σύγχρονη κυπριακή ποίηση

Έρινα Χαραλάμπους, Μικρά πεζά

*

ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

τοιχογραφία

Απέναντί μου ένας πελώριος τοίχος γεμάτος πράματα —πίσσες, κουφέττες, γλειφιτζούρια, αφρόζες, σ̆οκολάτες, τσ̆ίπιτος—, από το μαρμάρινο δάπεδο μέχρι το ταβάνι, μια μαγική τοιχογραφία, μία επίγεια υποψία Παραδείσου. Με κατακλύζει η έξαψη της πρώτης παιδικότητας και δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω. «Τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον», αντιλαλώ – κάθε φορά. Δεν τα αφηγούμαι εγώ αυτά· ο παππούς λαξεύει τη μνήμη, και τα μουστάκια του γελούν από το ολόφωτο καθιστικό μέχρι την Αντζ̆ελού: το μικρομάγαζο στην πλατεία του χωριού, όπου στα δυο μου μόλις χρόνια κατεργαζόμασταν τις Κυριακές μαζί την τέχνη της απληστίας των αισθήσεων· την τέχνη του πρώτου πρώτου έρωτα.

~.~

γρανίτα πορτοκάλι

Τα πόδια μου αιωρούνται ένα κεφάλι πάνω από τη γη, και τα χέρια μου σκαλίζουν τον πάγο. Η κοιλιά μου ισορροπεί το κέντρο βάρους στο αριστερό τοίχωμα του καταψύκτη. Το κεφάλι βρίσκεται κυριολεκτικά εντός. Η αποστολή δεν είναι δύσκολη: αναζητώ στο βάθος βάθος —μόλις που φτάνουν τα δάχτυλα— παγωτό γρανίτα, γεύση πορτοκάλι. Οι οδηγίες της μάμμας ξεκάθαρες: «Από εδώ και στο εξής, μόνο γρανίτα». Ήταν Απρίλης —μπορεί και Μάης—, ήτανε σίγουρα άνοιξη. Θυμάμαι το σκοτάδι στο πρόσωπό της τη στιγμή που αναιρούσε όλες τις αδιαμφισβήτητες απαγορεύσεις, τον εαυτό της και τον κόσμο: «Από εδώ και στο εξής, μόνο γρανίτα». Τέρμα η επιβεβλημένη κατανάλωση θρεπτικών, υγιεινών, χωρίς βλαβερά συστατικά και χρώματα παγωτών γάλακτος! Ήτανε άνοιξη —μπορεί και καλοκαίρι—, ελάχιστο διάστημα μετά από εκείνο το φοβερό ατύχημα στη μαυρόασπρη οθόνη: θυμάμαι τις μάσκες να διανύουν με αμίλητη σκοτεινιά την απόσταση ανάμεσα στην ερημιά κι όλο το χάος που κάλυπτε το εργοστάσιο, τους ψεκαστήρες να εξαγνίζουν φρούτα, λαχανικά στις λαϊκές, και τη φωνή του εκφωνητή να διερωτάται πόσο και αν μολύνει η ραδιενέργεια το φρέσκο γάλα. Ο κόσμος καιγόταν, μπορεί και να ερχόταν το τέλος του, η μάμμα φοβόταν, μπορεί και να είχε αλλάξει, όμως εγώ είχα μόλις κλείσει τα έξι, και η γρανίτα πορτοκάλι ήταν ο απόλυτος παιδικός μου Παράδεισος. Μόλις έξι, λοιπόν, κι είχα ήδη ανακαλύψει τα συστατικά της τέχνης του να ισορροπείς πόδια, χέρια, κοιλιά, κεφάλι απέναντι στην καταστροφή. (περισσότερα…)

Advertisement

Δήμητρα Δημητρίου, Ίσως έρθω ένα βράδυ…

*

ΙΣΩΣ ΕΡΘΩ ΕΝ ΒΡΑΔΥ…

Ίσως έρθω ένα βράδυ
σαν άλογο στιλπνό
ή σ’ όνειρο
ντυμένη στα λευκά
κάπου στον ύπνο
ίσως σε πιάσω

Κι αν με περίμενες
αν δεν έχεις κοιμηθεί
αν μυστικά στο στήθος σου μπορούσες να κρατήσεις
την καρδιά μου θα δεχτώ να σταματήσω
στα χείλη σου

Ίσως έρθω ένα βράδυ
ξαφνικά
σαν δέηση νυχτερινή
και σαν βαθύ σελάγισμα
μια άσκοπη φωτοχυσία
σ’ αντικρινό γιαλό
φωτιάς λαμπάδα (περισσότερα…)

