Χρήστος Μποκόρος

Κρατώ κρυμμένα τα όνειρά μου στα τραγούδια σου

 

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ γράφει για τον ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Ο ήλιος εβασίλεψε… κοίταξα πάνω κι είδα δυό φτερά μεγάλα να κινούνται αργά μα μέχρι να τα δω καλά και να τα ξεχωρίσω αλλάξαν σχήμα, μπλέξανε στα σύννεφα ψηλά μέσα σε φωτεινά σταχτιά γαλάζια γκρίζα ρόδινα, τα ‘χασα… συννεφιασμένη η μέρα απ’ το πρωί, θλιμμένη κι ο ουρανός βαρύς. Άσπρο πανάκι όρθιο σ’ ένα πλεούμενο σκαρί ακινητεί στο λιμανάκι. Ήσυχα όλα. Αλύτρωτος ο αγώνας σου και φεύγεις τον στερνό σου δρόμο απόψε.

Μένουν οι μουσικές σου θα μου πεις αλλά πώς να τραγουδηθούνε τα τραγούδια σου ορφανά χωρίς αγώνες κι όνειρα ελεύθερης περήφανης πατρίδας; Έγινε πλήθος ο λαός, στατιστικές και αριθμοί, επιθυμίες αχαλίνωτες κι εγωισμοί μας κατατρέχουνε περήφανοι για ότι νά ’ναι. Αχ πώς μας ξεγελάσαν τα τραγούδια σου! Πόσο γλυκά πιστέψαμε στην ακριβή τους λευτεριά και στην αδερφοσύνη!

Τώρα αγκαθάκια κι αγκυλώνουν. Ανάπηρη η ελευθερία που μας πουλάει η εποχή, αγορασμένα τα αγαθά, εισαγόμενα απ’ αλλού, ανάδελφη η πατρίδα, κοιτάει καθένας να σωθεί όπως μπορεί, λούσα κι αγοραθεραπεία η ζωή, κρυμμένη στα ρηχά η αγωνία. Φεύγεις κι εσύ, ναι, ξέρω, όλα φεύγουνε, κι εμείς, το σώμα είναι που φεύγει, η ψυχή, το πνεύμα είν’ αλλού, αλλά νά… κρατώ κρυμμένα τα όνειρά μου στα τραγούδια σου κι εσένα ζωντανόν στη μνήμη μου ακόμα αντρειωμένον μα είναι στα χέρια μου αναμμένα μαύρα κάρβουνα όλα αυτά, καμένα…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ

 

 

 

Advertisement

Νατάσα Κεσμέτη, ΑνθρωπόκΕνος;

Ἀνθρωπόκενος ;

της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ

Σέ μιάν ἀπό τίς παραστατικά εὐφραδεῖς ἀφηγήσεις τοῦ Χρήστου Μποκόρου πού δημοσιεύθηκαν στό Νέο Πλανόδιον (προδημοσιεύσεις τοῦ βιβλίου του «eμερολόγιο ΙΙ», ἀκούει κανείς ἕναν παλιό καλό δάσκαλο, τόν θεῖο τοῦ καλλιτέχνη, νά ὁδηγεῖ τήν προσοχή τῶν μικρῶν μαθητῶν του ἀπό τό ἐλάχιστο καί συγκεκριμένο στό μέγιστο, ἕως καί ἀφηρημένο: ἀπό ἕνα ἀπομεινάρι, στό μωσαϊκό τῆς τάξης, σβησμένου σπίρτου στην συνεργατική ἀλληλεξάρτηση πουλιῶν καί δέντρων ­– κι ἀκόμη παρά πέρα…

Συναρπάζοντας τά παιδιά μέ τό γοητευτικό ξεδίπλωμα τῆς ἀφήγησής του, κατ’ οὐσίαν ὁ χαρισματικός δάσκαλος λέει πώς τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο καί, κυρίως, πώς τίποτα δέν εἶναι ἀσήμαντο. Τά περιστέρια πού τσιμπολογοῦσαν στήν σχολική τους αὐλή ἔφεραν στόν νοῦ μου ἕνα ἄλλο μικρό φτερωτό, μιᾶς ποιήτριας πού ἔσκυβε εὐλαβικά πάνω στά «ἀσήμαντα»:

