σύγχρονο ελληνικό διήγημα

Δευτερόλεπτα πριν

*

Υπάρχουν, σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, κάποιες χρονικές συχνότητες που καθορίζουν τα πράγματα και που μόλις συμβαίνουν τα μεταλλάσσουν.

Αυτές οι χρονικές συχνότητες, λοιπόν, λαμβάνουν χώρα στον καθένα από εμάς με τρόπο δυσδιάκριτα εμφανή, αλλά μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά. Και για την υπεράσπιση τη δική μου και των υπολοίπων θα πρέπει να διευκρινίσω εδώ πως δεν συμβαίνουν όλες με τον ίδιο τρόπο. Δεν ανιχνεύονται όλες με τον ίδιο μεγεθυντικό φακό των γεγονότων.

Λόγου χάρη, ουδέποτε κανείς θυμάται τι έκανε τα δευτερόλεπτα πριν από κάποια ανέλπιστα ευχάριστη είδηση ή ένα γεγονός το οποίο του συνέβη. Είναι, θα παρατηρήσει κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής, σαν τούτα τα δευτερόλεπτα μεταξύ των στιγμών ποτέ να μην υπήρξαν. Μετά από αυτό που επιτέλους μας συμβαίνει, το υπέροχα καλό ή τραγικά κακό, το πρωτόφαντα ωραίο, είναι φυσικό κι επόμενο κανείς να μην έχει διάθεση να θυμηθεί τι έκανε πριν, ώστε να καταγράψει αυτή την αδιόρατη μικρή ρωγμή ανάμεσα στο χρόνο για να προσδιορίσει πόσο άλλαξε ανάμεσα στη στιγμή που τίποτα δεν είχε αλλάξει – και στην επόμενη, από την οποία δεν θα ’μενε ποτέ ξανά ο ίδιος.

Μπορεί να έπλενε τα πιάτα εκείνη τη φορά και το κρύο νερό να κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, ενώ σχημάτιζε μέσα στις σαπουνάδες φούσκες διάφανες και γυαλίζουσες που θα τις απελευθέρωνε στον αέρα. (περισσότερα…)

Advertisement

Τέσσερις μήνες

*

Ανοίγει τον υπολογιστή να χαζέψει λίγο. Τα μάτια του πέφτουν στην ημερομηνία. Τέταρτη μέρα σήμερα. Αν δεν ήταν εκείνος ο ηλίθιος που συνόδευσε τον αδελφό του στο νοσοκομείο και κυκλοφορούσε χωρίς μάσκα, δε θα έμπαινε σε καραντίνα. Τώρα θα ήταν στη δουλειά. «Ποια μέρα να είναι σήμερα»; σκέφτεται. Πέμπτη. Τώρα θα είχε εφημερία. Εδώ που τα λέμε λίγη ξεκούραση την ήθελε. Μόνο που πρέπει κάθε μέρα να βάζει θερμόμετρο να βλέπει αν κάνει πυρετό. Άσε την καραντίνα για δυο εβδομάδες.

12:22. Τέτοια ώρα είναι ήσυχα στην εντατική. Όλο το εικοσιτετράωρο είναι ήσυχα, αλλά μετά τις 10:30 το βράδυ ακούγεται κι η πατημασιά μυρμηγκιού που λέει ο λόγος. Τόση ησυχία! Δε μαθαίνει ποτέ τα ονόματα όσων περνάνε από εκεί μέσα. Δεν ξέρει αν είναι επειδή φοβάται ή για πρακτικούς λόγους. Μήπως μένουν για πολύ; Ή πάνε σε κανονικό θάλαμο ή σε νεκρικό. Έχει το δικό του σύστημα. Δίνει στον καθένα το όνομα ενός μήνα. Ξεκινά από τον Μάρτιο και μετράει τα κρεβάτια με τη σειρά. Διάλεξε τον Μάρτιο, επειδή στις 12 Μαρτίου είναι τα γενέθλιά του. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, για να μπει σε καραντίνα, στην εντατική ήταν ο «Μάιος», ο «Ιούλιος», ο «Αύγουστος» και ο «Νοέμβριος». Τρεις εποχές. Σκέφτεται ότι λείπει ο χειμώνας. Ο επόμενος που θα μπει στο θάλαμο θα ήταν καλό να μπει σε ένα μήνα του χειμώνα, έτσι για την τάξη .

