Φιλιππομαρία Ποντάνι

Η μοναξιά του ανθολόγου

Nicola-Crocetti

του NICOLA CROCETTI

Θα ξεκινήσω με μια κοινοτοπία και συγχρόνως μια αναμφισβήτητη αλήθεια: οι χώρες μας –Ιταλία και Ελλάδα– μοιάζουν, προπαντός στα ελαττώματα και στα αρνητικά. Ένα από αυτά είναι πως οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί τους δεν αγαπούν ιδιαίτερα τον πολιτισμό. Ο ελληνικός και ο ιταλικός πολιτισμός (από τον αρχαίο κλασικό μέχρι τον σύγχρονο, σε κάθε έκφανση, τέχνη, θέατρο, λογοτεχνία κ.ά.) εκτιμούνται πολύ περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό,τι στη χώρα του ο καθένας. Τα δε πολιτιστικά ινστιτούτα που μας αντιπροσωπεύουν στο εξωτερικό βρίθουν συχνά από προσωπικότητες μέτριες και «συστημένες», που εκτελούν αδέξια τα καθήκοντά τους. Τα παραδείγματα κακής διαχείρισης της πολιτισμικής πολιτικής των κρατών μας θα μπορούσαν να γεμίσουν όχι απλώς έναν τόμο, μα μια εγκυκλοπαίδεια.

Όποιος ασχολείται με τον πολιτισμό σε Ελλάδα και Ιταλία, με την τέχνη είτε τη λογοτεχνία, δεν πρέπει ποτέ να έχει μεγάλες προσδοκίες ούτε ελπίδες. Όχι επειδή το Κράτος όπου ζει δεν θα τον βοηθήσει, αλλά γιατί θα κάνει τα πάντα για να τον εμποδίσει, με τα πιο επινοητικά και κακοήθη μέσα. Για παράδειγμα, αν ευελπιστεί να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, και διαθέτει τα καλύτερα προσόντα, μπορεί να είναι σίγουρο ότι αντί γι’ αυτόν θα προτιμήσουν κάποιον κατώτερο υποψήφιο (οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες), αρκεί να επρόκειτο για τον συγγενή ή τον φίλο κάποιου ισχυρού. Αν έχει γράψει ένα βιβλίο και φιλοδοξεί να λάβει κάποιο βραβείο, έστω και αν το αξίζει, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα το κερδίσει αυτός, μα κάποιος άλλος λιγότερο άξιος, με φίλους στην κριτική επιτροπή. Αν πάλι διευθύνει έναν ποιοτικό εκδοτικό οίκο και ζητάει κρατική επιχορήγηση, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα τη λάβει ποτέ αν δεν έχει ισχυρούς φίλους ή συγγενείς, ή ακόμη πολιτικές γνωριμίες.

Η ανθολογία που παρουσιάζεται σήμερα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση και μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα, διότι εμπλέκει περισσότερους τομείς και θεσμούς: λογοτεχνικό χώρο, εκδοτικούς οίκους, πανεπιστήμια, κρατικά πολιτιστικά ινστιτούτα, Τύπο, κριτικούς λογοτεχνίας και κριτικές επιτροπές των κρατικών βραβείων.

Γύρω στις αρχές του 2000, ο μεγαλύτερος εκδοτικός οίκος της Ιταλίας, ο Mondadori, αποφασίζει να εκδώσει μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Απευθύνεται, όπως θα ήταν φυσικό, στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα σε ένα από τα πιο έγκυρα με έδρα νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας. Αναθέτει το καθήκον στον κάτοχο της έδρας, με τον όρο να το ολοκληρώσει μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ύστερα από έξι χρόνια ο Mondadori ακυρώνει τη συμφωνία με τον/την νεοελληνιστή/-τρια και αναθέτει το έργο σε δύο άλλα πρόσωπα, αμφότερα ξένα στο ακαδημαϊκό περιβάλλον των νεοελληνικών σπουδών: ο πρώτος, ο Filippomaria Pontani, είναι κλασικιστής, ο άλλος, ο ομιλών, εκδότης και μεταφραστής. Περίπου μέσα σε έναν χρόνο η εργασία ολοκληρώνεται και, επιτέλους, δέκα χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 2010, η ανθολογία βλέπει το φως.

