Χριστούγεννα

W. B. Yeats, Μια γέννηση

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 1 / 6 ]

~.~

ΜΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ

Ποια στέκει εκεί με το παιδί;
Έν’ άστρο τής τρυπάει τ’ αυτί.

Ποιος φώτισε έτσι τη φασκιά;
Όχι όποιος – ο Ντελακρουά.

Τι κυνηγά ψύλλους, κοριούς;
Του Ίρβινγκ ο φτερωμένος νους.

Πώς και δεν στάζει από ψηλά;
Άπλωσε ο Λάντορ μουσαμά.

Ποιος διώχνει αγύρτες και μωρούς;
Βροντά ο Ταλμά με κεραυνούς.

Τρόμος της κόβει τη μιλιά.
Ανήλεο βλέμμα την κοιτά;

~.~

Το λίκνο της Βηθλεέμ και οι συμβολισμοί του ενέπνευσαν επανειλημμένα τον Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς και την ποίησή του. Το ποίημα «Μια γέννηση» ανήκει στα τελευταία που έγραψε και περιλαμβάνεται στα Last poems (1938-39) που δημοσιεύτηκαν μεταθανατίως. Για την εικόνα του δεύτερου στίχου, ο ποιητής σημείωνε σε άλλη περίσταση:

«Είχα στη μνήμη μου βυζαντινές ψηφιδωτές απεικονίσεις του Ευαγγελισμού, οι οποίες δείχνουν μια γραμμή τραβηγμένη από ένα αστέρι ώς το αυτί της Παναγίας. Εκείνη δέχεται τον Λόγο διά του ωτός, ένα αστέρι πέφτει και ένα αστέρι γεννιέται

Κατά τα λοιπά, ο ποιητής σχολιάζει τη Γέννηση του Χριστού μέσω της τέχνης: μνημονεύοντας τέσσερις καλλιτέχνες και συγγραφείς, τους δικούς του τρόπον τινά Μάγους που περιβάλλουν και προστατεύουν το θείο βρέφος. Κατά σειρά, τον Ferdinand-Vietor-Eugene Delacroix (1798-1863), Γάλλο ζωγράφο· τον Walter Savage Landor (1775-1864), Άγγλο συγγραφέα· τον Sir Henry Irving (1838-1905), Άγγλο ηθοποιό· και τον François Joseph Talma (1763-1826), Γάλλο ηθοποιό.

Ας προσεχθεί πάντως ιδιαιτέρως το τελευταίο δίστιχο: λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέητς υπαινίσσεται τους περίφημους στίχους του της «Δευτέρας Παρουσίας», το Θηρίο που σέρνεται ώς τη Βηθλεέμ. Ο ιστορικός κύκλος της εποχής και του πολιτισμού μας έχει ολοκληρωθεί, ο νέος πέπρωται να εγκαινιαστεί όχι με τον ερχομό ενός Θεού, αλλά ενός Τέρατος:

κι ήρθε επιτέλους ποιου σκαιού θηρίου η ώρα
στα μουλωχτά στη Βηθλεέμ να πάει να γεννηθεί;

Με τρόπο αντίστοιχο είχε περιγράψει και παλαιότερα (“Δύο τραγούδια από ένα θεατρικό”) την έλευση του Χριστού, συγκρίνοντας την Παναγία με την παρθένο Αθηνά που σπαράσσει το σώμα του Διονύσου.

Είδα να στέκει μια παρθένα που κοιτούσε
του ιερού Διονύσου τη σορό
και την καρδιά απ’ το στήθος του ανασπούσε
και την καρδιά του την παλλόμενη κρατούσε
κι ύψωνε την καρδιά του θριαμβικά·
τότε οι Μούσες ύμνησαν θερμά
τον Μέγα Ενιαυτό, λες και στον θείο χαμό
είδαν μονάχα ένα έργο θεατρικό.

Μια νέα Τροία θ’ ανατείλει και θα δύσει,
μια νέα φατρία τα κοράκια θα ταΐσει,
μιας νέας Αργώς η πλώρη θα κινήσει
για κάποιο λούσο πιο φανταχτερό.
Σε πόλεμο κι ειρήνη αφέντρα πρώτη,
στάθηκε η Ρώμη τώρα τρομαγμένη
σαν η παρθένα βγήκε η μανιασμένη
με τ’ Άστρο της απ’ τα μυθώδη σκότη.

