Φώτης Παπαγεωργίου

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στη σύντομη εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του Α΄ μέρους των αποσπασμάτων του έργου.

~.~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα: §§14-36[1]

7. 14.  Τώρα θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Και χωρίς να προσπαθήσω να σου παραθέσω ανοιχτά την Καθολική πίστη, θα σoυ δείξω ότι, όσοι ενδιαφέρονται να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια της και μεριμνούν για την ψυχή τους, μπορούν να ελπίζουν στη θεϊκή εύνοια ενόσω προσπαθούν να βρουν την αλήθεια. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι εκείνος που αναζητά την αληθινή θρησκεία είτε πιστεύει ήδη στην αθανασία της ψυχής -την οποία αυτή η θρησκεία χαρίζει-, είτε θέλει να βρει αυτήν την αθανασία στην ίδια τη θρησκεία. Επομένως, κάθε θρησκεία ορθώνεται για χάρη της ψυχής. […]

15 .  Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε ακούσει ακόμη τον κατηχητή καμίας θρησκείας. Είναι, ας πούμε, για εμάς ένα καινούργιο θέμα έρευνας. Μα τότε θα αναζητήσουμε, θαρρώ, ανθρώπους που διδάσκουν το αντικείμενο, όποιο και αν είναι αυτό. […]

16 .  […] Την αλήθεια την κατέχουν μόνον λίγοι. Γνωρίζουμε λοιπόν ποια είναι η αλήθεια, όταν γνωρίζουμε με ποιους βρίσκεται. […] Kαι αν από την ίδια τη φύση της αλήθειας συνάγουμε ότι λίγοι την κατέχουν, αυτό δεν συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν υπάρχουν τόσο λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, και οι οποίοι, μάλιστα, ελέγχουν το πλήθος δια της αυθεντίας τους, όμως από το πλήθος αυτό είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που ξεγλιστρούν από την αυθεντία και φθάνουν να διαλευκάνουν τη μυστική αλήθεια; […]

8. 20.  Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, οι οποίες, νομίζω, είναι τόσο θεμιτές ώστε να μου εξασφαλίσουν τη νίκη σε αυτήν την υπόθεση ενώπιόν σου όποιος και αν είναι ο αντίπαλός μου, θα σου εκθέσω όσο καλύτερα μπορώ ποιο μονοπάτι ακολούθησα όταν αναζητούσα την αληθινή θρησκεία με τη στάση που, όπως εξήγησα παραπάνω, πρέπει να αναζητείται. Όταν σε άφησα και διέσχισα τη θάλασσα[1], ταλαντευόμουν και ακροβατούσα: τι πρέπει να κρατήσω και τι να αφήσω; Και αυτή η αμφιταλάντευση φούντωνε μέσα μου κάθε μέρα και πιο πολύ. Έχοντας δε υπάρξει μαθητής εκείνου του άνδρα[2] του οποίου η άφιξη μας είχε διαμηνυθεί, όπως γνωρίζεις, ως ουρανόπεμπτη, αυτός δε ως προορισμένος να ξεκαθαρίσει όλες μας τις απορίες, έφθασα πια να συνειδητοποιήσω ότι τούτος, εάν εξαιρέσεις κάποια ευγλωττία, δεν διέφερε και πολύ από τους υπολοίπους. Εγκατεστημένος πια στην Ιταλία διαλογιζόμουν και αναρωτιόμουν βαθιά, όχι αν θα παρέμενα σε αυτή την αίρεση, στην οποία μετάνιωσα που είχα ενταχθεί, αλλά με ποιον τρόπο θα έβρισκα την αλήθεια, για την οποία ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο έχει στενάξει η καρδιά μου. Συχνά μου φαινόταν αδύνατο να τη βρω, και μέσα στον κλυδωνισμό των σκέψεών μου ένιωθα έλξη προς τους Ακαδημεικούς. Άλλοτε, πάλι, στον βαθμό που μπορούσα, έκανα ενδοσκόπηση βρίσκοντας παρηγοριά στη δύναμη του ανθρώπινου νου: του τόσο ζωηρού, του τόσο διεισδυτικού, του τόσο οξυδερκούς. Θεωρούσα πως, αν η αλήθεια παραμένει κρυμμένη από αυτόν, τούτο θα συμβαίνει μόνον επειδή το μέσο αναζήτησής της παραμένει κρυμμένο μέσα της, και πως είναι απαραίτητο να λάβουμε αυτό ακριβώς το μέσο από κάποια θεϊκή αυθεντία. Έμενε λοιπόν να διερευνήσω ποια θα ήταν αυτή η αυθεντία, αφού, σε συνθήκες οξύτατης διαφωνίας, όλοι επαγγέλλονται πως την κατέχουν και την παραδίδουν. […] (περισσότερα…)

Advertisement

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο Αυγουστίνος υπήρξε για εννέα χρόνια ακροατής στην αίρεση των Μανιχαίων και είχε πείσει τον Ονοράτο να κάνει το ίδιο. Όταν γράφει το De utilitate credendi έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε που αποστασιοποιήθηκε από τους Μανιχαίους και τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Ο παλιός του φίλος, όμως, είχε παραμείνει στο πλευρό των Μανιχαίων. Με την επιστολή του ο Αυγουστίνος ελπίζει να πείσει τον Ονοράτο να αντιμετωπίσει πιο ευνοϊκά την καθολική διδασκαλία. Και για αυτό συζητά και απαντά σε, δύο βασικές κριτικές τοποθετήσεις των Μανιχαίων απέναντι στον καθολικό χριστιανισμό: α) την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης (§§4-13) και β) την υπεράσπιση του πρωτείου της λογικής έναντι της αυθεντίας (§§15-35).

Μέλημα του Αυγουστίνου είναι να καταδείξει την ανθρωπολογική, θεολογική και επιστημολογική χρησιμότητα (το όφελος, τα πλεονεκτήματα) της πίστης κατά τη διαδικασία της αναζήτησης -και εύρεσης- της αληθινής θρησκείας. Την αναζήτηση αυτή τη συνδέει και την εμπλουτίζει όχι μόνον με εμφανώς νεοπλατωνικές ιδέες, αλλά και με μια αυτοβιογραφική αναψηλάφηση που προοικονομεί τις διάσημες Εξομολογήσεις. Το κείμενο είναι, υπό μια έννοια, χαρακτηριστικά ρωμαϊκό αφού η λέξη-κλειδί του, η auctoritas («αυθεντία»), απουσιάζει τόσο ως όρος, αλλά εν πολλοίς και ως σύλληψη, από την ελληνική παράδοση. Αποτελεί κοινό τόπο στη Ρώμη ότι η αυθεντία οδηγεί στην πίστη. Πιστεύουμε, πρωτίστως, τα πρόσωπα, τις ομάδες, τους θεσμούς που διαθέτουν κύρος και αποτελούν για εμάς αυθεντίες. Ο Κικέρων, τα γραπτά του οποίου αποτελούν βασικό σημείο αναφοράς για τον Αυγουστίνο, ήταν εκείνος που έδωσε τις πιο κλασικές διατυπώσεις της αντίθεσης μεταξύ της ratio και της auctoritas. Για τον Αυγουστίνο, η φιλοσοφία διεκδικεί την πρώτη και υπόσχεται τη νόηση, ενώ η θρησκεία ξεκινά από τη δεύτερη, εδραιώνοντας την πίστη. Όμως, η λογική και ο νους πρέπει στην αρχή της διαδρομής να λάβουν τη θέση ικέτη και να ταπεινωθούν, αφού, δίχως την ισχυρή επίδραση της αυθεντίας και του δώρου της πίστης, είναι απολύτως αδύνατο να μυηθεί κανείς ορθά στην αληθινή γνώση του Θεού.

Στο πνεύμα της στήλης, η μετάφραση υποβάλλεται αρχικά ως «δοκιμή» και αποσπασματικά, στις δύο συναπτές αναρτήσεις της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής. Ολοκληρωμένη και στην τελική της απόδοση -όσο γίνεται να είναι τελική η απόδοση ενός τόσο απαιτητικού και διαχρονικού κειμένου- θα δημοσιευθεί στο 8ο τεύχος του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, μαζί με μια εισαγωγή που θα ξεκλειδώνει κάποια από τα μυστικά του έργου και επαρκή σχολιασμό. Η μετάφραση αφιερώνεται στον Παντελή Μπασάκο, στη δροσερή σκιά της αυθεντίας του οποίου, έτη πολλά πριν, επιδόθηκα στη μελέτη του Αυγουστίνου.