Τυπωμένο σε 5.000 αντίτυπα στην περίφημη σειρά I Meridiani*, το Poeti greci del Novecento παρουσιάζεται με εγκωμιαστικά λόγια στον ιταλικό Τύπο καθώς επίσης στο Journal of Modern Greek Studies του Πανεπιστημίου John Hopkins. Μάλιστα, το Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης προσκάλεσε το 2013 τους δύο επιμελητές για να παρουσιάσουν την ανθολογία. Μέσα σε τρεις μήνες ο τόμος εξαντλήθηκε, παρά τη μη οικονομική τιμή των 65 ευρώ.

Και η Ελλάδα τι κάνει γι’ αυτό, πώς αντιδρά; Πρόκειται για την πιο σημαντική εργασία που έγινε ποτέ στο εξωτερικό για την ελληνική ποίηση: μια πολυτελής δίγλωσση (σε πολυτονικό σύστημα) έκδοση 2.000 σελίδων (η εισαγωγή του Filippomaria Pontani καλύπτει 100 σελίδες), με 66 ποιητές, ορισμένοι από τους οποίους, όπως ο Κάλβος, ο Παλαμάς και ο Σολωμός, παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στους Ιταλούς αναγνώστες. Θα μπορούσε επομένως να περιμένει κανείς κάποια αντίδραση της Ελλάδας σε κρατικό επίπεδο, και ενδεχομένως ιδιωτικό. Λόγου χάρη, μια κριτική σε εφημερίδα ή λογοτεχνικό περιοδικό, μια παρουσίαση του τόμου –δεν εννοώ στο τμήμα ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, ή σε κάποια άλλη σημαντική έδρα– έστω σε κάποιο βιβλιοπωλείο ή στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο. Αντιθέτως, τίποτα. Εκτός από δύο αναφορές στον Τύπο με τη μορφή απλής είδησης για την κυκλοφορία της ανθολογίας, υπήρξε μια αναλυτική παρουσίαση στο περιοδικό Φάρμακο (τχ. 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013). Το βιβλίο δεν κρίθηκε άξιο να λάβει ούτε καν ένα μικρό βραβείο, από εκείνα που δίδονται μέχρι και σε αδέξιους ή κάκιστους μεταφραστές, όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε.

Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν μίλησε κανείς γι’ αυτό, λες και –αντί να αποτελεί μια σπουδαία ανταπόδοση στην ποίηση και στον πολιτισμό αυτής της χώρας– ήταν κάτι επιζήμιο ή αρνητικό, κάτι που κανείς πρέπει να αγνοήσει ή να απομακρύνει. Και το κερασάκι στην τούρτα: όταν το βιβλίο στάλθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα ώστε να συμμετέχει στις υποψηφιότητες για το κρατικό βραβείο μετάφρασης ελληνικού έργου σε ξένη γλώσσα, το 2011, μου απάντησαν προσωπικά ότι δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί, διότι ο κανονισμός προβλέπει (ψέμα) πως οι μεταφραστές πρέπει να ζουν, ενώ ένας από τους δύο επιμελητές-μεταφραστές της ανθολογίας –ο Filippomaria Pontani– ήταν νεκρός (πράγμα που δεν ισχύει, αφού πρόκειται για τον υιό και όχι για τον πατέρα, ο οποίος λεγόταν Filippo Maria…!). Αν είχαν κάνει τον κόπο έστω να ξεφυλλίσουν τον τόμο, θα είχαν διαβάσει τα βιογραφικά των δύο επιμελητών και θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Filippomaria Pontani (γεννημένος το 1976) ήταν τότε 35 ετών και, όπως λέτε, ζει και βασιλεύει. Είναι ολοφάνερο πως το Υπουργείο είπε δύο απανωτά ψέματα ώστε να μπορέσει να αποκλείσει την υποψηφιότητα και να βραβεύσει κάποιο άλλο βιβλίο.