Ο «Μάιος» είναι ο πιο ηλικιωμένος από όλους. 85 χρόνων. Έχει μανία με τα γυαλιά του. Όλο ζητάει να του τα φέρουν. «Τι θα δεις με τα γυαλιά;» του είπε μια μέρα. «Να εδώ μία νοσοκόμα έχει το ίδιο χρώμα με τα μάτια της μάνας μου ή της γυναίκας μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος∙ αυτό ψάχνω να δω». Σκέφτεται πώς θα ήταν ο «Μάιος» στην ακμή του. Τον φαντάζεται με λεπτό μουστάκι να βλασταίνει πάνω από τα χείλη του και να σκαλώνουν εκεί οι σταγόνες της θάλασσας το καλοκαίρι. Θα έχει και φωτογραφία ασπρόμαυρη, δίπλα στη θάλασσα, με φαρδιά παντελόνια σαν τεντόπανα σφιχτά δεμένα στη μέση με πέτσινη ζώνη. Δίπλα του, άλλοι δυο νέοι και δυο κορίτσια. Γελάνε και έχουν σγουρά μαλλιά. Να δεις που θα τα τύλιγαν το βράδυ με κορδέλες από παλιό φθαρμένο νυχτικό. Τώρα που το σκέφτεται, στη φωτογραφία θα μπορούσε να είναι κι η «Νοέμβριος» από απέναντι. Κοντά στα χρόνια του είναι κι αυτή. Είναι γεννημένη κοκέτα, πάντως. Τη βλέπει πώς σιάζει τα μαλλιά της με τα χέρια, όταν μπαίνει ο γιατρός. Και το νυχτικό της δεν είναι βαμβακερό λουλουδάτο. Είναι λευκό με δαντέλα στο άνοιγμα του λαιμού. Άκου λευκό με δαντέλα! Τη φαντάζεται στη φωτογραφία του «Μαΐου» στο κέντρο, με το κεφάλι γερμένο λίγο στο πλάι, το δεξί πόδι λυγισμένο σαν τρυφερός βλαστός κι ένα καπέλο να καθορίζει το φως στο πρόσωπό της. Το απόβραδο, πριν φύγει η παρέα από την παραλία, φαντάζεται τον «Μάιο» να της βάζει κρυφά στο χέρι ένα λευκό βότσαλο κι επάνω να έχει γράψει κάτι, αλλά τι άραγε; (περισσότερα…)

Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Ο ασπρούλης (πασχαλινό διήγημα)

 

*

Είχαμε κότες στην αυλή, άσπρες, μαύρες, κόκκινες και λαθουράτες. Τις κυνήγαγα να τις πιάσω, να φιλήσω το ράμφος τους το γυριστό, να χαϊδέψω τα κοραλλένια νυχοποδαράκια τους και να δαγκάσω το μεταξένιο τους λειρί, που έμοιαζε σαν κρεατένια φράουλα, μα έτρεχαν δεξά-ζερβά και ξέφευγαν με κωμικούς αλλά επιδέξιους ελιγμούς, εκτός από μία. Αυτηνής της φώναζα «κάτσ’-κάτσ’» –«κάτσε- κάτσε» δηλαδή– κι αμέσως ανέκοπτε την τρεχάλα της και κάθονταν να την πιάσω. Γι’ αυτό την έβγαλα «Κάτση-κάτση». Δεν έκατσε, όμως, πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο. Αρρώστησε. Και πριν πεθάνει, την έσφαξε ο μπάρμπας μου και την έφαγαν οι άλλοι. Εγώ πήρα τα κοκαλάκια της και τα ’θαψα κάτω απ’ την τριανταφυλλιά να μην τα βρουν οι γάτες.

Είχαμε και γαϊδουράκι, αγαθό και ράθυμο, με αυτιά χωνιά βελούδινα, που τα κουνούσε σαν κεραίες πρόσληψης ενός άγνωστου σήματος και ξάφνου αφήνιαζε και κλωτσοπατούσε στον αέρα, λες και πολέμαγε εχθρό αόρατο, που ήταν απλώς μια αλογόμυγα ή εγώ που ήθελα καλά και σώνει να σμίξουμε τις μουσούδες μας για να νιώσω το ζεστό του ρουθούνισμα στο πρόσωπό μου.

