι η αποστολή που η θεία Πρόνοια ανέθεσε στον Γάλλο στρατιώτη». (W. Blanc, Reprendre Constantinople:un rêve francais, διαδικτυακά στο σάιτ Retro News, Le site de presse de la BnF, 10/01/2022.) Τον 20ο αιώνα η ρητορική αλλάζει ριζικά, και το ιστορικό ΄Βυζάντιο΄ και οι υπερασπιστές του, παρουσιάζονται ως ο τελευταίος χριστιανικός προμαχώνας απέναντι στην μωαμεθανική λαίλαπα. Ολόκληρο τον 19ο αιώνα, αλλά και αργότερα, συντηρείται ωστόσο η αντίληψη της Γαλλίας ως μοναδικής ΄προστάτιδας΄ της Κωνσταντινούπολης, καθώς οι Έλληνες αποδείχτηκαν ανίκανοι να το κάνουν. (Του ίδιου, Rêves de Byzance, entre décadence et fascination, ibid., 8/2/2022).
[24] Για τον Φαλλμεράγιερ βλ. Ε. Σκοπετέα, Φαλμεράιερ: Τεχνάσματα του αντίπαλου δέους, Αθήνα, 1999, και το άρθρο του Παπαγιαννόπουλου που αναφέραμε πιο πάνω.
[25] Λίγο μετά την επίσημη ανακήρυξη του Όθωνα σε βασιλέα των Ελλήνων, τον Ιούνιο του 1835, ο Friedrich Thiersch, ρομαντικός Φιλέλληνας και σφοδρός αντίπαλος του Φαλλμεράγιερ, δημοσίευσε ένα άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο ΄Κυβερνά ο Βασιλεύς Όθων Έλληνες ή Σλαύους;΄ (J. Kilian, Die Philhellenen Fr. Thiersch und J. Ph. Fallmerayer – zwei Gegenspieler im Streit um die `Entstehung der heutigen Griechen´, A.-R. Meyer, ed., Vormärz und Philhellenismus, Forum Vormärz Forschung, Jahrbuch 2012.) Ο ίδιος καθησύχαζε τις ανησυχίες περί ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας με το επιχείρημα ότι από την στιγμή που στους θρόνους των ανατολικο-ευρωπαικών κρατών τοποθετούνταν Δυτικοευρωπαίοι βασιλείς, δεν υφίστατο παρόμοιος κίνδυνος.
[26] Στα χρόνια 1835- 1840 ο Φαλλμεράγιερ θεωρεί την Ρωσία διάδοχο της θνήσκουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters, Stuttgart, 1830-36, 1, Εισαγωγή, σ. V: «η κυριαρχία πάνω στην ανθρωπότητα φαίνεται να απομακρύνεται από τους λατινικούς και γερμανικούς λαούς και να περνά στο μεγάλο έθνος των Σλαύων») και von Rauch, ό.π., σ. 40.
[27] Fallmerayer, στο ίδιο, 2, σ. 168. Επίσης Kaldellis, ό.π., σ 359. «Όχι ότι οι ΄αυθεντικοί΄Βυζαντινοί Έλληνες΄ –διότι κάποιοι επέζησαν τελικά, στην Μαύρη Θάλασσα– ήταν καλύτεροι: ο Βυζαντινός Έλληνας είναι σε γενικές γραμμές το αντίθετο από μας, είναι σκληρός με τον εαυτό του και αναίσθητος απέναντι στον συνάνθρωπό του, όπως και απέναντι στα ζώα…» Το Βυζάντιο υπήρξε το αποκορύφωμα κάθε ανθρώπινου ελαττώματος και διαφθοράς κατά τον Φαλλμεράγιερ, «δεν εφηύρε τίποτα και δεν δημιούργησε τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να λησμονήσει, να καταστρέψει, να καταχωνιάσει και να καταπνίξει». (Rauch, ό.π., σ. 78.)
[28] Υπήρχε ένα σχέδιο για ένα ταξίδι του Φαλλμεράγιερ στη Ρωσία την ίδια εποχή με τον Κιουστίν, το οποίο όμως τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Γερμανός ψέγει πάντως τον Γάλλο για μια κάποια ΄επιπολαιότητα΄ στην προσέγγισή του, της Ρωσίας, και για το γεγονός ότι δεν συμπεριέλαβε την Γερμανία στη θεώρησή του. Οι εκτιμήσεις τους όμως για την φύση και τον χαρακτήρα του ρωσικού κράτους συμπίπτουν: «η Ρωσία είναι ένα απέραντο στρατόπεδο.», γράφει ο Φαλλμεράγιερ, «το να υπομένουν ασταμάτητη δουλειά , φτώχεια, βάσανα και αυθαίρετες τιμωρίες και να πολεμούν και να πεθαίνουν για τον άγιο τσάρο είναι το ύψιστο πολιτικό δόγμα των Μοσχοβιτών».
[29] Για το θέμα, Fallmerayer, 1845, σσ. 170-176 (176) και στο Παπαγιαννόπουλος, όπου οι θέσεις του Φαλλμεράγιερ συζητιούνται υπό το φώς των απόψεων του Κ. Σμιτ (ό.π., σσ. 41-45.)
[30] Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient, 1845, a, XI.
[31] Fallmerayer, 1845, a, Χ, XI. Οι Ρώσοι δεν τους υπολογίζουν τους Γερμανούς, γελάνε όταν ακούνε να γίνεται λόγος για την «γερμανική ελευθερία ως προιόν της γερμανικής γής». Είναι η τάση προς την θεωρία και η ανικανότητα για πράξη που, κατά τον Φαλλμεράγιερ, καταδικάζει τον λαό του στην διαρκή ήττα και υποτέλεια, και όχι μόνο στα μάτια των Ρώσων: «στην κοινή γνώμη της Ευρώπης εμείς οι Γερμανοί έχουμε καταβυθιστεί στο μηδέν, κι αυτό γιατί η εποχή απαιτεί έργα, όχι τις στείρες ιδέες και τις κενές λέξεις στις οποίες ανέκαθεν έτεινε η Γερμανία» (1845, a VIII). Ο Φαλλμεράγιερ αισθάνεται παγιδευμένος ανάμεσα στην ΄εγγενή΄ ανωτερότητα της Γαλλίας, που αν και ηττημένη και με διαλυμμένες τις προσδοκίες ευρωπαικής κατίσχυσής της, διαθέτει αυτό που οι Γερμανοί δεν διαθέτουν ούτε και θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν: «τους ανδρες της δράσης και της ευφυίας… μια ζωντανή ιστορία αθάνατων πράξεων και αθάνατης δόξας!»
[32] Von Rauch, ό.π., σ.73. Και M. Grünbart, Von Philhellenen und Hellenophagen. J. Ph. Fallmerayer und sein Griechenlandbild στο H. D. Blume, C. Lienau (eds.) Griechenbilder-Griechenlandbilder, Münster, 2011.
[33] Frary, ό.π., σ 231. Άρθρα στον ευρωπαικό Τύπο υποστήριζαν ότι ήταν οι Ρώσοι και οι Έλληνες ρωσόφιλοι που εξύφαναν τη συνομωσία που οδήγησε στο κίνημα. Σχετικά με τον Νικόλαο Α΄ και την στάση του, βλ. W. C. Fuller, Strategy and Power in Russia, 1600-1914, N. York, 1992, σσ 219-264.
*
*
*