φιλοσοφία

Ένας Έλληνας στη Γερμανία: Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

του ΣΠΥΡΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΥ

Περνούσε τα πρωινά στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης κρατώντας σημειώσεις σε αναρίθμητα δελτία. Τις νύχτες κοιμόταν στη σοφίτα του φίλου του, Χέννινγκ, αρχιτέκτονα παντρεμένου με Ελληνίδα. Ανάμεσα στη δουλειά και την ανάπαυση καθόταν στο οινοπωλείο «Florian» για να πιει και να συζητήσει με τους φίλους: δικηγόρους, εκδότες, δημοσιογράφους, όχι όμως φιλοσόφους. Με τα χρόνια τα δελτία γίνονταν βιβλία και οι συναναστροφές στέρεες φιλίες. Συνδύαζε τους τρόπους ενός ευπατρίδη με την ανεμελιά ενός μποέμ, την επιβαλλόμενη από τις όποιες περιστάσεις φιλοφροσύνη με μια διαπεραστική δηκτικότητα. Θυμάμαι πόσο άβολη του φαινόταν η γραβάτα που είχε αγοράσει ειδικά για την τελετή απονομής του Μεταλλίου Γκαίτε στη Φραγκφούρτη το 1991. Απείχε συνειδητά των πανεπιστημιακών κυάμων, έστω και αν υπήρξε διαπρεπής ιστορικός των ιδεών στον γερμανόφωνο χώρο. Ο Παναγιώτης Κονδύλης προτιμούσε να συρρικνώνει την ανθρώπινη και επιστημονική παρουσία του σε μία μόνο λιτή βιογραφική αναφορά: «Συγγραφέας. Ζει στη Χαϊδελβέργη και στην Αθήνα». Και όταν του ζήτησαν μια φωτογραφία για τα Πεπραγμένα του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο Βερολίνο, του οποίου υπήρξε εταίρος τη χρονιά 1995-96, τους έστειλε τη σημείωση: «Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω ποια σχέση έχει η εξωτερική εμφάνιση ενός ερευνητή με το αποτέλεσμα των ερευνών του». Ο αιφνίδιος θάνατός του άφησε το τελευταίο έργο του ανολοκλήρωτο και τους φίλους αποσβολωμένους. Ο πρώτος τόμος της ατελούς κοινωνικής οντολογίας του, ένα χειρόγραφο χιλίων σελίδων, έφτασε στον Γερμανό εκδότη του χωρίς τη συνοδεία του συγγραφέα.

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ο διάσημος εγελιανός Ντήτερ Χένριχ, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, παρελάμβανε ταχυδρομικά ένα εκτενές κείμενο για τη γένεση της διαλεκτικής με την υπογραφή Παναγιώτης Κονδύλης. Ούτε του περνούσε από το μυαλό ότι ένας Έλληνας θα ήταν σε θέση να διαφωτίσει τις σκολιές οδούς του γερμανικού ιδεαλισμού. Πήρε παρ’ όλα αυτά το χειρόγραφο μαζί του στις διακοπές του στην Ελλάδα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες έμεινε έκθαμβος με την ουσιαστική γνώση του φιλοσοφικού αντικειμένου, την άριστη χρήση της γερμανικής και τη συνδυαστική ικανότητα του νεαρού επιστήμονα. Ο Παναγιώτης Κονδύλης σπούδασε τελικά στη Χαϊδελβέργη και το χειρόγραφο εκείνο εξελίχθηκε στη διδακτορική διατριβή του, που εκδόθηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο Η γένεση της διαλεκτικής. Ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Χαίλντερλιν, Σέλλινγκ και Χέγκελ ώς το 1802. (περισσότερα…)

Advertisement

Immanuel Kant, Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική [ Α. ]

*

Σχολιασμός – Μετάφραση – Επιμέλεια στήλης
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht), επιλεγμένα αποσπάσματα της οποίας θα παρουσιάσουμε στη στήλη που εγκαινιάζεται με τη σημερινή ανάρτηση,  είναι το τελευταίο έργο του Ιμμάνουελ Καντ το οποίο εξέδωσε ο ίδιος (1798). Προέκυψε από τα μαθήματα που παρέδιδε ο Καντ για το αντικείμενο τούτο στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης (Königsberg, το σημερινό Κaliningrad), από το έτος 1772/73 έως το 1795/96, στηριζόμενος στα καλύτερα συγγράμματα εμπειρικής Ψυχολογίας και πρακτικής Φιλοσοφίας της εποχής του, αλλά και στις απέραντες γνώσεις του στα πεδία των επιστημών και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αρχαίας και νεότερης. Η σημασία και η αξία του έργου αναγνωρίζεται καθολικά και διεθνώς, όχι μόνο μέσα στα όρια της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, αλλά και στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Θεωρείται από τα θεμελιακά έργα του κλάδου της Ανθρωπολογίας, και μάλιστα τόσο της φιλοσοφικής όσο και της εμπειρικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης. Ως προς το περιεχόμενό του, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τους κλάδους της φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας, της Ηθικής, της Ψυχολογίας, εν μέρει και της Κοινωνιολογίας.

