Τ. Σ. Έλιοτ

Μεταφραστική άγονη γη: Ο Τ. Σ. Έλιοτ του Χάρη Βλαβιανού

 

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

. . . Από την Εισαγωγή στην Άγονη Γη αποκομίζει κανείς αμέσως την αίσθηση ότι ο Βλαβιανός βλέπει τη μετάφραση του The Waste Land όπως έβλεπαν οι Ρωμαίοι τη μετάφραση από τα ελληνικά: ως ευκαιρία να ανταγωνιστούν και να ξεπεράσουν το πρωτότυπο. Στην περίπτωση του Βλαβιανού το πρωτότυπο δεν είναι μόνο ο Έλιοτ αλλά και ο Σεφέρης. Mέσα από τη μετάφρασή του ο Βλαβιανός φαίνεται να αποσκοπεί α) να γκρεμίσει από το βάθρο της τη μετάφραση του Έλιοτ από τον Σεφέρη και να εκτοπίσει από τις λογοτεχνικές συζητήσεις τον τίτλο Η Έρημη Χώρα, και β) να υποβαθμίσει την πολυεπίπεδη ανάγνωση του έργου του Έλιοτ, παρουσιάζοντάς το με απλουστευτικούς όρους. . .

. . . Δυστυχώς, τα όσα διαπιστώνει ο Ηλίας Μαλεβίτης σε πρόσφατο άρθρο του για τις Σημειώσεις στη μετάφραση του Βλαβιανού, δηλαδή «έλλειψη κριτικού ελέγχου», «αβλεψίες και προχειρότητα», «αμέλεια ενιαίας εποπτικής φροντίδας» και «υπεροπτική υποτίμηση του αναγνώστη» ισχύουν και για την Εισαγωγή. Όπως ο Μαλεβίτης παρατηρεί στην κατακλείδα της μελέτης του: «…σχεδόν ολόκληρη, είναι μία συρραφή διαφόρων verbatim μεταφρασμένων αποσπασμάτων από το έργο του Ρέινυ» . . .

 

(περισσότερα…)

Advertisement

Άγονη Ερημιά: Ο Χάρης Βλαβιανός σχολιαστής του Έλιοτ

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

«… Ξεφυλλίζοντας τις Σημειώσεις της Άγονης γης υπέπεσαν στην αντίληψή μου παραλείψεις, καταφανή λάθη και αβλεψίες που με παρακίνησαν να στραφώ σε μιαν ενδελεχέστερη εξέταση του κειμένου. Έβαλα λοιπόν κάτω τα βιβλία και ξεκίνησα προσεκτικά την παράλληλη ανάγνωση. Η αρχική εντύπωση της εμφανούς ομοιότητας πολλών σημειώσεων του Χάρη Βλαβιανού με αυτές του Λώρενς Ρέινυ καθώς προχωρούσε η ανάγνωση γινόταν ακλόνητη βεβαιότητα για την αυτολεξεί αντιγραφή και πλήρη οικειοποίηση των σημειώσεων του Ρέινυ από τον Χ.Β., χωρίς ίχνος αναφοράς στον ίδιο τον Ρέινυ, πολλώ δε μάλλον κριτικού ελέγχου, έτσι ώστε να αντιγράφονται ακόμη και τα λάθη του Βρετανού πανεπιστημιακού

… Αν και το βαρύτερο σφάλμα, δεν είναι όμως το μόνο που χαρακτηρίζει τη σύνταξη των Σημειώσεων στην Άγονη γη. Παραλείψεις και περικοπές σημειώσεων του ίδιου του Έλιοτ, αβλεψίες και προχειρότητα, αμέλεια ενιαίας εποπτικής φροντίδας και της όλης τελικής επιμέλειας φανερώνουν μία επιπόλαιη βιασύνη και αδιαφορία για την τελική αρτιότητα του εκδοτικού αποτελέσματος. Αδιαφορία που παρουσιάζεται ως αλαζονική επίδειξη γνώσης, εμβριθούς έρευνας και πρωτοτυπίας, αδιαφορία δηλονότι και υπεροπτική υποτίμηση του αναγνώστη …»

~.~

(περισσότερα…)

Σωτήρης Γουνελάς, Γράμμα στον Κώστα Κουτσουρέλη

Gounelas

~.~

Σκέψεις εν είδει επιστολής πάνω στο βιβλίο του Κ.Κ.
Η τέχνη που αυτοκτονεί: Για το αδιέξοδο
της ποίησης του καιρού μας, Μικρή Άρκτος, 2019

~ . ~

(περισσότερα…)

Διονύσιος Πλατανιάς: Ποίηση και αυτοέκφραση

1 (2)

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ

Ο Τ. Σ. Έλιοτ διετύπωσε κάποτε με ακρίβεια και εν είδει αφοριστικής διάγνωσης την ουσία της ποίησης, όταν έγραφε για τον ποιητικό νου ότι :

Μπορεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου να επενεργεί πάνω στην εμπειρία του ανθρώπου· αλλά όσο πιο τέλειος είναι ο καλλιτέχνης, τόσο περισσότερο θα διαχωρίζεται μέσα σε αυτόν ο άνθρωπος που αισθάνεται από τον νου που δημιουργεί· τόσο πιο τέλεια  ο νους θα αφομοιώνει και θα μετασχηματίζει τα πάθη που είναι το υλικό του.

The Sacred Wood:  Essays On Poetry and Criticism, 1921,  σ. 28 – Bartlebycom, 1999

Αυτή ακριβώς είναι η πλέον κρίσιμη ιδιότητα της ποίησης και ως τέτοια καθόλου αυτονόητη για νοοτροπίες όπως εν πολλοίς η πιο σύγχρονη νεοελληνική που καθορίζει αρκετούς ποιητές, όταν φαίνονται να  εγκατέχονται έντονα από το άγχος και την επιθυμία μιας κραυγαλέας ή επιδεικτικής έκφρασης των προσωπικών αισθημάτων και συναισθημάτων τους στο σώμα της γραπτής ποίησης, μη αντιλαμβανόμενοι πόσο αντι-αισθητικό είναι αυτό (ακόμα  και όταν υπάρχουν ψευδαισθήσεις  περί «καλόγουστου») και πόσος μάταιος κόπος διαστίχισης του πεζού λόγου σε ποίηση.

Επειδή τις περισσότερες φορές σε αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουμε κάτι άλλο από συσσώρευση ποσότητας πεζού λόγου σε στίχο, αντί μιαν αναγωγή του λόγου σε ποιότητα και ουσία στίχου.