Ένα μυστικό και μουσικό συμβόλαιο με τη γλώσσα

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Στέλλα Βοσκαρίδου, μικρομηχανισμοί,
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2022

Η τρίτη και καλαίσθητη ποιητική κατάθεσή της Στέλλας Βοσκαρίδου μικρομηχανισμοί διακρίνεται εξαρχής για την πρωτότυπη γλώσσα και τον λαβύρινθο των εικόνων, όπου οι εσωτερικές ενότητες του λυρικού θέματος και του εξωτερικού ή της δομής είναι αλληλένδετες. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως παντού στη συλλογή, από το εναρκτήριο μότο (credo quia absurdum est > το πιστεύω, γιατί είναι παράλογο), ελλοχεύει το παράδοξο και το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης και γραφής· στοιχεία που αφ’ ενός ενεργοποιούν το αίσθημα του τραγικού, αλλά και του παιγνιώδους και του ειρωνικού/αυτοσαρκαστικού και αφ’ ετέρου θεματοποιούν μορφολογικά τη ρητορική του αποσπασματικού, καθώς τα ακαριαία ως επί το πλείστον ποιήματα της συλλογής σηματοδοτούν το βίαιο πέρασμα από τη μια μορφή στην άλλη και ξεχωρίζουν για τον νεωτερικό προσανατολισμό, το όραμα και τη δυναμική διαλεκτική τους. Μπορούμε, επομένως, να συναντήσουμε στο βιβλίο μια ποικιλία ποιητικών προσεγγίσεων, αφού ο ποιητικός λόγος αντλεί τόσο από τη λυρική παράδοση, τον σουρεαλισμό και τον ποιητικό πειραματισμό όσο κι από τη ρητορική τάση της ποίησης, γεγονός που καταδεικνύει τον δημιουργικό διάλογο της ποιήτριας με τις Στιγμές του Κώστα Μόντη.

(περισσότερα…)

Ο σπαραγμός της γυναικείας γραφής και ταυτότητας

Έρινα Χαραλάμπους, ΤΑΥ, Εικοσιοκτώ ριπές
και ένα πολεμικό ανακοινωθέν,
 Θράκα, 2022

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Με τη δεύτερη ποιητική της συλλογή που τιτλοφορείται ευφυώς ΤΑΥ, η Έρινα Χαραλάμπους διασταυρώνεται πιο τολμηρά και δυναμικά —σε σχέση πάντα με την πρώτη της συλλογή Πλεκτάνη (Θράκα 2020)— με την εναγώνια διεκδίκηση της έμφυλής της ταυτότητας, του νοήματος της ιστορίας, του διαλόγου με τη λογοτεχνική παράδοση (Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα, Τζένη Μαστοράκη, Ζωή Καρέλλη, Κλαρίσε Λισπέκτορ, Κάρολ Αν Ντάφυ κ.ά.) και, κυρίως, του βασανιστικού ερωτήματος: πώς ποιητικοποιείται η οντολογική ελευθερία. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα (α) της ασφυκτικής καταπίεσης της γυναικείας ύπαρξης και του γυναικείου ερωτισμού από μια αντρική μηχανή-κοινωνία, (β) της αυξάνουσας σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, (γ) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και (δ) της ποιητικής/σωματικής δυστοκίας/υπογονιμότητας συνδεδεμένης με μια τραυματική, αλλά και αναγεννητική για το γυναικείο σώμα και πνεύμα εμπειρία της γέννας, συνυπάρχουν αντιθετικά με ένα έντονο αίσθημα ερωτισμού και αιωνιότητας, καταδεικνύοντας έτσι μια ποίηση που γράφει μια γυναίκα, η οποία αντιστέκεται συνειδητά στις ανδροκρατούμενες συμβάσεις και έχει διαμορφώσει τη γραφή της όχι πάνω στις αρχές της εξομοίωσης με τον άνδρα, αλλά πάνω στη συνειδητοποίηση της διαφοράς της με αυτόν: «Είμαι γυναίκα. Γράφω με αυτό που είμαι» δηλώνει με παρρησία η Luce Irigaray· μιας γυναίκας που αρνείται πλέον µια δηµιουργία σιωπηλή ή ιδιωτική, και επιδιώκει να επαναδιατυπώσει από την οπτική του φύλου της τη σχέση μεταξύ κοινωνίας, καλλιτεχνικής δημιουργίας και κόσμου. (περισσότερα…)

