Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ

περαστικά & παραμόνιμα | 05:23

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Γαλήνη αφάνταστη απλώνεται σ’ όλα τα καταστρώματα.
— Σας ομιλεί ο πλοίαρχος. Η ώρα είναι δύο και σας διατάσσω:
ο σώζων εαυτόν σωθήτω! — Μουσική! Για το φινάλε
ο αρχιμουσικός σηκώνει την μπαγκέτα του.

ΗANS MAGNUS ENZENSBERGER
Το ναύαγιο του Τιτανικού, 1978

~.~

Μπορεί κανείς να «δει» τα νούφαρα του Μονέ με τον φασματογράφο; Τον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου με τα όργανα του ανατόμου; Το ρωμαϊκό Πάνθεον με τα κριτήρια της ογκομετρίας;

Κι όμως, πάμπολλες φιλολογικές μελέτες σήμερα κάνουν ακριβώς αυτό. Εκεί που χρειάζεται το γυμνό μάτι, επιστρατεύουν το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο, αντιμετωπίζουν την λογοτεχνία ως αποδεικτικό υλικό μιας θεωρητικής φαντασμαγορίας, ως πεδίο εστιάσεως ενός κλινικού φακού. Ζουμάρουν ασύμμετρα εκεί όπου η κλίμακα είναι εντελώς φυσική.

Η θεωριοκρατία και ο μικροφιλολογισμός, παρά τα ενδιαφέροντα ευρήματα που κομίζουν ενίοτε, έχουν απομακρυνθεί δραστικά από την λογοτεχνία. Μπορεί να την μελετούν, αλλά το κάνουν με έναν τρόπο που την μεταβάλλει «εις άλλο είδος», που αγνοεί και παραβλέπει εκείνα ακριβώς τα γνωρίσματα που την έχουν καταστήσει τέτοια, ήτοι λογοτεχνία. Την ερευνούν με τον τρόπο που ένας μικροβιολόγος προσεγγίζει έναν βάκιλλο, κάποτε και με ενδιαφέρον μικρότερο του δικού του.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ακαδημαϊκή γλώσσα μοιάζει σήμερα τόσο αποξηραμένη, τόσο στεγνή. Ο τύπος του πανεπιστημιακού δασκάλου που, διδασκόμενος από τους συγγραφείς που μελετά και σε δημιουργική ώσμωση μαζί τους, συνδυάζει στη γραφίδα του τη δύναμη της διεισδυτικής παρατήρησης και τη χάρη της καλλιέπειας σπανίζει όλο και πιο πολύ.

Αντιθέτως, έχουμε το αντίθετο φαινόμενο. Όλο και συχνότερα, λογοτέχνες και κριτικοί μιμούνται κακόζηλα την πανεπιστημιακή ξηρογραφία, ιδίως τη θεωριοκρατούμενη. Και άθελά τους προδίδουν έτσι ότι τη γλώσσα της ίδιας της λογοτεχνίας, την ικανότητά της να «εκφράσει», δηλαδή να περιγράψει τον κόσμο, δεν την πολυεμπιστεύονται. (περισσότερα…)

Advertisement

Hans Magnus Enzensberger (1929-2022)

*

Γεννήθηκε το μακρινό 1929 στο Καουφμπώυρεν της Βαυαρίας. Ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, εκδότης βιβλίων και διευθυντής περιοδικών, δημοσιογράφος, διανοούμενος, στοχαστής, κριτικός των ΜΜΕ, μέλος της θρυλικής Gruppe 47, πολυώνυμος, κοσμογυριστής και πολύγλωσσος, πνεύμα ελεύθερο και οίστρος ενοχλητικός, υπερασπιστής των Λύκων, βιογράφος της Προόδου και ραψωδός του Τιτανικού της, ιδρυτής και αρχιξεναγός του Μουσείου της Μοντέρνας Ποιήσεως, χιουμορίστας ολκής, βαθύς ελεγειογράφος, τρυφερός παραμυθάς, σφράγισε τα γερμανικά γράμματα επί 65 ολόκληρα χρόνια, από το 1957 όταν τυπώθηκε η πρώτη του οργίλη συλλογή. Άνθρωπος όχι οικουμενικός, όρος που δεν δηλώνει τίποτε, αλλά Ευρωπαίος, απ’ τους καιρούς που η Ευρώπη ήταν και σήμαινε ακόμη κάτι. Ο Ανδρέας Ταλμάυερ, άλλως Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ πέθανε προχθές, 24 Νοεμβρίου 2022, στα 93 του χρόνια. — KK

*

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Χ.Μ.Ε.