Είχαμε και γίδες, μια κερατούσα και μια σούτα, με γενάκι κάτω απ’ το σαγόνι και κρεατάκια, που εμείς τα λέμε σκουλαρίκια.

Τι πλάσμα η γίδα! Πώς τρώει, πώς μηρυκάζει, πώς βαδίζει, πώς στέκεται, πώς οσφραίνεται τον αέρα, πώς σκάφτει με το ποδάρι της το χώμα, πώς ξαπλώνει να πλαγιάσει, πώς σηκώνεται! Και τι νύχια τα νύχια της! Όταν μεγαλώνουν πολύ την λέμε τσουραπάτη. Κι όταν πέφτουν για να βγούνε άλλα, μοιάζουν με κερατένιες κουπίτσες – σκουτελίτσες τις λέμε στο χωριό – μες στα χορταράκια! Τις μάζευα και τις είχα για ποτηράκια μου στο ψευτονοικοκυριό μου, στην γωνιά του αχουριού που πλάγιαζα κι εγώ πάνω στ’ άχερα σιμά τους, ώσπου να με βρει η μάνα μου, να φάω κάνα τριομφίδι ή να με κατακεφαλίσει για την αποκοτιά μου να κάμω τ’ αχούρι σπίτι μου.

Κάποτε η γίδα γέννησε δύο κατσικάκια, ένα άσπρο κι ένα μπερδελό. Το άσπρο το έβγαλα Ασπρούλη –τι πρωτότυπο!– και το μπερδελό το υιοθέτησε ο αδερφός μου. (περισσότερα…)

Οι ζωές των λέξεων και άλλες ιστορίες

*

ΕΠΙΣΗΣ

Το «επίσης» είναι μια λέξη που ποτέ δεν αξιώθηκε το πρωτείο, ποτέ δε βρέθηκε στην αφετηρία, ποτέ δεν όρισε τίποτε. Πάντα ακόλουθος πιστός, πάντα αναμένει την άφιξη του πρώτου νοήματος , για να ορίσει τον εαυτό της σε σχέση μ’ αυτό. Η πιο μεγάλη φιλοδοξία της η μη επανάληψή της. Ο πιο μεγάλος φόβος της μη μείνει να κρέμεται στην άκρη της φράσης σαν τραγούδι που του έκοψαν τις τελευταίες νότες και τρέχει κουτσαίνοντας πάνω στα πλήκτρα , σαν να μη φτάνει η στέγη των λέξεων να την προστατέψει από τη βροχή και να μουλιάζει εκεί αβοήθητη στο απροσδιόριστο, στο ημιτελές.

— . —

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟ

Έχει ένα μικρό τραπέζι στην άκρη του καθιστικού. Εκεί ακουμπά τη λίστα με τα ψώνια, τα αποτελέσματα των εξετάσεων (το ζάχαρο στα όρια), το τετράδιο που γράφει κάθε μέρα τις δουλειές (σουπερμάρκετ, τηλέφωνο στον υδραυλικό). Εκεί αφήνει και κάτι χαρτάκια με κομμένα μέλη λέξεων, τραυματίες από πολέμους του σημειωματάριου και ένα κλειδί από ένα γραμματοκιβώτιο από ένα σπίτι όπου έμενε παλιά.

Μερικές φορές ψάχνει τον αφαλό της κλειδαριάς στα συρτάρια των συναδέλφων στη δουλειά και άλλες θέλει να βάλει το κλειδί μέσα στα μάτια των διπλανών του στο μετρό και να ξεχυθούν τα γράμματα από μέσα τους.

Και πιο πολύ σκέφτεται τους λογαριασμούς που στοιβάζονται στο γραμματοκιβώτιο και απαιτούν την εξόφλησή τους. Φτάνουν στο σπίτι και το κυκλώνουν ψηλά μέχρι τη στέγη. Και τότε το κλειδί γίνεται μια αχρείαστη πρόφαση. (περισσότερα…)

Να τηρείς τις παραδόσεις! (διήγημα)

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»

Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.