Μεταφρασμένοι άνθρωποι

*

του ΜΑΪΚΛ ΠΑΡΑΣΚΟΣ

Μετάφραση από τα αγγλικά: Δέσποινα Πυρκεττή

Ο δρ Μάικλ Παράσκος διδάσκει ιστορία της τέχνης στο Κέντρο Γλωσσών, Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Imperial College στο Λονδίνο. Στις 5 Απριλίου 2022, παρουσίασε το βιβλίο Giorgos Christodoulides: Selected Poems 1996-2021 (Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή, Εκδόσεις Αρμίδα, 2021) στην Πρεσβεία της Κύπρου στην αγγλική πρωτεύουσα. Γιος Κύπριου και Αγγλίδας, ο Μ. Paraskos αφουγκράζεται τον απόηχο της ποίησης του Γιώργου Χριστοδουλίδη, στην αγγλική της μετάφραση, για «μεταφρασμένους ανθρώπους» σαν κι εκείνον. Με τρόπο αιφνίδιο, συναρπαστικό και ενίοτε αιρετικό, η εισήγηση του Παράσκου προτείνει συσχετισμούς ανάμεσα στην ποίηση του Χριστοδουλίδη και στους Άγγλους Ρομαντικούς ή στον πιο σύγχρονο Φίλιπ Λάρκιν, ενώ προβάλλει την πεποίθηση ότι η μεταφρασμένη ποίηση αποτελεί υβριδικό τεκμήριο συμφιλίωσης των μυριάδων θραυσμάτων που συναποτελούν τον κόσμο και τον εαυτό μας.

(περισσότερα…)

Δήμητρα Δημητρίου, Ρέκβιεμ για την Ουκρανία

*

δίπλα εκεί στου Κρεμλίνου τους πύργους
θα ουρλιάζω κι εγώ

Και κάπως έτσι
Ιούλιο μήνα –για Φεβράρη–
ακούσαμε να πέφτει
μια μεγάλη ριπή
σαν χαλασμένο φρούτο
έξω από την Ιστορία.

Ο μεγάλος χρόνος
καθήμενος στους ώμους των γερόντων
βούτηξε ξανά ολόγυμνος στη θάλασσα
ο ίδιος χρόνος
που κάθισε κάποτε
στα γόνατα της Παναγίας
στο Βόλγκογκραντ
γεννώντας ονόματα κραταιών μεγάλων πόλεων
αφήνοντας ένα γέλιο γοερό
στις καστανιές
θρόισμα
πριν απ’ το φύλλο. (περισσότερα…)

Για μια ανθολογία της επώνυμης κυπριακής ποίησης

Δύο αιώνες επώνυμης κυπριακής ποίησης (1837-2021),
Γενική επιμέλεια -Εισαγωγή: Λεωνίδας Γαλάζης,
Ανθολόγηση – Επιμέλεια: Ομάδα φιλολόγων,
Όμιλος Λογοτεχνίας και Κριτικής, Λευκωσία 2021

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Σημαντικό εκδοτικό γεγονός του προηγούμενου έτους αποτελεί αναμφίβολα η ανθολογία Δύο αιώνες επώνυμης κυπριακής ποίησης (1837-2021), η οποία αντικατοπτρίζει εμπράκτως την πρόθεση του γνωστού Όμιλου Λογοτεχνίας και Κριτικής να αποδώσει τιμή στην επέτειο των Διακοσίων Χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και να συμβάλει ουσιαστικά στη λεπτομερή αποτύπωση της γραμματολογικής συνέχειας και της θεματικής ποικιλίας της κυπριακής ποίησης, η οποία όπως ορθά υπογραμμίζεται στην «Εισαγωγή» αποτελεί ανθισμένο κλαδί της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας με τις ιδιαιτερότητες, και τις ιδιομορφίες της ανθρωπογεωγραφίας, του τόπου και της διαλέκτου, να λειτουργούν μόνον εμπλουτιστικά και επιβεβαιωτικά. Το δύσκολο αυτό έργο της ανθολόγησης του ογκώδους αυτού τόμου, όπως εξαγγέλλεται στον «Πρόλογο», υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη πραγματοποιήθηκε η επιλογή και συγκέντρωση των ποιημάτων από τετραμελή ομάδα ανθολόγησης (Ανδρέα Αντζουλή, Λεωνίδα Γαλάζη, Κυριάκο Ιωάννου και Ανδρέα Γεωργαλλίδη), ενώ στη δεύτερη συγκροτήθηκε πενταμελής ομάδα (Γεωργία Γαλάζη, Σταυρούλα Μπίου, Γαβριέλλα Παναγή και Βασιλική Σελιώτη), η οποία ανέλαβε τη γενική  επιμέλεια του τόμου, υπό τη γενική ευθύνη και εποπτεία του ποιητή και φιλόλογου Λεωνίδα Γαλάζη. Σημαντικό, επίσης, στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η έκδοση επιχορηγήθηκε από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας στο πλαίσιο του Προγράμματος Πολιτισμός ΙΙ (2021-2025). (περισσότερα…)