~ . ~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα: §§1-13) [1]

1. 1.  Αν θεωρούσα, Ονοράτε, ότι o άνθρωπος o αιρετικός και ο άνθρωπος που πιστεύει τους αιρετικούς είναι ένα και το αυτό, θα επέλεγα τη σιωπή, αφήνοντας το ζήτημα μακριά από τη γλώσσα και τη γραφίδα μου. Είναι βέβαιο, όμως, πως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο. Κατά τη γνώμη μου αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος, επιδιώκοντας κάποιο πρόσκαιρο όφελος, ή, συχνότερα, επιδιώκοντας υπέρμετρη δόξα και περιωπή, είτε γεννά, είτε συμπαρατάσσεται με, ψευδείς και πρωτοφανείς δοξασίες. Εκείνος, από την άλλη, που πιστεύει ανθρώπους αυτού του είδους, έχει παραπλανηθεί από κάποιο ομοίωμα αλήθειας και ευσέβειας. Και επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θεώρησα σωστό να σου κρύψω τις απόψεις μου για τον τρόπο με τον οποίο βρίσκει και συγκρατεί κανείς την αλήθεια. Όπως σίγουρα θα θυμάσαι, η φλογερή μας αγάπη για την αλήθεια είναι κάτι που μας συνδέει από τα νεανικά μας χρόνια. Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται πολύ μακριά από τον νου μωρόσοφων ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας βαδίσει πολύ, ή, πιο σωστά, έχοντας φάει τα μούτρα τους στο μονοπάτι των σωματικών πραγμάτων, θαρρούν ότι η πραγματικότητα εξαντλείται σε ό,τι γίνεται αισθητό μέσω των πέντε διάσημων ανταποκριτών του σώματος. Και οι εντυπώσεις ή εικόνες που έχουν λάβει από αυτούς τους ανταποκριτές, στροβιλίζονται μέσα τους ακόμη και όταν αυτοί πασχίζουν να απομακρυνθούν από τις αισθήσεις. Mε τούτον τον θανατηφόρο και απατηλότατο γνώμονα δε, τις αισθήσεις, φαντάζονται ότι ορθοτομούν τα άφατα και ενδότατα διαμερίσματα της αλήθειας. […] (περισσότερα…)

Coluccio Salutati, Για την αποτυχία της παρηγοριάς απέναντι στον θάνατο

*

Συντομευμένη απόδοση της 2ης επιστολής
προς τον Francesco Zabarella [1]

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

H 2η επιστολή του Κολούτσιο Σαλουτάτι προς τον Φραντσέσκο Ζαμπαρέλλα αποτελεί κορυφαία στιγμή στην ιστορία της φιλοσοφικής παραμυθητικής γραμματείας. Συντάσσεται όταν ο Σαλουτάτι, καγκελάριος της Φλωρεντίας και κορυφαία μορφή του ιταλικού ανθρωπισμού, συντρίβεται από τον χαμό του αγαπημένου του γιου Πιέρο στην Πανώλη του 1400 – λίγα χρόνια πριν είχε υπομείνει και τον θάνατο της γυναίκας του Πιέρα. Ο Ζαμπαρέλλα ήταν εκείνος που έγραψε πρώτος στον φίλο του, εξαίροντας μεταξύ άλλων την αξιοπρεπή και στωική του στάση ως εφάμιλλη της στάσης που τήρησαν απέναντι στο πένθος και την οδύνη σημαντικά πρόσωπα της αρχαιότητας. Στην πρώτη του επιστολή προς τον Ζαμπαρέλλα, ο Σαλουτάτι περιγράφει γλαφυρά τις τελευταίες στιγμές του Πιέρο και ομολογεί πόσο έχει απομυθοποιήσει την επάρκεια του φιλοσοφικού παραμυθητικού λόγου. Ο ίδιος βρίσκει περισσότερη παρηγοριά στη θρησκεία παρά στην παραμυθητική επιχειρηματολογία του 3ου βιβλίου των Τουσκουλανών διατριβών του Κικέρωνα. Ο Ζαμπαρέλλα συντάσσει νέα επιστολή στην οποία υπερασπίζεται εκτενώς την ικανότητα της φιλοσοφίας –ιδίως εκείνης που παραδέχεται την αθανασία της ψυχής– να προφυλάσσει τον άνθρωπο απ’ την οδύνη που προκαλεί ο θάνατος. Η 2η επιστολή του Σαλουτάτι περιλαμβάνει τη σφοδρή του απάντηση: συντηρητική από κάποιες απόψεις αλλά εντυπωσιακά ρηξικέλευθη στην υπεράσπιση και ανατίμηση της πραγματικότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων.

~.~

Διακεκριμένε δάσκαλε, αδελφέ μου, αγαπημένε φίλε,

Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό όταν σου έγραφα τις προάλλες ότι θα καταλήγαμε να έλθουμε σε αντιπαράθεση. Για να ’μαι ειλικρινής, όσα πραγματεύθηκα τότε μου φαίνονταν τόσο αληθινά που ούτε καν διανοήθηκα ότι θα φθάσω ποτέ να τα αμφισβητήσω. Να όμως που τώρα –για ακόμη μια φορά– συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει ούτε μια αλήθεια στον κόσμο που να έχει διερευνηθεί τόσο εξαντλητικά ώστε να είναι αδύνατον να τη θέσει υπό αμφισβήτηση η ορμή της αντιπαράθεσης.

[…] Έρχομαι, λοιπόν, σε αυτό που αντιμάχεσαι και θα συζητήσω μαζί σου σε πνεύμα αδελφικό εάν αυτές οι θεραπείες που ο Κικέρων και άλλοι φιλόσοφοι προτείνουν για να προσφέρουν παρηγοριά, εκπληρώνουν όντως αυτό που υπόσχονται. Ας ακολουθήσουμε τον ειρμό των σκέψεών σου –ή, μάλλον, εκείνων του Κικέρωνα– προκειμένου να εξετάσουμε εάν αληθεύουν όσα υπερασπίζεσαι έντεχνα και διακηρύττεις τόσο επίμονα. Έχοντας δε την άνεση να εκφράζομαι ελεύθερα μαζί σου, οφείλω να σου ομολογήσω ότι στη συζήτησή μας βλέπω το βλέμμα σου στραμμένο περισσότερο στη φιλοδοξία και τον εντυπωσιασμό, παρά στην αλήθεια. Ισχυρίστηκα λοιπόν –και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου– ότι ο θάνατος είναι κακός από τη φύση του, κι όχι επειδή αποτελεί συνέπεια της αμαρτίας. Ο Σιληνός φέρεται να είπε ότι το καλύτερο για τους ανθρώπους θα ήταν να μην γεννηθούν ποτέ, και το αμέσως επόμενο να πεθάνουν το συντομότερο δυνατό. Και κάποιος άλλος θα πει –μιμούμαι εδώ τα λόγια και το ύφος των Εθνικών– πως οι θεοί μερίμνησαν αξιοθαύμαστα ώστε τα δεσμά της ψυχής, δηλαδή τα σώματά μας, να είναι θνητά και όχι αιώνια. Αλλά τέτοια λόγια ελάχιστα καταφέρνουν να αποδείξουν ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Και φυσικά, το κύρος της αλήθειας και των Θείων Γραφών μετρά για μένα ως Χριστιανό πολύ περισσότερο από τις αερολογίες εκείνων που φαντάζονται ότι οι ψυχές εγκατασπείρονται στα άστρα κι ότι, αιώνιες και δημιουργημένες προ πάντων των αιώνων, κατεβαίνουν στα σώματά μας… (περισσότερα…)

Poggio Bracciolini, Ανέκδοτα

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Μαθητής του Μανουήλ Χρυσολωρά και επί σειρά ετών παπικός γραμματέας, ο Πότζιο Μπρατσιολίνι (1380-1459) ήταν ένας συνειδητοποιημένος, πρωτοπόρος και, φυσικά, επιφανέστατος ανθρωπιστής. Πλάι στο φιλολογικό του έργο, ο Πότζιο συνέταξε από το 1438 έως το 1452 το πρώτο (και για αιώνες διασημότερο) βιβλίο ανεκδότων που τυπώθηκε ποτέ. Το Liber Facetiarum, γραμμένο στα λατινικά, συγκεντρώνει 273 «facetiae»: σύντομες σκωπτικές ιστορίες. Αγαπημένα θέματα του Πότζιο είναι η υποκρισία του κλήρου, η μοιχεία και οι ταξικές διαφορές, διανθίζοντας συχνά τις διηγήσεις με άσεμνη γλώσσα και σκατολογική διάθεση. Έχουν καταμετρηθεί τουλάχιστον 34 εκδόσεις μόνον για το διάστημα από το 1470 έως το 1500. Το έργο ήταν εξαιρετικά επιδραστικό, βρίσκοντας μιμητές σε όλες τις χώρες και όλες τις γλώσσες της Αναγέννησης.