Ας έρθουμε όμως στην ίδια την ανθολογία. Οι ανθολογίες ποίησης είναι αναπόφευκτα ένα ναρκοπέδιο. Καμιά ανθολογία δεν ικανοποιεί ποτέ τις προσδοκίες των κριτικών, πόσο μάλλον εκείνες των ποιητών: όσων αποκλείονται –και είναι κατανοητός ο λόγος της δυσαρέσκειάς τους–, αλλά συχνά και όσων περιλαμβάνονται, οι οποίοι παραπονιούνται ότι το μεγαλύτερο μέρος αφιερώθηκε σε ποιητές που οι ίδιοι θεωρούν κατώτερους ή «αντιπάλους» τους. Έπειτα, οι κριτικοί σχεδόν πάντα παρασύρονται από την τετριμμένη συνήθεια να υπογραμμίζουν ποιοι αποκλείστηκαν: γιατί αυτός ο ποιητής και όχι εκείνος; Συνήθεια που θυμίζει με θλίψη τις κουβεντούλες του καφενείου, το πρωί της Δευτέρας, για τα αποτελέσματα των κυριακάτικων αγώνων ποδοσφαίρου: αν ο προπονητής είχε βάλει στην ομάδα εκείνον τον παίκτη αντί για τον άλλον, θα είχαμε κερδίσει τον αγώνα.

Αντιθέτως, προσωπική μου γνώμη είναι πως προπαντώς στην περίπτωση μιας ανθολογίας μεταφρασμένης σε μια ξένη γλώσσα, θα έπρεπε να είναι άλλα τα κριτήρια αξιολόγησης. Για παράδειγμα, τι το διαφορετικό έχει αυτή η ανθολογία σε σχέση με προηγούμενες αντίστοιχες στην Ιταλία, ή σε σχέση με άλλες ανθολογίες ελληνικής ποίησης σε άλλες γλώσσες· αν η μετάφραση είναι καλή, κακή ή κάκιστη· αν η εν λόγω ανθολογία αναπληρώνει ένα κενό στον πολιτισμό της χώρας όπου κυκλοφόρησε (εν προκειμένω της Ιταλίας), τι υποδοχή είχε, κ.λπ.

Προσοχή, το μικρό μου cahier de doléances δεν σκοπεύει να είναι απλώς μια κατηγορία στους πολιτιστικούς θεσμούς της Ελλάδας, αλλά και της Ιταλίας. Διότι αν είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτερες ιταλικές εφημερίδες έγραψαν ενθουσιώδη άρθρα για την ανθολογία, και αρκετά βιβλιοπωλεία και ιδιωτικά ιδρύματα οργάνωσαν παρουσιάσεις, είναι επίσης αλήθεια ότι κανένα τμήμα νεοελληνικών σπουδών στα ιταλικά πανεπιστήμια (νομίζω ότι αριθμούν καμιά δεκαριά) δεν την παρουσίασε στους φοιτητές του. Και κανένας «λαμπρός» διδάσκων ή διδάσκουσα των νεοελληνικών δεν έγραψε έστω ένα σχετικό άρθρο. Ακόμη και αυτό το γεγονός όμως εξηγείται εύκολα, δεδομένου του ότι οι δύο επιμελητές-μεταφραστές είναι ξένοι στο ακαδημαϊκό περιβάλλον των νεοελληνικών στην Ιταλία.