Αλλά τι είναι η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική;[1] Ο παρακάτω Πρόλογος του έργου[2] επεξηγεί με επάρκεια το ερώτημα αυτό, αλλά δεν περιττεύουν μερικές διευκρινίσεις. Σε αντιδιαστολή προς μια μονάχα θεωρητική, αφηρημένη ή μεταφυσική πραγμάτευση των ζητημάτων των σχετικών με τον άνθρωπο, η πραγματιστική Ανθρωπολογία, όπως την εννοεί ο Καντ, έχει στόχο κυρίως πρακτικό, δηλ. να συμβάλλει στην καθοδήγηση των πράξεων και στην επίτευξη των στόχων που θέτει κάποιος. Ειδικότερα όμως έχει και στόχο πραγματιστικό με το νόημα να συμβάλλει στο κοινό όφελος και στην ευδαιμονία όλων, καθώς «το ανθρώπινο γένος οφείλει και δύναται να γίνει το ίδιο ο δημιουργός της ευτυχίας του» (Ανθρωπολογία, 7:328).  Σ’ ένα γράμμα του προς τον προσφιλή μαθητή του, ιατρό Marcus Herz (το 1773), γράφει ότι η Ανθρωπολογία αποβλέπει στο «να αποκαλύψει τις πηγές όλων των επιστημών [που ασχολούνται με] τα ήθη, με την ικανότητα των συναναστροφών, και με τη μέθοδο της εκπαίδευσης και διακυβέρνησης των ανθρώπων, άρα με όλα όσα είναι πρακτικά».

Ειδικότερα, η Ανθρωπολογία αποτελεί το εμπειρικό υπόβαθρο και σύστοιχο, δηλ. το εμπειρικό και εφαρμοσμένο μέρος της πρακτικής και ηθικής φιλοσοφίας. Εκθέτει την εμπειρική Ψυχολογία, στηριγμένη σε διεξοδική ανάλυση των ψυχικών ή πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου: των γνωστικών ικανοτήτων, του συναισθήματος της ηδονής ή ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας ή λύπης, καθώς και του επιθυμητικού ή της θέλησης. Παρουσιάζει εκτεταμένες αναλύσεις των διαφορετικών «χαρακτήρων» (χαρακτηριστικών) των ιδιοσυγκρασιών, των φύλων, των λαών και των φυλών με αφάνταστη πληθώρα περιγραφών και παρατηρήσεων, οι οποίες στηρίζονται λ.χ. στην ιστορία, στη λογοτεχνία και στην εμπειρία. Τέλος, προσφέρει μια σύνοψη της φιλοσοφίας της ιστορίας του Καντ. Η Ανθρωπολογία προσφέρει εκτεταμένο και ανεκτίμητο υλικό για μια νέα προσέγγιση και κατανόηση του ανεξάντλητου κριτικού έργου του. Δίχως υπερβολή, αποτελεί, στην ωριμότερη ώρα του Διαφωτισμού, τον κορυφαίο πρόδρομο και πρωτοπόρο της εμπειρικής θεμελίωσης των κοινωνικών επιστημών και των «επιστημών του ανθρώπου». Σε αντίθεση με τη συχνά στριφνή και δύσβατη γλώσσα των συστηματικών κύριων έργων του Καντ, η Ανθρωπολογία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα πολύ πιο γλαφυρή, ζωντανή και κατανοητή. Σωστά λέει ο Ε. Π. Παπανούτσος (βαθύς γνώστης του Καντ και, με τον τρόπο του, Νεοκαντιανός ο ίδιος) ότι ο σοφός δάσκαλος της Καινιξβέργης «άμα ήθελε, μπορούσε να γράφει (όπως άλλωστε και μιλούσε στις παραδόσεις του) όχι μόνο με εμβρίθεια, αλλά συνάμα με χάρη και χιούμορ».[3]

(περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στη σύντομη εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του Α΄ μέρους των αποσπασμάτων του έργου.

~.~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα: §§14-36[1]

7. 14.  Τώρα θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Και χωρίς να προσπαθήσω να σου παραθέσω ανοιχτά την Καθολική πίστη, θα σoυ δείξω ότι, όσοι ενδιαφέρονται να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια της και μεριμνούν για την ψυχή τους, μπορούν να ελπίζουν στη θεϊκή εύνοια ενόσω προσπαθούν να βρουν την αλήθεια. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι εκείνος που αναζητά την αληθινή θρησκεία είτε πιστεύει ήδη στην αθανασία της ψυχής -την οποία αυτή η θρησκεία χαρίζει-, είτε θέλει να βρει αυτήν την αθανασία στην ίδια τη θρησκεία. Επομένως, κάθε θρησκεία ορθώνεται για χάρη της ψυχής. […]

