σχολείο

Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Ένα μικρό χωριό ήταν το 1948 η Παλαιοχώρα ή Παλιόχωρα, όπως ήταν γνωστό το όνομα με το οποίο τη γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρήτης. Στις μέρες μας έχει εξελιχτεί σε έναν γοητευτικό και ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό, αλλά και σε ένα δραστήριο κέντρο συναλλαγών και εμπορίου της ευρύτερης περιοχής του νοτιοδυτικού άκρου του νομού Χανίων.

Στο Γυμνάσιο της  Παλιόχωρας υπηρετούσε ως καθηγητής μαθηματικών ο πατέρας μου. Στο σπίτι η μάνα μου παιδευότανε με τα  τέσσερα όχι και τόσο εύκολα αγγελούδια της. Η αφεντιά μου, ως πρωτότοκος, δημιουργούσε τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο πατέρας μου, το συζήτησε με τον φίλο του, Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου και αποφασίστηκε να με στείλουν στην Α΄ τάξη του σχολείου, ως ακροατή! Επαρχιακή αυθαιρεσία είπατε; Αυτό μπορούσε να γίνεται την εποχή εκείνη. Είσοδος στα Πανεπιστήμια με βαθμούς 2 ή 3 ή 5, πλαστά ή μαϊμού πτυχία και λοιπές επαναστατικές και εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδικασίες δεν υπήρχαν τότε. Από το αυτί λοιπόν –κυριολεκτώ εδώ– και στον δάσκαλο.

Πήγαινα λοιπόν στο σχολείο και μάθαινα την αλφαβήτα και την προπαίδεια και υποσχέθηκα πως έτσι θα έκανα καθημερινά, αφού όμως και ο κύριος Διευθυντής είχε αναλάβει τη δική του ευθύνη να μου προσφέρει ένα μικρό χωνί ζάχαρη κάθε μέρα την ώρα του μεγάλου διαλείμματος. Με αυτά και με τ’ άλλα η εκπαίδευσή μου ξεκίνησε με καλούς οιωνούς. Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου ο Δάσκαλος μας πληροφόρησε πως θα ερχόταν κάποιος άλλος, ένας πιο σοφός Δάσκαλος, να δει αν ο δικός μας Δάσκαλος κάνει καλά τη δουλειά του κι αν εμείς είμαστε μαθητές της προκοπής. Ήρθε λοιπόν ο κύριος Επόπτης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και μας ζήτησε να γράψουμε με λίγα λόγια γιατί αγαπούμε το χωριό μας. Δεν θυμάμαι πώς σκέφτηκα και έγραψα ότι έγραψα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως αφού δώσαμε όλες και όλοι τα γραπτά στο Δάσκαλό μας βγήκαμε έξω για το μεγάλο διάλειμμα. Πήγα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή, πήρα το χωνάκι μου με τη ζάχαρη και αμολήθηκα στην αυλή. Είχαμε ήδη επιστρέψει στην τάξη μας όταν εισήλθαν ο Δάσκαλός μας και ο κύριος  Επιθεωρητής ο οποίος κρατούσε στο χέρι του τα γραπτά μας. Κάθισαν δίπλα-δίπλα πίσω από την έδρα οι μεγάλοι μας κριτές και άρχισαν κάτι ψου ψου ψου και πάλι ψου ψου ψου και μετά ο κύριος Επιθεωρητής ρωτά:

— Ποιος είναι ο Μπουζάκης; (περισσότερα…)

Advertisement