Κι ἔχω δεῖ
τήν αὐγή,
τόν κορυδαλλό
ν’ ἀναπηδᾶ ἀπό τό ψηλό χορτάρι
καί στόν ρόδινο ἀέρα –
τά φτερά του,
πού οὔτε πλατιά εἶναι
οὔτε πολύ δυνατά
 
νά φτερακίζουν –
 
μέ τόν θώρακα
σέ πάλη κι ἀναλαμπή
μονάχα γιά νά πάρει ὕψος –
 
καί τό τραγούδι
στό μεταξύ
νά πετιέται
ἀπό λαρύγγι κόκκινο.
Κι ὕστερα κατεβαίνει,
κι εἶναι λυπημένος.
Τό κεφαλάκι κρέμεται
ἡ ἀνάσα κομμένη
 
γιά λίγα λεπτά
ἀνάμεσα στά λυγισμένα
χόρτα τριζάτα καί ξερά,
ὅπου τήν περισσότερη ζωή περνᾶ,
 
κι ὕστερα κάτι πάλι τόν καλεῖ ψηλά
καί πάνω ἀνεβαίνει
οἱ ὦμοι του δουλεύουν,
τό σῶμα του ὅλο καταπέφτει
 
ὥς τίς ἄκριες πλέοντας τοῦ κόσμου.
Εἴμαστε συμβιβασμένοι, λέω,
μέ τό ὑπερβολικά πολύ.
Καλύτερα ὅπως τοῦτος, ἕνα πουλί –
 
Κόσμημα τοῦ αἰώνιου.
Ὅταν κατέβηκε στοῦ χόρτου τή φωλιά
«Τή μέρα ξόδεψε, μά σῶσε τήν ψυχή»,
Τόν ἄκουσα νά λέει μιά φορά.

Ἀπό τήν ἀναπαράσταση τοῦ λόγου τοῦ δασκάλου στήν γραφή τοῦ Χ. Μποκόρου γίνεται φανερό πώς ὁ σπόρος ἐκείνης τῆς ἱστορίας ρίζωσε γιά καλά στήν καρδιά τοῦ καλλιτέχνη. Σ’ ἐμένα πάλι προκλήθηκαν κάποιες σκέψεις καί ἐρωτήματα ὅπως τά ἀκόλουθα:

Σήμερα μπορεῖς νά διαβάσεις σοβαρές ἀναλύσεις καί ἐξαιρετικοῦ ἐνδιαφέροντος δοκίμια γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου, ὅπως καί γι’ αὐτήν τῆς πατρίδας μας 200 χρόνια μετά τό πολύπαθο καί ἀπελευθερωτικό 1821. Γιατί ὅμως μιά διήγηση πού ἀπευθύνεται σέ παιδιά, πολλά χρόνια πρίν, ἔχει τήν χάρη νά μᾶς συγκινεῖ;

Ἡ πρώτη ἀπάντηση ἔχει νά κάνει μέ τήν διάκριση: ἄλλο ἡ διανοητική ἱκανοποίηση καί τό γνωσιακό ἅπλωμα τοῦ στοχασμοῦ ἐξ αἰτίας τῆς ἀνάλυσης καί σύνδεσης παραγόντων πού, καθώς ἐκτίθενται, κεντρίζουν τόν δικό μας ἀναστοχασμό, καί ἄλλο ἡ συγκίνηση.