15 .  Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε ακούσει ακόμη τον κατηχητή καμίας θρησκείας. Είναι, ας πούμε, για εμάς ένα καινούργιο θέμα έρευνας. Μα τότε θα αναζητήσουμε, θαρρώ, ανθρώπους που διδάσκουν το αντικείμενο, όποιο και αν είναι αυτό. […]

16 .  […] Την αλήθεια την κατέχουν μόνον λίγοι. Γνωρίζουμε λοιπόν ποια είναι η αλήθεια, όταν γνωρίζουμε με ποιους βρίσκεται. […] Kαι αν από την ίδια τη φύση της αλήθειας συνάγουμε ότι λίγοι την κατέχουν, αυτό δεν συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν υπάρχουν τόσο λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, και οι οποίοι, μάλιστα, ελέγχουν το πλήθος δια της αυθεντίας τους, όμως από το πλήθος αυτό είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που ξεγλιστρούν από την αυθεντία και φθάνουν να διαλευκάνουν τη μυστική αλήθεια; […]

8. 20.  Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, οι οποίες, νομίζω, είναι τόσο θεμιτές ώστε να μου εξασφαλίσουν τη νίκη σε αυτήν την υπόθεση ενώπιόν σου όποιος και αν είναι ο αντίπαλός μου, θα σου εκθέσω όσο καλύτερα μπορώ ποιο μονοπάτι ακολούθησα όταν αναζητούσα την αληθινή θρησκεία με τη στάση που, όπως εξήγησα παραπάνω, πρέπει να αναζητείται. Όταν σε άφησα και διέσχισα τη θάλασσα[1], ταλαντευόμουν και ακροβατούσα: τι πρέπει να κρατήσω και τι να αφήσω; Και αυτή η αμφιταλάντευση φούντωνε μέσα μου κάθε μέρα και πιο πολύ. Έχοντας δε υπάρξει μαθητής εκείνου του άνδρα[2] του οποίου η άφιξη μας είχε διαμηνυθεί, όπως γνωρίζεις, ως ουρανόπεμπτη, αυτός δε ως προορισμένος να ξεκαθαρίσει όλες μας τις απορίες, έφθασα πια να συνειδητοποιήσω ότι τούτος, εάν εξαιρέσεις κάποια ευγλωττία, δεν διέφερε και πολύ από τους υπολοίπους. Εγκατεστημένος πια στην Ιταλία διαλογιζόμουν και αναρωτιόμουν βαθιά, όχι αν θα παρέμενα σε αυτή την αίρεση, στην οποία μετάνιωσα που είχα ενταχθεί, αλλά με ποιον τρόπο θα έβρισκα την αλήθεια, για την οποία ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο έχει στενάξει η καρδιά μου. Συχνά μου φαινόταν αδύνατο να τη βρω, και μέσα στον κλυδωνισμό των σκέψεών μου ένιωθα έλξη προς τους Ακαδημεικούς. Άλλοτε, πάλι, στον βαθμό που μπορούσα, έκανα ενδοσκόπηση βρίσκοντας παρηγοριά στη δύναμη του ανθρώπινου νου: του τόσο ζωηρού, του τόσο διεισδυτικού, του τόσο οξυδερκούς. Θεωρούσα πως, αν η αλήθεια παραμένει κρυμμένη από αυτόν, τούτο θα συμβαίνει μόνον επειδή το μέσο αναζήτησής της παραμένει κρυμμένο μέσα της, και πως είναι απαραίτητο να λάβουμε αυτό ακριβώς το μέσο από κάποια θεϊκή αυθεντία. Έμενε λοιπόν να διερευνήσω ποια θα ήταν αυτή η αυθεντία, αφού, σε συνθήκες οξύτατης διαφωνίας, όλοι επαγγέλλονται πως την κατέχουν και την παραδίδουν. […] (περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο Αυγουστίνος υπήρξε για εννέα χρόνια ακροατής στην αίρεση των Μανιχαίων και είχε πείσει τον Ονοράτο να κάνει το ίδιο. Όταν γράφει το De utilitate credendi έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε που αποστασιοποιήθηκε από τους Μανιχαίους και τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Ο παλιός του φίλος, όμως, είχε παραμείνει στο πλευρό των Μανιχαίων. Με την επιστολή του ο Αυγουστίνος ελπίζει να πείσει τον Ονοράτο να αντιμετωπίσει πιο ευνοϊκά την καθολική διδασκαλία. Και για αυτό συζητά και απαντά σε, δύο βασικές κριτικές τοποθετήσεις των Μανιχαίων απέναντι στον καθολικό χριστιανισμό: α) την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης (§§4-13) και β) την υπεράσπιση του πρωτείου της λογικής έναντι της αυθεντίας (§§15-35).