~.~

153.

Πώς αστειεύτηκε ένας φτωχός εις βάρος ενός πλούσιου που κρύωνε

Ένας πλούσιος άνδρας, ντυμένος ζεστά, ταξίδευε μες στο καταχείμωνο με προορισμό τη Μπολόνια. Καθώς διέσχιζε τα βουνά, έπεσε πάνω σ’ έναν χωρικό που φορούσε μόνον ένα κουρελιασμένο πανωφόρι. Θαυμάζοντας την αντοχή του χωρικού σε τέτοιες συνθήκες (το χιόνι ήταν πολύ κι ο αέρας δυνατός) τον ρώτησε αν έχει ξεπαγιάσει. — «Καθόλου», είπε χαμογελαστά ο χωρικός. — «Μα πώς γίνεται», αντέτεινε έκπληκτος ο πλούσιος, «εγώ να παγώνω μέσα απ’ τα γουναρικά μου, κι εσύ που είσαι μισόγυμνος να μην νιώθεις το κρύο;» — «Αν κι εσύ, όπως εγώ», είπε ο χωρικός, «φορούσες όλη σου τη γκαρνταρόμπα, καθόλου δεν θα κρύωνες».

184.

Για τον έμπορο που επαινούσε τη γυναίκα του λέγοντας ότι δεν είχε αφήσει ποτέ της πορδή

Ένας έμπορος, μιλώντας μ’ έναν ευγενή στον οποίο ήταν υποτελής, επαινούσε τη γυναίκα του -μεταξύ άλλων- για το γεγονός ότι δεν είχε αφήσει ποτέ της πορδή. Ο ευγενής παρατήρησε ότι αυτό είναι αδύνατον ν’ αληθεύει και στοιχημάτισε μαζί του ένα πλούσιο δείπνο πως πριν τρεις μήνες παρέλθουν, κάμποσες κλανιές θε ν’ αμολήσει η γυναίκα του. Την επόμενη μέρα ζήτησε να δανειστεί απ’ τον έμπορο πεντακόσια χρυσά, τα οποία υποσχέθηκε να επιστρέψει εντός οκτώ ημερών. Ο έμπορος ζοριζόταν πολύ να δανείσει τέτοιο ποσό: συναίνεσε πάντως, απρόθυμα βέβαια, κι έδωσε τα χρήματα. Περίμενε με αγωνία ώσπου νά ’ρθει η μέρα που είχε συμφωνηθεί και τότε γύρεψε τον ευγενή να του ζητήσει τα χρήματα. Η αρχοντιά του, όμως, λέγοντας πως δεν είχε στη διάθεσή του τα χρήματα εξαιτίας μιας έκτακτης ανάγκης, παρακάλεσε κιόλας τον έμπορο να του δανείσει πεντακόσια ακόμα, με την υπόσχεση να εξοφλήσει και τα δυο δάνεια πριν απ’ το τέλος του μήνα. Ο έντιμος έμπορος πρόβαλλε για πολλή ώρα αντίσταση, εκθέτοντας παραστατικά την ένδειά του. Ωστόσο, από φόβο μήπως χάσει και τα πρώτα, διέθεσε στενάζοντας και τ’ άλλα πεντακόσια. Γύρισε σπίτι του αποκαρδιωμένος και γεμάτος ανησυχία. Η σκέψη του έτρεχε ασταμάτητα, τον έζωναν οι αμφιβολίες και τις νύχτες δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Όσο ξαγρυπνούσε, όμως, άκουγε συχνά τη γυναίκα του να κλάνει στον ύπνο της. Στα τέλη του μήνα, ο ευγενής έστειλε να καλέσουν τον έμπορο και τον ρώτησε αν είχε ακούσει έκτοτε τη γυναίκα του να τις αμολάει. Ο φτωχός ομολόγησε το σφάλμα του: «Την άκουσα τόσο συχνά», είπε, «που το στοίχημα μπορεί να μου κόστιζε όχι ένα δείπνο, αλλά ολόκληρη την περιουσία μου». Τότε πήρε τα χρήματά του πίσω και πλήρωσε για το δείπνο. Πολλά πράγματα διαφεύγουν απ’ όσους κοιμούνται. (περισσότερα…)

Αποσπάσματα ερωτικής λογοτεχνίας της Αναγέννησης

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ι

Η ερωτική σκηνή από την Ιστορία Δύο Εραστών
(1444)

Ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του 15ου αιώνα ήταν η Ιστορία Δύο Εραστών  του Σιεννέζου συγγραφέα Αινεία Σύλβιου Βαρθολομαίου Πικκολομίνι (μετέπειτα Πάπα Πίου Β’). H Ιστορία Δύο Εραστών (Historia de Duobus Amantibus) είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα που αφηγείται τον φλογερό και παράνομο έρωτα της Λουκρητίας, μιας παντρεμένης γυναίκας, και του Ευρύαλου, ενός ανερχόμενου ευγενούς. Χίλια-μύρια εμπόδια στήνονται ανάμεσα στους ερωτευμένους, αλλά κάποια στιγμή κατορθώνουν να έλθουν σε σωματική επαφή. Το απόσπασμα περιγράφει αυτήν τη σκηνή:

«Η Λουκρητία φορούσε μια ελαφριά ρόμπα η οποία κολλούσε στο σώμα της δίχως καμία πτύχωση, δεν έκρυβε ούτε το στήθος ούτε τους γοφούς της και αναδείκνυε τα άκρα της όπως ακριβώς ήταν. Ο λαιμός της ήταν κατάλευκος, τα μάτια της έλαμπαν σαν τον ήλιο, το βλέμμα της ήταν χαρούμενο, το πρόσωπό της ζωντανό και τα μάγουλά της σαν κρίνοι ανακατεμένοι με κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Γέλιο γλυκό και σεμνό γέμιζε το στόμα της. Το ντεκολτέ της ήταν βαθύ και τα στήθη της φούσκωναν σαν ρόδια, έτσι που καθένας θα λαχταρούσε να τα αγγίξει.

Ο Ευρύαλος δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί, ξέχασε τον φόβο του και παραμέρισε κάθε σεμνότητα. Πλησίασε κοντά της και είπε: ‘‘Επιτέλους, ας απολαύσουμε τον έρωτά μας’’ και ταίριαξε τις πράξεις του με τα λόγια του. Όμως εκείνη αντιστεκόταν και παρακαλούσε γα την τιμή και την υπόληψή της, επιμένοντας ότι η αγάπη τους δεν απαιτούσε τίποτα περισσότερο από λόγια και φιλιά. Σε αυτό, ο Ευρύαλος χαμογέλασε: ‘‘Είναι γνωστό ότι ήρθα εδώ ή όχι; Αν είναι, δεν υπάρχει κανένας που δεν θα υποψιαστεί το χειρότερο, και είναι τόσο ανόητο να χάνεις τη φήμη σου για το τίποτα. Αν πάλι πράγματι κανείς δεν γνωρίζει ότι ήρθα εδώ, τότε δεν θα το μάθει ούτε κι αυτό. Ζούμε μια υπόσχεση αγάπης και προτιμώ να πεθάνω προτού τη στερηθώ’’ .