Για μια πρώτη περίπτωση κυπριακής queer ποίησης

Ηλίας Κωνσταντίνου
Ποιήματα
(Επιμέλεια-Επιλεγόμενα: Λευτέρης Παπαλεοντίου)
Αθήνα, Βακχικόν, 2020

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Με την επανέκδοση μεγάλου μέρους της ποιητικής παρακαταθήκης του πρόωρα χαμένου Κύπριου ποιητή Ηλία Κωνσταντίνου (1957-1995) σε επιμέλεια του ακαδημαϊκού φιλόλογου Λευτέρη Παπαλεοντίου ξεκινά μια απαραίτητη (και ενδεχομένως αναμενόμενη) συζήτηση για μια σημαντική ποιητική μορφή της Κύπρου. Το έργο του Κωνσταντίνου δεν προσέχθηκε ή, καλύτερα ίσως, δεν συζητήθηκε ευρέως όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή, ενδεχομένως γιατί το πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό έδαφος της νήσου δεν ήταν καθόλου πρόσφορο για ομοφυλόφιλη ποίηση. Τις πρώτες δύο τουλάχιστον δεκαετίες μετά το 1974 το κυρίαρχο έως και απόλυτο θέμα  το οποίο ήταν “αποδεκτό” στις τέχνες των γραμμάτων ήταν αναπόφευκτα το Κυπριακό: η εισβολή, η προσφυγιά, η απώλεια, η αδικία, η αναμονή, το τραύμα.

Ο Ηλίας Κωνσταντίνου εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1984, με τίτλο Αρσενικός Χαλκός (Θεμέλιο, Κύπρος). Ακολούθησαν οι συλλογές Γράμματα της Ώρας (Θεμέλιο, Κύπρος, 1986) και Κυπριακές Ηθογραφίες (Λεμεσός, 1991). Μετά τον πρόωρο θάνατό του, το 1995, εκδόθηκαν Τα Αυτοκρατορικά  (Λεμεσός, 1996). Ελάχιστα είναι τα σημειώματα για την ποίηση του ενόσω ο ίδιος ήταν ακόμη εν ζωή,[1] γεγονός που επιβεβαιώνει, όπως αναφέρει και ο Λ. Παπαλεοντίου, τη μη ένδειξη προσοχής προς αυτήν ή την απαξίωση ίσως προς έναν ποιητή ο οποίος αφενός δεν κρύβει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τον «έρωτα των αντρών» συγκεκριμένα, τον οποίο ιδιαζόντως καταθέτει με αντιεξουσιαστική διάθεση,[2] καυτηριάζει την παχύδερμη κυπριακή κουλτούρα αφετέρου.

Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις, για παράδειγμα, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Γιώργου Ιωάννου του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, αυταπόδεικτων προγόνων του Κωνσταντίνου,[3] ακόμα και του Δημήτρη Ποταμίτη (περίπτωση η οποία επίσης αξίζει και πρέπει να μελετηθεί πλέον εκτενέστερα και εμβριθέστερα), με την οποία η ποίηση του Κωνσταντίνου έχει συνδεθεί επαρκέστερα,[4] η ομοφυλόφιλη ταυτότητα στον Κωνσταντίνου δηλώνεται ευθέως, δηλαδή διαμέσου του πόθου του ανδρικού σώματος για ένα άλλο ανδρικό σώμα και της επιθυμίας της σαρκικής ηδονής. Δεν υπάρχει συγκάλυψη, απόκρυψη, υπαινικτικότητα ή η καταπίεση του εγκλωβισμού στον Κωνσταντίνου. Η ποίησή του έχει συνδεθεί επίσης, διά των συγκλίσεων ή των αποκλίσεων, με εκείνην του Νίκου Σπάνια και του Ανδρέα Αγγελάκη, αντίστοιχα.[5] Η ποίηση του Κωνσταντίνου, που ουσιαστικά πρωτοεμφανίζεται στην Κύπρο δέκα μόλις χρόνια μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, δίδοντας αιφνιδίως μεγαλύτερη ή έστω εξίσου μεγάλη βαρύτητα και σε “άλλες” θεματικές στοχεύσεις, δεν μπορεί παρά να είναι όντως τολμηρή και προκλητική, άσεμνη και ωμή. Και κυρίως, όπως οι μελετητές συμφωνούν, συνιστά ποίηση σωματοποιημένη ή σωματική,[6] με άλλα λόγια, κυριολεκτική:

ΕΡΩΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Στον Δήμο που φεύγει

Αφήνω σε
στα φιλιά μου, φίλε μου
σ’ ένα στρώμα διπλό
στα φιλιά μου φίλε μου
– για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
κοιτάζω σταθερά
τον γαλανό αφαλό, του κορμιού σου
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
ακολουθείς, μορφασμούς ηδονής
στου λαιμού μου την κίνηση.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
σκεπάζει το καυλωμένο σου βυζί
το ξυρισμένο μου μάγουλο.
Έτσι πλασμένοι
κι οι δυο σκεπασμένοι
τέλεια ίδιοι – πάντα αντίθετοι
μες σ’ τούντην ασφάλεια αφήνω σε φίλε μου
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γλείφω πολλά – αναπνέω απαλά
στα ανοιχτά σου βλέφαρα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γεμώνεις μου τα δάχτυλα χύματα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
πίνεις τα δικά μου
στου αφαλού μου το κύπελλο.

