σύγχρονη ελληνική πεζογραφία

Όταν στέρεψε ο Αχέροντας

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Κάτω από το σπίτι μου ζει ένας άστεγος. Βέβαια, δεν είναι ακριβώς άστεγος. Πριν χρόνια, δεν θυμάμαι κι εγώ πόσα, ήρθε με το σαραβαλιασμένο, πράσινο βανάκι του και πάρκαρε δίπλα από την παιδική χαρά. Δοκίμασε μερικές θέσεις. Πήγε το βανάκι λίγο μπροστά, λίγο πίσω, στο τέλος βρήκε ένα καλό σημείο με σκιά, κάτω από μια χαρουπιά. Κι έμεινε εκεί. Περνάω κάθε μέρα δίπλα του. Σχεδόν άδειο το βανάκι στην αρχή, με τους μήνες και τα χρόνια το γέμισε με την προίκα του. Δεν γίνεται να μη ρίξεις μια ματιά όταν περνάς από δίπλα. Μόνο το χειμώνα καλύπτει τα παράθυρα με κάτι σεντόνια. Τον υπόλοιπο χρόνο το αφήνει ακάλυπτο το κελί του, σαν άγιος που δεν έχει τίποτα να κρύψει. Έβαλε ένα ξύλινο ντουλάπι, που μάλλον θα το βρήκε πεταμένο στα σκουπίδια, στη θέση του συνοδηγού. Τον έχω δει να βγάζει από κει μέσα κονσέρβες για το μεσημεριανό του. Μετά έβαλε κι ένα γκαζάκι πάνω στο ντουλάπι. Τα πρωινά του καλοκαιριού, γύρω στις επτά, πριν ο δρόμος πιάσει πολλή κίνηση, το ακουμπάει στο πεζοδρόμιο και ψήνει τον καφέ του. Το ξέρω γιατί τον πετυχαίνω απαρέγκλιτα κάθε φορά, μετά από μια νύχτα αϋπνίας, όταν βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω και να μαζέψω κουράγιο για την ανηφόρα της υπόλοιπης μέρας μου. Δεν έπινα καφέ. Τώρα πίνω. Μόνο όμως παρέα του, μόνο σ’ εκείνα τα επίχειρα πρωινά που ακολουθούν μια νύχτα εξάντλησης. Αυτά τα πρωινά γίνονται όλο και πιο συχνά πλέον. Από πού βρίσκει νερό; Δεν είμαι σίγουρος. Έχει κάτι εικοσάλιτρα, άσπρα μπιτόνια που τ’ ακουμπάει στο παρτέρι. Τα βάζει κάτω από τους πλαστικούς σωλήνες του αυτόματου ποτίσματος που έχει περάσει ο δήμος και μαζεύει νερό. Ίσως να τους έχει κάνει και κάποια τρύπα. Το πίνει αυτό το νερό ή το έχει μόνο για πλύσιμο; Στο κουβούκλιο, στο πίσω μέρος του βαν, έχει απλώσει ένα στρώμα με κουβέρτες. Έχει και μια μικρή τηλεόραση. Δεν είναι καν ασπρόμαυρη. Βγάζει ένα φως μπλε που διαφεύγει τα βράδια από τα πίσω παράθυρα σε σπασμούς, λες και το βανάκι μηρυκάζει μέσα στο σκοτάδι το φως του ήλιου που όλη μέρα έπεφτε πάνω στις λαμαρίνες του.