Όμως πρόκειται σαφώς για άλλο είδος διάταξης του λεκτικού χρόνου. Η ποίηση από την φύση και λειτουργία της καταργεί τον χρόνο ενώ ο πεζός λόγος τον προϋποθέτει και δεν υπάρχει πιο «άτσαλη» ποίηση από εκείνη που τελείται «εν χρόνω»  χαμένη στην επιθυμία αναπαραγωγής συναισθημάτων που θα έπρεπε ήδη να έχουν μεταμορφωθεί σε «κάτι άλλο» μέσα από τις διαδικασίες της ποίησης.

Η αυτοέκφραση,τουτέστιν, η τάση εκδήλωσης ή επίδειξης των προσωπικών συναισθημάτων σε βάρος κάθε άλλης παραμέτρου του λόγου ή της γραφής, μπορεί να είναι μόνο έξη ή ανάγκη της ζωής, όχι όμως της ποίησης. Η ποίηση επιδιώκει την «απόσπαση» από τον κόσμο με σκοπό το όσο δυνατόν πλατύτερο ή και πανοραμικό βλέμμα επ’ αυτού, για τον λόγο ότι όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από κάτι, τόσο συνολικότερα μπορείς να το βλέπεις. Από αυτή την άποψη η ποίηση δεν είναι «αυτοέκφραση». Θα έλεγε δε κανείς, πως ούτε καν την εμπεριέχει  ή οφείλει κατ’ ανάγκην να την εμπεριέχει.

Επειδή ακριβώς η αυτοέκφραση στην ποίηση κατά κανόνα είναι καθημερινός λόγος ή λόγος που μην αποτολμώντας να είναι είτε αμιγώς ποιητικός είτε αμιγώς καθημερινός, τείνει προς τις αμηχανίες και των δυο. Η ποίηση από την άλλη αποστρέφεται ή αποφεύγει τον «ενστικτώδη», ανακλαστικό των περιστάσεων λόγο προς όφελος ενός  πιο οργανωμένου και μεταφορικού λόγου.

Ο κακός ή ρηχός ποιητής επιδιώκει μια «ενσωμάτωση» στα γεγονότα, γίνεται «ένα» με το αντικείμενο του, πάσχει, υποφέρει, αναγγέλλει  ή, ακόμα χειρότερα, «φωνάζει» τα συναισθήματά του στους στίχους του·  με λίγα λόγια γράφει σαν να προσπαθεί να προσελκύσει την συμπάθεια ή την αγάπη από αναγνωστικά μάτια. Aυτό είναι το μυστικό της αποτυχίας του: μπερδεύει διαδικασίες της ζωής με διαδικασίες της δημιουργίας του λόγου.

Όμως όταν η ποίηση εκλαμβάνεται ως ο ανακλαστικός δέκτης της ζωής, τότε όχι μόνο διαγιγνώσκεται εκείνη η βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει κάθε κακή η παρακμιακή ποίηση, τουτέστιν η εξίσωση της ζωής  με την ποίηση, αλλά κυρίως, σε αυτή την περίπτωση προκαλεί έκπληξη η αδυναμία κατανόησης της ποίησης ως τέχνη στην πλέον ουσιώδη ιδιότητά της:   αν η ζωή μπορούσε να είναι πλήρως «αυθυπόστατο» και «αυτοερμηνευόμενο» φαινόμενο τότε όχι μόνον δεν θα χρειαζόταν την ποίηση αλλά και καμμία άλλη τέχνη. Από την άλλη, εκείνο για το οποίο η ζωή υπεραρκεί, δεν έχει νόημα η ποίηση να το αναπαράγει.

Η ποίηση έρχεται να πει κάτι «παραπάνω» από την ζωή, όχι να την αναπαράγει·  ούτε καν να την αντιστοιχίσει κατ’ ανάγκην με το υποκείμενο της γραφής. Κυρίως, δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με την έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων· είναι πάνω απ’ όλα ένας τρόπος να κατανοούμε τον κόσμο και όχι να χαιρόμαστε ή να λυπόμαστε γι’ αυτόν (χωρίς φυσικά να αποκλείεται και αυτό, αλλά έχουν νόημα, στην ποίηση και στα πάντα οι προτεραιότητες ή ο «κεντρικός στόχος»).

Ή αλλιώς, όπως έλεγε ο Spinoza: «Προσπάθησα σκληρά να μην γελάω με τις πράξεις των ανθρώπων, ούτε να κλαίω με αυτές ούτε να τις μισώ, αλλά να τις καταλαβαίνω». (Ηθική, III)

Και αυτό δεν είναι μόνο δουλειά του φιλόσοφου αλλά και του ποιητή, ο καθένας από διαφορετική εποπτεία λόγου και διανοησιαρχική οπτική: Eκεί που η φιλοσοφία αναζητεί, εξάγει και αναστοχάζεται τα universalia από τους συλλογισμούς και τις θεωρητικές διαπιστώσεις της, η ποίηση επιχειρεί να διατυπώσει με μεταφορές την ουσία. Με λίγα λόγια είναι ένας τρόπος για να πειστούμε πως οι ιδιότητες των πραγμάτων δεν είναι συμπτωματικές αλλά ουσιαστικές, στο βαθμό που ποτέ δεν μπορούμε να δούμε την Ουσία άμεσα αλλά έμμεσα, μέσω της σκέψης (ποιητικής στην συγκεκριμένη περίπτωση).

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ποίηση τελείται εν συναισθηματικώ κενώ. Μια τέτοια χοντροκομμένη παρερμηνεία θα ήταν τυπική κάθε παρακμιακής σκέψης που αδυνατεί να ξεφύγει από τις απλοποιήσεις του «είτε-είτε». ‘Ολα τα παραπάνω  στην ουσία υπογραμμίζουν το εξής: ο καλός ποιητής δεν «αφήνει» το συναίσθημα στην ποίηση όπως το νοιώθει (η ζωή έτσι κι αλλιώς αρκεί γι’ αυτό). Κατορθώνει να το μετατρέπει σε κάτι άλλο.