Για να ρίξω τα μαλλιά μου
στην άκρη του κόσμου
επιστρέφω
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σώμα σου
στη στρογγυλή άκρη του κόσμου
στο επάπειρο σήμερα.

(περισσότερα…)

Δήμητρα Δημητρίου, Μπαλάντες

Τι φταίει, μητέρα, για τα μεγάλα σου δάκρυα;
Κύριε, πικραίνει το νερό των θαλασσών.
FEDERICO GARCIA LORCA, Όναρ

Η μπαλάντα του νερού της θάλασσας

Η θάλασσα
δρασκελίζει τον ορίζοντα
έχει στόμα και χείλια από αφρό
H ανάσα του αέρα την τυλίγει από τη μέση
Λαγαρίζει στο χάδι το νερό των θαλασσών.

Δυο ταυρομάχοι ζαλισμένοι
περνούν μπροστά δρεπανηφόροι.

— Τι μας φέρνεις κορίτσι, ποιος τ’ αχείλι σου στέγνωσε;
— Κύριε, στη χώρα μου θολώνει το νερό.

Μέσα στην άγρια μοναξιά, καταμεσής στο πέλαγο
μάνα από κύμα δάκρυ σκορπάει
Κι αλμυρίζει, ξανά, το νερό των θαλασσών.

Τέσσερις περνούν καβάλα
σε μαύρους της Ανατολίας.

— Σκοτεινό κορίτσι, τι κυλάει στο αίμα σου;
— Κύριε, κλαίω το νερό των θαλασσών.

Στα βράχια τσακίζει στο μπράτσο του ανέμου
μάνα από κύμα φλέβα του κόσμου
Στενάζει, βαθιά, το νερό των θαλασσών.

Τρεις από τ’ άγνωστο φερμένοι
αλυσοδένουν το νερό.

— Πώς γεννιέται, μητέρα, η μεγάλη σου πίκρα;
—Πικρό, πολύ, το νερό των θαλασσών.

~.~

Η μπαλάντα του θαλασσινού νερού (παραλλαγή)

Κορίτσι,
με τα στήθια στον αέρα
Ποια είσαι και πούθ’ έρχεσαι
τι έχεις στο στόμα
που σε πυρπολεί;

— Δράχνω νερό θαλασσινό
πηγής που αιμοστάζει
σαν έπεσε φωτιά καυτή μια μέρα τ’ αλωνάρη
ήλιος που λιάζει τη σπορά κι έκαιγέ μου το στήθος.

Οι θλίψες σου
πικροθάλασσα και πικροκυμματούσα
ρόδι βαθύ και ανοιχτό
καρδιά ρυθμού που πάλλει
νερό ζεστό
ουρανός που εξέπεσε απ’ της ακινησίας το στερέωμα
χωράφι ανήλιαγο
καράβια που στέκουν και στοχάζουνται
φύλλο που ξεβάφει πριν απ’ το στερνό φιλί
του χειμώνα

(χειμώνας κρύος και βαρύς
κι ένα φύλλο για τον ουρανό)

κυμάτων οι αλγηδόνες
σ’ εσένα ανήκουν
μαύρη νύχτα;

— Έρχομαι
απ’ τις αγάπες του χιονιού
κι απ’ τις πηγές των ανέμων
κύμα γιομάτο από σκουριά και βλέφαρα απ’ ομίχλη
φύκια είναι τα στεφάνια μου
κοχύλια τα μαλλιά μου
και στο λαιμό μου εκρέμμασα κλαδάκι από κοράλλι
καθώς πίσω μου θα ξωμακραίνουν
φυκιάδες περίπλοκες
υδρόφιλη ωκεάνια
γλώσσες, σαλάχια
φεγγαρόχτενα ρήματα
σπόγγοι στις θαλασσοσπηλιές
λιβάδια των βαθιών νερών
της Μεσογείου πνευμόνια

(άρμης αποχαιρετισμός
και άλγη του πυθμένα)

λέγοντας «γεια σας»
καθώς σουπιές βυθόβιες θα ψάχνουν την τροφή μέσα στη άμμο
σκουλήκια στη βαθιά τη γη, όστρακα κι αχιβάδες.