Στην τελευταία απογραφή, πριν πέντε-έξι χρόνια, έπιασα κι εγώ δουλειά ως απογραφέας. Αφού τελείωσα με τα οικοδομικά τετράγωνά που μου αντιστοιχούσαν και παρέδωσα τα χαρτιά μου, με πήρε τηλέφωνο η υπεύθυνη του τομέα μου. Έγινε κάποιο παράπονο στον δήμο. Αμέλησα να πάρω συνέντευξη από τον άστεγο. Πήρα ξανά τις φόρμες μου και κατέβηκα στο βαν. Χτύπησα, ξαναχτύπησα, τίποτα. Κοίταξα από τα πίσω τζάμια, κανείς. Κοίταξα από τα μπροστινά, πάλι κανείς. Πάνω στο ξύλινο ντουλάπι όμως είδα στοιβαγμένα τρία βιβλία. Την προηγούμενη είχα πετάξει στον κάδο μερικές σακούλες με βιβλία. Μέσα στις σακούλες ήταν κι αυτά τα τρία. Ίδιοι τίτλοι, ίδιες εκδόσεις. Δεν γινόταν να είναι απλή σύμπτωση. Ο εκνευρισμός μου για τη γραφειοκρατική τυπολατρία του μετατράπηκε σε μια συγκαταβατική ευθυμία. Μετά από μήνες τον πέτυχα πρωί να σηκώνεται από τον ύπνο, με ανοιχτά τα φύλλα της πίσω πόρτας. Πάνω σε μια κρεμάστρα, στο εσωτερικό του ενός φύλλου, κρεμόταν ένα μπουφάν που είχα πετάξει πριν λίγες μέρες στα σκουπίδια. Ταράχτηκα αυτή τη φορά. Τι άλλο έχει μαζέψει από τα πράγματά μου; Δείχνει μία προτίμηση σε ό,τι πετάω εγώ. Άραγε ψάχνει τα σκουπίδια μου; Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, αυτό σημαίνει ότι ξέρει τι τρώω, τι πίνω, τι λογαριασμούς πληρώνω, σε ποιους γιατρούς πηγαίνω. Ξέρει ποιες είναι οι ένοχες, μυστικές μου απολαύσεις που κι εγώ ο ίδιος τις διώχνω χωρίς να τις αφήνω για πολύ στο σαλόνι της συνείδησής μου. Αυτός ο άστεγος κρατάει ένα φωτοαντίγραφο του εαυτού μου. (περισσότερα…)

Advertisement

Γιάννης Ρίτσος, Στο μπουζουξίδικο του Θύμιου

*

Προλογικά-Επιμέλεια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Ο Ρίτσος εξέδωσε το Ίσως να ’ναι κι έτσι ως το τέταρτο εξομολογητικό πεζογράφημα (από τα συνολικά εννέα που είχε γράψει), προσπαθώντας να ιστορήσει μια ψυχική τοιχογραφία συναπαρτισμένη από παραμελημένες και παραθεωρημένες συλλογικές μα και βαθύτατα προσωπικές στιγμές, με διάσπαρτα στοιχεία και σπαράγματα αυτοβιογραφικής κατάθεσης, την οποία κι ενδεικτικά ονομάτισε «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων». Μιλούσε για πράγματα δηλαδή εκεί μέσα που η αριστερή του στράτευση επί χρόνια του επέβαλε να βάζει στην άκρη και να χώνει παράμερα, να αυτολογοκρίνει και να φιμώνει το δημόσιο ξεστόμισμά τους, παρότι είχαν χαραχτεί αξεδιάλυτα στην ψυχή και το σώμα, τόσο το δικό του όσο κι αρκετών της γενιάς του. Είναι ενδιαφέρον πως ο Ρίτσος όλα εκείνα τα γραπτά τα είχε στο συρτάρι του για δεκαετίες, μέχρι τη στιγμή που πήραν την οδό της δημοσίευσης.

Η έκδοση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην αριστερά και η συζήτηση κι η υποδοχή τού κειμένου περιστράφηκε κυρίως –αν όχι αποκλειστικά– γύρω από την εμφανή και διάχυτη παρουσία της σεξουαλικότητας, μα και μιας ομοφυλοφιλικής ερωτικής έκφρασης που ευδιάκριτα στίζει ορισμένα από τα πεζά αφηγήματα στο συγκεκριμένο έργο του ποιητή.