Πρώιμο έργο

Σήμερα μόλις μου ξανάρθε στο μυαλό,
μετά σαράντα χρόνια,
αυτό το φωτεινό απομεσήμερο.
Τι ν’ απέγινε
ο ταλαιπωρημένος τόμος
που κάποτε μου χάρισε;
Οι παθιασμένες φράσεις
που το χέρι της αέρινα
με κόκκινο υπογράμμιζε; (περισσότερα…)

Η πολιτική είναι η τέχνη του ανέφικτου

*

τοῦ ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

Ἐ­πει­δὴ τὰ ἀρχαῖα ἑλ­λη­νι­κά μου εἶ­ναι σκου­ρι­α­σμέ­να, χρει­ά­στη­κε νὰ συμ­βου­λευ­τῶ λε­ξι­κό. Φαί­νε­ται ὅ­τι «πρόβλημα» στὴν ἀρχὴ δὲν σήμαινε κά­τι ποὺ ἐξετάζουμε ἢ ἔ­στω ἀναζητοῦμε, ἀλ­λὰ μιὰ δο­κι­μα­σί­α ριγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, μπρο­στὰ στὰ πό­δια μας· ἡ λέ­ξη προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ρῆ­μα βάλ­λω ποὺ ση­μαί­νει ρί­χνω.

Ὅ­μως αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ μι­σὴ ἀ­λή­θει­α. Για­τὶ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ πε­ρι­μέ­νει νὰ λυ­θοῦν τὰ προ­βλή­μα­τα ἀ­πὸ μό­να τους, ποὺ τὰ θέτει κατὰ μέρος καὶ τὰ ἀ­φή­νει ἀνεξέταστα, ὑ­πάρ­χουν του­λά­χι­στον μιὰ ντου­ζί­να ἄλ­λοι οἱ ὁ­ποῖ­οι τὰ ἐπι­ζη­τοῦν, καὶ μά­λι­στα τό­σο πι­ὸ ἔν­το­να, ὅ­σο πι­ὸ δύ­σκο­λα εἶ­ναι. Καὶ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­δι­κλώ­νον­ται, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πει­σμα­τώ­νουν γιὰ νὰ βροῦν τὴ λύ­ση. Ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἐθισμοῦ ποὺ καραδοκεῖ ἐδῶ, συ­χνὰ ὑ­πο­τι­μᾶ­ται, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ ἐ­ὰν πρό­κει­ται γιὰ παι­χνί­δι στὸν ὑ­πο­λο­γι­στὴ ἢ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τοῦ αἰ­ώ­να.

Κα­λὸ θὰ ἦ­ταν νὰ κά­νου­με τὴ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­πι­λύ­σι­μα καὶ σὲ ἀ­νε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα. Δυ­στυ­χῶς, πι­ὸ εὔ­κο­λα τὸ λέ­με πα­ρὰ τὸ κά­νου­με. Δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν ἁ­πλὲς ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως δο­κι­μα­σί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τὰ κύ­ρι­ο λό­γο ἐ­πι­δέ­χον­ται λύ­ση, ὅ­μως τὸ κό­στος ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται γιὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σή τους εἶ­ναι τό­σο ἀ­στρο­νο­μι­κὸ ποὺ εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τὰ πα­ρα­τή­σει κα­νείς. Ἕ­να τέ­τοιο πρό­βλη­μα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἐμ­πο­ρι­κὸς ἀν­τι­πρό­σω­πος ποὺ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­σκε­φτεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­ριθ­μὸ πε­λα­τῶν. Ση­μει­ώ­νει λοι­πὸν τὸν τό­πο δι­α­μο­νῆς τους πά­νω στὸ χάρ­τη του. Καὶ τώ­ρα σκέ­φτε­ται ποιός εἶ­ναι ὁ συν­το­μό­τε­ρος τρόπος γιὰ νὰ ὑ­πο­βά­λει τὰ σέ­βη του σὲ κά­θε πε­λά­τη. Καὶ τρα­βά­ει τὰ μαλ­λιά του μό­λις δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­θα­νῶν δι­α­δρο­μῶν αὐ­ξά­νε­ται ὑπέρμετρα κάθε φορά ποὺ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν προ­ο­ρι­σμῶν του αὐξάνει. Ἦδη μὲ εἴ­κο­σι μόνο πε­λά­τες θὰ εἶ­χε νὰ ἀποφασίσει ἀ­νά­με­σα σὲ τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρι­α δυνατὲς έπιλογές. Ἂν ἤ­θε­λε νὰ τὶς δο­κι­μά­σει ὅ­λες, ὄ­χι μό­νο θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­τή­σει τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του, ἀλ­λὰ καὶ νὰ ζή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νι­α ἀ­πὸ τὸν πλα­νή­τη Γῆ. (περισσότερα…)

Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Εν ονόματι του Αλλάχ

του ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

Με αφορμή την πρόσφατη δολοφονική επιθέση κατά του συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί στη Νέα Υόρκη, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το πολύκροτο δοκίμιo Versuch über den radikalen Verlierer του Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ, γραμμένο το 2005 για λογαριασμό του περιοδικού Spiegel. Το πλήρες κείμενο, σε μετάφραση Χρήστου Αστερίου, εδώ.

Κατά μια έννοια οι Ισλαμιστές είναι κι αυτοί πολίτες του 21ου αιώνα. Στην διαχείριση της δημόσιας εικόνας τους μάλιστα πολύ πιο εξελιγμένοι από τους προκατόχους τους. Βεβαίως και οι παλαιότεροι διάκονοι τού τρόμου ασκούσαν μια προπαγάνδα που είχε ως βάση της την ίδια την πράξη τής τρομοκρατίας. Εν τούτοις δεν είχαν καταφέρει να βρίσκονται στο κέντρο τού παγκόσμιου ενδιαφέροντος όπως σήμερα η νεφελώδης ομάδα της Αλ Κάιντα. Έχοντας μελετήσει καλά τους κανόνες της τηλεόρασης, τις δυνατότητες των κομπιούτερ, το ίντερνετ και την διαφήμιση, η μουσουλμανική τρομοκρατία καταφέρνει να παίρνει μεγαλύτερο μερίδιο τηλεοπτικής προβολής απ’ ότι το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Σκηνοθετεί τις σφαγές σαν φιλομαθής μαθητής τού Χόλλυγουντ, κατά τα πρότυπα των ταινιών καταστροφής, των splatter movies και των θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Η εξάρτησή της από την μισητή Δύση είναι και σ’ αυτή την περίπτωση ξεκάθαρη. Η société du spectacle, όπως την ονόμαζαν κάποτε οι καταστασιακοί φτάνει εδώ στην πραγμάτωσή της. (περισσότερα…)

Κώστας Κουτσουρέλης: Μια ομολογία ενοχής

GUILTY

 

Όπως με τους αριστερούς φίλους όλη την περσινή χρονιά, όπως με τους ευρωπαϊστές και φιλελεύθερους φίλους ενίοτε, ή τους ομοτέχνους άλλοτε για ποικίλες αφορμές, μου συμβαίνει συχνά, πολύ συχνά ομολογουμένως τον τελευταίο καιρό, να στενοχωρώ φίλους και συνομιλητές με όλα αυτά που γράφω περί προσφυγιάς και περί μετανάστευσης. Αρκετές φορές, όταν όλα τα άλλα εμπράγματα επιχειρήματα παροπλιστούν –αν και πρέπει να ομολογήσω ότι τέτοια σπανίως μου αντιτάσσονται–, αυτό που μένει στην ατμόσφαιρα να επικρέμαται εναντίον μου είναι η μομφή, κάτι μεταξύ παραπόνου και καταγγελίας: ότι μου λείπει η συμπόνια, ότι δεν έχω καρδιά, ότι αυτό που απουσιάζει από τα λεγόμενά μου είναι ο ανθρωπισμός.