Έρχομαι από την πεύκη των βουνών
και τη θαλάσσια αρμύρα.
Προσμένω
ν’ αποθέσω τα κλαδιά μου στη μαύρη πέτρα
και το ξερό χορτάρι των βυθών
προτού η δόξα του φθινοπώρου
τα χρυσώσει.

(Θρήνος στα δάση τα πυκνά,
τα πελαγίσια δώματα
και τα δέντρα τ’ αψηλά)

~.~

Μπαλάντα μιας μέρας τ’ αλωνάρη

Κάτω στην ακροποταμιά κορίτσι περπατάει
κρατώντας βέργα λεμονιάς και προς τον κάμπο πάει.

Κόβει λεμόνια στρογγυλά
(Άι μέρα δίχως στήθος!)
και πλένει τα μπαμπακερά
τορέρο στην καρδια της.

(στην ανθισμένη λεμονιά από κάτω
πληγώνει με ο αγέρας)

Της ομιλώ δεν κυματεί
της κραίνω δε σαλεύει
πυρή φωτιά τα στήθια της
από έρωτα πεθαίνει.

Σε μαντίλι τ’ όνομά του κεντάει.
«Ποιος θ’αγοράσει αυτή τη λύπη από κλαριά
μαντίλια για να φτιάξει;»

(Άι μέρα ατέρμονη!
Άι σιωπή δίχως ήχο!)

Πουλί αν ακούς σπλαχνίσου την
φωνή κυνηγημένη
τι πια δεν μένει μας καιρός
από έρωτα πεθαίνει.

(φθόγγοι κομμένοι και ξεροί
ξερόκλαδα που σπάνε)

~.~

Μπαλάντα του Ιούλη (παραλλαγή)

Τορέρο μαύρα φόρησεν, μαύρον καβαλλικεύκει
βρίσκει μιαν κόρην πόπλενε στης λεμονιάς τον ίσκιο.

— Πού αλαργεύεις, λυγερή
τι έχεις στο στήθος σου που καρπούς
χρυσαφώνει;

T’ αστέρι του καλού μου, που στην κώμη φορεί.

— Εμπόρισσα των μαντιλιών, τι έχεις στα μάτια
που αιμορραγεί;

Tη σκληρή απελπισιά μου, του Ιούλη την κάψα.
Στην ανθισμένη λεμονιά από κάτω
πληγώνει με ο αγέρας.
Κόβω λεμόνια στρογγυλά
πέφτουν κάτω απ’τα κλώνια
ένα κλωνάρι έπεσε
ύστερα δυο και τρία
και στο μαντίλι το ’ραψα
κι εσχίστη το μαντίλι
και με τ’ αηδόνι μίλησα
κι εμάρανε η φωνή του.

~.~

Η μπαλάντα του θεριστή

Οι δυο λεπίδες του καλοκαιριού
η μια θρηνεί, η άλλη ματώνει.

Στις αδιαφέντευτες ξέρες
γης εναλίας και ακρίτισσας
ακροπατεί χρόνος ακένωτος
ψήγματα καιρού αδιάπλαστου, κρυσταλλωμένου
ανέμων άθυρμα
ρίγος εσθήτας.

Όχι σε μνήμη, μα σ’ ύλη ψηλαφητή
στ’ ακροθαλάσσι.

(Άι αδραχτάκι
ψυχής ακύμαντης!)

Κι απ’ όπου χαράζει
ως όπου βυθά

(σαν όρμησε ο θεριστής
στα σιτεμένα στάχυα)
τα είδα όλα σε νησάκι -νήσος τις- σκόπελο μικρό
τα μάτια μου είδαν πολλά μα λέξη δεν μπορώ να πω
τι πριν περάσουν μήνες δυο
γέρνω και τα πικροσφαλώ.

~.~

Του μαζωχτή (παραλλαγή)

Ι.

Χωνόταν ακόμα και στο σώμα μου
χωνόταν ακόμα και μέσα στο σώμα
ακόμα και χωρίς εμένα.

Κι όσο βαθιά, κατάβαθα
πατρίδες πανάρχαιες
έσπειρε φυτευτής

(κεφάλι ανάλαφρο, γερμένο ελαφριά προς τα πίσω,
περνάει ανάποδα, αγγέλου σχήμα)

τόσο στα μέσα μου έβανε
τον τρόμο ζώστρα ο μαζωχτής.

