πεζογραφία

Ακροβατώντας στο μεταίχμιο του λόγου και των πραγμάτων

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Μαρίας Α. Ιωάννου,
Οι Ενδιάμεσοι,
Νεφέλη, 2022

Στο διήγημα της Μαρίας Α. Ιωάννου «Κλικ» (Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, Γαβριηλίδης 2011) ο «Πάκμαν» κάνει τις λέξεις «σχεδόν ποτέ» κομμάτια και τις καταπίνει. Ο αφηγητής στρέφει τις λέξεις πάνω στο χαλί (του Χένρυ Τζαίημς, υπονοουμένως και προφανώς)· δηλαδή τις επιστρέφει «από εκεί που ήρθαν» και, κατά την κυπριακή σημασία του «στρέφω», τις κάνει εμετό. Σε αυτή τη διακεκριμένη (και εξαντλημένη, δυστυχώς, μετά από τη γνωστή πολτοποίηση των εκδόσεων του οίκου Γαβριηλίδης) πρώτη συλλογή διηγημάτων της, η Ιωάννου έχει ως μότο τον Μπόρις Παστερνάκ: «Να ανακαλύπτεις ασυνήθιστα πράγματα σε συνηθισμένους ανθρώπους και με συνηθισμένες λέξεις να γράφεις γι’ αυτούς ασυνήθιστα πράγματα». Πράγματι, στη γραφή της Ιωάννου απαρατήρητα αντικείμενα παίρνουν σάρκα και οστά. Αυτή η αισθητική συνεχίζεται με συνέπεια και στο Καζάνι (Νεφέλη, 2015), αλλά και στους Ενδιάμεσους (Νεφέλη, 2022): λάμπες, πάσσαλοι, τοστιέρες πρωταγωνιστούν και αφηγούνται τη δική τους οπτική του κόσμου, ο οποίος, εν τέλει, δεν είναι λιγότερο πραγματικός από τον πραγματικό κόσμο. Στο «MODEL D234578» μια φωτοτυπική μηχανή αισθάνεται, εκπλήττεται, έχει ενοχές: «μόλις έλιωσε το κεφάλι του πάνω μου – υγρά χύθηκαν στο πουκάμισο – στη γραβάτα – μάλλον είναι αναίσθητος στο πάτωμα – βοήθεια – εγώ φταίω – χρειάζομαι προθέρμανση – δεν μπορώ να λειτουργήσω με την πρώτη – παλιό μοντέλο – τα προκαταρκτικά είναι απαραίτητα – και τα ήθελε έγχρωμα – μα ήμουν κλειστή για ώρα – θέλω τον χρόνο μου – θέλω χρόνο – το κεφάλι του – το έλιωσε – πάνω μου – έτσι – ξαφνικά – υγρά παντού – ανθρωπίλα παντού – τη μυρίζω – χειρότερη κι από μελάνι».[1] (περισσότερα…)

Advertisement

Ελένη Χαϊμάνη, Το υποκείμενο

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Το υποκείμενο που δημιουργείται εδώ διαφέρει κατάφορα από μια ιστορική στιγμή της καθημερινότητας. Είναι φτιαγμένο μονάχα από ασχημάτιστες εικόνες που το περιγράφουν ή από  τις προτάσεις που ο συγγραφέας  θα του έθεσε στα χείλη. Δεν έχει παρελθόν, κανένα μέλλον και φορές-φορές ούτε και καμιά εξέλιξη πέρα από τη ζωή του στο χαρτί. Είναι ένα απομονωμένο μετέωρο που περνά τον ορίζοντά σας χωρίς να κατορθώνει να σχηματίσει τη δική του οικογένεια ή αν τη σχηματίσει να μην μπορέσει ποτέ να τη χαρεί. (περισσότερα…)

Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης»

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Κυριάκου Μαργαρίτη,
Εννέα, Ίκαρος, 2021

Τι συνιστά ένα μυθιστόρημα; Εκτενής αφήγηση γύρω από έναν συγκεκριμένο μύθο, βεβαίως. Συγκεκριμένη πλοκή, επίσης. Άρτιοι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι και υφολογικά διακριτοί μεταξύ τους, οπωσδήποτε. Πώς λοιπόν ένα βιβλίο πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, όπου η αφήγηση περιστρέφεται μονολογικά γύρω από ένα τοπικά προσδιορισμένο ιδεολογικό (έως και προσωπικό) ζήτημα, όπου οι παγιωμένες αφηγηματολογικές θεωρίες καταρρίπτονται, τα είδη αλλά και τα γένη διαπλέκονται οριακά κατορθώνει να υπηρετήσει επάξια και χωρίς επιφυλάξεις το είδος που αναγράφεται στο εξώφυλλο;  Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη επαναφέρει και απαντά ξανά όλα τα ήδη απαντημένα ερωτήματα, κεντρίζοντας συνάμα το αναγνωστικό αισθητήριο – συγκινεί και ανοικειώνει, τέρπει και ενοχλεί.