«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:

«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»

Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα». (περισσότερα…)

Ο ονειροπαγίδας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Έπρεπε να σηκωθεί για να ξεπιαστούν επιτέλους τα πόδια του και η πλάτη του. Μετά από δυο ώρες αράγματος πάνω στο κρύο τσιμέντο, ανάμεσα σε πετραδάκια, σπασμένα γυαλιά και ξεκοιλιασμένους σκελετούς θρανίων, δεν υπήρχε στάση στην οποία να μπορούσε να κάτσει για πάνω από ένα λεπτό χωρίς να αρχίσει να τον πονάει η πλάτη του.

«Έλα, άργησες, πάμε να τους βρούμε. Κοντά είναι.», του είπε ο Νίκος αμέσως μόλις έφτασε στο σπίτι του, κάπου στο Αιγάλεω. Χωρίς να του πει τον προορισμό.

Για τον Νίκο, που είναι ξερακιανός και κυκλοφορεί όλη μέρα με το ποδήλατο, η απόσταση ανάμεσα στο Αιγάλεω και στα ορεινά της Πετρούπολης χρεώνεται ως κοντινή. Αυτός όμως τα χρειάστηκε στην ανηφόρα. Είχε κλειδώσει τα μάτια του στην πίσω ρόδα του Νίκου και σε κάθε καινούρια περιστροφή της περίμενε να ξαναδεί εκείνο το μπλε σκουπιδάκι που είχε κολλήσει στο λάστιχο. Η περιοδικότητα της εμφάνισης και της εξαφάνισης αυτής της μπλε σημαδούρας από το οπτικό του πεδίο τον είχε πείσει ότι μπορούσε να αντέξει. Το μπλε σκουπιδάκι έγινε σιγά-σιγά ένα μπλε σημαδάκι, μετά μια μπλε κουκκίδα και στο τέλος κάθε γαλαζωπή υποψία χάθηκε τελείως μέσα στο ρευστοποιημένο από την ταχύτητα γκρι της ρόδας που όλο και απομακρυνόταν. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου για να πάρει μερικές ανάσες και να ξεκουράσει τους τετρακέφαλούς του που καίγονταν. Όσο βαθιές κι αν ήταν οι ανάσες του, δεν τις χόρταινε. Κατέβαιναν σαν την τελευταία μπουκιά που καταπίνεις στα γρήγορα το πρωί όταν έχεις ήδη αργήσει για τη δουλειά και τη νιώθεις να κολλάει στο βάθος του λαιμού σου. Τα ρεύματα αέρα που έστελναν πάνω του τα αυτοκίνητα καθώς τον προσπερνούσαν με ταχύτητα τον έκαναν να νιώθει σαν Προμηθέας πάνω στον βράχο. Τα μουγκρητά των μηχανών που περιστρέφονταν γύρω του τού έτρωγαν μπουκιά-μπουκιά τον αέρα μέσα από τα διεσταλμένα πνευμόνια του. Ανέβηκε πάλι στο ποδήλατο και άρχισε να κάνει πεταλιές με μανία. Ο Νίκος είχε σταματήσει και τον περίμενε λίγο παραπάνω. Τον προσπέρασε χωρίς να του πει τίποτα. Έριξε μόνο μια ματιά στην πίσω του ρόδα, αναζητώντας φευγαλέα το μπλε σκουπιδάκι. Δεν το είδε πουθενά. (περισσότερα…)

Κρίκοι γιά κρεμασμένα κοριτσάκια

*

της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ

«Τώρα τούς φορᾶνε ὅλοι, ἀνεξαρτήτως φύλου, μικρούς καί μεγάλους. Δέν ἦταν ἔτσι τότε. Μόνον ἀρτίστες, θεατρίνες, γυναῖκες σέ μικρογειτονιές λιμανιῶν, στά νησιά. Ὑπῆρχαν πολλά εἴδη καί σχέδια, ἀπό τίς λεπτεπίλεπτες ἀνελέτες ὥς τούς χοντρούς χρυσούς κρίκους. Οἱ μόνοι προσιτοί σέ μένα», διηγήθηκε κάποτε μιά γυναίκα:

«Ἦσαν προσιτοί ἀπό μακριά ἤ μᾶλλον ἀπό ψηλά. Ἔπρεπε νά περιμένω πότε θά κατέβουν οἱ κουρτίνες γιά νά πλυθοῦν. Τότε τούς ἔβγαζαν ἀπό τό μπρούτζινο κοντάρι τους. Ἄλλοτε κατέβαζαν καί τό κοντάρι, ἄλλοτε μόνο τούς κρίκους, κι ἄν εἶχαν μαυρίσει τούς ἔτριβαν μέ μπράσο γιά νά ξαναβροῦν τή λάμψη τους.