Γιατί ἐπίσης ἡ φωτογραφία τοῦ παρατημένου καί παραδομένου στή σκουριά του φορτηγοῦ, ὅπως καί αὐτή τοῦ κάρου, φορτωμένου ξερά χόρτα σ’ ἕναν χωματόδρομο κάποτε προπολεμικά, κινεῖ ἀκόμα καί τά δάκρυα;

Μᾶς τροφοδοτεῖ ἀκόμα ἡ γῆ πού ἐγκαταλείφθηκε; Νομίζω πώς αὐτό ἀποκαλύπτουν οἱ σελίδες ἀπό τό e-μερολόγιο ΙΙ τοῦ Χ. Μποκόρου. Μ’ ἄλλα λόγια, συμβαίνει ἕνα παράδοξο: ἄν καί ἔχουμε πάψει πρό πολλοῦ νά εἴμαστε ἀγροτική χώρα, τά χωράφια, ἄκαρπα πλέον καί ἀκαλλιέργητα …μᾶς καλλιεργοῦν. Ἔτσι παραμένουν παρόντα καί μᾶς θρέφουν. Μοιάζει νά ἀντιστράφηκαν οἱ ὅροι, ἀλλά κατ’ οὐσίαν παραμένουν οἱ ἴδιοι: ἡ γῆ καί ὁ ἄνθρωπος.

Θά μπορούσαμε ἴσως νά μιλήσουμε γιά Καλλιτεχνία τῆς Ὑπαίθρου στήν ρίζα τῆς ἔμπνευσης τοῦ καλλιτέχνη; Θά μπορούσαμε, ἀκόμα περισσότερο, νά ἰχνηλατήσουμε στήν σκληρή παιδαγωγία τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς τήν ἐξ ἀρχῆς προίκα τῆς πειθαρχίας τῶν μελλοντικῶν ἔργων του; Πόσες ποιότητες ἀφέθηκαν στίς ἄκριες τῶν ἀγρῶν, τῶν περιβολιῶν, στίς ἄκριες τῶν κοινοτήτων; Μποροῦμε νά διακρίνουμε, ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν συνέργων, τῶν μικροπραγμάτων πού ἀκόμα δέν χωνεύτηκαν ἐντελῶς στό χῶμα, τήν ὀξεία παρατηρητικότητα, τό μυστήριο τοῦ ἁπτοῦ, τήν ἀμηχανία μπροστά στό αἰφνιδιαστικά οἰκεῖο τοῦ ὁρατοῦ, τήν διεύρυνση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς ὥς τήν στοχαστικότητα –αὐτή πού στούς προπάτορες ἐκφραζόταν ὡς θυμοσοφία;

Καμιά ἀνοησία ὡραιοποίησης δέν ἔχει θέση ἐδῶ. Ἀλλά τό αἴνιγμα παραμένει ὅπως καί τό ἐρώτημα:

Πόθεν ἡ συγκίνηση πού προκαλοῦν αὐτές οἱ ἀφηγήσεις;

Πιθανόν ὁ λόγος δ έ ν βρίσκεται στήν μεταποίηση ἤ μεταμόρφωση μιᾶς αὐτογενοῦς καλλιτεχνίας σέ μιάν ἔντεχνη ἄλλη, γιατί τότε ὑπάρχει μιά αὐξητική προσθήκη, αὐτή πού πραγματώνει ὁ καλλιτέχνης. Ὄχι, δέν μιλάω γι αὐτό· ἀλλά γιά τό τετελεσμένο μιᾶς ἀνεπίστροφης ἔλλειψης. Μιλάω γιά τήν ἔλλειψη τοῦ μέτρου στήν ζωή μας. Ὅσα γράφει ὅμως ὁ Χ. Μποκόρος ἀνακαλοῦν ἕνα αἴσθημα ἀσφάλειας, αἴσθημα πού γεννᾶ ἡ ἀπουσία τῆς ὑπερβολῆς, τοῦ κορεσμοῦ καί τοῦ ὑπερκορεσμοῦ. Κι ἀκόμα περισσότερο, στίς ἀφηγήσεις του ἐμφαίνεται ὁ ρυθμός. Ἕνας ρυθμός οἰκεῖος καί μαζί ἀναποκάλυπτος. Τοῦτο ὅμως ἐπιτείνει τήν ἀντίθεση πρός τό ἄγνωστο πού ἐγκυμονεῖ ὁ σημερινός καιρός. Τό ἐγκυμονεῖ ἤ βρίσκεται ἤδη ἐδῶ καί παντοῦ; Ὁπωσδήποτε εἶναι κάτι πού δέν κατανοοῦμε. Ἡ μή κατανόηση μᾶς συμπιέζει ἀνάμεσα στήν νωθρότητα καί τό πυρετῶδες τῆς ἄγνοιας. Καί ἡ ἔλλειψη χώνει τά νύχια της στήν ψυχή μας.