Μέλημα του Αυγουστίνου είναι να καταδείξει την ανθρωπολογική, θεολογική και επιστημολογική χρησιμότητα (το όφελος, τα πλεονεκτήματα) της πίστης κατά τη διαδικασία της αναζήτησης -και εύρεσης- της αληθινής θρησκείας. Την αναζήτηση αυτή τη συνδέει και την εμπλουτίζει όχι μόνον με εμφανώς νεοπλατωνικές ιδέες, αλλά και με μια αυτοβιογραφική αναψηλάφηση που προοικονομεί τις διάσημες Εξομολογήσεις. Το κείμενο είναι, υπό μια έννοια, χαρακτηριστικά ρωμαϊκό αφού η λέξη-κλειδί του, η auctoritas («αυθεντία»), απουσιάζει τόσο ως όρος, αλλά εν πολλοίς και ως σύλληψη, από την ελληνική παράδοση. Αποτελεί κοινό τόπο στη Ρώμη ότι η αυθεντία οδηγεί στην πίστη. Πιστεύουμε, πρωτίστως, τα πρόσωπα, τις ομάδες, τους θεσμούς που διαθέτουν κύρος και αποτελούν για εμάς αυθεντίες. Ο Κικέρων, τα γραπτά του οποίου αποτελούν βασικό σημείο αναφοράς για τον Αυγουστίνο, ήταν εκείνος που έδωσε τις πιο κλασικές διατυπώσεις της αντίθεσης μεταξύ της ratio και της auctoritas. Για τον Αυγουστίνο, η φιλοσοφία διεκδικεί την πρώτη και υπόσχεται τη νόηση, ενώ η θρησκεία ξεκινά από τη δεύτερη, εδραιώνοντας την πίστη. Όμως, η λογική και ο νους πρέπει στην αρχή της διαδρομής να λάβουν τη θέση ικέτη και να ταπεινωθούν, αφού, δίχως την ισχυρή επίδραση της αυθεντίας και του δώρου της πίστης, είναι απολύτως αδύνατο να μυηθεί κανείς ορθά στην αληθινή γνώση του Θεού.

Στο πνεύμα της στήλης, η μετάφραση υποβάλλεται αρχικά ως «δοκιμή» και αποσπασματικά, στις δύο συναπτές αναρτήσεις της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής. Ολοκληρωμένη και στην τελική της απόδοση -όσο γίνεται να είναι τελική η απόδοση ενός τόσο απαιτητικού και διαχρονικού κειμένου- θα δημοσιευθεί στο 8ο τεύχος του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, μαζί με μια εισαγωγή που θα ξεκλειδώνει κάποια από τα μυστικά του έργου και επαρκή σχολιασμό. Η μετάφραση αφιερώνεται στον Παντελή Μπασάκο, στη δροσερή σκιά της αυθεντίας του οποίου, έτη πολλά πριν, επιδόθηκα στη μελέτη του Αυγουστίνου.

~ . ~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα: §§1-13) [1]

1. 1.  Αν θεωρούσα, Ονοράτε, ότι o άνθρωπος o αιρετικός και ο άνθρωπος που πιστεύει τους αιρετικούς είναι ένα και το αυτό, θα επέλεγα τη σιωπή, αφήνοντας το ζήτημα μακριά από τη γλώσσα και τη γραφίδα μου. Είναι βέβαιο, όμως, πως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο. Κατά τη γνώμη μου αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος, επιδιώκοντας κάποιο πρόσκαιρο όφελος, ή, συχνότερα, επιδιώκοντας υπέρμετρη δόξα και περιωπή, είτε γεννά, είτε συμπαρατάσσεται με, ψευδείς και πρωτοφανείς δοξασίες. Εκείνος, από την άλλη, που πιστεύει ανθρώπους αυτού του είδους, έχει παραπλανηθεί από κάποιο ομοίωμα αλήθειας και ευσέβειας. Και επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θεώρησα σωστό να σου κρύψω τις απόψεις μου για τον τρόπο με τον οποίο βρίσκει και συγκρατεί κανείς την αλήθεια. Όπως σίγουρα θα θυμάσαι, η φλογερή μας αγάπη για την αλήθεια είναι κάτι που μας συνδέει από τα νεανικά μας χρόνια. Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται πολύ μακριά από τον νου μωρόσοφων ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας βαδίσει πολύ, ή, πιο σωστά, έχοντας φάει τα μούτρα τους στο μονοπάτι των σωματικών πραγμάτων, θαρρούν ότι η πραγματικότητα εξαντλείται σε ό,τι γίνεται αισθητό μέσω των πέντε διάσημων ανταποκριτών του σώματος. Και οι εντυπώσεις ή εικόνες που έχουν λάβει από αυτούς τους ανταποκριτές, στροβιλίζονται μέσα τους ακόμη και όταν αυτοί πασχίζουν να απομακρυνθούν από τις αισθήσεις. Mε τούτον τον θανατηφόρο και απατηλότατο γνώμονα δε, τις αισθήσεις, φαντάζονται ότι ορθοτομούν τα άφατα και ενδότατα διαμερίσματα της αλήθειας. […] (περισσότερα…)

Hans Freyer, Κατασκευάζοντας τον κόσμο απ’ την αρχή

  *

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και σκέψης.