Ένα τέτοιο κατηγορητήριο δεν μου φαίνεται κακή αφετηρία. Ας ξεκινήσω λοιπόν με μια ομολογία ενοχής, κι ας ονοματίσω εδώ το ακατονόμαστο: δεν είμαι ανθρωπιστής. Ο ανθρωπισμός στα μάτια μου είναι ένα ιδεολόγημα. Μια αυταπάτη. Πατάει πάνω στην πλανερή παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και ότι αρκεί να τον απαλλάξεις από τα έξω του βάρη που τον κάνουν «κακό» (τις μολυσμένες ιδέες και λέξεις, τις φρικτές ύπερθεν εξουσίες) για να ανασάνει. Επιπλέον, ο ανθρωπισμός, ως ανθρωποκεντρισμός αυτή τη φορά, κρύβει μέσα του μια βαθιά έπαρση, είναι το αλαζονικό πιστεύω ενός βιολογικού είδους που επειδή ανέπτυξε αυτοσυνειδησία νομίζει ότι είναι ανώτερο απ’ όλα τα άλλα, και ότι γι’ αυτό και μόνο, η φύση, ο πλανήτης, το σύμπαν ολόκληρο, με επικεφαλής του τον Μεγαλοδύναμο, οφείλει να τον υπηρετεί. Μόνο μια τέτοια αλαζονεία εξηγεί το γεγονός ότι τούτο το βίαιο, βάναυσο βιολογικό είδος, το πιο απάνθρωπο που έχει περπατήσει πάνω στη γη, έχει βαφτίσει τα υψηλότερα, τα ευγενέστερα ιδεώδη που μπορεί να διανοηθεί, με το όνομά του: «ανθρωπιά».

Τις δύο αυτές πλάνες, την αυταπάτη και την έπαρση, τις συναντώ αδελφωμένες στο μεταναστευτικό. Στην αγιογράφηση του μετανάστη λ.χ. βλέπω την επείγουσα ανάγκη του ανθρωπιστή να βρει έναν υποδειγματικό τύπο ανθρώπου για να πιστέψει. Ένα πρότυπο όσο το δυνατόν αμόλυντο, απαλλαγμένο από την καιροσκοπία, την πονηρία και την ιδιοτέλεια την οποία –τόσο ορθά– εντοπίζει στον άμεσό του περίγυρο. Ο πρόσφυγας και ο μετανάστης σήμερα είναι ο πτωχός τω πνεύματι του Ιησού, ο ευγενής άγριος του Τάκιτου και του Ρουσσώ, ο αλυσοδεμένος προλετάριος του Μαρξ, ο εν γένει πάσχων άνθρωπος. Απέναντι στη λογοκριτική ορμή αυτής της πεποίθησης, όποιος επιμένει όχι στην πρώτη όψη των πραγμάτων και στις ρητορικές δηλώσεις των πρωταγωνιστών της (στην προαίρεση και στα λόγια μας μπορούμε να είμαστε όλοι αγαθοί) αλλά στην αμείλικτη δυναμική της ανθρώπινης κατάστασης και της ιστορίας (πρόσφυγες -οι Γότθοι- γκρέμισαν την -ευεργέτιδά τους- Ρώμη· πρόσφυγες -οι Εβραίοι- ξεσπίτωσαν τους Παλαιστίνιους· μετανάστες οικονομικοί στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και αλλού ευθύνονται για την γενοκτονία των αυτοχθόνων πληθυσμών), είναι λογικό να αντιμετωπίζεται ώς απολογητής, αυτοθέλητος κήρυκας του απάνθρωπου. Το συνήθειο να τα βάζουμε με τον αγγελιαφόρο όταν το μήνυμά του μας οχλεί είναι πανάρχαιο. Ο Ληρ αποκτά επίγνωση της αφροσύνης του όταν είναι αργά. Κανείς δεν αγαπά τους μάντεις κακών. Κανείς δεν συμπαθεί την Κασσάνδρα. Ας είναι ωστόσο, so be it. Γένοιτο.