‘‘Μα είναι λάθος!’’ , φώναξε εκείνη, και αυτός απάντησε: ‘‘Λάθος είναι να μην αξιοποιούμε τα καλά πράγματα όταν μας δίνονται. Θα αφήσω μήπως να χαθεί η ευκαιρία που αναζητούσα τόσο καιρό και επιθυμούσα τόσο διακαώς;’’ . Της άρπαξε το φόρεμα, και αφού η Λουκρητία αντιστάθηκε χωρίς επιθυμία να επικρατήσει, εκείνος υπερίσχυσε εύκολα». (περισσότερα…)

Μακριά από το Μόναχο

*

του ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Tο δίσεκτο έτος 2008 κυριαρχεί ακόμα η μονοπολική αισιοδοξία. «Ηγέτης όλου του κόσμου, είμαι εγώ» σκέπτονται οι ΗΠΑ και θέλουν το ΝΑΤΟ όχι απλώς να επεκταθεί, αλλά να γίνει ει δυνατόν παγκόσμιο: μια πλανητική συμμαχία δημοκρατιών που ασπάζονται τις δυτικές φιλελεύθερες αξίες. Οι δημοκρατίες, σύμφωνα με τη θεωρία της «δημοκρατικής ειρήνης», δεν κηρύσσουν πόλεμο η μία εναντίον της άλλης. Το καθεστώς αυτό  εξυπηρετεί αποφασιστικά την κυρίαρχη δημοκρατική χώρα, τις ΗΠΑ. Και έτσι αποφασίζουν, μεταξύ άλλων, να πιέσουν τους βορειοατλαντικούς συμμάχους τους να ασπασθούν στην προσεχή διάσκεψη κορυφής στο Βουκουρέστι, τη Γεωργία και την Ουκρανία, ως επίσημα υποψήφια μέλη. Αξίζει να αναφερθεί ότι τότε, η συντριπτική πλειονότητα των Ουκρανών είναι ακόμα αντίθετη με την ένταξη της χώρας τους στο ΝΑΤΟ.  Έναν μήνα πριν τη διάσκεψη, ο νεοεκλεγείς Μεντβέντεφ, πρόεδρος μιας Ρωσίας που ανακτά τον γεωπολιτικό δυναμισμό της, και έχει ήδη καταπιεί επεκτάσεις του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς για τις οποίες είχε διαβεβαιωθεί περί του αντιθέτου, λέει αυτολεξεί στους FT: «Δεν είμαστε χαρούμενοι για τις εξελίξεις σχετικά με τη Γεωργία και την Ουκρανία. Θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά προβληματικό για την υπάρχουσα δομή της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Θα ήθελα να τονίσω ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένο όταν έχει εκπροσώπους ενός στρατιωτικού μπλοκ στο οποίο δεν ανήκει, να πλησιάζουν τα σύνορά του». Αυτό είναι το σκεπτικό, ever since, και επαναλαμβάνεται σε όλους τους δυνατούς τόνους.

Τους όρους «δομή», «αρχιτεκτονική ασφαλείας», τους διαβάζουμε άπειρες φορές. Σε κανέναν μας δεν αρέσουν, καθώς αντανακλούν γεωπολιτικές και αμυντικές/εξοπλιστικές διαδράσεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων εις βάρος, συχνά και δυστυχώς, των επιδιώξεων (λιγότερο δυνατών) ανεξάρτητων κρατών. Όμως, έτσι είχαν, έχουν και θα έχουν πάντοτε τα πράγματα. Και ακόμη περισσότερο αυτό ισχύει για τη Ρωσία, η οποία συνορεύει με 14 ανεξάρτητα κράτη, και αθεράπευτα αυταρχική καθώς είναι, θεωρεί την ιδέα της «δημοκρατικής ειρήνης» που βρίσκεται πίσω από την επέκταση του ΝΑΤΟ, μια ουτοπία που φέρνει ισχυρό στρατό δίπλα της. (περισσότερα…)

Στη «σωστή πλευρά της ιστορίας»; Η υποδοχή ενός κειμένου

*

του ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Την περασμένη Παρασκευή, το Νέο Πλανόδιον δημοσίευσε ένα κείμενό μου με τίτλο «Η εξήγηση και η δικαιολόγηση του ρωσοουκρανικού πολέμου». Διατύπωσα την –εδώ που τα λέμε, όχι και τόσο πρωτότυπη– άποψη ότι ο πόλεμος αυτός θα μπορούσε να έχει αποτραπεί εάν η δυτική πολιτική είχε χειριστεί το ζήτημα διαφορετικά και ιδίως εάν κατανοούσε τα κόκκινα καμπανάκια που χτυπούσε ο αντίπαλος. Το συμπέρασμα αυτό μου φαινόταν (και εξακολουθεί να μου φαίνεται) ολωσδιόλου αυτονόητο. Στη διπλωματία, όπως και στη ζωή γενικότερα, είναι σημαντικό να κατανοείς την οπτική του αντιπάλου. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όχι μόνον δεν έγινε αυτό, αλλά η Δύση (πρωτίστως οι ΗΠΑ) παρασύρθηκε σε απανωτά σφάλματα κρίσης που είχαν τραγικά αποτελέσματα για την Ουκρανία.

Εν πάση περιπτώσει, κατόπιν της δημοσίευσης είχα την τιμή να ανταλλάξω απόψεις με σοβαρότατους φιλελεύθερους πανεπιστημιακούς ή ανεξάρτητους αναλυτές, οι οποίοι, ευγενικά, αναγνώρισαν προτερήματα στην ανάλυσή μου, φροντίζοντας ωστόσο, όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο, να τονίσουν και τη διαφωνία τους σε επιμέρους σημεία ή στα γενικότερα συμπεράσματα. Αυτή ήταν η θετική πλευρά.

Διότι κατά τα άλλα, η ιδιωτική μου αλληλογραφία κατακλύστηκε και συνεχίζει να κατακλύζεται από χυδαιότητες και απειλές που ντρέπομαι και να επαναλάβω, προερχόμενες, κυρίως, από απρόσκλητους συνομιλητές. Χαρακτηριστικά, και αυτό εξηγεί τον συναισθηματισμό της ανάρτησης, ένας έφθασε να μου γράψει ότι δεν θα έλεγα τις ίδιες «αφηρημένες ηλιθιότητες» εάν «σε ένα από τα σεντόνια βρισκόταν καλυμμένο το παιδί μου»! Η επωδός όλων: Υποστηρίζω ουσιαστικά τον Πούτιν και δικαιολογώ τον πόλεμό του… Δικαιολογώ τα εγκλήματα πολέμου, τις φρικωδίες κατά των αμάχων και τα εκατομμύρια των προσφύγων…

Ξύνω πραγματικά το κεφάλι μου για να καταλάβω από πού κι ώς πού μου επιφυλάχθηκε αυτή η τόσο ξεχωριστή θέση στην κόλαση. Διότι μόνον ιεροεξεταστική λογική μπορεί να διέπει την ακατανίκητη προσπάθεια των «φίλων» μου, παρά τις μύριες διαβεβαιώσεις μου περί του αντιθέτου, να σκάψουν βαθιά στην ψυχή μου και να αποσπάσουν την ομολογία μου, την αληθινή απάντηση που ως αιρετικός φρόντισα να συγκαλύψω, στο ένα και μοναδικό ερώτημα: είμαι με τον Πούτιν ή είμαι με τους Ουκρανούς;

Το ερώτημα πώς φθάσαμε ώς εδώ και τι μπορεί να γίνει τώρα, είναι, φαντάζομαι, αδιάφορο. Για το δικαίωμα να ασκήσω κριτική στη Δύση, όχι ως εχθρός, αλλά ως φιλελεύθερο τέκνο της (γιατί αν τρέφω οποιαδήποτε ελπίδα για λύση έρχεται από εκεί), δεν μπορεί να γίνει ούτε λόγος.

Το μοναδικό θέμα είναι λοιπόν η καταδίκη της εισβολής. Ας εξηγήσω, για άλλη μια φορά. Δεν μπορώ να συμφωνήσω σε αυτό, όχι βέβαια επειδή θεωρώ την εισβολή δίκαιη/επιτρεπτή/ηθική, αλλά, αρχικά, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ξέρω αν υπάρχει έστω ένας πόλεμος που σταμάτησε, ως δια μαγείας, επειδή καταδικάστηκε ως άδικος. Ο συμβολισμός της καταδίκης σπάνια είναι τόσο ισχυρός ώστε να αφοπλίζει έναν αντίπαλο ο οποίος θεωρεί ότι διεξάγει δίκαιο πόλεμο. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλοί πόλεμοι οι οποίοι αποφεύχθηκαν επειδή οι δυνητικοί αντίπαλοι κατέληξαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, αφού κατανόησαν την κανονιστική οπτική της άλλης πλευράς.