~ . ~

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Δες τον γεωργό που οργώνει· δες τον πώς μαζεύει τη σοδειά. Η δουλειά του είναι σκληρή, και σήμερα ακόμα, που η σύγχρονη τεχνική, με τις καθημερινές της εφαρμογές, του στέκεται αρωγός. Παρ’ όλ’ αυτά, συγγενεύει πάντα στενότερα με την αναζήτηση και την συλλογή τροφής, εκείνες τις αρχαιότερες μορφές πρόνοιας του ανθρώπου, παρά με οποιαδήποτε τέχνη που επεξεργάζεται ένα υλικό και κατασκευάζει ένα αντικείμενο. Ο γεωργός δεν κατασκευάζει κάτι και η εργασία του δεν είναι δημιουργική. Οι ασχολίες του απ’ το πρωί ώς το βράδυ, από το όργωμα ώς το νέο όργωμα, δεν σχηματίζουν μια αναγκαία διαδοχή, στην αρχή της οποίας βρίσκεται μια πρώτη ύλη, στο μέσο της ένα ημιτελές παρασκεύασμα και στο πέρας της ένα έτοιμο προϊόν. Οι ασχολίες του προσαρμόζονται, καρτερικά κι όμως έγκαιρα, στο κύλισμα των ημερών και του έτους, και η κάθε μια τους έχει την ώρα της στον κύκλο της ανάπτυξης των φυτών. Η αντίληψη ότι η επίσπευση της δουλειάς θα μπορούσε να επιταχύνει τους ρυθμούς, δεν έχει εδώ νόημα. Ανάμεσα στις εκάστοτε εργασίες παρεμβαίνει πάντοτε, σχεδόν σαν το καλύτερό τους μέρος, η αναμονή: όχι η αναμονή για το μεταφορικό μέσο μέσα στην εκμηχανισμένη κυκλοφορία με το ρολόι ανά χείρας, αλλά η προσμονή όσων πρόκειται να έρθουν σύμφωνα με τη φύση και την εμπειρία, η καρτερία ώσπου να φτάσουν, με όλες τις ελπίδες, τις αγωνίες και τα χτυποκάρδια που χαρακτηρίζουν την γνήσια αναμονή. Και πόσα δεν μπορούν να μεσολαβήσουν: χαλάζι, ξηρασία, παγετός, οι ακρίδες, ο πόλεμος! Όμως ο χωρικός μπορεί να επαφεθεί στην φυσική ορμή του σπόρου και, γενικά, στον χρόνο. Πέρα απ’ τον χειμώνα, μες απ’ όλες τις διαθέσεις του καιρού, ακόμα κι όταν κανείς δεν τον βλέπει: βλασταίνει. Κι αν το χιόνι μείνει μια-δυο βδομάδες περισσότερο, τότε εκείνος μεγαλώνει μετά ακόμα γοργότερα. Ο άνθρωπος, είναι εύλογο, δεν μπορεί παρά να περιμένει, αφού είναι αδύνατο να κάνει τους σπόρους να φυτρώσουν. (περισσότερα…)

Άλασνταιρ Μακιντάιρ: οι μάνατζερ, οι ψυχοθεραπευτές και η ριζική ηθική «τομή» του Διαφωτισμού

*

του ΜΥΡΩΝΟΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Alasdair Macintyre, Μετά την αρετή
Μετάφραση Δημήτρης Δημακόπουλος,
Νίκος Μανωλόπουλος, Μιχάλης Πάγκαλος
Εκδόσεις Άρτος Ζωής, Αθήνα 2021
Έξω απ’ τες αίθουσες, χλωμές και κακοεντυμένες
με φορεσιές ενός παλιού καιρού,
οι Αρετές γυρίζουν και με πίκρα ακούνε
την εορτή που κάμνουνε οι εταίρες μεθυσμένες.
Κ. Π. Καβάφης, «Στο σπίτι της Ψυχής»