Μπορούμε όμως να συνοψίσουμε την όλη διαφορά ανάμεσα στις δυο αντιλήψεις περί «προσωπικού» στην ποίηση επιγραμματικά ως εξής: ο πραγματικός ποιητής διακρίνεται από το έντονα προσωπικό ύφος  ή στυλ στην ποίησή του· ο κακός από τα προσωπικά «συναισθήματά» του και την σφοδρή επιθυμία έκθεσής τους ως έχουν ή όπως νομίζει ότι έχουν, στην ποίηση. Ο μεν πρώτος μετασχηματίζει την προσωπικότητά του σε αυτό που οφείλει: λογοτεχνία. Ο δε δεύτερος σε συναίσθημα (για την ακρίβεια: σε επίδειξη συναισθήματος)  που δεν έχει τίποτε περισσότερο να κάνει από το να διατυπώνεται απλά σε γραπτό στίχο, σε μια δουλειά έτσι κι αλλιώς για την οποία αρμοδιότερος είναι ο πεζός λόγος.

Είναι δύο διαφορετικοι χειρισμοί της «προσωπικότητας» σε κάθε περίπτωση· ο πρώτος «αποσπασμένα» (απομεμακρυσμένα) στυλιστικός, ο δε δεύτερος απονενοημένα αυτοεκφραστικός.

Ή όπως λέει ο  Έλιοτ:

Στην πραγματικότητα, ο κακός ποιητής είναι συνήθως μη συνειδητός εκεί που θα όφειλε να είναι συνειδητός, και συνειδητός εκεί που θα έπρεπε να είναι μη συνειδητός. Και τα δύο λάθη τείνουν να τον καθιστούν «προσωπικό».  Ποίηση δεν είναι να αφήνεται το συναίσθημα ελεύθερο, αλλά μια απόδραση από το συναίσθημα· δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας, αλλά μια απόδραση από την προσωπικότητα. Όμως, ασφαλώς, μόνον εκείνοι που έχουν προσωπικότητα και συναισθήματα γνωρίζουν τι  σημαίνει να θέλεις να δραπετεύσεις από αυτά. (ό.π., σ. 30)

Και ξέρουν ακόμα τι σημαίνει να δραπετεύεις από τον Χρόνο, θα συμπλήρωνε κανείς σε αυτά τα λόγια του Τ. Σ. Έλιοτ. Γιατί ο ποιητής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μονάδα μέτρησης της Αχρονίας, αν θα μπορούσε κανείς να το διατυπώσει έτσι.  Εξ αυτού του δημιουργικού παραδόξου προκύπτει η στυλιστική «απόσπασή» του από τον κόσμο κατά την διάρκεια της γραφής, όπως επίσης και η συνάλληλη με αυτήν απογύμνωση του γεγονότος sub specie aeternitatis.

Και αν ερμηνεύσει σωστά κανείς τον Έλιοτ μακριά από χοντροκομμένες προσλήψεις, θα καταλάβει γιατί οι καλοί ποιητές μετασχηματίζουν την προσωπικότητά τους σε έντονα διακριτό «προσωπικό στυλ» ενώ ταυτόχρονα πραγματώνουν εν έργω ένα  όσο το δυνατόν πιο «αποπροσωποποιημένο βλέμμα» ακόμα και όταν «ομιλούν» σε πρώτο ενικό πρόσωπο.

Δεν έχει νόημα, έτσι κι αλλιώς, να δεις δυο φορές στον χρόνο το ίδιο πράγμα με τον ίδιο τρόπο. Την δεύτερη φορά, θα πρέπει να το δεις «αλλιώς». Και η ποίηση αν μη τι άλλο μας επιτρέπει ένα πιο ώριμο, πιο ψύχραιμο βλέμμα επί των ανθρωπίνων, αρκεί φυσικά να υπάρχει και η ίδια ως δραστηριότητα ουσίας και όχι μόνο κατ’ όνομα.

Γιῶργος Ἀράγης: Ἐπιστολὴ γιὰ τὸν «Φάκελο Λογοκλοπή»

ARAGIS

Από τον κριτικό Γιώργο Αράγη λάβαμε την ακόλουθη επιστολή, που αφορμάται από δημοσίευμα του δεύτερου τεύχους μας. Για το ζήτημα της διεξαγωγής του διαλόγου στο ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ (έντυπο και ψηφιακό) παραπέμπουμε στο σχετικό Σημείωμα της Σύνταξης.

* * *

Ἀγαπητό Νέο Πλανόδιον

Καλή σταδιοδρομία καί μακροημέρευση.

Σχετικά μέ τό θέμα «Φάκελος λογοκλοπή», πού ἄνοιξες μέ τό πρῶτο τεῦχος σου καί ἀκολούθησε συζήτηση στό δεύτερο τεῦχος, θά ἤθελα νά πῶ τά ἀκόλουθα.

α) Ἀσφαλῶς τό θέμα ἔχει σχέση μέ τήν ἐντιμότητα καί τό ἦθος τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποτελεῖ κυρίως, καθώς πιστεύω, ἀντικείμενο αἰσθητικῆς πραγμάτευσης. Κι ἐδῶ χρειάζεται προσοχή στό τί λέμε, γιατί πρόκειται γιά ζήτημα ἀρχῶν πού πρέπει νά ἰσχύουν πέρα ἀπό τίς περιστάσεις καί τά πρόσωπα.

β) Ἡ συζήτηση περί λογοκλοπῆς δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ μόνο στήν ποίηση καί μάλιστα μόνο σέ ξενόγλωσσα κείμενα, γιατί δέν βασίζεται πουθενά μιά τέτοια διάκριση.[1] Σημαίνοντα καί σημαινόμενα ἔχουμε καί στήν πεζογραφία καί στό δοκίμιο καί στήν κριτική, καί στήν ἐπιστήμη, ὅπου τό κλεψίδι παίρνει καί δίνει. Ὅμως ἄς περιοριστοῦμε στά πρῶτα, ἀφήνοντας στήν ἄκρη τήν ἐπιστήμη. Ποίηση λοιπόν, πεζογραφία, δοκίμιο, κριτική. Μά, θά ᾿λεγε κανείς πώς ἡ ποίηση ἀποτελεῖ εἰδολογική ἰδιαιτερότητα μέ συναφή παρεπόμενα. Πράγματι, ἀλλά αὐτό δέν ἀλλάζει τόν κοινό παρονομαστή μέ τά ἄλλα τρία εἴδη, ἀφοῦ σέ ὅλα ἔχουμε πρόβλημα γλωσσικῆς ἔκφρασης.