Κυρίως όμως δεν συμφωνώ επειδή βλέπω ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι όροι της ηθικής μας στράτευσης κινδυνεύουν να φέρουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουμε. Παρακαλώ αναλογιστείτε τι κάνουμε τώρα. Έχοντας το «ηθικό πλεονέκτημα» (συγγνώμη για τον προφανή συνειρμό, αλλά περί αυτού πρόκειται) που μας δίνει η ταύτιση με τον δίκαιο αγώνα των Ουκρανών, και καθώς δεν θέλουμε να αφήσουμε τους αμυνόμενους ανυπεράσπιστους αλλά θέλουμε να τους δείξουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη μας, τους εξοπλίζουμε και τους παροτρύνουμε σε μάχη μέχρις εσχάτων απέναντι σε έναν εχθρό με σαφή υπεροπλία, χωρίς να βλέπουμε ουσιαστική προοπτική στον αγώνα τους και χωρίς την παραμικρή δέσμευση ότι θα πολεμήσουμε στο πλευρό τους.

Και καλά όλα αυτά στην αρχή του πολέμου. Τώρα που μάλλον θα βλέπουμε τον ρωσικό στρατό να καταφεύγει ολοένα και περισσότερο σε μεθόδους δοκιμασμένες σε προηγούμενες συγκρούσεις, να ακολουθεί δηλαδή το εξαιρετικά βάναυσο, αλλά δυστυχώς πολύ επιτυχημένο, στρατηγικό σχέδιο που εφάρμοσε στη Συρία και το Γκρόζνι, ποιο πρακτικό νόημα θα έχει η καταδίκη του Πούτιν και η «αλληλεγγύη» με τους Ουκρανούς; Δεν αξίζει να αναρωτηθούμε ποιο είναι τελικά το μέγεθος της καταστροφής που είμαστε διατεθειμένοι να επιτρέψουμε (και να εκλογικεύσουμε) προκειμένου να υπακούσουμε στο περί δικαίου αίσθημά μας, αντί να σκεφθούμε πολύ πιο απλά τι ωφελεί πραγματικά τον αδύνατο, ποιοι πρέπει να κάτσουν στο τραπέζι και τι πρέπει να συζητήσουν; Διότι, όπως τα γεγονότα αποδεικνύουν, ο ιός της χιλιετίας φαίνεται να μην διέγραψε τη μνήμη και τη λογική βάσει της οποίας δρουν οι μεγάλες δυνάμεις. Και είναι βέβαιο ότι ο πόλεμος μπορεί να σταματήσει, νωρίτερα και πρωτίστως, μέσω της συνεννόησης Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας.

Τώρα που οι βαναυσότητες θα διαδέχονται η μία την άλλη, θα μείνουμε λοιπόν με την ελπίδα ότι ο εχθρός, κάπου, στο βάθος-βάθος, ίσως και ηττηθεί; Φαντάζομαι ότι το αποτέλεσμα θα αξίζει, αφού το μόνο που έχει σημασία είναι να είμαστε στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», στραγγαλίζοντας κάθε φωνή που τολμήσει να πει κάτι διαφορετικό. Όσο για εμένα, ας πάρω τη θέση που μου αξίζει στην κόλαση.

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

*

Η εξήγηση και η δικαιολόγηση του ρωσοουκρανικού πολέμου

*

του ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ας διακρίνουμε την προσπάθεια εξήγησης από την προσπάθεια δικαιολόγησης ενός πολέμου. «Εξηγώ» πώς προκύπτει ένας (ας πούμε εδώ: διακρατικός) πόλεμος αξιοποιώντας, συνήθως, γενικές παρατηρήσεις για τη φύση των διεθνών σχέσεων, μαζί με ιστορικά ακριβείς περιγραφές των συνθηκών που οδηγούν στο ξέσπασμά του. Όταν η συζήτηση αφορά τη «δικαιολόγηση» ενός πολέμου, καλούμαι κατά κανόνα να λάβω θέση ανάμεσα σε δύο αδρώς διακριτές ηθικές στάσεις: α) τον πασιφισμό, ο οποίος, μέσες-άκρες, τονίζει ότι κανένας πόλεμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά (υπάρχει πάντα κάποια ανώτερη, μη-βίαιη, εναλλακτική) ή β) την υποστήριξη του «δίκαιου πολέμου», της ιδέας, δηλαδή, ότι, μερικές φορές, είναι ηθικά επιτρεπτό ένα κράτος να διεξαγάγει πόλεμο με κάποιο άλλο. Χωρίς κανένα σχόλιο, θα προχωρήσω παραβλέποντας την πασιφιστική θέση.

Η εξήγηση και η δικαιολόγηση αποτελούν, οπωσδήποτε, διαφορετικά αντικείμενα εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση, ασκώ το δικαίωμα του παρατηρητή των εμπολέμων, στη δεύτερη περίπτωση, εκείνο του θιασώτη. Από τη θέση του παρατηρητή, προσωπικά, αναγνωρίζω την υπεροχή της «ρεαλιστικής» κατανόησης των διεθνών σχέσεων. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική σχολή: α) ο πόλεμος και η ηθική δεν έχουν καμία εγγενή σχέση μεταξύ τους και β) το διεθνές περιβάλλον είναι υπό μια έννοια «άναρχο», αφού απουσιάζει μία αξιόπιστη ή αποτελεσματική διεθνής κανονιστική αρχή ικανή (τουλάχιστον επί του παρόντος) να ρυθμίσει τα «αντικειμενικά» δικαιώματα των μεμονωμένων κρατών της γης. Με άλλα λόγια, τα κράτη είναι στην ουσία μόνα τους και σμιλεύουν συμμαχίες ή διεξάγουν πόλεμο με βασικό γνώμονα τα δικά τους λελογισμένα συμφέροντα. Η περιγραφική δύναμη της ρεαλιστικής παράδοσης συνδέεται με τη σταθερή επιτυχία της θεωρητικής θέσης (β) να παρέχει πειστικές εξηγήσεις για το ξέσπασμα ενός πολέμου. Βρίσκω λιγότερο πειστική τη θεωρητική θέση (α). Αυτό αξίζει, ίσως, έναν σύντομο σχολιασμό. (περισσότερα…)

Φώτης Παπαγεωργίου: Ἡ ἀσκητική τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης τοῦ πολίτη

 platstatue

 

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 480 a-d ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΓΟΡΓΙΑ

~  ~  ~

Ἡ ἑλληνότροπη ἐκδοχή ὡς καθρεφτης

Ἡ ἀρχαία-ἑλληνική ἐκδοχή τῆς ὑποχρέωσης, ὅπως τήν ἐμβρυουλκοῦμε ἀπό τόν πλατωνικό Γοργία, ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ἡ σύγχρονη νεοελληνική ματιά θά ἀναγνώριζε σέ αὐτή ὅ,τι σήμερα καλοῦμε διαβολή, προδοσία. Τό πλατωνικό κείμενο λειτουργεῖ σάν καθρέφτης αὐτογνωσίας, ὁ ὁποῖος μᾶς βοηθᾶ νά κοιταχτοῦμε στόν κλασσικό ἑαυτό μας. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀπαιτεῖ θάρρος καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀφοῦ στή θέα τοῦ εἰδώλου θά μᾶς ζητήσουμε αὐτοκριτική καί τελικά ἀλλαγή. Ὅ,τι ὅμως καθεφτίζεται στό κλασσικό ἐπενδύει στό μέλλον, ἄρα ἡ διαδικασία δέ γίνεται εἰς μάτην καί δέν σχετίζεται ἐπ΄οὐδενί μέ μία κοντόφθαλμη καί μικρόψυχη ἀρχαιολαγνεία.