Ἀνησυχώντας πώς ἡ γλώσσα μου δέν εἶναι ἁπλή, ἐνῶ αὐτό πού μέ ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ ἁπλότητα, θά προσπαθήσω νά ἀναδιατυπώσω τήν σκέψη μου:

Ὅσα γράφει ὁ ζωγράφος, καί ἀποτυπώνουν οἱ φωτογραφίες πού παραθέτει, εἶναι λυρικές πτήσεις. Ξεφεύγουν ἀπό τά ὅρια τῶν λέξεων καί τῶν εἰκόνων.

Οὔτε ἡ παραπάνω εἶναι ἐπαρκής ἐξήγηση στό «γιατί ἡ συγκίνηση;». Προκαλεῖ ὅμως νέα ἐρωτήματα:

Κλαίει βουβά μέσα μας ὁ ἀγρότης ἤ εὐρύτερα ὁ «Ὑπαίθριος Ἄνθρωπος» πού δέν θά συναντήσουμε ποτέ ξανά; Ἤ ἐπιμένει ἕνα πένθος πού δέν προλάβαμε νά πενθήσουμε; Τό πένθος τοῦ λώρου μέ τή γῆ πού κόπηκε; Ἄν πρόκειται γιά τό δεύτερο, τότε οἱ ἀφηγήσεις μᾶς συγκινοῦν γιατί ἀνεβάζουν σέ πρῶτο πλάνο, μέ ἕνα ζούμ, ὅσα λείπουν, ὅπως: τόν ρυθμό, τό μέτρο, τήν χαρά τῶν ἀναμονῶν καί τῶν αἰφνίδιων μεταβολῶν. Μ’ ἕναν λόγο τήν καλλιέργια ἑνός ἤθους ὑπομονῆς καί ἐμπιστοσύνης. Γι’ αὐτά, καί πολύ περισσότερα, δέν μίλησε ὁ Χάμσουν στήν «Εὐλογία τῆς Γῆς» -πού δέν ἐξαντλεῖται στό χώμα, ἀλλά ἀνοίγεται στήν διαφάνεια τοῦ κόσμου;

Στό μεταξύ, τό ἄγνωστο ἐρχόμενο σπέρνει διαρκῶς νέες ὑποψίες πώς οὔτε μᾶς θέλει, οὔτε… μᾶς χρειάζεται, καλύπτοντας ἔτσι τήν ζωή μας μέ πηχτή ἀδιαφάνεια.

Ἀλλά ἄν αὐτή ἡ περίοδος, πού ἔχει ἤδη ξεκινήσει, εὔστοχα ὀνομάζεται ἀνθρωπόκαινος, θέλοντας νά καταδείξει τήν εἰσβολή τοῦ ἀνθρώπου στούς ρυθμούς καί τήν τάξη τῆς φύσης, τότε ὅ,τι συνεισφέρει στό νά μή μεταβληθεῖ σέ ἀνθρωπόκενο μᾶς εἶναι οὐσιῶδες, φιλάνθρωπο, βιόφιλο, καί πολύτιμο.

Ἄραγε γι’ αὐτό πλῆθος λαμπηδόνες ἀνάβουν στά ὑλικά τοῦ Χρ. Μποκόρου;

Μιλώντας γιά πτήσεις τοῦ καλλιτέχνη, τίς ὁποῖες ὀνόμασα λυρικές, ἕνα ἄλλο λιτό ποίημα τῆς ἴδιας Ἀμερικανίδας ποιήτριας, θαρρῶ πώς ταιριάζει ὡς ἐπιμύθιο ἐδῶ:

Τόν εἴδατε, περιπλέοντα, ὅλη νύχτα, πάνω στόν μαῦρο ποταμό;
Τόν εἴδατε στό πρωϊνό, νά ὑψώνεται μέσα στόν ἀσημένιο ἀέρα-
Μιά ἀγκαλιά λευκά μπουμπούκια,
Μιά τέλεια συγκίνηση μεταξιοῦ καί λινοῦ, καθώς ἔκλινε
στή δουλεία τῶν φτερῶν του· χιονισμένη ἀκτή, ἀκτή κρίνων,
Τσιμπώντας μέ τό μαῦρο του ράμφος τόν ἀέρα;
Τόν ἀκούσατε, κυματίζοντας καί σφυρίζοντας
Μιά στριγγή σκοτεινή μουσική – σάν τήν βροχή πού ἐκτοξεύεται στά δέντρα, – σάν καταρράκτης
Χαράζοντας τίς μαῦρες πλαγιές τῶν βράχων;
Καί, τελικά, τόν εἴδατε, ἀκριβῶς κάτω ἀπ’ τά σύννεφα –
Ἕνας λευκός σταυρός Ρέοντας στό μῆκος τοῦ οὐρανοῦ, τά πόδια του
Σάν μαῦρα φύλλα, οἱ φτεροῦγες του Σάν τό ἁπλωμένο φῶς τοῦ ποταμοῦ;
Καί τό νιώσατε, στήν καρδιά σας, πῶς ἀνῆκε σέ ὅλα;
Κι ἀκόμα ἀνακαλύψατε ἐπιτέλους πρός τί ἡ ὀμορφιά;
Κι ἀλλάξατε ζωή;

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ [και ἕνα μικρό σχόλιο]

1. https://neoplanodion.gr/2021/04/27/christos-bokoros-o-aderphos-tou-patera-mou/

2. https://neoplanodion.gr/2021/05/16/christos-bokoros-photographia/

3. Ὁ Κορυδαλλός τῆς Mary Oliver, ἀπό τήν ποιητική συλλογή της Thirst, μετάφραση Νατάσας Κεσμέτη.

4. Ὁ Κύκνος, τῆς Mary Oliver, ἀπό την ἴδια ποιητική συλλογή καί σέ μετάφραση Νατάσας Κεσμέτη. Γιά τόν τελευταῖο στίχο τοῦ Κύκνου, πού ἀνάγεται σέ αὐτόν τοῦ Ρίλκε, μπορεῖ νά παρατηρήσει κανείς πώς ἡ Oliver εὐθέως ρωτάει ἐκεῖ πού ὁ Σεφέρης μετά βεβαιότητος λέει «Κι ἀλλάξαμε ζωή» Ὁπωσδήποτε ὅλοι μέ διαφορετικές προσεγγίσεις καί διατυπώσεις δείχνουν πρός τό πλέον οὐσιῶδες καί διαρκές πρόταγμα: νά ἔλθουμε εἰς ἑαυτόν.

Χρῆστος Μποκόρος, Ἀσπρόμαυρη φωτογραφία

~.~

Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου «e-μερολογιο ΙΙ» , ποὺ θὰ κυκλοφορήσει αὐτὴ τὴ βδομάδα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἔκθεσής του «1821, ἡ γιορτή» στὸ Μουσεῖο Μπενάκη (19 Μαΐου – 10 Ὀκτωβρίου 2021).