Θα ήθελα να καταλήξω με μια παρατήρηση που προέρχεται από την πολύχρονη εμπειρία μου στον χώρο της ποίησης. Στη Πολιτεία των Γραμμάτων γενικά, και σε αυτήν της Ποίησης ιδιαίτερα, η Δικαιοσύνη δεν υφίσταται, και υπάρχει μία και μοναδική ανώτερη θεότητα που μπορεί να την επιβάλει: ο Χρόνος. Πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια, ένας Γάλλος κριτικός δημοσίευσε μια έρευνα για 130 ποιητές της εποχής του Baudelaire. Ήταν εκείνοι που εκδίδονταν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους και τα πιο σημαντικά περιοδικά, εκείνοι που όλοι διάβαζαν και για τους οποίους όλοι μιλούσαν, που κέρδιζαν τα πιο μεγάλα βραβεία, δημοσίευαν άρθρα στις εφημερίδες και απολάμβαναν εξουσία και λογοτεχνικές φιλίες. Ανάμεσα σε αυτούς τους ποιητές δεν υπήρχε ο Baudelaire. Γι’ αυτόν μιλούσαν μόνο επειδή δικάστηκε για βλασφημία με Τα άνθη του κακού. Λοιπόν, περισσότερο από ενάμιση αιώνα μετά, κανείς δεν θυμάται το όνομα κανενός από αυτούς τους 130 ποιητές, ενώ ο μοναδικός που ξεχωρίζει στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι ο Baudelaire.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Νέο Πλανόδιον που πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει αυτή την παρουσίαση, τους ομιλητές που συμμετείχαν και όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να παρευρεθείτε.

Το κείμενο αυτό του ΝΙΚΟΛΑ ΚΡΟΤΣΕΤΤΙ διαβάστηκε από τον ίδιο στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Νέο Πλανόδιον προς τιμήν του στις 29.11.2014 στον Πολυχώρο της Άγκυρας στην Αθήνα. Για τον Κροτσέττι και την Ανθολογία των Ελλήνων ποιητών που συνεπιμελήθηκε με τον Φιλιππομαρία Ποντάνι, μίλησαν ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Παντελής Μπουκάλας και ο Κώστας Κουτσουρέλης. 

* Η σειρά «Meridiani» εγκαινιάστηκε το 1969 από τον Vittorio Sereni. Φιλοδοξία του Mondadori ήταν να δημιουργήσει μια σειρά αντίστοιχη με τη «Bibliothèque de la Pléiade». Πρόκειται για έγκυρες, πολυτελείς (πολύ λεπτό χαρτί, κομψό δέσιμο) εκδόσεις με τα άπαντα των μεγαλύτερων πεζογράφων και ποιητών της ιταλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από την κλασική αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 350 τόμοι. Ο τόμος Poeti Greci del Novecento είναι η πρώτη ποιητική ανθολογία της σειράς.

559658_10204413728656348_3727635049095555913_n     10411280_411384922348933_6017886407980275611_n

Advertisement

Φιλιππομαρία Ποντάνι: Ποίηση και ιστορία

pontani

του ΦΙΛΙΠΠΟΜΑΡΙΑ ΠΟΝΤΑΝΙ

(από τον χαιρετισμό του συγγραφέα, συνεπιμελητή της ανθολογίας Poeti Greci del Novecento, που με την παρουσία του Νικόλα Κροτσέττι και την συμμετοχή του Αντώνη Φωστιέρη και του Παντελή Μπουκάλα θα παρουσιάσουμε αυτό το Σάββατο στον Πολυχώρο της Άγκυρας – Σόλωνος 124, στις 12.00 το μεσημέρι)

Η ιδέα μιας καινούργιας ανθολογίας της Νεοελληνικής ποίησης στον ιταλικό χώρο, τόσα χρόνια μετά τη σημαντικότατη έκδοση του Μάριο Βίττι, μού φάνηκε από την πρώτη στιγμή σχεδόν απαραίτητη, σχεδόν μια ανάγκη, από τη μία πλευρά για να επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι η ελληνική λογοτεχνία δεν τελειώνει με τον Πίνδαρο ή τον Καλλίμαχο, αλλά έχει κάτι να πει και στη σημερινή πραγματικότητα· από την άλλη, για να παρουσιαστούν στο ιταλικό κοινό (και μάλιστα σε βιβλίο του Μονταντόρι) πολλοί λογοτέχνες που είτε έλειπαν εντελώς από τους καταλόγους είτε είχαν μεταφραστεί από μικρότερους εκδοτικούς οίκους.