Ο ίδιος, έχοντας ήδη υποψιαστεί τις επερχόμενες αντιδράσεις, έγραφε, οιονεί προ-απολογούμενος, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής:

«άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας, παράξενα “πράματα” που μιλάνε για όλα, για όλους, για πάντα, όπως ένα παπούτσι μονάχο στο ποτάμι, ένα κέρατο βοδιού σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο, ένα πιάτο παντζάρια στο έρημο πανδοχείο, το κέρας του κυνηγού στο φαράγγι, μια άδεια καπότα στο χορτάρι του Δημοτικού Κήπου, ο καθρέφτης του ασανσέρ μ’ ένα τριαντάφυλλο, ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη μέσα στο μισοφώτιστο ναυτικό μπαρ χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου με το ’να του δάχτυλο, οι δυο Άγγελοι που μπαίνουν στο μπαρμπέρικο του Μεταξουργείου ναν τους κουρέψουν λίγο τα φτερά τους που παραμεγαλώσανε κι ο μπαρμπέρης τα χάνει και του πέφτει το μεγάλο κύπελλο με τη σαπουνάδα και πιτσιλιέται ο χρυσοβαμμένος μυγοφτυσμένος καθρέφτης κι οι δυο Άγγελοι που κοιτιούνται στον καθρέφτη βλέπουν το πρόσωπό τους διάστικτο με αφρούς σα να χιονίζει, και πράγματι χιονίζει στο Σανατόριο της Πάρνηθος κι απλώνεται παντού μια ευλογημένη ασπράδα, μια ζεστή όμως ασπράδα, ως πέρα πέρα, μια συγγνώμη τόσο διάφανη που βλέπεις απ’ την άλλη της μεριά τα τέσσερα πλοία που φεύγουν και μένει μόνη μια βαλίτσα στην προκυμαία κι ο τελωνοφύλακας κοιτάει τ’ αντικρινό μπαλκόνι – πράγματα ασήμαντα δικά σου, δικά μας, ναι, ασήμαντα που ωστόσο σε βεβαιώνουν τρυφερά πως υπήρχες, υ π ά ρ χ ε ι ς,  θ α  υ π ά ρ χ ε ι ς  κι είσαι όμορφος κι αγαπημένος κι όλα είναι όμορφα κι αγαπημένα κι είναι κατορθωτό το ακατόρθωτο, τόσο που ξύνεις το κεφάλι σου και κλαις σα βλάκας, γιατί είμαι βλάκας βρε Πέτρο και σ’ αγαπάω για όλα»

(«Θύμησες, πράγματα, λόγια»)

Από αυτόν τον τόμο ξεδιάλεξα την παραπάνω αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από ένα ζεϊμπέκικο χορό και την τελετουργία του, που σήμερα, μόλις σαράντα χρόνια μετά, μοιάζει τόσο αλλόκοτος και μακρινός, σχεδόν μυθικός, γέννημα της φαντασίας. Στους γύρους του χορευτή σ’ αυτόν τον ζεϊμπέκικο στροβιλίζονται και χορεύουν μνήμες ζωής αλλοτινής, εμπειρίες κοινές, συνυπαρκτικές, κινήσεις και χειρονομίες απλές και μυστικές, τελετουργίες ανέκφραστες, σιωπές εύγλωττες, θραύσματα και θρύψαλα από ένα ενιαίο κάποτε μωσαϊκό ζωής, που έχει πια φθαρεί αμετάκλητα κι έχει παραμεριστεί απολησμονημένο, όταν δεν προβάλλεται πλέον σε διαστροφικά μεταλλαγμένο καταναλωτικό ευδαιμονικό απείκασμά του. Λείψανα μοναχά, σποραδικές επιβιώσεις, σπαράγματα ελάχιστα ανιχνεύονται κι αναδύονται πού και πού, εδώ κι εκεί. Πού εκκλησίασμα πια, πού δισκοπότηρα και που μετάληψη τελετουργιών μυστηριακών, κοινών, συλλογικών και ζωογόνων. Διόλου τυχαία δα δεν κλείνει κι η αφήγηση μνημονεύοντας τον σικελιανικό Διθύραμβο του Ρόδου;

(περισσότερα…)

«Ο όγκος» και άλλες ιστορίες

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΛΤΣΑ

~ . ~

Ο ΟΓΚΟΣ

Χθες έμαθε τα αποτελέσματα. Δεν είναι μόνος. Έμαθε πως μαζί του μένει ένας όγκος. Συγκάτοικος αξεχώριστος. Όπου αυτός μαζί και ο όγκος. Μήτε τον βλέπει μήτε τον ακούει. Όμως, του είπαν ότι είναι εκεί. Ο όγκος πάλι τον ακούει και τον βλέπει. Τι να σκέφτεται άραγε; Και πώς ενώ ζουν μαζί βλέπουν άλλους κόσμους;