Τό κείμενο

Τό πλατωνικό ἀπόσπασμα στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε εἶναι τό 480 a-d τοῦ διαλόγου Γοργίας. Ὁ Σωκράτης ἀπευθυνόμενος στόν Πῶλο παρατηρεῖ ὅτι ἡ διάπραξη μιᾶς ἀδικίας δέν πρέπει νά ἀποκρύπτεται καί νά μένει ἀτιμώρητη, ἀλλά αὐτός πού τήν διαπράττει ἤ αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται κάποιον ἄλλον νά τήν διαπράττει, νά σπεύδει μέ τήν θέλησή του (ἑκόντα ἰέναι) στή δικαιοσύνη, ὅπως σέ γιατρό, πρός θεραπεία τοῦ κακοῦ τῆς πόλεως ἄλλά καί τῆς ψυχῆς. Ὁ Σωκράτης δηλαδή προτρέπει αὐτόν πού ἔχει ἀδικήσει ἤ κάποιον ἄλλο πού παρατηρεῖ νά ἀδικεῖ, ἀκόμα καί ἄν πρόκειται γιά συγγενῆ ἤ φίλο, μή ἀποκρύπτεσθαι ἀλλ΄ εἰς τό φανερόν ἄγειν τό ἀδίκημα, γιά νά δικαστεῖ (δῷ δίκην) καί νά θεραπευτεῖ (ὑγιής γένηται). Ἐπιμένει μάλιστα ὅτι ὁ ἄδικος ὀφείλει νά ἀναγκάζει τόν ἑαυτό του (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν) καί τούς ἄλλους πού ἀδικοῦν νά μήν δειλιάζουν (καί τούς ἄλλους μή ἀποδειλιᾶν), ἀλλά νά τούς προσφέρει μέ σταθερή θέληση καί ἀνδρεία (ἀλλά παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως) ἐνώπιον τοῦ νόμου, σάν σέ γιατρό πού χειρουργεῖ καί καυτηριάζει (ὥσπερ τέμνειν καί κάειν ἰατρῷ), ἐπιδιώκοντας τό καλό καί τό ὄμορφο (τό ἀγαθόν καί καλόν διώκοντα), ἀνεξάρτητα ἀπό τούς πόνους (μή ὑπολογοζομένου τό ἀλγεῖον).

Ἀπόπειρα  ἑρμηνείας

Ἡ νεοελληνική ματιά σίγουρα θα δυσκολευτεῖ νά διακρίνει τόν ἐνάρετο καί δίκαιο στήν παραπάνω περιγραφή τοῦ φιλοσόφου. Εἰδικά στή φράση μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως, ἡ λέξη «ρουφιανά» ἤ προδοσία θά ἀπέδιδε γιά πολλούς νεοέλληνες καλύτερα τό περιεχόμενο μιᾶς τέτοιας πράξης. Μέ δεδομένο πάντα ὅτι τό κείμενο ἀναφέρεται σέ μία ἄλλη ἐποχή, σέ ἄλλο κοσμοείδωλο, ἡ δυναμική του δέν παύει νά εἶναι διαχρονική καί νά συμβάλλει τά μέγιστα στήν ἀποκρυστάλλωση πανανθρώπινων ἀξιῶν. Δέν συναντᾶμε στό λόγο τοῦ Σωκράτη σίγουρα τήν καντιανοῦ τύπου νεώτερη ἠθική συνείδηση, ἄν καί σ΄ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ρίζα εἶναι πάλι ὁ Πλάτων μέ ἐνδιάμεσο σταθμό τή στωική φιλοσοφία, ἀλλά τή λογική διευθέτηση μιᾶς κατάστασης, ὄχι αὐτιστικά γιά χάρι τῆς ἴδιας τῆς λογικῆς, ἀλλά χάρι τῆς ἐσωτερικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀτόμου (ἵνα μή ἐγχρονισθέν τό νόσημα τῆς ἀδικίας ὕπουλον τήν ψυχήν ποιήσει καί ἀνίατον) καί τῆς κοινότητος. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς αὐτοκριτικῆς τῆς ἀτομικῆς πράξης πού διδάσκει ὁ Σωκράτης, μετασχηματίζεται σέ δυναμικό φορέα ἔγνοιας καί φροντίδας τοῦ ἴδιου καί τῶν ἄλλων, μέ τό συναίσθημα νά ὑφίσταται καί νά αἰμοδοτεῖ τή ζωή, ἀλλά χωρίς νά κυριαρχεῖ…μή ὑπολογιζομένου τό ἀλγεῖον. Ὡς λογική ὑπαγόρευση, ἡ ὑποχρέωση ἀποκτᾶ καθολική ἰσχύ, καί γιά αὐτό καθῆκον ἀδιαπραγμάτευτο γιά ὅλες τίς εὐνομούμενες κοινωνίες. Ἡ σύσταση πρός αὐτόν πού θεραπεύει τό πρόβλημα εἶναι αὐστηρή και καλεῖ σέ ὑπέρβαση τοῦ θυμικοῦ, ὥστε νά μή θολώσει τό εὐγενές καί ἀνώτερο τῆς σκέψης. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Σωκράτης ἐπιδιώκει τήν λογική ἀφύπνιση τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου, ξεκινώντας ἀπό τή σχέση μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς οἰκείους του. Ὁ φιλόσοφος γνωρίζει, ὅτι ὁ ἑαυτός, οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς καθιστοῦν τόν πολίτη εὐάλωτο, διότι ὁ συσχετισμός μαζί τους, διά τοῦ θυμικοῦ ἀποκλειστικά καί μόνο, ἀφήνει τό λογικό μετέωρο καί καθιστᾶ τίς σχέσεις εὐόλισθες σέ ὑπαρξιακά ἀδιέξοδα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στό ἀπόσπασμα τοῦ Γοργία ἡ παραίνεση τοῦ Σωκράτη γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀνάγκη μεταστροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν), καί ὕστερα συνεχίζει στούς ἄλλους, συν-πολίτες καί οἰκείους. Ὅποιος λοιπόν θά θελήσει μέ ὑπευθυνότητα καί ἀποφασιστικότητα νά ἐπαναφέρει κάποιον στήν τάξη (παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως), ὀφείλει νά ξεκινήσει ἀπό τήν δική τοῦ ἀτομική ἀλλαγή, ἡ ὁποία ἔγκειται στήν αὐτο-κριτική του (αὐτόν πρῶτον ὄντα κατήγορον καί αὑτοῦ…), στήν αὐτογνωσία του. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ παρατήρηση τοῦ Σωκράτη στόν Πῶλο γιά ἄμεση ἀποκατάσταση τῆς διακαιοσύνης ἀποκτᾶ παιδαγωγική καί ἠθική ἀξία, χωρίς νά ἐξαντλεῖται στήν τυπική τήρηση τοῦ νόμου. Ἔτσι, ἀκόμα καί ἄν δέν πρόκειται γιά ἠθική συνείδηση μέ τήν ἔννοια τῶν νέων χρόνων, εἶναι βέβαιο ὅτι ἀποτελεῖ πρωτόγνωρη γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ὁριοθέτηση ἐνεργειῶν τοῦ ἑαυτοῦ καί χάραξη ἠθικοῦ-ἐσωτερικοῦ πεδίου μιᾶς οἱονεί συνειδητότητας. Κατά κάποιο τρόπο, ἡ ἐσωτερικότητα ἐκβιάζεται ἀπό τήν παντοδυναμία τῆς λογικῆς ἐπέμβασης τοῦ ἀτόμου πρώτα στήν πολιτική συμπεριφορά τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὕστερα τῶν ἄλλων καί δή τῶν οἰκείων. Μέσα ὅμως ἀπό τόν μετασχηματιστή τῆς ἐσωτερικῆς διαδικασίας τοῦ αὐτοελέγχου, ἡ λογική ἐπέμβαση γιά τήν πολιτική τάξη γίνεται πολισμική ἀξία. Μήπως πρέπει καί ἐμεῖς ὡς νεοέλληνες νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς τάξης γιά νά κατανοήσουμε τήν πολιτική ὑποχρέωση ὡς ἀξία ἤ μᾶς φοβίζει ἀκόμα ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης καί ἄν ναι, γιά πιό λόγο;

Ἔχοντας πάντα κατά νοῦ τήν πλατωνική κίνηση-σύλληψη σχετικά μέ τήν δέουσα ἀντίδραση τοῦ πολίτη ἀπέναντι στό ἄδικο καί μέ δεδομένο τό διαφορετικό άνθρωπολογικό μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου τῶν κλασσικῶν χρόνων, μποροῦμε νά προβληματιστοῦμε γιά τήν σύγχρονη Ἕλλάδα. Ἡ «ἀπόπειρα ἑρμηνείας» ὅμως πού προηγήθηκε διεύρυνε τό πεδίο τοῦ προβληματισμοῦ, γεγονός πού μᾶς ἀναγκάζει νά τό φωτίσουμε γιά νά συντονιστοῦμε μέ τήν ἐποχή μας. Ἄρα, ὅ,τι θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ οὐσιαστικά προέκταση τῆς ἑρμηνείας μέ μιά φαινομενική ἀπομάκρυνση ἀπό τό κείμενο. Ἀπώτερος στόχος εἶναι νά κατανοήσουμε, ὅτι ὅσο ψάχνουμε καί ἐπιμένουμε νά βρίσκουμε, ὡς ἄτομα καί ὡς ἔθνη, ἐχθρούς ἔξω ἀπό ἐμᾶς θά βρισκόμαστε μόνιμα στίς ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καί ἴσως ὄχι μέ τις καλύτερες ἀναφορές. Ἡ ἑλληνική σκέψη διέπρεψε ἐπειδή ἐκανε λόγο, στό βαθμό πού ἀνθρωπολογικά μποροῦσε, γιά τόν ἔλεγχο καί τήν ἐπιμέλεια τοῦ ἑαυτοῦ.