γ) Ὅταν μιλοῦμε γιά λογοκλοπή ἤ ὄχι, ἔχει σημασία νά ἐλέγχουμε τήν ἀκρίβεια τῶν ἐπιχειρημάτων μας. Ἡ ὁλωσδιόλου ἀφηρημένη, θεωρητική, πραγμάτευση τοῦ θέματος μπορεῖ νά ὁδηγεῖ κάποτε σέ εὐλογοφανεῖς πλάνες. Ἡ γνώμη π.χ. τῶν Παλαμᾶ-Βαγενᾶ ἤ, καλύτερα, τῶν Βαγενᾶ-Παλαμᾶ ὅτι στή μετάφραση τῆς ποίησης αὐτό πού παίρνει κάποιος ἀπό τό ξένο κείμενο εἶναι «ἰδέες», ἀποτελεῖ, ὅπως θά φανεῖ παρακάτω, θεωρητικό ἀτόπημα.

Ἄς πᾶμε στά ἀρχικά στάδια τῆς γλώσσας. Τό πράγματα (ὅπως καί τά φαινόμενα καί ἀργότερα οἱ ἀφηρημένες ἔννοιες), καθώς εἶναι εὐνόητο, προϋπῆρξαν. Ὕστερα ἡ ἀνάγκη γιά συνεννόηση ἀνάμεσα στά μέλη μιᾶς φυλῆς ὁδήγησε στά ὀνόματα (σημαίνοντα) τῶν πραγμάτων (σημαινομένων). Ἔκτοτε αὐτά τά δυό, τά σημαίνοντα καί τά σημαινόμενα, συνδέοντα μέ τήν ἐμπειρική χρήση τους «συνειρμικά»,[2] ὥστε τό ἕνα νά παραπέμπει αὐτόματα στό ἄλλο καί ἀντίστροφα. Ὡστόσο οἱ διάφοροι λαοί πού ἀνάπτυξαν διαφορετικές γλῶσσες δέν μποροῦσαν νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, ὄχι γιατί τά πράγματα διέφεραν τόσο, ἀλλά γιατί διέφεραν τά ὀνόματα. Χάρη ὅμως στήν κοινή πείρα τῆς ζωῆς τους κατάφεραν νά ἐπικοινωνοῦν στοιχειωδῶς μέ παντομίμα καί πληρέστερα μέ τή μετάφραση. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή οἱ σημερινές μεταφράσεις βασίζονται στήν κοινή πείρα τῶν λαῶν, χωρίς τήν ὁποία καμιά μετάφραση δέν θά ᾿ταν ἐφικτή. Γιατί ἡ κοινή πείρα ἐπιτρέπει νά μαθαίνει κανείς λ.χ. δυό γλῶσσες χάρη στίς ταυτοσημίες ὀνομάτων, ρημάτων κ.λπ. πού προφέρονται (καί γράφονται) διαφορετικά. Π.χ. τό ἀγγλικό ὄνομα ‘water’ εἶναι σημασιολογικά, ἀλλά ὄχι φωνητικά καί ὀπτικά, ἀντίστοιχο μέ τό ἑλληνικό ‘νερό’, τό ἀγγλικό ‘rocks’ εἶναι ἀντίστοιχο μέ τό ἑλληνικό ‘βράχια’ κ.ο.κ. Αὐτές οἱ ἀντιστοιχίες ὀνομάτων ἤ σημαινόντων ἐκδηλώνονται ἔκτοτε αὐτόματα, χωρίς δηλαδή νά σκέφτεται κανείς τό πράγμα κι ἔπειται νά βρίσκει τό ὄνομά του στή γλώσσα του. Αὐτόν τόν αὐτοματισμό ἐννοοῦν οἱ καθηγητές ξένων γλωσσῶν, ὅταν λένε στούς μαθητές τους νά μή σκέφτονται στή γλώσσα τους, ὅταν μιλοῦν τήν ξένη γλώσσα πού θέλουν νά μάθουν. Ὁ ἴδιος αὐτοματισμός ἰσχύει βέβαια καί γιά τους μεταφραστές ποιητικῶν ἤ ὁποιωνδήποτε ἄλλων ἔργων.

Ἄς μείνουμε γιά τήν ὥρα στήν ξενόγλωσση ποίηση. Παραθέτω στά ἀγγλικά τήν πρώτη στροφή ἀπό τό ποίημα «Marina» τοῦ Τ. Σ. Ἔλιοτ καί δύο μεταφράσεις της στά ἑλληνικά.

«What seas what shores what grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the woodthrush singing through fog
what images return
O my daughter.» [3]

Γ. Σεφέρης μεταφράζει:

«Ποιά πέλαγα ποιοί γιαλοί ποιά γρίζα βράχια καί ποιά νησιά
Καί ποιό νερό γλύφοντας τήν πλώρη
καί τό ἄρωμα τοῦ πεύκου κι᾿ ἡ τσίχλα τραγουδώντας μέσα στοῦ δάσους τήν καταχνιά
Ποιές ζουγραφιές γυρίζουν
Ὦ κόρη μου.» [4]

Κ. Κύρου μεταφράζει:

«Ποιά πέλαγα, ποιές ἀκρογιαλιές, ποιά γρίζα βράχια καί ποιά νησιά
Ποιό νερό βρέχοντας τήν πλώρη
Κι ἡ εὐωδιά τοῦ πέφκου καί τοῦ λόγγου ἡ τσίχλα κελαϊδώντας μές ἀπ᾿ τήν καταχνιά
Ποιές εἰκόνες ξαναγυρνοῦν
Ὦ κόρη μου.» [5]

Εὔκολα παρατηρεῖ κανείς πώς οἱ δυό μεταφράσεις ἤ, ἀλλιῶς, τά δυό δευτερογενή κείμενα εἶναι σχεδόν πανομοιότυπα.[6] Τοῦτο δεν εἶναι τυχαῖο βέβαια, ἀντίθετα ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι τά δύο δευτερογενή κείμενα εἶναι στενά ἐξαρτημένα ἀπό τό πρωτογενές κείμενο τοῦ Ἔλιοτ. Μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀνάμεσα στό πρωτογενές καί στά δευτερογενή ἔχουμε σέ πολύ μεγάλο βαθμό ἀντιστοιχίες σημαινόντων. Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω θέση τῶν Βαγενᾶ-Παλαμᾶ, ὅταν ὁ Ἕλληνας μεταφραστής συναντάει μέσα στό ἀγγλικό κείμενο τό σημαῖνον ‘rocks’ ξεχωρίζει τό σημαινόμενό του (τήν «ἰδέα») καί μέ βάση αὐτό τό σημαινόμενο ἄγεται σέ ἑλληνικό σημαῖνον τῆς ἐκλογῆς του.