Άραγε και ο όγκος ένιωθε τόσο μόνος όσο εκείνος και βγήκε από τα μέσα του, για να του κάνει παρέα; Να είναι εχθρός ή φίλος;

Το πρωί στο μετρό κανείς δεν παρατήρησε τον όγκο. Και στη δουλειά κανένας δεν τον είδε. Κι όμως κάτι θα έπρεπε να είχαν δει. Πάντα μυρίζονται οι άλλοι τον μοναχό άνθρωπο. Θα έπρεπε να έχουν δει ότι δεν είναι πια μόνος.

 

ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΞΗΣ

Στην αρχή, είσαι το αθώο νεογέννητο. Με ενθουσιασμό, με βεβαιότητες αμέριμνες. Θα λειτουργούν όλα, όπως τα λέει το εγχειρίδιο με τις οδηγίες χρήσης. Ύστερα, κάτι ψυχανεμίζεσαι: απρόσμενη δυσλειτουργία. Μα αυτό είναι ο κανόνας. Ο αληθινός τρόπος λειτουργίας είναι ο λαθεμένος.

«Θα κάνω τη διαφορά», μονολογείς με πάθος, με ασύνετη πεποίθηση. «Μπορώ».

Μετά, τα ερείσματα που υπολόγιζες αποδεικνύονται πλάνες· προσωπικές κι άλλων πριν από σένα που κατάλαβαν ότι το εγχειρίδιο των οδηγιών είναι εκούσια και μεθοδικά ακατάλληλο, παραπλανητικό.

Λίγο μετά, η παραίτηση. Το μηχάνημα ούτε αντικαθίσταται ούτε τροποποιείται ούτε καταστρέφεται. «Παρ’ το απόφαση. Αυτή είναι η μόνη ζωή για σένα.»

Στο τέλος, η συνθηκολόγηση. Δεν έχει άλλο εγχειρίδιο. Δεν έχει άλλη ζωή. Κι εγώ με τους άλλους. Το λάθος είναι το σωστό.

Τέλος της ιστορίας.

Στην αρχή, είσαι το αθώο νεογέννητο… (περισσότερα…)

Αργύρης Χιόνης, Οι εμβάδες

*
Στον Κωστή Παπαγιώργη

Οι εμβάδες ουδεμία σχέση έχουν με τις αμοιβάδες. Ζώα είναι κι αυτές, αλλά πολύ πιο εξελιγμένα. Είναι ένα είδος οικόσιτων υποζυγίων και, ως προς αυτό, διαφέρουν επίσης από τα υποδήματα που είναι υποζύγια ανοικτού εδάφους. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι εμβάδες κινούνται στο περιορισμένο εμβαδόν ενός σπιτιού, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι διανύουν μικρότερες αποστάσεις από τα υπο­δήματα, ιδίως όταν πρόκειται για εμβάδες που μεταφέρουν εξαιρετικά δραστήριες οικοκυρές, οπλι­σμένες με σφουγγαρόπανα, σκούπες και ξεσκονίστρες, από δωμάτιο σε δωμάτιο και από μπάνιο σε κουζίνα κι από κουζίνα σε βεράντα και σε σκάλα και σε πεζοδρόμιο και πάλι πίσω, από δωμάτιο σε δωμάτιο… Χιλιόμετρα ολόκληρα διανύουν, κάθε μέρα, αυτά τα υπομονετικά υποζύγια, περιφε­ρόμενα μέσα στα περιορισμένα τετραγωνικά μιας κατοικίας.

Παρά την καθημερινή, σκληρή ταλαιπωρία τους, αυτά τα αγαθά ζωντανά ουδέποτε διεμαρτυρήθη­σαν ή εξέφρασαν το παραμικρό παράπονο. Αντίθετα, τα υποδήματα, όντα εκδικητικά από τη φύση τους, πρήζουν ή γεμίζουν με φλύκταινες και κάλους τα πόδια των αφεντικών τους.