Στην εποχή μας, γίνεται πολύς λόγος για «ηθική». Παρότι όμως αυτή παραμένει θέμα συζήτησης, συχνά η ίδια η λέξη απουσιάζει, καθώς σε πολλούς φέρνει στο μυαλό εικόνες από παλιότερες εποχές πουριτανισμού και υπερβολικής αυστηρότητας των ηθών, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της έννοιας να «μεταγγίζεται» μέσα από τις διόδους της επιστημονικής πληροφόρησης. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στις επιστήμες του management και της ψυχολογίας/ψυχοθεραπείας, το λεξιλόγιο των οποίων εκλαϊκεύεται (ίσως και με παρανοήσεις) και πραγματοποιεί τη συνέχιση της ηθικής με άλλα μέσα: μιλάμε π.χ. για «στοχοθεσία», «διαρκή εξέλιξη»  και «προσαρμογή», όπως επίσης και για «αναζήτηση εαυτού», «δουλειά με τον εαυτό μας», «εσωτερικό ψάξιμο» και άλλα ηχηρά παρόμοια, όπως θα έλεγε και ο ποιητής. Πάντως, στις καθημερινές μας συζητήσεις, στον ακαδημαϊκό χώρο αλλά και στην απόδοση της δικαιοσύνης, ο λόγος περί ηθικής κατέχει κύρια σημασία. Όταν όμως προσπαθήσει κανείς να προσδιορίσει τι είναι «ηθικό» και τι όχι, τα πράγματα μάλλον δυσκολεύουν απότομα. Παρατηρώντας τον περί ηθικής λόγο σε μια σύγχρονη κοινωνία, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται κανείς είναι ότι υπάρχει ένας γενικός πλουραλισμός, ο οποίος στηρίζεται στο γεγονός της πληθώρας των διαθέσιμων απόψεων, οι οποίες όμως τείνουν να συγκρούονται μεταξύ τους δίχως σταματημό ακόμη για τα πιο στοιχειώδη ζητήματα, καθώς η καθεμιά εκκινεί από θεμελιωδώς διαφορετικά θεμέλια. Σύμφωνα με τον Σκώτο φιλόσοφο και ακαδημαϊκό Άλασνταιρ Μακιντάιρ (1929), η κουλτούρα της σύγχρονης Δύσης, όσον αφορά την ηθική, θα μπορούσε να συνοψιστεί περιεκτικά σε μία μονάχα λέξη: συγκινησιοκρατία. Ο σύγχρονος ηθικός λόγος χαρακτηρίζεται από τρία βασικά γνωρίσματα: δογματισμό, ορθολογικότητα και πλουραλισμό. Αυτή η ιδέα αναλύεται διεξοδικά στο κορυφαίο έργο του, το Μετά την αρετή (After virtue, 1981), ανάγνωσμα ογκώδες και απαιτητικό, καθώς εκεί ο Μακιντάιρ συνδυάζει δεδομένα από διαφορετικά γνωστικούς κλάδους (ηθική/πολιτική φιλοσοφία, επιστημολογία, φιλολογία, ιστορία, κοινωνιολογία και ψυχολογία), προσεγγίζοντας περιμετρικά το πρόβλημα που επιθυμεί να αναδείξει, πεπεισμένος πως μόνο με μια τέτοια συνδυαστική εξέταση μπορούν να αναδειχθούν οι βαθύτερες συνάφειες πίσω από τις σταδιακές ανεπίγνωστες ιστορικές μεταβολές. Τι σημαίνει όμως συγκινησιοκρατία; Ας πάρουμε ως παράδειγμα τις αμβλώσεις. Στον δημόσιο διάλογο σχετικά με αυτές, βλέπουμε την ηθική αξία της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος να αντιπαρατίθεται με το στοιχειώδες ηθικό αξίωμα του «χρυσού κανόνα» (δηλ. το να μην κάνουμε στους άλλους οτιδήποτε δε θα θέλαμε να μας κάνουν), ενώ και τα δύο συγκρούονται με την άποψη που αναγνωρίζει το έμβρυο ως ανθρώπινο πρόσωπο, οπότε θεωρεί φόνο την άμβλωση και την απαγορεύει. Καθένα από αυτά τα ιδανικά έχει τους θιασώτες του. Το ίδιο συμβαίνει και στους φιλοσόφους: ο Μακιντάιρ παρουσιάζει τις αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές φιλοσοφίες των Τζον Ρωλς και Ρόμπερτ Νόζικ, υποστηρίζοντας πως αμφότερες είναι λογικά συνεκτικές, ωστόσο είναι ασύμμετρες και αδύνατο να συμβιβαστούν, διότι ξεκινούν από διαφορετικά θεμελιώδη ιδανικά. (περισσότερα…)

Ο Ρενέ Ζιράρ για τη μίμηση, τη βία και την ανθρώπινη κοινωνία

*

του ΜΥΡΩΝΟΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

René Girard, Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο –
Διάλογος με τον Κορνήλιο Καστοριάδη,
Μετάφραση Χρήστος Γροσδάνης,
Πρόλογος Δημήτρης Δουλγερίδης,
Εκδόσεις Πλήθος, Αθήνα 2021