Τέτοιοι διαχωρισμοί μπορεῖ νά γίνονται στό ἐπίπεδο τῆς ἀφηρημένης θεωρίας, στήν πράξη ὅμως, σύμφωνα μέ τήν κοινή ἐμπειρία, δέν ἰσχύει. Στήν πράξη δηλαδή, ὅταν ὁ μεταφραστής συναντήσει τό ἀγγλικό σημαῖνον ‘rocks’, καθώς τοῦ εἶναι γνωστά τά σημαίνοντα τῆς γλώσσας του, ἀνακαλεῖται αὐτόματα μέσα του καί χωρίς κάν τή θέλησή του τό ἀντίστοιχο ἑλληνικό σημαῖνον ‘βράχια’. Ἄν δέν συνέβαινε αὐτό, ὁ Σεφέρης καί ὁ Κύρου, δέν θά συναντιόνταν τόσο πολύ στά ἀντίστοχα ἑλληνικά σημαίνοντα τῆς παραπάνω ἀγγλικῆς στροφῆς. Θά μετάφραζε ὁ καθένας διαφορετικότερα τό ἀγγλικό κείμενο. Τό λεγόμενο συνεπῶς ὅτι ὁ μεταφραστής «ἁλιεύει» πρῶτα τό ἀγγλικό σημαινόμενο καί μετά κάθεται καί βρίσκει τό ἑλληνικό σημαῖνον ἰσχύει μόνο γιά τους ἀρχάριους μαθητές τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας. Αὐτοί πού ξεκινοῦν μέ τίς εἰκόνες τῶν σημαινομένων. Στήν πραγματικότητα τά σημαίνοντα-σημαινόμενα, ἤ πιό ἁπλά οἱ λέξεις, ἑνός πρωτογενοῦς κειμένου ὁδηγοῦν τόν ἑκάστοτε μεταφραστή στά ἀντίστοιχα σημαίνοντα-σημαινόμενα τῆς δικῆς του γλώσσας. Κάποτε ὡστόσο, ἀλλά ὄχι σπάνια, δέν ἕχουμε τίς ἴδιες λεξικές ἀντιστοιχίες, ὁπότε οἱ μεταφραστές καταφεύγουν σέ περιφραστικές λύσεις. Καί σ᾿ αὐτή ὡστόσο τήν περίπτωση ἡ μετάφραση γίνεται μέ ὁδηγό τό ἀντίστοιχο πρωτογενές ἐδάφιο καί μέ βάση τήν κοινή πείρα. Ἐρώτημα. Αὐτή ἡ ἠχητική καί ὀπτική διαφορά τῶν σημαινόντων, ἀνάμεσα στό πρωτογενές καί στό δευτερογενές ἤ μεταφρασμένο ποιητικό κείμενο, δέν ἔχει ρυθμικές καί προσωδιακές συνέπειες; Ἀσφαλῶς ἔχει. Ἡ διαφορετική πολιτισμική καί ποιητική παράδοση τοῦ πρωτογενοῦς κειμένου δέν ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ καμιά ἄλλη παράδοση. Πράγμα πού ἀφήνει κάποια -σχετικά καί ὄχι ἀπεριόριστα- περιθώρια σ᾿ ἕναν ἄξιο μεταφραστή νά αὐτενεργήσει δημιουργικά, νά περάσει δηλαδή στό δευτερογενές του κείμενο -κατά τό δυνατόν- τή δική του πολιτισμική καί ποιητική παράδοση. Ἔτσι πού τό μεταφρασμένο κείμενο νά μοιάζει ὡς ἕνα βαθμό σάν νά βγαίνει ἀπευθείας ἀπό τήν παράδοση τοῦ μεταφραστῆ. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ καί σπανίως συμβαίνει, παράδειγμα οἱ μεταφράσεις τοῦ Καρυωτάκη, ὅμως ποτέ δέν παύει μιά δημιουργική μετάφραση νά εἶναι ἕνα δευτερογενές κείμενο πού ὀφείλει τήν ὕπαρξή του σέ ὁρισμένο πρωτογενές. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο οἱ μεταφραστές, ἀπό τ᾿ ἀρχαῖα χρόνια, παντοῦ σ᾿ ὅλον τον κόσμο, δηλώνουν, ἀπό αἴσθημα χρέους, τό ὄνομα τοῦ ποιητῆ στόν ὁποῖο ὀφείλεται τό πρωτογενές κείμενο. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν κάποιοι παρουσιάζουν μιά μετάφρασή τους ὡς δῆθεν ἀνεξάρτητο πρωτογενές ἔργο καί ἄρα ὡς ἀπόλυτα δικό τους δημιούργημα, τότε ἔχουμε ἀσφαλῶς ἀθέμιτη ἐνέργεια, ἤ, ἀλλιῶς, λογοκλοπή.