Ένα άλλο αξιέπαινο χαρακτηριστικό των εμβάδων είναι η ολιγάρκειά τους. Εν αντιθέσει προς τα δήθεν κοινωνικά, αλλά στην ουσία, φαντασμένα υποδήματα, δεν χρειάζονται ούτε ξεσκονίσματα ούτε γυαλίσματα. Το μόνο που ελπίζουν (όχι απαιτούν) είναι τα πόδια που χώνονται μέσα τους να έχουν, προηγουμένως, πλυθεί, να έχουν αποκαθαρθεί από τη χυδαία υποδηματίλα ή ποδαρίλα, όπως συνήθως ονομάζεται.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι εμβάδες έχουν γίνει σύμβολο της τεμπελιάς, της απραξίας, της απόσυρσης από τη δράση. Οι επιβήτορές τους, όταν πρόκειται για άντρες και όχι για δραστήριες οι­κοκυρές, θεωρούνται κάτι σαν παραιτημένοι απ’ τη ζωή ή, απλώς, τεμπέληδες. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ψευδές από αυτό. Ως απόδειξη περί του αντιθέτου, αρκεί να αναφέρω την περίπτωση των κυρίων Μπαλζάκ και Προυστ που, επιβαίνοντες των παντουφλών τους, διήνυσαν τεράστιες αποστάσεις μέσα στην αχανή στέπα της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς να έχω δει τις σχετικές πληροφορίες, φαντάζομαι ότι το ίδιο έπραξε και ο κύριος Ντοστογιέβσκη.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

Όντα και μη όντα, 2006

*

*

Χρήστος Βακαλόπουλος, Παραμύθι

*

Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ’ ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα.

Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν. (περισσότερα…)

Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης»

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Κυριάκου Μαργαρίτη,
Εννέα, Ίκαρος, 2021

Τι συνιστά ένα μυθιστόρημα; Εκτενής αφήγηση γύρω από έναν συγκεκριμένο μύθο, βεβαίως. Συγκεκριμένη πλοκή, επίσης. Άρτιοι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι και υφολογικά διακριτοί μεταξύ τους, οπωσδήποτε. Πώς λοιπόν ένα βιβλίο πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, όπου η αφήγηση περιστρέφεται μονολογικά γύρω από ένα τοπικά προσδιορισμένο ιδεολογικό (έως και προσωπικό) ζήτημα, όπου οι παγιωμένες αφηγηματολογικές θεωρίες καταρρίπτονται, τα είδη αλλά και τα γένη διαπλέκονται οριακά κατορθώνει να υπηρετήσει επάξια και χωρίς επιφυλάξεις το είδος που αναγράφεται στο εξώφυλλο;  Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη επαναφέρει και απαντά ξανά όλα τα ήδη απαντημένα ερωτήματα, κεντρίζοντας συνάμα το αναγνωστικό αισθητήριο – συγκινεί και ανοικειώνει, τέρπει και ενοχλεί.

Πρόκειται προφανώς για ένα λογοτεχνικό αρχιτεκτόνημα το οποίο θεμελιώνεται μεταφυσικά πάνω στον ιερό αριθμό 9. Πολλαπλάσιο του ορθόδοξου ιερού 3, ίδιο με τον αριθμό των μουσών, «υψηλότερο από τους απλούς αριθμούς, ίσως φτάνει να εκφράσει το μυστήριο επαρκώς»,[1] το εννέα «το ακαταμέτρητο» (ό.π., 265) κρατά σαν σφιχτή σταυροβελονιά τα αιωρούμενα επιμέρους στοιχεία του έργου. Ο αφηγητής συγγραφέας βρίσκεται στο παράκτιο Φλίτγουντ της Αγγλίας όπου στο μπαρ του ξενοδοχείου “Σαβόι” θα συναντηθεί νοερά με τον νεκρό δήμιο Χάρι Αλεν, τον “εκτελεστή” του Στέμματος στην Λευκωσία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Ο Άλεν είναι ο άνθρωπος πίσω από την αγχόνη των εννέα αγωνιστών που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από το ικρίωμα και τη θηλιά: «Τη αυτή ημέρα, ο άνθρωπος που κάθεται πλάι μου, ο νεκρός στο Σαβόι, στην πρώτη αποστολή του στην Κύπρο, μετά την προαγωγή του σε αρχιδήμιο, κρέμασε τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου, πρώτους από εννέα παιδιά. Η ανάσα τους είναι παντού πάνω του. Τη θέλω πίσω. Ολόκληρη» (ό.π., 79). Με μόνιμη υπόκρουση το «Hotel California», σε μια λούπα η οποία κάθε φορά ενορχηστρώνεται διαφορετικά, ο αφηγητής περιδιαβαίνει ολόκληρη την ιστορία της Κύπρου, συνθέτοντας έτσι, εν έτει 2021, το συναξάρι των εννέα κρεμασμένων παιδιών (ό.π., 21):[2] (περισσότερα…)