Το παρόν βιβλίο, η πρώτη έκδοση ενός νέου και υποσχόμενου εκδοτικού οίκου, αποτελείται από δύο κείμενα, το πρώτο από τα οποία είναι ένα σύντομο άρθρο του γνωστού Γάλλου ιστορικού και ανθρωπολόγου Ρενέ Ζιράρ για τον Ντοστογιέφσκι (το 1997, ως επίμετρο στην αγγλική μετάφραση ενός έργου του από το 1963), ενώ το δεύτερο, επίσης σύντονο, αποτελείται ουσιαστικά από τα πρακτικά μιας ανοικτής συζήτησης με πολλούς συνομιλητές, που καταλήγει σε αντιλογία του Ρενέ Ζιράρ με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (στις αρχές της δεκαετίας του 1980). Ας τα πραγματευτούμε με την αντίστροφη σειρά. Αρχικά, η αντιπαράθεση των δύο στοχαστών, Καστοριάδη και Ζιράρ, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς οι δύο διανοητές ξεδιπλώνουν τα θεμέλια της σκέψης τους και φωτίζουν τις ίσως περισσότερο αγνοημένες πλευρές της. Αρχικά, ο ελληνικής καταγωγής σοσιαλιστής φιλόσοφος, Κορνήλιος Καστοριάδης, πιστεύει στη ριζική ενδεχομενικότητα του κόσμου μας, την οποία θεωρεί και αναγκαία συνθήκη για την αυτονομία των ανθρώπινων όντων. Οι κοινωνίες, θεωρεί, τείνουν να αυτοθεσμίζονται νοηματοδοτώντας τις πράξεις που κάνουν, ωστόσο κατά κανόνα δεν έχουν συνείδηση αυτής της ελευθερίας τους και κατά κανόνα αποδίδουν τη θέσμιση της κοινωνίας σε εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. Θεός, φύση, κάθε λογής αντικειμενικές αξίες κ.λπ.). Μια σημαντική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, αποτέλεσε για τον Καστοριάδη η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, την οποία ο ίδιος θεωρεί κατά κάποιον τρόπο «πρότυπο» για κάθε κοινωνία που επιχειρεί να συγκροτηθεί ελεύθερα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η σύγχρονη Δύση. Για τον λόγο αυτό, οποιαδήποτε ιδέα επιχειρεί να εξαρτήσει τις ανθρώπινες κοινωνίες από δυνάμεις που βρίσκονται εκτός τους (δηλ. εκτός των ίδιων των ανθρώπων που τις συγκροτούν), ο Καστοριάδης την αρνείται κατηγορηματικά: για παράδειγμα, τόσο ο Θεός, όσο και οι απρόσωπες δυνάμεις του κόσμου (π.χ. οι νόμοι της ιστορίας στον Χέγκελ ή και τον Μαρξ), θεωρεί, επιχειρούν να αρνηθούν την ανθρώπινη ελευθερία. Διόλου παράξενο, λοιπόν, που ο φιλόσοφος είναι όχι μονάχα πεπεισμένος αθεϊστής, αλλά και ένας από τους πιο σφοδρούς πολέμιους του μαρξισμού σε όλες τις αποχρώσεις του. Αρκετά διαφορετικά είναι τα πράγματα όσον αφορά τον Ρενέ Ζιράρ. Σύμφωνα με τον Ζιράρ, που αντλεί τις ιδέες του κυρίως από τις αρχαίες τραγωδίες, τη Βίβλο και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, οι ανθρώπινες επιθυμίες έχουν μιμητικό χαρακτήρα. Το αντικείμενο των επιθυμιών ενός ανθρώπου διαμορφώνεται πάντοτε ως μίμηση προτύπων. (περισσότερα…)

Φρήντριχ Νίτσε, Περί γυναικών και άλλων τινών

Μετάφραση Βασίλη Πράτσικα

Για όλες τις καθώς πρέπει κυρίες, γνώση σημαίνει προσβολή της αιδούς. Εμπρός της νιώθουν σαν τις έχουν πιάσει στα πράσα, χειρότερα ακόμη: σαν να τις κοιτάζουν κάτω απ’ τη φούστα.

Πίσω απ’ όλες τους τις προσωπικές ματαιοδοξίες, οι γυναίκες διατηρούν την ίδια απρόσωπη περιφρόνηση ‒  για τη «γυναίκα».

Έξω απ’ το παιχνίδι της αγάπης και του μίσους, η γυναίκα είναι μέτρια παίκτρια.

Ο φαρισαϊσμός δεν είναι ο εκφυλισμός του καλού ανθρώπου: κάθε άλλο, ως επί το πολύ είναι προϋπόθεση κάθε καλοσύνης.

Μια γυναίκα μαθαίνει να μισεί στο μέτρο που ξεμαθαίνει να θέλγει.

Στην εκδίκηση και στον έρωτα, η γυναίκα είναι βαρβαρότερη του άνδρα.

Το να ντρέπεσαι για την ανηθικότητά σου: ένα σκαλί στην σκάλα που σ’ οδηγεί τελικά στο να ντρέπεσαι και για την ηθική σου.

Το ν’ αγαπάς ένα μόνο πράγμα είναι βάρβαρο: γιατί είναι σε βάρος όλων των άλλων. Το ίδιο ισχύει και με την αγάπη προς τον Θεό.

Ο εγκληματίας συχνά είναι κατώτερος των πράξεών του: τις υποτιμά και τις διαβάλλει.

Εν καιρώ ειρήνης οι πολεμοχαρείς τα βάζουν με τον εαυτό τους τον ίδιο.

Οι ποιητές φέρονται ξεδιάντροπα στα βιώματά τους: τα λεηλατούν.

Η αφέλεια του θαυμασμού: όποιος την έχει δεν του έχει ακόμη περάσει απ’ τον νου ότι και τον ίδιο θα μπορούσαν να τον θαυμάζουν.

«Πλησίον μου δεν έχω τον γείτονα μου, αλλά τον γείτονα του γείτονά μου»: έτσι σκέφτονται τα έθνη.