~.~

Αὐ­τὴ ἡ ἀ­σπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φί­α ποὺ ἀ­νέ­συ­ρα ἀπ’ τὸν σω­ρὸ τῶν φευ­γά­των μνη­μεί­ων τῆς παι­δι­κῆς μου ζω­ῆς εἶ­ναι τὸ μό­νο ὀ­πτι­κὸ τεκ­μή­ρι­ο ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε ὄν­τως τὸ ἀ­χού­ρι στὸ κτῆ­μα. Ἕνας πα­ρά­δει­σος τα­πει­νὸς ἦ­ταν ἐ­κεῖ μέ­σα χα­μέ­νος. Μπρο­στά του πα­ρα­τη­μέ­νη ἡ πα­λιὰ κα­ρό­τσα ποὺ προ­σάρ­μο­ζε ὁ κυρ Θω­μᾶς στὸ τρα­κτε­ρά­κι ποὺ εἶ­χε γιὰ νὰ ὀρ­γώ­νει καὶ νὰ φρε­ζά­ρει τὰ ἀν­θο­κή­πι­α. Σ’ αὐ­τὴν πη­γαι­νο­ερ­χό­μα­σταν χα­ρά­μα­τα στὸ κτῆ­μα, ὅ­ταν δὲν παίρ­να­με πε­ζοὶ τὸν δρό­μο. Ἔ­στρω­νε ἡ μά­να μου πί­σω κου­ρε­λοῦ­δες καὶ κοι­μό­μα­σταν ἄλ­λο λί­γο μέ­χρι νὰ φτά­σου­με, ἤ­τα­νε νύ­χτα ἀ­κό­μα. Αὐ­τὴ κι ὁ πα­τέ­ρας μπρο­στά. Στὴν ἐ­πι­στρο­φὴ μοῦ ἔ­δι­νε κι ἐ­μέ­να τὸ τι­μό­νι, κι ἔ­τσι πρω­τό­μα­θα νὰ κυ­κλο­φο­ρῶ ἐ­πο­χού­με­νος. Τί­πο­τε δὲν ὑ­πάρ­χει ἐκεῖ πιά, τὰ ρη­μά­ξα­νε οἱ γύ­φτοι κι ἡ ἐγ­κα­τά­λει­ψη, ἡ ἀ­νε­λέ­η­τη πρό­ο­δος. Τὸ φω­το­γρά­φη­σα μᾶλ­λον τὸν χι­ο­νι­σμέ­νο χει­μώ­να τοῦ 1979. Λο­ξὰ γε­μά­τη νε­ρὸ ἡ κα­ρό­τσα μὲ ἐγ­κλω­βι­σμέ­να πά­νω στὸ κρύ­σταλ­λο τοῦ πά­γου φύλ­λα καὶ κλα­ρά­κια ποὺ ἔ­φερ­νε ἀ­πο­βρα­δὶς τ’ ἀ­νε­μό­βρο­χο στὴν πα­γω­νιά. Εἶ­χε ξε­ρα­θεῖ τό­τε ἀπ’ τὸ χιό­νι κι ἡ γυα­λέ­νια μας ἡ μυ­γδα­λιά, ἔ­σπα­σε ἀπ’ τὸ βά­ρος του καὶ τὸ με­γά­λο κλα­δὶ τῆς σκα­μνιᾶς ποὺ στὴν σκι­ε­ρὴ ἀγ­κα­λιά του ἀ­πὸ κά­τω χω­ρού­σα­με ὅ­λοι ν’ ἀρ­μα­θι­ά­σου­με τὸν σω­ρὸ τοῦ κα­πνοῦ στὴν χω­μά­τι­νη αὐ­λὴ ‒σ’ αὐ­τὸ κρε­μού­σα­με καὶ τὸ σκοι­νὶ γιὰ τὴν κού­νια‒ κι ἔ­λαμ­πε ὁ ἥ­λι­ος τρι­γύ­ρω, δί­πλα στὴ στέρ­να χρυ­σα­στρά­φτα­νε τὰ χα­μο­μή­λια, εἶ­χε πε­θά­νει ὁ πα­τέ­ρας μου τὸ προ­η­γού­με­νο κα­λο­καί­ρι, κι ἄρ­χι­σαν ἔ­κτο­τε νὰ ἀ­φα­νί­ζον­ται κι ἄλ­λα ση­μά­δια τοῦ τό­που γιὰ νὰ συ­νη­θί­ζω τὴν ἀ­πο­δο­χὴ –ἂν πο­τέ‒ τῆς μοι­ραί­ας ἀ­πώ­λει­ας, ἡ κα­πνο­καλ­λι­έρ­γει­α τέ­λει­ω­νε, εἶ­χαν ζη­τή­σει νὰ πα­ρα­δώ­σου­με καὶ τὶς ἄ­δει­ες, μεί­να­νε χέρ­σα τὰ κτή­μα­τα, δὲν κα­τά­φε­ρα νὰ τὰ συμ­μα­ζέ­ψω, σπού­δα­ζα τό­τε ἀλ­λοῦ καὶ δὲν μὲ ἔ­βλε­πα νὰ ξα­να­γυ­ρί­ζω. (περισσότερα…)

Χρῆστος Μποκόρος, Ὁ ἀδερφὸς τοῦ πατέρα μου

Κωνσταντίνος Δημητρίου Μποκώρος

Κωνσταντῖνος Δημητρίου Μποκῶρος. Ὁ ἴδιος ἔγραφε τὸ ἐπώνυμό του μὲ ὠμέγα.