Τύμπανα

*

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Τα τύμπανα χτυπούσαν από τα χαράματα. Το παρελθόν ήταν βιωμένο, το μέλλον προδιαγεγραμμένο και η αιωνιότητα ήταν τώρα.

Εδώ τα δάκρυα των καιρών, τα δάκρυα των πραγμάτων.

Κι όσοι καταλάβαιναν, όσοι πασκίζαν να μας ξυπνήσουν, άλλος εδώ, άλλος εκεί. Άλλοι πνίγονταν μέσα στο νερό, για να γλιτώσουν. Κι όσοι είχαν πέσει δεν ξανασηκώνονταν.

Ένα αστραφτερό λαμπύρισμα από δόρατα, ακόντια, ξίφη, αισθανόσουν τον θάνατο να αντανακλάται στο γυαλιστερό καθρέφτισμα των σπαθιών, ανάμεσα στις οιμωγές των γερόντων και τις κατάρες των γυναικών — το ανεύθυνο της ζωής και της μοίρας. Ένας που κράταε μιανού παιδιού τους κύβους, έναν πετώντας στον αέρα κι άλλον να τον τσαλαπατά μ’ αόριστους αλαλαγμούς ευχαρίστησης, λες και γύρευε να του βγάλει κι αυτουνού την ψυχή.

Ήξερε πως οι άνθρωποι, λίγο από ανεπάρκεια, ίσως κι από ένα καλά χωνιασμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, αρπάζουν ο ένας τον άλλο απ’ όπου βρουν, όπως τα θηρία. Άλλοτε πάλι, μια ανέμελη νεότητα στα πρόσωπά τους, στο ιλαρό τους βασίλειο, ανίδεοι και χορτάτοι μπροστά στην αμείλικτη εμπειρία μας, με φανατική φορά προς το αφεύγατο φευγιό τους. Τόσες ανέξοδες, σπαταλημένες ζωές γύρω της, δίχως ν’ αφήνουν ίχνη.

Αόρατα χέρια εγείρουν τα κάστρα που μέλλει να παίξουμε μέσα τον ρόλο μας, χωρίς να μας ρωτήσουν. Κάποιος έχει ήδη στήσει για σένα τα σκηνικά, ακόμα κι αν έχεις γεννηθεί έτοιμος για μια μεγάλη ανθρώπινη μοίρα. Αλλά, φανταζόταν, δεν γίνεται όλα να χαθούν, κάπου θα υπάρχει ένα πέρασμα, κάπου θα υπάρχει ένας δρόμος που, αν τον ανέβαινε κανείς με θάρρος, θα τον έβγαζε σε τόπους που οι πιο κρυφές επιθυμίες του αποζητούσαν, κάπου οι πατρίδες και τα βουνά πρέπει να ζουν αιώνια, πέρα από τη λήθη, κάπου θα υπάρχει μια περιοχή ανεκμετάλλευτη, άβατη, άπλαστη, άμωμη, γεμάτη φθόγγους και ρυθμούς, κάπου το ανθρώπινο πνεύμα ανθεί, κάπου το ανθρώπινο πρόσωπο θα πρέπει να ζει αδιαίρετο.