Ο  χριστιανισμός πότισε τον έρωτα δηλητήριο. Δεν τον σκότωσε βέβαια, τον εκφύλισε όμως, σε διαστροφή.

«Τον αντιπαθώ!» — Γιατί; — «Γιατί είναι καλύτερός μου». Απάντησε ποτέ κανείς έτσι;

Η ένταση και ο τύπος της σεξουαλικότητας κάθε ανθρώπου τον πλημμυρίζει ώς την έσχατη κορυφή του πνεύματός του.

Κι ο αυτοπεριφρονούμενος ακόμη εκτιμά τον εαυτό του όταν περιφρονεί κάποιον άλλο.

Όχι επειδή είναι φιλάνθρωποι, αλλά επειδή είναι φιλάνθρωποι ανίσχυροι ‒ αυτό είναι το μόνο που συγκρατεί τους σημερινούς χριστιανούς απ’ το να μας ρίξουν στην πυρά.

Πώς; Μεγάλος άνδρας; Εγώ δεν βλέπω παρά τον ηθοποιό που ενσαρκώνει το ιδεώδες του.

Ο έπαινος είναι πιο φορτικός από τον ψόγο.

Την ώρα της απόφασης να κλείνει τ’ αυτιά ακόμη και στο καλύτερο αντεπιχείρημα: γνώρισμα του ισχυρού χαρακτήρα. Κι ακόμη, η προθυμία του πού και πού να κάνει τον βλάκα.

FRIEDRICH NIETZSCHE

Jenseits von Gut und Böse. Vorspiel einer Philosophie der Zukunft (1886)

Επιστήμη και θρησκεία: από τον δέκατο έβδομο μέχρι και τον εικοστό αιώνα

~.~

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Πριν από μια δεκαετία είχε κυκλοφορήσει ένα ενδιαφέρον αλλά και αμφιλεγόμενο βιβλίο, με τον τίτλο Θρησκεία για άθεους (2011). O συγγραφέας του, Αλαίν ντε Μποτόν, δεχόταν τη μομφή των παλιών μεγάλων αθεϊστών ότι η θρησκευτικότητα προσιδιάζει στους ψυχικά αδύναμους και εξαθλιωμένους, όντας ένας παιδαριώδης πόθος, συνάμα όμως ενέκρινε τη θρησκευτικότητα ακριβώς για τον ίδιο λόγο που εκείνοι την απέρριπταν: μπορούμε, πιστεύει, να δεχτούμε από τις θρησκευτικές παραδόσεις μεγάλη παρηγοριά για τις συναισθηματικά “δυσάρεστες” συνέπειες της εκκοσμίκευσης (π.χ. ατομικισμός, υπερβολικός ορθολογισμός, ηθικός σχετικισμός). Κύριο ρόλο στις προτάσεις του δεδηλωμένου αθεϊστή Μποτόν κατέχει φυσικά αυτό που για πολλούς θεωρείται ως το κύριο υποκατάστατο της θρησκείας σήμερα: η τέχνη. Αν “μεταφυτεύσουμε” σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες τις συναισθηματικά πλούσιες θρησκευτικές τελετουργίες του παρελθόντος, μπορούμε να κάνουμε πιο ανεκτή τη ζωή στη σύγχρονη κοσμική Δύση. Η εκκοσμίκευση είναι πλέον δεδομένη και η καταφυγή στο ιερό φαντάζει απίθανη, καθώς αντιβαίνει στην “επιστημονική” λογική των σημερινών ανθρώπων. Πώς φτάσαμε όμως ώς εδώ; (περισσότερα…)

Ο «ριζοσπαστικός αριστοκρατισμός» και η «Μεγάλη Πολιτική» στο έργο του Νίτσε

Μια προσπάθεια ολικής επισκόπησης του ύστερου έργου του

 του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΡΙΤΣΑ

1). Η πορεία προς τη «Θέληση για Δύναμη»

Το έργο του Νίτσε το οποίο προκάλεσε με την έκδοση  τόσο θετικά όσο και αρνητικά σχόλια, ήταν η Θέληση για Δύναμη. Αυτή η κατάσταση αμφιβολίας προέκυψε, επειδή η αδελφή του και μετέπειτα δεδηλωμένη «αντισημίτρια, εθνικίστρια και οπαδός του Χίτλερ» Ελίζαμπεθ Φαίρστερ-Νίτσε επιμελήθηκε να εκδοθούν αυτές οι σημειώσεις, από τη χρονική περίοδο 1883-1888, το 1901, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού της. Η “καλοπροαίρετη” θέλησή της να αναδείξει βέβαια το έργο του αδερφού της συνδέθηκε με την επιθυμία της να αισθανθεί ότι βρίσκεται κάτω από την προστασία, πνευματική ή όχι, κάποιου —όχι, μόνο για να πάρει κάποια φήμη η ίδια— πράγμα που επεξηγεί τις μετέπειτα πολιτικές συμπορεύσεις της.[1]

(περισσότερα…)