Εἶχαν πολύ κοφτερά, χοντροκαμωμένα δόντια γιά νά γραπώνουν τίς κουρτίνες. Μέ κάθε προφύλαξη διάλεγα μερικούς. Δοκίμαζα στά δάχτυλα τά δόντια τους, καί κράταγα τούς δύο πού μοῦ φαίνονταν λιγότερο ἐπικίνδυνοι. Μετά δίπλωνα κάμποσες φορές κομματάκια ἐφημερίδας καί προσπαθοῦσα νά τά κρατήσω στ’ ἀφτιά μου. Πρῶτα στό ἕνα καί μετά στό ἄλλο. Ἄνοιγα ὅσο περισσότερο μποροῦσα τήν ἁρπάγη τοῦ κρίκου καί δάγκωνα μ’ αὐτήν τά διπλωμένα κομμάτια τῆς ἐφημερίδας πού ἄλλοτε σκίζονταν ἀπό τά δόντια, ἄλλοτε ἡ ἁρπάγη γλιστροῦσε ἀπό τά χέρια μου καί ἔκλεινε πιό γρήγορα ἀπ’ὅσο χρειαζόταν, ὁπότε τά ἀφτιά μου ἔμεναν γυμνά… Μέ χίλιες δυό προσπάθειες ἐπέμενα νά ἐπαναλαμβάνω τήν ἴδια διαδικασία καί, καμιά φορά, κατάφερνα ἐπιτέλους νά στερεώσω τόν ἕνα κρίκο. Ὥσπου νά καταφέρω τό ἴδιο καί μέ τόν δεύτερο γιά τό ἄλλο μου ἀφτί, τό πρῶτο ἄρχιζε ἤδη νά πονάει, γιατί τά δοντάκια δέν χωράτευαν στά παιδικά ἀφτιά. (περισσότερα…)

Η μόνη μας πατρίδα

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Μόλις έχει ακουστεί το «Χριστός ανέστη» από τα μεγάφωνα περιμετρικά της εκκλησίας και οι καμπάνες χτυπάνε σαν τρελές με έναν ρυθμό που στα οκτάχρονα αυτιά του μοιάζει χαρούμενος, αλλά με ένα αίσθημα κατεπείγοντος. Σαν να γίνεται γάμος, να είναι η ώρα για αυτή την κακόγουστη συνήθεια της φασαριόζικης αυτοκινητοπομπής μέσα στα στενά της πόλης, αλλά οι νεόνυμφοι να έχουν αποφασίσει να νοικιάσουν ένα στόλο ασθενοφόρων και όλα μαζί να τρέχουν το ένα πίσω από το άλλο με τις σειρήνες τους να αναγγέλλουν το χαρμόσυνο. Δεν τον απασχολούν για πολύ όμως οι καμπάνες. Φευγαλέα μόνο αναρωτιέται ποιος να τις χτυπάει για να του έρθει στο μυαλό ο καμπούρης Κουασιμόδος που διάβασε σε ένα παιδικό του βιβλίο το μεσημέρι και να ικανοποιήσει εν μέρει την περιέργειά του. Ο αέρας δεξιά και αριστερά του δρόμου έχει γεμίσει με κόκκινες και πορτοκαλί πυγολαμπίδες. Πετάνε για δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα για να διαλυθούν μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο σε δεκάδες, εκατοντάδες ακόμα πιο μικρά και βραχύβια σταγονίδια φωτός. Ο μεγάλος ξάδερφός του δεν τα λέει ποτέ δυναμιτάκια ή πυροτεχνήματα. Για αυτόν είναι μόνο «γουρούνες». Του τις έδειξε το μεσημέρι στο τραπέζι, αλλά δεν τον άφησε να τις αγγίξει. «Είσαι μικρός ακόμα». Τώρα στο σκοτάδι, που βλέπει μόνο τη φωτιά από το φιτίλι, του φαίνονται σαν ζωντανά πλάσματα, σαν τζιτζίκια που περίμεναν για δεκαεπτά χρόνια στο έδαφος για να βγουν και να αναλωθούν σε δύο, τρία, τέσσερα δευτερόλεπτα. Αυτή είναι η ζωή τους. Είναι δυνατό; Κι όμως, έτσι πρέπει να είναι. Στον απογευματινό καφέ, την ώρα που άνοιγε το ντουλάπι για να βρει λίγη ζάχαρη που του ζήτησε ο θείος του, είδε μια νεκρή πεταλούδα λιωμένη από την πόρτα του ντουλαπιού. Βιολόγος ο θείος του, έσπευσε να τον ενημερώσει. (περισσότερα…)