Ἄς κάνουμε ἤδη ὁρισμένη ὑπόθεση. Ἄς ὑποθέσουμε πώς ἕνας προικισμένος Νεοέλληνας μεταφραστής θέλει νά μεταφράσει, κατά τήν ἀκραία προσωπική του αἴσθηση, ὁρισμένο ἀγγλικό ποίημα ὑψηλῆς στάθμης. Στήν περίπτωση αὐτή, σύμφωνα μέ τόν Βαγενᾶ, τό πρῶτο πού κάνει εἶναι νά πάρει, νά «ὑπεξαιρέσει», τά σημαινόμενα τῶν ἀγγλικῶν λέξεων -τίς «ἰδέες» τους. Νά πάρει δηλαδή σκέτα σημαινόμενα. Ἄς ὑποθέσουμε πώς αὐτό εἶναι δυνατό κι ὅτι ὁ μεταφραστής αὐτός δέν ἀντιλαμβάνεται ὅτι «ὑπεξαιρώντας» λ.χ. τό σημαινόμενο τοῦ ἀγγλικῆς λέξης ‘water’ ἔρχεται αὐτόματα στόν νοῦ του τό ἀντίστοιχο ἑλληνικό σημαῖνον ‘νερό’. Ἄς ὑποθέσουμε ἀκόμα πώς τόν αὐτοματισμό αὐτόν δέν μᾶς τόν δίδαξε ἀρκετά ὁ Σωσσύρ κι ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ καθενός μας εἶναι λαθεμένη. Ἄς ὑποθέσουμε τέλος ὅτι ὁ μεταφραστής αὐτός, ἔχοντας σκέτα σημαινόμενα στό χέρι του, ἐπιμένει νά μεταφράσει τό ἀγγλικό ποίημα κατά τήν ἀκραία προσωπική του αἴσθηση. Καί τό κάνει «ἀναπλάθοντας» τά σημαινόμενα ἔτσι ὥστε νά φτάσει σ᾿ ἕνα κείμενο διαφορετικό ἀπό τό πρωτογενές. Ὅμως πόσο διαφορετικό μπορεῖ νά εἶναι τό κείμενο αὐτό; Θέλω νά πῶ τί περιθώρια «ἀνάπλασης» τῶν σημαινομένων ἔχει; Ἔχει περιθώρια ἀπεριόριστα; Κι ἄν, τραβώντας τό σκοινί, ξεπεράσει κάθε ὅριο ἀντιστοιχίας μέ τό πρωτογενές κείμενο θά καταλήξει σέ κατανοητό ἀποτέλεσμα ἤ τό ἀντίθετο; Ἄς τό ἔχουμε ὑπόψη μας ὅταν διαβάζουμε ὅτι μπορεῖ νά συμβαίνει (στή μετάφραση) «πλήρης ποιητική ἀνάπλαση τῶν σημαινομένων ἑνός ποιήματος μέ τους ὅρους [7] μιᾶς ἄλλης γλώσσας».[8] Αὐτό τό «πλήρης ἀνάπλαση τῶν σημαινομένων», καί μάλιστα χωρίς ἀντιστοιχίες σημαινόντων, στήν πράξη ἀποτελεῖ ἐφικό ἤ ἀνέφικτο ἐγχείρημα; Κι ἐπειδή πρέπει κανείς νά παίρνει τήν εὐθύνη τῶν λόγων του, θά πρέπει ὁ Βαγενᾶς ἤ νά ἐπαληθέψει ὁ ἴδιος πρακτικά τήν παραπάνω ἄποψή του ἤ νά ὑποδείξει μία τουλάχιστο περίπτωση ὅπου ἔχει πραγματωθεῖ αὐτή. Μία ἔστω περίπτωση ὅπου ἔχει συμβεῖ σέ μετάφραση «πλήρης ποιητική ἀνάπλαση τῶν σημαινομένων ἑνός ποιήματος μέ τους ὅρους [ποιούς ἀκριβῶς] μιᾶς ἄλλης γλώσσας». Ἀλλιῶς, ἄν δέν μπορεῖ νά παρουσιάσει μιά τέτοια περίπτωση, τότε τά λεγόμενά του εἶναι ἀνεφάρμοστα.

Ἕνα ἄλλο ζήτημα. Ἔχουμε καμιά διαφορά ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀναγνωστικό βίωμα καί σ᾿ ἕνα βίωμα πού προκύπτει ἀπευθείας ἀπό τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς; Ὑπάρχει, νομίζω, ὁρισμένη διαφορά. Τό ἀναγνωστικό βίωμα δέν εἶναι πρωτογενές, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχει ἤδη προκύψει σέ κάποιον ἄλλο. Ἔχει ἀσφαλῶς -γιά τόν ἀναγνώστη- τή σημασία ἑνός γνήσιου βιώματος, ἀλλά καί τό χαρακτηριστικό ὅτι προκύπτει ἀπό μιά πραγματωμένη γλωσσική ἔκφραση. Ἔχει συνεπῶς γλωσσική μορφή τήν ὁποῖα τό ἀπευθείας ἀπό τά γεγονότα τῆς ζωῆς βίωμα δέν ἔχει. Ἔχουμε δηλαδή διαφορά ὡς πρός τήν ἔκφραση. Τό ἀναγνωστικό βίωμα τό ἀφομοιώνουμε ὡς ἐκφρασμένη σύνθεση σημαινόντων-σημαινομένων, ἐνῶ τό μη ἀναγνωστικό ὡς ἀπευθείας ψυχικό συμβάν. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἕνα ξενόγλωσσο ἀναγνωστικό βίωμα, ἄν θέλει κανείς νά τό μεταφέρει στη γλώσσα του, ἕχει ὁδηγό του τήν δοσμένη ἔκφραση στην ξένη γλώσσα. Ἄν θέλει ὅμως νά ἐκφράσει ἕνα βίωμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς του, θά πρέπει νά τό ἐκφράσει χωρίς ὀδηγητικό προηγούμενο, ἀρχίζοντας ἀπό τό μηδέν. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό ἀναγνωστικό βίωμα καί σ᾿ αὐτό πού δεν εἶναι ἀναγνωστικό γίνεται πιό αἰσθητή, ὅταν μεσολαβεῖ θέμα μετάφρασης τοῦ πρώτου καί ἀπευθείας ἔκφρασης τοῦ δεύτερου. Καί κάτι ἀκόμα. Τό ἐκφρασμένο βίωμα, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἐκφρασμένο, εἶναι διαθέσιμο πρός «ἀναβίωση», ἐνῶ τό «περιστασιακό» δεν εἶναι καί θα πρέπει νά τό ἀνασύρει κανείς ἀπό τήν ἄμορφη ὑπόστασή του. Ἔτσι ἡ ἀφομοίωση ἑνός ἐκφρασμένου βιώματος γίνεται μέ εὐνοϊκότερους ὅρους ἀπό ὅ,τι ἑνός μή ἀναγνωστικοῦ.

Τά παραπάνω ἰσχύουν ὅταν ὁ μεταφραστής μεταφέρει στή γλώσσα του ὁλόκληρα ποιήματα. Δέν εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια περίπτωση ἐκείνου πού χρησιμοποιεῖ μία λέξη, μία μικρή φράση ἤ ἔστω ἕναν ὁλόκληρο στίχο μεταφρασμένο μέσα σέ δικό του ποίημα. Γιατί στήν περίπτωση αὐτή προκύπτει συμφραστικό σύμπλεγμα ἀνάμεσα στό μεταφρασμένο καί στό πρωτότυπο λεκτικό περιβάλλον. Ἄν αὐτή ἡ σύμφραση πετυχαίνει ἤ ὄχι εἶναι ἕνα ζήτημα ἐξεταστέο. Γιατί μιά τέτοια ἐνέργεια εἶναι δημιουργική μόνο ὡς προϊόν ἔμπνευσης, πράγμα πού δέν εἶναι φαινόμενο ρουτίνας. Ἔχει συνεπῶς μιά τέτοια μέθοδος τά ὅριά της. Ἄρα δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖται ὡς πανάκεια, καταχρηστικά καί ἀσύδοτα. Τότε προκύπτουν εὔλογα ἐρωτηματικά. Πάντως, ὅσο μικρότερο εἶναι τό μεταφρασμένο κομμάτι, τόσο λιγότερο διεκδικεῖ τήν αὐτοτέλειά του, γεγονός πού εὐκολύνει τόν ποιητή νά φτάσει στή ζητούμενη ὀργανική σύμφρασή του. Ἐνῶ, ὅσο μεγαλύτερο εἶναι τά μεταφρασμένο κείμενο, τόσο μεγαλύτερη ἀντίσταση παρουσιάζει στή σύμφραση, καθώς διεκδικεῖ ἔντονα τήν αὐτοτέλειά του. Ἐρώτημα: πρέπει νά δηλώνει ὁ ποιητής τήν πηγή ἀπό τήν ὁποία παίρνει τό μεταφρασμένο τμῆμα;[9] Πέρα ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ χρέους στόν δημιουργό τοῦ δάνειου, δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ἡ αἰσθητική πλευρά τοῦ ζητήματος. Γιατί, ὅταν τό δηλώνει, δίνει τή δυνατότητα στόν ἀναγνώστη νά δεῖ πῶς συμπεριφέρεται τό συγκεκριμένο παράθεμα μέσα στά δύο λεκτικά περιβάλλοντά του.[10] Ἔτσι ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά ἔχει ἕνα στοιχεῖο παραπάνω νά σταθμίσει τό συμφραστικό ἐπίτευγμα ἤ ὄχι τοῦ ποιητῆ.