Εκείνη τη στιγμή οι ουρανοί θα μπορούσαν να ανοίξουν γύρω της μεμιάς κι όλοι της οι μυστικοί άγγελοι να της προσφέρουν, με μια βαθιά υπόκλιση, ένα μακρύ δαφνόκλαδο, ένα βιολί και μια κορόνα. Ετούτα την έβρισκαν όμως αδιάφορη, όπως και ότι την πράξη της ίσως κανείς ποτέ να μην τη μάθει, μπροστά στον κόσμο της που έγερνε στον αφανισμό. (περισσότερα…)

Σύμβολα και αρχέτυπα στην ελληνική πεζογραφία

*

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Σύμβολα και αρχέτυπα εντοπίζονται σε όλο το σώμα της λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης. Μπορεί η παρουσία τους να είναι πιο εμφανής στην ποίηση αλλά τα χρησιμοποιεί κατά κόρον και η πεζογραφία με τους δικούς της τρόπους και για τους δικούς της σκοπούς.

Το σύμβολο είναι πρόσφορο στοιχείο της αφήγησης τόσο από αισθητική-υφολογική άποψη, όσο και από νοηματική. Ανάλογα με την συχνότητα εμφάνισής του μέσα στο κείμενο και σε συνάρτηση με τη σημασιολογική του βαρύτητα μπορεί να φωτίσει πλευρές του νοήματος ή να το συσκοτίσει. Συνήθως υπάρχει για να ανοίγει δίαυλους επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Γιατί είναι αναγνωρίσιμο, όλοι σχεδόν είμαστε σε θέση να το εντοπίσουμε και να συμφωνήσουμε μέχρι έναν βαθμό ως προς τις ποιότητες που του αποδίδονται. Να του προσδώσουμε αρχικά μια θετική ή αρνητική σημασία. Με αυτή την έννοια το σύμβολο ενισχύει την επικοινωνιακή δύναμη του κειμένου στο οποίο εντάσσεται και γίνεται από μόνο του ένα καίριο ερμηνευτικό κλειδί.

Ακόμη το σύμβολο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και σε επίπεδο πλοκής. Παίρνει συχνά τον ρόλο του MacGuffin, ενός αντικειμένου δηλαδή που εκπέμπει μυστήριο και σημασία και αναγκάζει μεγάλο μέρος της πλοκής να περιστρέφεται γύρω του. Κάποιες φορές μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Συντελεί στην τονικότητα της αφήγησης και δημιουργεί σημάνσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Ένα ποίημα βρίθει από σύμβολα. Για παράδειγμα η «Στροφή» από την ομώνυμη συλλογή του Σεφέρη που είναι έντονα επηρεασμένη και από το συμβολιστικό κίνημα. Σχεδόν σε κάθε στίχο εκεί δεσπόζει ένα σύμβολο. Σχεδόν κάθε ουσιαστικό που εμφανίζεται στο ποίημα έχει συμβολική διάσταση. Κάτι τέτοιο μπορεί φαινομενικά να θολώνει το νοηματικό τοπίο αλλά αποτελεί συγχρόνως και πυξίδα κατανόησης. Το πιο στέρεο έδαφος που έχουμε στο ποίημα είναι οι λέξεις με τη συμβολική τους σημασία και αυτό που χρειάζεται για να διαρρήξουμε τη μεμβράνη του απροσπέλαστου είναι να δούμε πως συνομιλούν μεταξύ τους, ποια η σχέση τους, ποιοι οι αντιθετικοί πόλοι που σχηματίζουν. (περισσότερα…)

Όχι πια έρωτας, όχι γάμος

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό έβδομο, συνέχεια του προηγούμενου, απόσπασμα από τη μυθιστορηματική βιογραφία της Ελισάβετ Β. Κονταξάκη, οι δυο φίλες, Φλωρεντία Ναϊτινγκέηλ και Ελισάβετ, εκμυστηρεύονται προσωπικά βιώματά τους και, αντιμέτωπες με διλήμματα, συζητούν για τον έρωτα, την πολιτική και το ιδανικό της αφοσιωμένης προσφοράς στον άνθρωπο.