~.~

Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου «e-μερολογιο ΙΙ» , ποὺ κυκλοφορεί προσεχῶς μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἔκθεσής του «1821, ἡ γιορτή» στὸ Μουσεῖο Μπενάκη (19 Μαΐου – 10 Ὀκτωβρίου 2021).

~.~

 

Ὁ ἀ­δερ­φὸς τοῦ πα­τέ­ρα μου ἦ­ταν δά­σκα­λος. Ἄ­κλη­ρος, μὲ εἶ­χε σὰν παι­δί του. Κα­νό­νι­σε νὰ ἀ­να­λά­βει τὴν πρώ­τη τά­ξη μὲ τὸ ποὺ θὰ πή­γαι­να σχο­λεῖ­ο. Τὶς πρῶ­τες κι­ό­λας μέ­ρες, ἀρ­χὲς τοῦ ’60, πρω­το­βρό­χια, πλημ­μύ­ρι­σε τὸ πρα­νὲς τῆς με­γά­λης μπρο­στι­νῆς αὐ­λῆς καὶ τρέ­ξα­με στὸ διά­λειμ­μα νὰ παί­ξου­με στὴ λί­μνη τῶν νε­ρῶν πού, στὰ βα­θι­ά τους, μᾶς φτά­να­νε ὣς τὴ μέ­ση τῆς κνή­μης. Μᾶς εἶ­δαν οἱ δά­σκα­λοι κι ἦρ­θαν φω­νά­ζον­τας αὐ­στη­ροὶ νὰ βγοῦ­με ἀ­μέ­σως στὰ στε­γνά. Βγή­κα­νε ὅ­λοι ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ’μέ­να. Ἦ­ταν γλυ­κύ­τα­τος ὁ θειός μου κι ἤ­μου­να σί­γου­ρος, ὁ ἀ­ναι­δής, ὅ­τι δὲν θὰ μὲ μά­λω­νε. Τοὺς ἔ­βλε­πα ὅ­λους, δά­σκα­λους καὶ μα­θη­τές, νὰ μὲ κοι­τοῦν, ἕ­να μι­σο­φέγ­γα­ρο γύ­ρω ἀπ’ τὴ λί­μνη, ἔ­νοιω­θα τὴ λά­σπη στὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­διῶν μου ἀλ­λὰ δὲν κου­νή­θη­κα. Καὶ ἐ­κεῖ στὴν ἀ­μη­χα­νί­α, ὁ θεῖ­ος δά­σκα­λος προ­χώ­ρη­σε μὲς στὰ νε­ρά. Ἔ­βλε­πα τὰ γυ­α­λι­σμέ­να του πα­πού­τσια νὰ βου­λι­ά­ζουν, νὰ μου­σκεύ­ει τὸ ρε­βὲρ ἀπ’ τὸ παν­τε­λό­νι τοῦ κου­στου­μιοῦ ποὺ φο­ροῦ­σε, πάν­τα κα­λον­τυ­μέ­νος, καὶ τά ’χα­σα. Μ’ ἔπια­σε ἀπ’ τὸ χέ­ρι καὶ μοῦ ’πε χα­μο­γε­λών­τας: Ἔ­λα Χρη­στά­κη, πᾶ­με. Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σα. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα μᾶς ἀ­νέ­λα­βε ἡ γυ­ναί­κα του, ἡ θεί­α ἡ Γε­ωρ­γί­α, δα­σκά­λα κι ἐ­κεί­νη, ἡ πι­ὸ αὐ­στη­ρὴ στὸ σχο­λεῖ­ο. Αὐ­τὴ μᾶς ἔ­μα­θε γράμ­μα­τα μέ­χρι τὸ τέ­λος τοῦ Δη­μο­τι­κοῦ. (περισσότερα…)