Ἄς δοῦμε τώρα ἕνα παράδειγμα μετάφρασης ἀπό πρωτογενές δοκιμιακό κείμενο. Ἀπό κείμενο τοῦ Ἔλιοτ πάλι. Ἔχει τίτλο «Ἡ μουσική τῆς ποίησης» καί ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά ἀπό τόν Τάκη Σινόπουλο καί τή Μαρία Λαϊνᾶ. Θά χρησιμοποιήσω μόνο μερικές φράσεις. Πρῶτα στήν ἀγγλική τους μορφή.

«The poet who did most for the English language is Shakespeare: and he carriet out, in one short lifetime, the task of two poets. […] The first period […] is from artificiality to simplicity, from stifness to suppleness. […] The late Shakespeare is occupietd with the other task of the poet – that of experimenting to see how elaborate, how complicated, the music could be made without losing touch with colloquial speech altogether, and without his characters ceasing to be human beihgs.»[11]

Τ. Σινόπουλος μεταφράζει:

«Ὁ ποιητής πού τό περισσότερο δούλεψε γιά τήν ἀγγλική γλώσσα εἶναι ὁ Σαίξπηρ: ἔφερε σέ πέρας μές στό σύντομο διάστημα μιᾶς ζωῆς τήν προσπάθεια δύο μαζί ποιητῶν. […] Ἡ πρώτη περίοδος […] προχωρεῖ ἀπό τό τεχνητό στήν ἁπλότητα, ἀπό τήν ἀκαμψία στήν εὐστροφία. […] Στά ὄψιμα ἔργα του ὁ Σαίξπηρ πραγματοποιεῖ τή δεύτερη προσπάθεια τοῦ καλλιτέχνη: […] ἐπιχειρεῖ ἕνα πειραματισμό πού θά τοῦ ἐπιτρέψει νά καθορίσει ὡς ποιό βαθμό σύνδεσης καί λεπτότητας ἡ μουσική μπορεῖ νά πετύχει, χωρίς ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ πολύ ἀπό τήν καθομιλούμενη γλώσσα, νά παραστήσει ἀνθρώπινα ὄντα.»[12]

Μ. Λαϊνᾶ μεταφράζει:

«Ὁ ποιητής πού πρόσφερε τά πιό πολλά στήν Ἀγγλική γλώσσα εἶναι ὁ Σαίξπηρ: κι ἔκανε, μέσα σέ μιά λιγόχρονη ζωή, τή δουλειά δύο ποιητῶν. […] Ἡ πρώτη περίοδος […] εἶναι ἀπό τήν ἐπιτήδευση στήν ἁπλούστευση, ἀπό τήν ἀκαμψία στήν εὐκαμψία. […] Ὁ Σαίξπηρ τῶν τελευταίων χρόνων ἀσχολεῖται μέ τήν ἄλλη δουλειά τοῦ ποιητῆ -τή δουλειά τοῦ πειραματισμοῦ γιά νά δεῖ πόσο περίτεχνη, πόσο περίπλοκη μπορεῖ νά γίνει ἡ μουσική χωρίς νά χάσει ὀλότελα τήν ἐπαφή μέ τήν καθομιλούμενη γλώσσα, καί χωρίς νά παύουν οἱ χαρακτῆρες νἆναι ἀνθρώπινα πλάσματα.»[13]

Παρατηροῦμε κι ἐδῶ ὅτι τά δυό μεταφρασμένα ἀποσπάσματα εἶναι παρόμοια, γιά τόν λόγο ὅτι εἶναι στενά ἐξαρτημένα ἀπό τό ἀντίστοιχο κείμενο τοῦ Ἔλιοτ. Στά μεταφρασμένα ἀποσπάσματα ἔχουμε μικροδιαφορές, ἀλλά καί τά δυό παίρνουν γραμμή ἀπό τό πρωτογενές ἀπόσπασμα καί τείνουν νά εἶναι ὅσο γίνεται πιστότερα σ᾿ αὐτό. Φυσικά στή στάθμη τῶν σημαινόντων ὑπάρχει ἠχητική καί ὀπτική διαφορά. Ταυτόχρονα ὅμως καί τά ἀγγλικά καί τά ἑλληνικά ἐκτελοῦν τήν ἴδια σημαντική λειτουργία: σημαίνουν τά ἴδια σημαινόμενα μέ τά ὁποῖα ἔχουν ἄρρηκτο δεσμό. Ἔτσι ἡ μετάφραση τοῦ πρωτογενοῦς ἀποσπάσματος μέ βάση μόνο τά σημαινόμενά του θά συνιστοῦσε ἁπλῶς περιττό πήγαιν᾿-ἔλα. Θά πεῖ κανείς ὅτι λέω πράγματα αὐτονόητα. Ἄς εἶναι, δέν πειράζει νά λέμε κάποτε καί τά αὐτονόητα ἄν εἶναι νά ἀποφεύγονται στοιχειώδεις παρανοήσεις.