Παράξενες όμως οι συμπτώσεις της ιστορίας· μαζί με τον Νικόλα Κροτσέττι είχα επιμεληθεί το 2004 μια άλλη, πολυσέλιδη ανθολογία, που δεν περιελάμβανε εξάλλου ούτε σχόλια ούτε τα απαραίτητα εισαγωγικά σημειώματα για κάθε ποιητή ή τουλάχιστον κίνημα. Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα βρισκόταν στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων, και της τόσο απρόβλεπτης νίκης στο Ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου –και κακά τα ψέματα, η σχετική επιτυχία εκείνης της ανθολογίας οφειλόταν και σ’ εκείνα τα ιστορικά συμφραζόμενα.

Έξι χρόνια μετά, το βιβλίο που παρουσιάζουμε τώρα, συμπληρωμένο και πολύ πλουσιότερο από όλες τις απόψεις, κυκλοφόρησε σε μία εντελώς διαφορετική πολιτική και πολιτισμική ατμόσφαιρα, σε ένα κλίμα μάλιστα όπου δεν γινόταν πια λόγος για ποδόσφαιρο ή επενδύσεις, αλλά η Ελλάδα ήταν το κατ’ εξοχήν πρότυπο της χειρότερης οικονομικής κρίσης του αιώνα. Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι πολλές αναφορές και παραπομπές στο βιβλίο μας στον τύπο και βέβαια στο διαδίκτυο αφορούσαν προπάντων όχι τόσο τον Καβάφη ή τον Ελύτη (λογοτέχνες δηλαδή που διέθεταν κιόλας μια παγκόσμια αναγνώριση, τουλάχιστον ανάμεσα στο μορφωμένο κοινό, και κυκλοφορούσαν κιόλας στα βιβλιοπωλεία) αλλά την ομάδα των «ελασσόνων» στρατευμένων ή υπαρξιακών ποιητών, αυτών δηλαδή που είτε είχαν αντιδράσει άμεσα και με προσωπικό engagement στις τόσο περίπλοκες και αιματηρές πολιτικές ανησυχίες της χώρας, είτε τις είχαν αντανακλάσει στους στίχους τους, περιγράφοντας τη διαμόρφωση ή την παραμόρφωση της δικής τους προσωπικής και λογοτεχνικής συνείδησης μέσα στις τραγωδίες του 20ου αιώνα.

Η εν λόγω κατάσταση ισχύει ώς σήμερα. Σε μια γενικότερα μη ποιητική περίοδο σαν τη δικιά μας (με την έννοια του Εγγονόπουλου), όπου οι μεγάλες λυρικές φωνές λιγοστεύουν σχεδόν παντού στην Ευρώπη και οι δεκαετίες που περνούν δεν μας χαρίζουν έναν Σεφέρη ή έναν Ρίτσο, το να διαβάσουμε και να μεταδώσουμε στις επόμενες ιδιαίτερα γενιές αυτά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας είναι περισσότερο από μια ευκαιρία, είναι ένα ηθικό καθήκον. Η σχέση μεταξύ ποίησης και ιστορίας είναι μια από τις βασικότερες αιτίες (αν και βέβαια όχι η μοναδική) για τις οποίες αξίζει τον κόπο οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι να γνωρίσουν τους Έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα –και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Ιταλούς, που μοιράζονται με τους Έλληνες τόσα κοινά στοιχεία και προπάντων εκείνη τη μεσογειακή ταυτότητα που θα έπρεπε να είναι ένας βασικός πυρήνας της μελλοντικής (ενδεχόμενης πια, θα έλεγα) Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γι’ αυτό θεωρώ σημαντικό το βιβλίο μας· για να δείξει κανείς άλλη μια φορά ότι τα αγάλματα –για να παραπέμψω σε έναν στίχο που ο πατέρας μου ιδιαίτερα τον αγαπούσε– δεν είναι μόνο στο μουσείο, αλλά ζουν και περπατούν μαζί μας.