Ότι η αγαθότητα (όπως και η μοχθηρότητα) δεν είναι φύσει αλλά θέσει ιδιότητα, παραπροϊόν της ίδιας πάντοτε επικαθοριστικής μας ορμής, της αυτοσυντήρησης, ο ανθρωπιστής δεν μπορεί να το παραδεχτεί. Τι ανθρωπιστής θα ήταν τότε; Όμως όλα στον βίο μας είναι ιδιοτελή, όλα υπηρετούν πρωτίστως τις δικές μας ανάγκες. Ενίοτε, όταν οι εξωτερικές συνθήκες βοηθούν, και όταν η ισορροπία αυτών των δικών μας αναγκών με τις ανάγκες του εκάστοτε άλλου είναι η σωστή (η ενσυναίσθηση εδώ βοηθάει), παίρνει σάρκα και οστά εκείνη η υπερπολύτιμη αρμονία που ονομάζουμε δικαιοσύνη. Όμως για λίγο. Κι αυτό δεν αναιρεί σε τίποτα την ανεκκρίζωτη ιδιοτέλεια της αρχικής μας πράξης.

Τώρα, η συμπόνια ως στρατηγική επιβίωσης διηθημένη μέσα από το φίλτρο της συγγένειας πρώτα, και εξακτινωμένη αργότερα σε όλο το κοινωνικό σώμα, μέχρι το νοερό, αφηρημένο επίπεδο της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, είναι ασφαλώς κατάσταση φυσική. Μόνο όμως στο μέτρο που δεν θίγει την αυτοσυντήρηση· όταν ναρκοθετεί τα βιοτικά και κοινωνικά θεμέλια, τότε ισοδυναμεί με αυτοχειριασμό. Ο οίκτος για να πιάσει τόπο πρέπει να λογοδοτεί στην πραγματικότητα. Πρέπει να τον αντέχει πρώτα απ’ όλα αυτός που τον προσφέρει. Ειδάλλως, είναι γέννημα όχι της καλής καρδιάς αλλά της πλάνης, ή, ακόμη χειρότερα, της πιο βαθειάς αλαζονείας: γέννημα της ανάγκης μας να φανούμε ηθικώς ανώτεροι όχι στον άλλο μόνον, ώστε να μας θαυμάσει και να μας ευγνωμονεί, αλλά κυρίως (και εδώ έγκειται η υπουλότητά του) στα ίδια τα μάτια μας. Οι χριστιανοί ασκητές εδώ έχουν να μας διδάξουν πολλά, την πιο φρικτή του μορφή την παίρνει ο δαίμων όταν φοράει τη μάσκα της αυταρέσκειας. Και ο Στέφαν Τσβάιχ στον Επικίνδυνο οίκτο μάς έχει δώσει το συγκλονιστικό του πορτραίτο.

Θα ρωτήσει κανείς: Και μένουμε απαθείς εμπρός στον πόνο που αντικρίζουμε; Δεν δρούμε, δεν αντιδρούμε εμπρός στο κακό; Η απάντηση είναι ναι, αντιτασσόμαστε στο Κακό: δεν του ανοίγουμε διάπλατα την πόρτα. Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, δεκαετίες πρωτύτερα, περιέγραψε με μοναδική ψυχολογική ακρίβεια τη βαθιά δυσθυμία που αθέλητα καταλαμβάνει τον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, εμπρός στον Ξένο. Το σκηνικό είναι εκείνο του κουπέ σ’ ένα τραίνο εν κινήσει. Ο μόνος ώς τότε επιβάτης αντιδρά με ενστικτώδη ενόχληση όταν την ηρεμία, την άνεση της μόνωσής του, έρχεται να χαλάσει ένας νεοφερμένος. Χρειάζεται να περάσει λίγος χρόνος, κάποια λεπτά, ώσπου να συνηθίσει την παρουσία του και να συμβιβαστεί πια ψυχικά μαζί της, αναγνωρίζοντας στον συνεπιβάτη του ότι έχει κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Μέχρι τον επόμενο σταθμό, οπότε ένας τρίτος κι ένας τέταρτος επιβάτης έρχονται να πάρουν θέση στα διπλανά τους καθίσματα. Τότε, σημειώνει ο Εντσενσμπέργκερ, την αρχική εκείνη ενόχληση του ενός την βλέπεις πια να διευρύνεται, δεν είναι μόνο εκείνος, αλλά και ο δεύτερος επιβάτης που την συμμερίζεται, κι από κοινού πια κι οι δυο, μέσα σε μια αναπάντεχη άδηλη αλληλεγγύη την στρέφουν προς τους νέους «εισβολείς».