Στα πόδια του κομμάτι κρέας που
άχνιζε
και κάφτρα τρύπα
ξυπνώντας μνήμη πετεινού
αρχέγονου
κίνηση προς τη μεριά του πίσω χρόνου
σε χώρα που μονάχα εγώ την ήξερα
σαν να ’μουν εδώ από πάντα
γερμένο κεφάλι ανάλαφρο
ελαφριά προς τα πίσω
στον ίδιο ουρανό του τόπου μου
καταγεγραμμένου χρόνια πριν.

(Άι όι, ιώ, κοιμήθηκα
μαύρη νυχτιά εντύθηκα)

«Όπου να ’ναι όλα θα χαθούν», το σώμα μου.
Ό,τι αγάπησες, σημαντικά κι ασήμαντα που λιώνουν μες το χρόνο
έργα ανθρώπων και θεών
παμπάλαια
από τη μέσα σου μεριά.

Έβγαλα αχνή μια ανάσα, ύστερη, βαθιά,
τόσο βαθιά, που θέλησα να χαϊδέψω τρυφερά τα χέρια και το πρόσωπό σας.

Κι ένιωσα ξαφνικά ένα κενό
σαν άδειο το κορμί μου
-κι ίσως στ’ αλήθεια να έλειπα-
τι κι αν αυτός τρυπούσε
τη νύχτα και την ερημιά
ξεχνώντας πως οι δρόμοι κάποτε θ’ αδειάσουν
απ’ τα μάτια του
καθώς θα βαθουλώνουν κίτρινα κι ωχρά
με τον μεγάλο φόβο τους κρυφό
αργά, πολύ αργά
μέσα στη νύχτα
φαγωμένα, θαρρείς,
από το μέσα τους
σκοτάδι.

Κι εγώ
με το κεφάλι μου γερμένο ελαφριά προς τα πίσω
περνάω πάλι ανάποδα
πατώντας με προφύλαξη
έξω απ’ τα σπίτια που γνώρισα
απλώνομαι στους δρόμους που περπάτησα
μέσα από βλάστηση πυκνή
κι έτσι όπως κατεβαίνω
κοιτάω τον χρόνο χυμένο από πάνω μας άφθαρτο
χαλκέντερο βιγλάτορα
σαν έξω απ’ το σώμα μου
-κι απ’ το δικό σας-
κι έξω ακόμα από τις λέξεις
να σκίζει τους καιρούς
περνά λυτός μέσα απ’ τον ύπνο
και ξαναβγαίνει
αφήνοντας λίγο αίμα βυσσινί
στις γωνίες.

Έρχεται τώρα κατά πάνω σας, σας βρίσκει.

ΙΙ.

Αγέρας το χλωρό κορμί
μαζεύει το και ντύνει το.
Δίνει το στον αυγερινό
κι εκείνος πιάνει το χορό.

— Πάρ’ την λοιπόν, μα έχε στο νου
πως θα ’σαι ο αντρός του φεγγαριού.

Κι η Πούλια, σ’ άκρη ενός κλωνιού:
— ’Γω η μάνα του χρυσού γιαλού.

~.~

Μπαλάντα των τζιτζικιών που αγάλλονται

Ε, σείς, τζιτζίκια μου όμορφα
για πείτε αν είστε πέρκαλλα
στ’ ακροτόπια τα βουβά και τ’ απάτητα
στη γη σας την πολύχαλκη
ζει ο βασιλιάς, σαν πρώτα;

Kαταλυεί το ’νιν το χώμα, κλώθεται η μοίρα της οργής;
Λυσσάει με το τρικύμισμα το βορινό το κύμα; Μαίνεται στην αναβροχιά, μανίζει με τη στέγνια;
Ακόμη γίνoνται Σεπτέμβρη τα χαρούπια
ξεσπάνε τα πάθη της καρδιάς;
Θυμάστε ακόμα την άκρη του μακρύ γιαλού

(γιαλό-γιαλό πηγαίναμε στις ξέρες
κι αρμενίζω)

ναυτάκια του καλοκαιριού και τα μεγάλα της Αμμοχώστου
τ’ άστρα;

Φουσκώνει ο μούστος στο τσαμπί,
ζει, ζει και ζει το πείσμα σας στο κοχλαστό το θέρος;

ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

~.~

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΤΗ
«οι δυο λεπίδες του καλοκαιριού». Πρβλ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ποιήματα: 1961-2017, Ίκαρος, Αθήνα 2019, σ. 169.
«σ’ένα νησάκι…σκόπελο»: Πρβλ. το τελεσίγραφο που έστειλαν οι Τούρκοι στη Γαληνοτάτη το 1570, ζητώντας την παράδοση της Κύπρου: «Και επειδή αυτός [=ο Σουλτάνος] γνωρίζει πως δεν δύνασθε να αντισταθείτε εις έναν τοιούτον ισχυρόν Μονάρχην, σας παρακινεί, ως φίλος, να διαλέξετε το ωφελιμότερον […], εάν θέλετε να αποφύγετε τας επικειμένας δυστυχίας του Πολεμου. Τι είναι η Κύπρος, παρά ένας σκόπελος; ένα μικρόν νησάκιον, τι κάμνει να το παραιτηθήτε της αυτού Μεγαλειότητος, διά να τον ευχαριστήσετε;». Στο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Επιφανίου, Λευκωσία 2001 (α΄ έκδ. Βενετία 1788), σ. 414.
ΤΟΥ ΜΑΖΩΧΤΗ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ)
«κεφάλι»: Η αναφορά στον βιασμό 18χρονης από την Καρπασία, όπως τη διηγήθηκε ο Αχμέτ Ντεριά στη Σεβγκιούλ Ουλουντάγκ και δημοσιεύτηκε στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Afrika (27 Ιανουαρίου 2008): «Εξιστορούνται γεγονότα του ’74 στην Καρπασία. […] Στην περιοχή του Ταύρου Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να βιάσουν μια 18χρονη Ελληνίδα. Επειδή η κοπέλα όμως αντιστάθηκε, της κόψαν το κεφάλι, το ξεχώρισαν από το σώμα, και μετά βίασαν το ακέφαλο σώμα». Αναδημοσίευση στο «Τούρκοι, 1974 μ.Χ.», Αντιφωνητής, Θράκη, 6 Φεβρουαρίου 2008, σ. 8.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΤΖΙΤΖΙΚΙΩΝ ΠΟΥ ΑΓΑΛΛΟΝΤΑΙ
«Ακόμα…τα χαρούπια»: Πρβλ. το ποίημα του Gabriele d’Annunzio για την Κύπρο, «Le carubbe», Laudi del cielo del mare della terra e degli eroi, τόμ. ΙΙΙ, Alcyone, Fratelli Treves Editori, Μιλάνο 1908, σ. 270.
«και τα μεγάλα της Αμμοχώστου τ’ άστρα»: Στίχος του Βούλγαρου ποιητή Nikola Vaptsarov από το ποίημά του «Γράμμα», στο Κύπρος αγάπη μου, επιμ. Marin Zhechev και Michael Berberov, [Λευκωσία] 1984, σ. 3.
«Ζει ζει και ζει»: Πρβλ. Οδυσσέας Ελύτης, Τα ρω του έρωτα, Αστερίας, Αθήνα 1972, σ. 27: «Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι / γεια σας κι η ώρα η καλή / Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; / κι’ όλ’ αποκρίνονταν μαζί // «Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει»· και Κωστής Παλαμάς, «Κύπρος», Η πολιτεία και η μοναξιά, στο Άπαντα, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., τ. 5: σ. 336: «στ’ ωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε / και ζη και ζη και ζη!».

«Να καθαρίσει ο τόπος»

Έρινα Χαραλάμπους Πλεκτάνη, Θράκα 2020

 του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Μετά την πρώτη και ίσως σιωπηλά αποκηρυγμένη πεζογραφική της απόπειρα Μ’ αγαπούς; (2010), η Έρινα Χαραλάμπους επανέρχεται με μιαν ωριμότερη ποιητική κατάθεση που τιτλοφορείται Πλεκτάνη (Θράκα 2020). Στα ολιγόστιχα, κατά βάση, όχι ποιητικά ισοϋψή κείμενα της ανά χείρας καλαίσθητης συλλογής πληθαίνουν οι εξομολογητικές στιγμές ενός ευαίσθητου ποιητικού εγώ που ασφυκτιά στο άξενο και διαβρωμένο κοινωνικοπολιτικό του περιβάλλον. Σε αρκετά, λοιπόν, ποιήματα του βιβλίου η κοινωνική περιθωριοποίηση, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κατανάλωση των σχέσεων, αλλά και η γενικότερη πολιτικοκοινωνική διαφθορά και αλλοτρίωση αποτελούν διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του σύγχρονου παράλογου. Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα α) της διάψευσης των παιδικών-νεανικών ονείρων, β) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της νέας γενιάς, γ) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, δ) της πανταχού παρούσας ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης-διαφθοράς και τέλος ε) το διαχρονικό δράμα του πολέμου, της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης συνδέονται άρρηκτα στη συλλογή με μιαν επώδυνη βυθοσκόπηση στην αυστηρά ιδιωτική περιοχή του ποιητικού προσώπου· εκεί όπου κυριαρχούν η αίσθηση της μόνωσης, του θανάτου και της διάψευσης του έρωτα, που συνυφαίνονται με την αποτυχία του στίγματος της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης ή της συλλογικής ταυτότητας.

(περισσότερα…)