Ἰδού τώρα κάτι διαφορετικό. Παραθέτω:

«Ὅταν ἀναλογιστοῦμε τήν κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ποιητικῆς γλώσσας τή δεκαετία τοῦ 1920, θ᾿ ἀντιληφτοῦμε πώς ἡ προσπάθεια πού ἀνέλαβε ὁ Σεφέρης -νά ξαναδώσει στήν ἑλληνική ποίηση τό σφρίγος καί τήν ἐνάργεια τῶν καλύτερων στιγμῶν της καί, ταυτόχρονα, νά τή φέρει κοντύτερα στόν τόνο τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας-δέν ἦταν ἔργο ἑνός ἀλλά δύο ποιητῶν. Τό δεύτερο δε θά μποροῦσε νά τό ἐπιτύχει κανείς σέ βάθος χωρίς τό πρῶτο, καί ἀπόδειξη γι᾿ αὐτό ἦταν, γιά τόν Σεφέρη, ἡ ποίηση τοῦ Καρυωτάκη.»[14]

Τό ἀπόσπασμα αὐτό παρουσιάζεται ὡς πρωτογενές κείμενο, ὡς προσωπική ἐργασία. Ὄχι συνεπῶς ὡς μετάφραση. Κι ἀλήθεια εἶναι πώς δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς μετάφραση κάποιου ξένου κειμένου. Μολαταῦτα παρατηροῦμε ὅτι χρησιμοποιεῖ σχεδόν κατά λέξη δύο σημεῖα τοῦ παραπάνω ἀγγλικοῦ ἀποσπάσματος: «ἔργο […] δύο ποιητῶν» («task of two poets») καί «νά τή φέρει κοντύτερα στόν τόνο τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας» («touch of colloquial speech»). Δέν ἐξετάζω ἄν εὐσταθεῖ ἤ ὄχι, ἀναφορικά μέ τόν Σεφέρη, ἡ παραπάνω γνώμη. Ἐκεῖνο πού θέλω νά ἐπισημάνω εἶναι ὅτι ναί μέν δέν ἔχουμε μετάφραση τοῦ ἐλιοτικοῦ ἀποσπάσματος, ἔχουμε ὡστόσο μετάφραση δύο ἰδιαίτερης σημασίας φράσεών του. Τί κάνουμε σ᾿ αὐτή τή περίπτωση; Θεωροῦμε ὅτι πρόκειται γιά μιά διαβολική σύμπτωση ἤ θεωροῦμε ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀπίθανο καί ἄρα ἔχουμε νά κάνουμε μέ λογοκλοπή; Τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Βαγενᾶς; Λέει, σύμφωνα μέ ὅσα ἔχει ὑποστηρίξει θεωρητικά, ὅτι ἡ φράση του π.χ. ‘ἔργο δύο ποιητῶν»’, ἐπειδή σχηματίζεται ἀπό ἑλληνικά γράμματα πού προφέρονται διαφορετικά ἀπό τά ἀγγλικά τῆς φράσης τοῦ Ἔλιοτ «task of two poets», εἶναι πρωτότυπη καί δέν ὀφείλει τίποτα στόν Ἔλιοτ;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ

* * *

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Θυμίζω τόν σάλο πού ξέσπασε καί τί συνέπειες εἶχε, ὅταν τά παιδιά τῆς φοιτητικῆς Πανσπουδαστικῆς ἀποκάλυψαν τίς δοκιμιακές λογοκλοπές ἀπό ξένα κείμενα τοῦ Κ. Δεδόπουλου, τό 1963 ἄν θυμοῦμαι καλά.
2. F. De Saussure, Μαθήματα Γενικῆς Γλωσσολογίας, μετάφραση-σχόλια-προλογικό σημείωμα Φ.Δ. Ἀποστολόπουλου, Ἐκδόσεις Παπαζήση, Ἀθήνα 1979, σ. 100.
3. The Waste Land and other poems, by T.S. Eliot, Faber and Faber, London 1972, p. 67.
4. Θ.Σ. Ἔλιοτ, Ἡ Ἔρημη Χώρα καί ἄλλα ποιήματα. Εἰσαγωγή, σχόλια, μετάφραση Γιώργου Σεφέρη, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1949, σ. 73.
5. Τόμας Στέρνς Ἔλιοτ, Ἡ Τετάρτη τῶν Τεφρῶν, Τά τραγούδια τοῦ Ἄριελ, Τέσσερα Κουαρτέτα, μεταφράζει ὁ Κλεῖτος Κύρου, Ρόπτρον (δεύτερη ἔκδοση), Ἀθήνα 1988, σ. 31.
6. Ὁ ἀριθμός τῶν μεταφράσεων θά μποροῦσε νά ᾿ναι μεγαλύτερος. Τό ποίημα π.χ. τοῦ Χάινε «Λορελάη» ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά ἀπό ἑφτά διαφορετικούς μεταφραστές μέ παρόμοιο ἀποτέλεσμα.
7. Τί σημαίνει ἀκριβῶς ἐδῶ ἡ λέξη «ὅρους»; Γιατί ξαφνικά ξεχνοῦμε τά σημαίνοντα-σημαινόμενα καί χρησιμοποιοῦμε μιά λέξη μέ γενικό καί ἀόριστο, περιεχόμενο;
8. Νάσος Βαγενᾶς, «Ποίηση καί λογοκλοπή», Νέο πλανόδιον, τεῦχος 2, Καλοκαίρι 2014, σ. 203.
9. Ἀπό ἄλλη ὀπτική γωνία εἶχα θίξει τό θέμα αὐτό στό κείμενό μου «Κώστας Πασβάντης», Νέα Ἑστία, τεῦχος 1848, Ὀκτώβριος 2011, σ. 507, σημείωση 2.
10. Αὐτός εἶναι φαντάζομαι, ὁ λόγος πού πολλοί μεταφραστές παραθέτουν ἀντικριστά στη μετάφρασή τους τό μεταφραζόμενο ξενικό κείμενο.
11. T.S. Eliot, «The music of poetry», On poetry and poets, by Faber & Faber, London, 1957, σσ. 35-36.
12. Τ. Σινόπουλος, «Thomas S. Eliot, Ἡ μουσική τῆς ποίησης», Ποιητική Τέχνη, Μάρτιος 1947-Δεκέμβριος 1948, τόμος 1, Ἀθήνα 1949, σ. 487.
13. Ἑφτά δοκίμια γιά τήν ποίηση τοῦ Τ. Σ. Ἔλιοτ, μετάφραση Μαρία Λαϊνᾶ, Κλεψύδρα, Ἀθήνα 1971, σ. 28.
14. Νάσος Bαγενᾶς, Ὁ ποιητής κι ὁ χορευτής. Μιά μελέτη τῆς ποίησης καί τῆς ποιητικῆς τοῦ Σεφέρη, Κέδρος, Ἀθήνα 1979, σσ. 133-134.