Μιχάλης Γκανάς: Αγάπης Εγκώμιον

Bokoros

Α Γ Α Π Η Σ   Ε Γ Κ Ω Μ Ι Ο Ν

Μ Π Ο Λ Ε Ρ Ο

Πρὸς Κο­ριν­θί­ους Α΄, 13. 1-13

Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ
Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων
Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων, ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω,
Εἶ­μαι χαλ­κὸς ποὺ ἀν­τη­χεῖ, κύμ­βα­λον ἀλα­λά­ζον.

Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα
Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα τῆς προ­φη­τεί­ας
Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα τῆς προ­φη­τεί­ας καὶ κα­τέ­χω ὅλα τὰ μυ­στή­ρια
Καὶ ὅλη τὴ γνώ­ση καὶ ἡ πί­στη μου με­τα­κι­νεῖ βου­νά,
Ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω, εἶ­μαι ἕνα τί­πο­τα.

Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα
Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς
Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς καὶ γί­νω πα­ρα­νά­λω­μα
Πυρός, ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω, μά­ταιος κό­πος.

Ἡ ἀγά­πη μα­κρο­θυ­μεῖ, χρη­στεύ­ε­ται, δὲν ζη­λο­φθο­νεῖ
Δὲν ξι­πά­ζε­ται ἡ ἀγά­πη, δὲν πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, δὲν ἀσχη­μο­νεῖ
Ἡ ἀγά­πη δὲν ζη­τά­ει τί­πο­τα, δὲν πα­ρα­φέ­ρε­ται, δὲν θέ­λει τὸ κα­κό,
Δὲν στέρ­γει τ’ ἄδι­κο, μά­χε­ται γιὰ τὸ δί­κιο.

Ἡ ἀγά­πη ὅλα τὰ σκέ­πει
Ὅλα τὰ σκέ­πει, ὅλα τὰ πι­στεύ­ει
Πάν­τα ἐλ­πί­ζει, τὰ πάν­τα ὑπο­μέ­νει.

Ἡ ἀγά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει.
Οἱ προ­φη­τεῖ­ες μπο­ρεῖ νὰ στε­ρέ­ψουν
Οἱ γλῶσ­σες μπο­ρεῖ νὰ σι­γή­σουν
Ἡ γνώ­ση μπο­ρεῖ νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ, για­τὶ ἐν μέ­ρει γνω­ρί­ζου­με
Καὶ ἐν μέ­ρει προ­φη­τεύ­ου­με καὶ ὅταν γνω­ρί­σου­με τὸ ὅλον
Θὰ ξε­χά­σου­με τὸ με­ρι­κό.

Ὅταν ἤμουν νή­πιο
Σὰν νή­πιο μι­λοῦ­σα
Σὰν νή­πιο σκε­πτό­μουν
Σὰν νή­πιο στο­χα­ζό­μουν.
Ὅταν ἔγι­να ἄν­τρας ἔπα­ψα νὰ σκέ­πτο­μαι σὰν νή­πιο.

Τώ­ρα δὲν βλέ­που­με κα­θα­ρά,
Για­τὶ εἶ­ναι σὰν νὰ βλέ­που­με σὲ κα­θρέ­φτη,
Ἐνῶ τό­τε θὰ βλέ­που­με πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο.
Τώ­ρα γνω­ρί­ζω ἐν μέ­ρει ἐνῶ τό­τε θὰ κα­τέ­χω τὸ ὅλον.

Ὅ,τι μᾶς μέ­νει λοι­πὸν εἶ­ναι
Ἡ πί­στη
Ἡ ἐλ­πί­δα
Ἡ ἀγά­πη
Αὐ­τὰ τὰ τρία.
Μεί­ζων δὲ τού­των ἡ ἀγά­πη.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ | ΝΠ1, σ. 207-208

Εικονογράφηση | ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