Μέ πεδίο προβληματισμοῦ τό σήμερα

Ἀπό τήν στιγμή πού ὡς πολίτες ἔχουμε διακρίνει τά πολιτικά δικαιώματα ἀπό τίς ὑποχρεώσεις, εἶναι κρίσιμο νά σταθοῦμε στό θέμα τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν πρόκειται γιά ἀξιολογική προτίμηση ἤ διάκριση, ἀλλά γιά ἀγωνία ἐπένδυσης στό πεδίο πού προκρίνει τήν ἀτομική προσπάθεια, τήν στιγμή πού πανθομολογουμένως ὡς ἔθνος δυσκολευόμαστε βασανιστικά γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀπέναντι στό κράτος. Ὁ προβληματισμός δέν γεννήθηκε ἀπό τήν δυσκολία ἀποπληρώσεις τῶν χρεών – φόρων τῶν πολιτῶν τήν συγκεκριμένη δύσκολη οἰκονομική περίοδο στή χώρα μας, πού συνειρμικά θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς, ἀλλά ἀπό τήν παρατήρηση μιᾶς γενικότερης ἐσωτερικής δυσκαμψίας σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά πολιτικά μας καθήκοντα ἐν γένει. Ἡ προβληματική τῶν πολιτικῶν ὑποχρεώσεων μπορεῖ κάλλιστα νά λειτουργήσει ὡς καθρέφτης αὐτογνωσίας γιά μιά κοινωνία καί τά μέλη της. Κεντρικό ζήτημα σέ μία συζήτηση γιά τούς πολίτες καί τίς ὑποχρεώσεις τους εἶναι, ἤ θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἡ ἐσωτερική ἐνεργοποίηση τοῦ πράττοντος, τοῦ ἀτόμου, μέ στόχο τόσο τήν δημιουργική καί ἀνατατική σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὅσο καί τήν ἁρμονική συνύπαρξη μέ τούς ἄλλους σέ μία πολιτισμένη κοινωνία. Εἶναι σημαντικό νά γίνει κατανοητό, ὅτι κάθε κοινωνικό φαινόμενο, ὅπως εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις τῶν πολιτῶν, συνιστᾶ ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῶν ζυμώσεων στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἤ διαφορετικά, τά γεγονότα πρέπει νά ἀνάγονται στά βιώματα καί στίς ἐσωτερικές πολιτισμικές ἐγγραφές τῶν πραττόντων προκειμένου νά κατανοηθοῦν ὡς κοινωνικό γεγονός. Ἡ σχέση τοῦ κάθ΄ ἑνός μέ τίς ὑποχρεώσεις του σέ μιά πολιτεία φανερώνει τήν ποιότητα σχέσης τοῦ πολίτη μέ τόν ἑαυτό του καί τό αἴσθημα εὐθύνης ἀπέναντι στόν ἄλλο.

Γιατί ὅμως εἶναι κρίσιμο νά ἐπιμείνουμε στίς ὑποχρεώσεις; Ἡ κρισιμότητα ἔγκειται στήν ἀποσαφήνιση τῆς διαστρεβλωμένης ἄποψης πού ἔχουμε σχετικά μέ τόν τρόπο προέλευσης τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν θά  ἐπιδιώξουμε βέβαια ἱστορική ἀναδρομή ἀλλά προσπαθοῦμε νά προβληματιστοῦμε ἐπί τοῦ θέματος, μέ ἀφορμή τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γοργία τοῦ Πλάτωνα. Προσεγγίζοντας τήν ἑλληνότροπη ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης, ὅπως αὐτή διάφαίνεται στό πλατωνικό ἔργο, θά ἀντιληφθοῦμε πόσο ἄδικοι εἴμαστε μέ τόν ἐθνικό ἑαυτό μας, ἀλλά καί πόσο ἀπέχουμε ἀπό τά εὐγενῆ στοιχεῖα τῆς παράδοσής μας. Ἄδικοι, διότι τό καθῆκον γιά προσφορά καί προστασία τοῦ καθολικοῦ ὀνομάζεται νεοελληνικά «ρουφιανιά». Ἄν κάποιος δηλαδή κάνει λόγο γιά τίς ὑποχρεώσεις τοῦ πολίτη καί προτρέπει ἤ παρακινεῖ ἄλλους νά πράξουν τά δέοντα, θεωρεῖται αἰθεροβάμων, προδότης ἤ ἀκόμα καί ἐγκάθετος τοῦ κράτους. Ὁ λόγος τῆς γενικευμένης αὐτῆς παραδοξότητας ἔγκειται στή στάση μας ἀπέναντι στό κράτος. Ἡ σχέση μας μέ τό κράτος, τό γενικό, εἶναι ἐχθρική – συγκρουσιακή, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀντι-κειμενοποίηση τοῦ λογικοῦ ἐλλείματος μας. Ἀφαιρώντας αὐθαίρετα τό λογικό καί ἠθικό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης, εὔκολα οἱ χαρακτηρισμοί ἀντικαθιστοῦν τήν οὐσία, τό μερικό καί ἐπιφανειακό ἐκτοπίζει τό καθολικό καί οὐσιῶδες. Ὁ λόγος λοιπόν γίνεται γιά τό ἀτομικό κατόρθωμα στό συλλογικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐνέργεια τῆς ὑποχρέωσης παράγεται στό βαθμό κατανόησης τῆς διαλεκτική τῶν δύο αὐτῶν πόλων, ἀτομικοῦ-συλλογικοῦ.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς πολιτισμός

Πέρα καί πάνω ἀπό ὅλα πολιτισμός εἶναι ὅ,τι μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά ὑπερβαίνουμε τήν ὑλική βαρύτητά μας. Ἡ δημιουργία τῆς πόλεως, τό θέατρο καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ φιλοσοφία, καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά στοχεύει πέραν τοῦ χρονικά στιγμαίου ἐνστίκτου του. Κάτι τέτοιο βέβαια σημαίνει προσπάθεια, μόχθο καί ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πνεῦμα του, ἀνακάλυψη τῶν ὁρίων καί κατανόηση τῶν δυνατοτήτων του, ἐκλέπτυνση τῆς ψυχῆς ἤ μέ μία λέξη πολιτισμός. Πολιτισμός λοιπόν ἐπιπλέον εἶναι ὁ ἐκκεντρισμός τῆς ἀτομικῆς προσπάθειας στό συλλογικό ἐπίπεδο μέ ἀπώτερο στόχο τό εὖ ζῆν. Στό στοίχημα τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ὅποια ἀτομική ἐνέργεια, διανοητική καί καλλιτεχνική, μορφώνεται λογικά προκειμένου νά διεκδικήσει καθολικότητα, νά ἀξιωθεῖ ὡς προσφορά σέ μία πρόταση ζωῆς ἐντός τῆς κοινωνίας. Σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης φαίνεται νά ἀνταποκρίνεται στήν παραπάνω περιγραφή τῆς ἀτομικῆς ἐνέργειας, ὡς ἐσωτερικῆς μορφῆς, μέ στόχο τήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἄρα, ὁ σεβασμός στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποτελεῖ χειρονομία πολιτισμοῦ. Ὁ πολιτισμός μέ αὐτόν τόν τρόπο λειτουργεῖ ὡς ὁδοδείκτης πνευματικῶν ἐπιλογῶν ἐντός τῆς πραγματικότητας, ἐμπλουτίζοντας τή ζωή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου-πολίτη. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι, δομικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι τῆς κουλτούρας καί τῶν παραδόσεων, εἶναι νά κομίζει δυναμικά παραδείγματα καθολικῆς ἀποδοχῆς, τά ὁποία ἐσωτερικευμένα ἀπό τίς κοινωνίες, μετασχηματίζονται σέ ἀξίες. Κάτι τέτοιο ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ ὅσους κατανοοῦν ὡς πολιτισμό καί πνευματική πρόοδο τά στατικά μιμήματα συμπεριφορῶν ἑνός ἔνδοξου παρελθόντος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης συνιστᾶ κατεξοχήν πολιτισμό, διότι προϋποθέτει ἐκλέπτυνση πνεύματος, ἄρα ἀτομική προσπάθεια, καί ἔγνοια γιά τόν συνάνθρωπο ἄρα πρόταση ζωῆς σέ καθολική προοπτική.

