*
του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τοῦ Πούσκιν, ποὺ γι’ αὐτὴν ἔγραφα σὲ περασμένη ἐπιφυλλίδα, ἔφερε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ θύμησή μου τὶς μορφὲς τῶν μεγάλων ρωμαντικῶν ποὺ γεμίζουνε μὲ τὴν ἀνήσυχη ζωή τους τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ περασμένου αἰώνα.
Πάντα σὰ συλλογίζουμαι τὸ κίνημα τοῦ ρωμαντισμοῦ, ὁ νοῦς μου γεμίζει εἰκόνες μιᾶς αἰώνια ἀγέραστης νιότης. Σὲ καμιὰν ἄλλη περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς λογοτεχνίας δὲν ἐφθάσανε στὸν τάφο τόσοι ποιητὲς πάνω στὸ ἄνθισμα τῆς ζωῆς τους καὶ τῆς τέχνης τους. Στὴ ρωμαντικὴ ποίηση λίγοι εἶναι οἱ γέροι. Λὲς καὶ βιάστηκαν οἱ πιὸ πολλοὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο πρὶν νὰ συμπληρώσουνε τὴν τέταρτη, καμιὰ φορὰ καὶ τὴν τρίτη δεκαετία τῆς ἡλικίας τους, γιὰ νὰ μείνουνε παντοτεινὰ νέοι. Ἀκόμη καὶ κάποιοι ποὺ τοὺς ξέχασε ὁ σωματικὸς θάνατος ὣς τὸ μισοκαίρισμα, σπάνια ὣς τὰ γεράματα, ὅπως ὁ Ζερὰρ ντὲ Νερβάλ, ὁ Νικόλαους Λενάου ἢ ὁ Φρίντριχ Χαίλντερλιν, εἴχανε πεθάνει πνευματικὰ ἀρκετὰ χρόνια νωρίτερα.
Ἔτσι μιλώντας γιὰ τὸν ρωμαντισμό, ἔρχουνται στὴ μνήμη μας οἱ εἰκόνες ἀνθρώπων νέων, συχνὰ ὡραίων, ὅπως τὶς κράτησε πάνω στὸ μουσαμὰ ὁ χρωστήρας συγκαιρινῶν ζωγράφων, αἰχμάλωτες τῆς αἰώνιας νεότητας. Ἀρυτίδωτα κι ἀγένεια πρόσωπα πλασιωμένα μὲ πλούσια μαλλιά, μάτια ὑγρά, καλοσχεδιασμένα χείλια. Εἶναι οἱ μορφὲς τοῦ Κήτς, τοῦ Σέλλεϋ, του Μπάυρον. Τοῦ Νοβάλις καὶ τοῦ φὸν Κλάιστ. Τοῦ Πούσκιν καὶ τοῦ Λέρμοντοβ. Τοῦ Πεταίφι.
Ὁ ρωμαντισμὸς ἤτανε τὸ κίνημα τῆς ζωντανῆς νιότης. Καὶ δὲν ἤτανε μόνο ἕνα κίνημα φιλολογικὸ ἢ ἔστω γενικότερα καλλιτεχνικό. Ἤτανε μιὰ ὁλόκληρη βιοθεωρία. Δὲν ἦρθε μόνο σὰν ἀντίδραση ἐνάντια στὰ ψυχρὰ καλούπια τοῦ κλασσικισμοῦ πού ’χανε καταντήσει τὴν τέχνη ὁλότελα ἄψυχη, νεκρή, κάτω ἀπὸ μιὰ ἄψογη καὶ μεγαλόπρεπη ἐπφάνεια. Ἦρθε καὶ σὰ μιὰ ἐπανάσταση τῆς καταπιεσμένης καρδιᾶς ἐνάντια στὴ δεσποτεία τοῦ Λογικοῦ. Ὁ 18ος αἰώνας, εἶναι ὁ αἰώνας τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς λατρείας τοῦ Λόγου.
Οἱ Ἐγκυκλοπαιδιστὲς κι οἱ Διαφωτιστὲς γκρεμίζουνε, βέβαια, πολλὲς σκουριασμένες ἀντιλήψεις, κοινωνικὲς καὶ πολιτικές, ἀνοίγουνε τὸν δρόμο στὴν πρόοδο, μὰ στήνουνε στ’ ὄνομα τῆς Ἐλευθερίας μιὰ καινούργια τυραννία, τὴν τυραννία τῆς Λογικῆς. Ὅ,τι δὲν εἶναι σύμφωνο μ’ αὐτὴν εἶναι ἄχρηστο καὶ βλαβερό. Τὸ ρωμαντικὸ ἄτομο, δηλαδὴ ὁ νέος, συναισθηματικὸς ἄνθρωπος, νιώθει νὰ πνίγεται μέσα στὸν κλοιὸ τῶν ὀρθολογικῶν συστημάτων ποὺ τοῦ κόβουνε τὰ φτερὰ κι ἀπειλοῦνε νὰ τὸν μεταβάλλουνε σ’ ἐξάρτημα μιᾶς μηχανῆς ποὺ θὰ δουλεύει τυφλὰ «γιὰ τὸ καλὸ τοῦ συνόλου». Κι ἐξεγείρεται. (περισσότερα…)