~,~

Λίγο μετά το κυριακάτικο γεύμα η Ελισάβετ βρήκε τη Φλωρεντία στη βιβλιοθήκη των Χιλλ σκυμμένη πάνω από ένα  δερματόδετο βιβλίο· μόλις εκείνη την είδε, γύρισε πίσω τις σελίδες και της διάβασε τον τίτλο δυνατά: Life, Letters and literary remains of John Keats, by Richard Monckton Milnes, in two volumes….

— London 1848, συμπλήρωσε χαριτολογώντας η Ελισάβετ, που είχε ήδη βρεθεί δίπλα της κι έβλεπε τη σελίδα του βιβλίου με τον τίτλο.

— Αυτός είναι ο πρώτος τόμος κι εδώ περιλαμβάνονται τα δύο σονέτα για τον Έλγιν και για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που σου έλεγα.

Η Φλωρεντία της έδωσε το βιβλίο να το περιεργαστεί. Το πήρε εκείνη στα χέρια της και το ξεφύλλιζε. Βρήκε γρήγορα τα δυο σονέτα, τα διάβασε και μετά περιηγήθηκε στις υπόλοιπες σελίδες.

— Πολύ καλή δουλειά έχει κάνει ο Μιλνς, μπράβο!

— Ο Ρίτσαρντ είναι κι ο ίδιος ποιητής, νομίζω σου το έχω πει. Πάντα θαύμαζε τον Κητς και ενδιαφερόταν για την ποίησή του. Όταν πήγε στην Ιταλία, βρήκε τον αφοσιωμένο φίλο και προστάτη του Κητς, τον γνωστό ζωγράφο Joseph Severn, και ζήτησε να μάθει περισσότερα για τον ποιητή. Εκείνος, εκτιμώντας το ενδιαφέρον του Ρίτσαρντ, του παρέδωσε όλο το αρχείο του, αφού ο ίδιος δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να το φέρει στο φως. Από τότε ο Μιλνς ξεκίνησε μια φιλολογική εργασία για τον Κητς που κράτησε σχεδόν οκτώ χρόνια.

— Μιλάς με τόσο θαυμασμό και συγκίνηση για τον Ρίτσαρντ… τι είναι για σένα αγαπητή μου Φλο ο Ρίτσαρντ; τόλμησε να την ρωτήσει η Ελισάβετ. (περισσότερα…)

Τάσος Αναστασίου, Η υπομονή και το πείσμα

*

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Η υπομονή και το πείσμα, μυθιστόρημα,
μυθιστόρημα, Αθήνα, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2022

Ένας ανασφαλής νεαρός, προσκολλημένος πεισματικά σε μια ολιγόμηνη ερωτική σχέση των φοιτητικών χρόνων του. Ο ερωτύλος φίλος του, αφοσιωμένος παράλληλα στη φιλολογική επιστήμη, προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίζει τα πάντα με την ψυχρή λογική. Ανάμεσά τους η αληθινή πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, με τον ανάλαφρο ευδαιμονισμό της, υπερβολικά αυθόρμητη, υπερβολικά παρορμητική.

Μια αντιπαράθεση διαφορετικών χαρακτήρων στην κυνική και επιπόλαιη δεκαετία του 1990, μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου, μετά τη διάψευση της επαναστατικής επαγγελίας, κυριαρχεί το κυνήγι του εύκολου κέρδους, η υστερική ηδονοθηρία, η έμμονη ενασχόληση με την τρομοκρατία, η ενθουσιώδης προάσπιση πάσης φύσεως δικαιωμάτων.

Κινούμενοι σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι ήρωες του μυθιστορήματος θα κατορθώσουν άραγε να ωριμάσουν, να αναγνωρίσουν τα όριά τους, να συναισθανθούν την τραγικότητα της ζωής;

~.~

Ακολουθεί ένα απόσπασμα (κεφάλαια 11 και 12 του τρίτου μέρους), στο οποίο παρουσιάζεται ένα τυπικό βράδυ από τη συναναστροφή του ανασφαλούς και δειλού ήρωα με την τωρινή αγαπημένη του, την οποία θέλει αγωνιωδώς να απομακρύνει από κοντά του, θεωρώντας την εμπόδιο στη μονομανή ενασχόλησή του με την Ειρήνη, την ιδανική ερωτική φίλη του παρελθόντος. (περισσότερα…)