Λογική προϋπόθεση καί ἐσωτερική ἄνοιξη

 Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας ἀποτελεῖ ἡ ἐξάσκηση τοῦ πολίτη στίς ἀρχές τῆς λογικῆς, προκειμένου νά μορφώνει καί νά ἀνα-δια-μορφώνει συνεχῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἡ ὑποχρέωση μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκτᾶ σταθερό καί ἐμμενές πλαίσιο νοηματοδότησης καί συνεχή ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, χωρίς ὅμως νά ἐξαντλεῖται στίς λογικές προκείμενες μιᾶς στατικά καθολικῆς παραδοχῆς. Δικλείδα ἀσφαλείας, προκειμένου ἡ ἐσωτερική μορφή νά μήν   ἀλλοιωθεῖ σέ διανοητικισμό καί στεῖρο ὀρθολογισμό, ἀποτελεῖ ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐσωτερικῆς κινητικότητας τοῦ ἀτόμου πού ἀναζητᾶ νοήματα καί ὄχι ἁπλά λύσεις. Ἡ λογική ἔτσι γίνεται τό μεγάλο ὅπλο τοῦ πολίτη, ἀλλα ὄχι ὁ σκοπός του. Ὡς σκοπός ἡ λογική, μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει στήν ἀνάπτυξη μηδενιστικῶν γιά τήν ὕπαρξη ἐπιλογῶν καί λύσεων. Ἄν τό μέσο-λογική γίνει σκοπός, τότε οἱ μηδενιστικές τάσεις θά συντρίψουν τήν τρυφερότητα τοῦ αἰσθήματος, συντελεστής ὑπό προϋποθέσεις σημαντικότατος καί ζωογόνος γιά τήν κατανόηση τῆς  πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς πολιτιστικῆς χειρονομίας. Ἀντίθετα, ἡ λογική ὡς μέσο ἐξασφαλίζει τήν ἐν ἀτρεμεῖ ἐπαφή τοῦ πολίτη μέ τό ἐνθάδε καθώς καί τό κοινό πεδίο συνεννόησης τῶν πολιτῶν μεταξύ τους. Στόχος μιᾶς τέτοιας διαδικασίας εἶναι νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κατασκευή τῆς μήτρας, πού θά γεννήσει τήν κατανόηση τῆς ὑποχρεώσης ὡς ἀξίας. Ἡ μήτρα αὐτή νοήματος δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν διαρκῆ ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ. Στήν ἐνεργῆ σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος κτίζει νοήματα, δημιουργώντας χώρους ὑποδοχῆς γιά τήν αὐθεντική διάσταση τόσο τήν δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ λογική σταματᾶ νά εἶναι ἀτροφική καί ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἀποκλεισμένος ναρκισσιστικά στό ἐγώ του. Αὐτό τό ὁποῖο λοιπόν γεννᾶ τήν ἀξία τῆς ὑποχρεώσης ἤ τήν ὑποχρέωση ὡς ἀξία, εἶναι ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου μέσα του.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς σχέση μέ τόν ἑαυτό

Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης εἶναι μονόπλευρα συνδυασμένη  μέ τήν προτεσταντική μεταφυσική. Ἴσως τότε νά συστηματοποιήθηκε σέ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο, ἀλλά ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση, καί πιθανόν πάνω ἀπ΄ ὅλα, λογική κατασκευή καί ὑπαγόρευση. Ἐπίσης, λόγω τῆς σύνδεσής της μέ τήν χριστιανική πίστη, κυρίως στόν δυτικό πολιτισμό, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης γίνεται ἀντιληπτή ὡς καταναγκαστικό ἔργο καί ἔκτιση ποινῆς γιά μιά μεταφυσική ἐκκρεμότητα. Πρέπει νά γίνει σαφές στό συλλογικό ὑποσυνείδητό μας, ὅτι ἐκτελώντας τίς ὑποχρεώσεις μας δέν κατευνάζουμε τό μένος μιᾶς ἀνώτερης ἐξωκοσμικῆς δύναμης καί δέν ἐξαγοράζουμε κανένα παράδεισο. Ταυτόχρονα, καί πηγαίνοντας στό ἄλλο ἄκρο, ἀρνούμενοι νά ἐκπληρώσουμε τίς ὑποχρεώσεις μας ὡς πολίτες, πιστεύουμε ἐσφαλμένα ὅτι ἐκδικούμαστε τό κράτος, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι οὐσιαστικά πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Σύμφωνα μ΄ αὐτή, τήν πιό «ἀνατολίτικη» λογική, ἡ πραγματικότητα, τό ἐνθάδε, ἀξιολογεῖται ἀρνητικά ὡς συνθήκη προσωρινοῦ ἀποκλεισμοῦ ἀπό κάτι μεταφυσικά ὑψηλότερο. Στόν ἐγκλωβισμό τῆς  ἐσωτερικῆς συνθήκης πού ὑποτιμᾶ τήν πραγματικότητα, τό φαντασιακό αυτονομεῖται μέ αποτέλεσμα ὁ πολίτης νά ὁδηγεῖται σέ συμπεριφορές παράλογες καί ἀνεύθυνες. Προσπαθοῦμε νά καταστήσουμε σαφές, ὅτι ἀποδεσμεύοντας τίς πολιτικές ὑποχρεώσεών μας ἀπό τίς θρησκευτικές ἐγγραφές, τίς ὁποῖες κατανοοῦμε εἴτε ὡς ἀποπλήρωση προϊστορικοῦ χρέους, εἴτε ὡς ἀδιαφορία γιά τήν πραγματικότητα, μποροῦμε νά τίς καταλάβουμε (τίς ὑποχρεώσεις) ὡς ἄξία. Ἀκόμα καί ἄν οἱ μεταφυσικές ἐγγραφές δέν εἶναι πάντα συνειδητές, ἡ ἐπιρροή τους στήν συμπεριφορά μας εἶναι καταφανής μέσα ἀπό τίς νοοτροπίες, τήν ἀσύνειδη, μονοκόμματη καί ἀσφυκτικά φορμαρισμένη κίνηση τοῦ νοῦ. Ἡ παραπάνω προσέγγιση ἀποτελεῖ ἴσως τήν πιό χαρακτηριστική ἐκδοχή τῆς ἀποδέσμευσης τοῦ ἐγώ ἀπό τό ἐμεῖς. Ἡ ἐν λόγω ἀποδέσμευση πρέπει νά γίνει κατανοητή ὄχι μέ διάθεση συγκρουσιακή, ἀλλά μέ πρόθεση νά διαφανεῖ ἡ ἀνάγκη γιά ἐσωτερική τάξη, ὥστε τό ἐγώ νά κατανοεῖ τή δομή του καί τό πεδίο τῶν κινήσεών του. Σέ αὐτό πλαίσιο, ἡ ἀξιακή κατανόηση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποκαλύπτει τή βαθύτερη σχέση μέ τόν ἑαυτό μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὁ σεβασμός τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ὑποχρεώσης ἀποτελεῖ σημαντικό πεδίο ἄσκησης γιά ὅλους, καί ὄχι μόνο γιά τούς λίγους καί ἐν ἐρήμω ἀπομεμακρυσμένους. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς ἀξίας τῆς ὑποχρεώσης τήν καθιστᾶ δυνατή νά ἀποκτηθεῖ ἀπό ὅλους ἀδιακρίτως.

Συντάσσοντας τό διά ταῦτα

Προσπαθήσαμε νά δείξουμε, ὅτι ἡ ἄσκηση τῶν πολιτῶν στήν ἐκπλήρωση τῶν πολιτικῶν τους ὑποχρεώσεων, μέ λογικά κριτήρια καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀποτρέπει τίς μηδενιστικές δυνάμεις τοῦ ἀτομικισμοῦ καί τοῦ ὠχαδελφισμοῦ ἀπό τό νά διαβρώνουν τήν πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα. Ἡ ἀποτροπή συνίσταται στήν κατανόηση τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας.

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