~.~

Η παρούσα ανάρτηση είναι το πρώτο από τα συνολικά έξι μέρη του εορταστικού αφιερώματος του ΝΠ στον Γέητς. Έως την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ακολουθήσουν μια ευρεία επιλογή από τα «Ποιήματα», ένα ανθολόγιο δοκιμιακών αποσπασμάτων, μια ανάρτηση για το άγνωστο εδώ σε μας ενδιαφέρον του Ιρλανδού ποιητή για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που έθρεψε δύο τουλάχιστον κείμενά του και, τέλος, μια εκτενής μελέτη για την, επίσης άδηλη αλλά εντυπωσιακή, ομοιότητα της δημιουργικής διαδρομής του μ’ εκείνην του Κωστή Παλαμά, ομοιότητα που ώθησε ήδη τον Σέημους Χήνυ να τους αποκαλέσει «παράλληλους». Αυτή η τελευταία πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρόσφατο παλαμικό συνέδριο του Ομόδους στην Κύπρο (βλ. τώρα τον τόμο Παλαμάς και κυπριακά γράμματα, Λευκωσία 2022). Τις μεταφράσεις και τα κείμενα του Αφιερώματος υπογράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης.

*

Advertisement

Να τηρείς τις παραδόσεις! (διήγημα)

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»

Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.

«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:

«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»

Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα». (περισσότερα…)

Σωτήρης Γουνελάς, Χριστούγεννα

 ~.~ 
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει

Από τη στιγμή που ο Θεός σαρκώνεται δεν μπορούμε να ξανακοιτάμε ψηλά. ‘Ουρανία’ κατά Σωκράτη, είναι η θεωρία των υψηλών, είναι η όραση των άνω ‒άνω θωρώ‒ να θεωρείς τα υπερκείμενα. Τώρα, όμως, ο ουρανός κατέβηκε στη γη, ο Θεός από υπερβατικός γίνεται εμμένων, εγκάτοικος που χτυπά την μέσα θύρα και γυρεύει ‘μονήν’. Ο Θεός φιλάνθρωπα, σαρκωμένος και σταυρωμένος, ήρθε πολύ κοντά στον άνθρωπο, τον άγγιξε, κι αυτό μονάχα έτσι μπορούσε να γίνει ‒διαμέσου ανθρώπινης σαρκός‒ αλλιώς ο άνθρωπος θα εξαφανιζόταν. Είναι ένας από τους λόγους που η ουσία του Θεού μένει ακατάληπτη. Όμως, μετέχουμε του θείου. Μάλιστα, από την Ενανθρώπηση και μετά, μετέχουμε μέσα από το μυστήριο της Ευχαριστίας, μέσα από θυσιαστική αγάπη, μέσα από νιάσιμο για τον άλλο, μέσα από υπέρβαση του εαυτού. Μετέχουμε από Φως σε Φως, αλλά το Φως δεν αντικρίζεται κατάματα, όπως αναπτύσσει ο Σωκράτης στο μύθο του σπηλαίου. Η Εκκλησία είναι ένα Σπήλαιο, μόνο που τώρα, μέσα στο Σπήλαιο κείται το μυστικό Σώμα του ομοούσιου με τον Πατέρα Υιού. Εάν συνδέσουμε το πλατωνικό Σπήλαιο, με το Σπήλαιο της Βηθλεέμ και την Εκκλησία, φτάνουμε εσχατολογώντας στην Πόλη, «την άνωθεν καταβαίνουσαν, εστολισμένη ως Νύμφη», για την οποία κάνει λόγο η Αποκάλυψη. Η σπηλιά μεταμορφώνεται σε πάγκαλη και πάμφωτη Νύμφη. (περισσότερα…)

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

 

Το Νέο Πλανόδιον σας εύχεται ανέμελες γιορτινές μέρες με τρία χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Γράφουν η Νατάσα Ζαχαροπούλου, η Ζωή Κατσιαμπούρα και η Αλεξία Κατσικογιάννη.

 

~.~

 

(περισσότερα…)