Με αυτήν την εικόνα ο Εντσενσμπέργκερ περιέγραφε αλληγορικά την κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη των μεταπολεμικών μεταναστευτικών ρευμάτων και των ήδη τότε διαφαινόμενων αντιδράσεων. Περιέγραφε έναν πανίσχυρο ψυχικό αυτοματισμό δηλαδή σε μια ανώδυνή του εκδήλωση, ώστε να εννοήσουμε τη δυναμική και τις ακραίες του συνέπειες – που μόλις σήμερα αρχίζουμε κάπως να τις υποψιαζόμαστε. Ο Παναγιώτης Κονδύλης το ίδιο αυτό αίσθημα, παροξυμένο πλέον ώς την ύπατή του αναβαθμίδα, το συνόψισε σε δύο αράδες. Τα φασίζοντα και ακροδεξιά αντιμεταναστευτικά ρεύματα που αυτή τη στιγμή μας απειλούν στην Ευρώπη, γράφει, δεν τα τρέφει τόσο μια ιδεολογία ή ένα νοσηρό ιδεώδες ρατσιστικής υφής αλλά κάτι βαθύτερο, στοιχειακό, η «επιθετικότητα του ζώου όταν ένα άλλο ζώο εισδύει στη φωλιά του». Όταν παραγνωρίζουμε τον ποσοτικό παράγοντα στα θέματα της μετανάστευσης, χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Κι άλλοι σημαντικοί συγγραφείς, λ.χ. ο Καστοριάδης, έχουν εγκαίρως επισημάνει την ακρισία μιας μεταναστευτικής πολιτικής που φαντάζεται ότι αρκεί να παραχωρήσει στον μουσουλμάνο επήλυδα ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα για να τον κάνει να προσχωρήσει εθελουσίως στον δυτικό τρόπο ζωής.

Υπάρχει στα νομικά μια κρίσιμη έννοια, εκ των ων ουκ άνευ. Και ισχύει εξίσου για την πολιτική: impossibilium nulla est obligatio – δεν μπορούμε να αξιώνουμε από κάποιον τα αδύνατα. Πολλώ δε μάλλον: δεν γίνεται να απαιτούμε από κάποιον να βλάψει ανήκεστα τον ίδιο τον εαυτό του. Κι όμως αυτό ακριβώς πράττει εξήντα σχεδόν χρόνια τώρα η Ευρώπη, αξιώνει από τον εαυτό της, και από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που την κατοικούν, το αδύνατο. Εξήντα χρόνια διαρκών αποτυχιών, που γέννησαν γκέττο, εκκόλαψαν τρομοκρατικές οργανώσεις και φανατικούς ζηλωτές, γιγάντωσαν την εγκληματικότητα και την ανομία και ανέστησαν από τις στάχτες του το φίδι του φασισμού και της πολιτικής ακρότητας. Τα γεγονότα του περασμένου έτους εικονογραφούν αρκετά πιστά την κατάστασή μας.

Σήμερα έχουμε φτάσει στο απόγειο της παραδοξότητας. Σ’ ένα σημείο όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ίσως ούτε η ακροδεξιά ούτε η ισλαμιστική βία, ούτε οι κοινωνικές συγκρούσεις ούτε οι εκατέρωθεν ρατσισμοί που τις συνοδεύουν. Αλλά αυτός ο αστόχαστος ιδεαλισμός, αυτός ο άκριτος ανθρωπισμός που επιμένει να τους δίνει τροφή, αποθαρρύνοντας κάθε συζήτηση επί της ουσίας, κάθε απόπειρα να δούμε το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις – άρα και κάθε δυνατότητά μας να το αντιμετωπίσουμε.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τον δρόμο προς την κόλαση τον στρώνουν οι καλές προθέσεις – ετερογονία των σκοπών ονομάζουν το φαινόμενο οι φιλόσοφοι. Ωστόσο τι ωφελεί να το επισημαίνεις; Όποιος δεν καταλαβαίνει τον πόνο, δεν έχει καρδιά, σου απαντούν. Να το παραδεχθώ. Τι γίνεται όμως μ’ αυτόν που δεν έχει μυαλό;

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