Νάγια Οικονομοπούλου, Ο μάγος

*

O ΜΑΓΟΣ

Ο μάγος πέρασε κι απ’ την δική μας γειτονιά. Μαζωχτήκαν οι γυναίκες γύρω του σαν το μελίσσι. Μυρμηγκιά μαυροφορούσα, πρόσφυγες από την Μικρασία όλες, απ’ τα χωριά τής Προύσας εμείς.

Στάθηκε κείνος ανάμεσα στις γυναίκες, τις κοίταξε καλά-καλά, αναμετρήθηκε με τις συφορές τους, ζύγισε τα μάτια τους, τα φρύδια τους, που βάραιναν απ’ τις ρυτίδες τους στο μέτωπο.

Οι γριές οι μαντιλοδεμένες σκέπασαν το στόμα τους με την άκρια του τσεμπεριού που πέρσευε από το δέσιμο το χαλαρό κάτ’ από το σαγόνι.

Μια-δυο, πιο νέες, ήρθανε με τα χέρια τους βρεμένα, με τις ποδιές τους μουσκεμένες απ’ τα νερά τής σκάφης.

Η μάνα μου πήγ’ από τις πρώτες, τάχα να κοροϊδέψει, μα ήτανε τα μέσα της σφιγμένα, μπερδεμένα.

Οι γυναίκες άρχισαν σιγά-σιγά να στενεύουν γύρω του τον κύκλο. Τράβηξαν τα παιδιά τους πίσω, τα  ’διωξαν πέρα, να παν να παίξουν, τα ’σπρωχναν άγρια σαν να ‘ταν ξένα. (περισσότερα…)

Έλλη Παπά, Το σκάκι του μέλλοντος

*

Πολλοί αναρωτιούνται αν η ζωή μας είναι στην πραγματικότητα ένα πρόγραμμα με κωδικούς και αμέτρητα νούμερα. Αλλά είμαι η μόνη που έφτασε τόσο κοντά στην αλήθεια.

Όταν γεννήθηκα δεν έβλεπα καθαρά. Τα χρώματα, οι φιγούρες, τα χαμόγελα χωρίζονταν σε μικρά κουτιά, ψηφίδες. Ποτέ δεν το αποκάλυψα, φοβόμουν. Δεν ένιωθα τίποτα όταν έπεφτα στο τραχύ έδαφος του τσιμεντένιου δρόμου, ούτε όταν με άγγιζαν τ’ απαλά χείλη της μητέρας μου στο μάγουλο. Είχα ξεφύγει από το πρόγραμμα και τελικά ήμουν η μόνη που πραγματικά είχε την ικανότητα να δει.

Για χρόνια προσπαθούσα να αρνηθώ την σκληρή αλήθεια. Χιλιάδες σκέψεις κατέλαβαν το μυαλό μου και με βασάνιζαν καθημερινά. Αυτοί που αγαπώ είναι απλώς προγράμματα; Η αγάπη που ισχυρίζονται ότι νιώθουν για μένα είναι αληθινή; Είναι όλα γύρω μου ψεύτικα, ολογράμματα; Τόσες θεωρίες, τόσες πιθανές απαντήσεις. Σ’ έναν κόσμο με δισεκατομμύρια άτομα ήμουν μόνη, ή μήπως όχι; (περισσότερα…)