Πρόκειται προφανώς για ένα λογοτεχνικό αρχιτεκτόνημα το οποίο θεμελιώνεται μεταφυσικά πάνω στον ιερό αριθμό 9. Πολλαπλάσιο του ορθόδοξου ιερού 3, ίδιο με τον αριθμό των μουσών, «υψηλότερο από τους απλούς αριθμούς, ίσως φτάνει να εκφράσει το μυστήριο επαρκώς»,[1] το εννέα «το ακαταμέτρητο» (ό.π., 265) κρατά σαν σφιχτή σταυροβελονιά τα αιωρούμενα επιμέρους στοιχεία του έργου. Ο αφηγητής συγγραφέας βρίσκεται στο παράκτιο Φλίτγουντ της Αγγλίας όπου στο μπαρ του ξενοδοχείου “Σαβόι” θα συναντηθεί νοερά με τον νεκρό δήμιο Χάρι Αλεν, τον “εκτελεστή” του Στέμματος στην Λευκωσία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Ο Άλεν είναι ο άνθρωπος πίσω από την αγχόνη των εννέα αγωνιστών που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από το ικρίωμα και τη θηλιά: «Τη αυτή ημέρα, ο άνθρωπος που κάθεται πλάι μου, ο νεκρός στο Σαβόι, στην πρώτη αποστολή του στην Κύπρο, μετά την προαγωγή του σε αρχιδήμιο, κρέμασε τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου, πρώτους από εννέα παιδιά. Η ανάσα τους είναι παντού πάνω του. Τη θέλω πίσω. Ολόκληρη» (ό.π., 79). Με μόνιμη υπόκρουση το «Hotel California», σε μια λούπα η οποία κάθε φορά ενορχηστρώνεται διαφορετικά, ο αφηγητής περιδιαβαίνει ολόκληρη την ιστορία της Κύπρου, συνθέτοντας έτσι, εν έτει 2021, το συναξάρι των εννέα κρεμασμένων παιδιών (ό.π., 21):[2] (περισσότερα…)

Σύμβολα και αρχέτυπα στην ελληνική πεζογραφία

*

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Σύμβολα και αρχέτυπα εντοπίζονται σε όλο το σώμα της λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης. Μπορεί η παρουσία τους να είναι πιο εμφανής στην ποίηση αλλά τα χρησιμοποιεί κατά κόρον και η πεζογραφία με τους δικούς της τρόπους και για τους δικούς της σκοπούς.

Το σύμβολο είναι πρόσφορο στοιχείο της αφήγησης τόσο από αισθητική-υφολογική άποψη, όσο και από νοηματική. Ανάλογα με την συχνότητα εμφάνισής του μέσα στο κείμενο και σε συνάρτηση με τη σημασιολογική του βαρύτητα μπορεί να φωτίσει πλευρές του νοήματος ή να το συσκοτίσει. Συνήθως υπάρχει για να ανοίγει δίαυλους επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Γιατί είναι αναγνωρίσιμο, όλοι σχεδόν είμαστε σε θέση να το εντοπίσουμε και να συμφωνήσουμε μέχρι έναν βαθμό ως προς τις ποιότητες που του αποδίδονται. Να του προσδώσουμε αρχικά μια θετική ή αρνητική σημασία. Με αυτή την έννοια το σύμβολο ενισχύει την επικοινωνιακή δύναμη του κειμένου στο οποίο εντάσσεται και γίνεται από μόνο του ένα καίριο ερμηνευτικό κλειδί.

Ακόμη το σύμβολο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και σε επίπεδο πλοκής. Παίρνει συχνά τον ρόλο του MacGuffin, ενός αντικειμένου δηλαδή που εκπέμπει μυστήριο και σημασία και αναγκάζει μεγάλο μέρος της πλοκής να περιστρέφεται γύρω του. Κάποιες φορές μας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Συντελεί στην τονικότητα της αφήγησης και δημιουργεί σημάνσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Ένα ποίημα βρίθει από σύμβολα. Για παράδειγμα η «Στροφή» από την ομώνυμη συλλογή του Σεφέρη που είναι έντονα επηρεασμένη και από το συμβολιστικό κίνημα. Σχεδόν σε κάθε στίχο εκεί δεσπόζει ένα σύμβολο. Σχεδόν κάθε ουσιαστικό που εμφανίζεται στο ποίημα έχει συμβολική διάσταση. Κάτι τέτοιο μπορεί φαινομενικά να θολώνει το νοηματικό τοπίο αλλά αποτελεί συγχρόνως και πυξίδα κατανόησης. Το πιο στέρεο έδαφος που έχουμε στο ποίημα είναι οι λέξεις με τη συμβολική τους σημασία και αυτό που χρειάζεται για να διαρρήξουμε τη μεμβράνη του απροσπέλαστου είναι να δούμε πως συνομιλούν μεταξύ τους, ποια η σχέση τους, ποιοι οι αντιθετικοί πόλοι που σχηματίζουν. (περισσότερα…)

Ο έρωτας αρχή και κατάληξη: Στον αστερισμό του Αντρέ Γκορζ

*

του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ

Στον Μιχάλη Μαλανδράκη

Κλείνοντας σφιχτά στο αριστερό του χέρι την παλάμη της Ντορίν ―τόσο σφιχτά ώστε οι αρθρώσεις των κοκάλων καθαρά να διαγράφονται―, και περνώντας το δεξί του χέρι γύρω από τη μέση της ―κινήσεις σίγουρες, θαρραλέες, αποφασιστικές― ο Αντρέ μοιάζει να μην πολυπιστεύει ό,τι συμβαίνει γύρω του ― σαν να ζει υπό το κράτος άλλων νόμων, μιας άλλης, ολότελα άγνωστης σε ’μας δικαιοσύνης: το μόλις ορατό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κλειστά, μαγκωμένα του χείλη, το όρθιο, σφιγμένο του σώμα, τα χτενισμένα με επιμέλεια προς τα πίσω μαλλιά μαρτυρούν επιφύλαξη, προδίδουν ανασφάλεια ― αισθήματα που εντείνονται αν παρατηρήσουμε την αντίθετη στάση της Ντορίν: η κόμη της, ανακατωμένη, μουσκεμένη από τον ιδρώτα ή από το ψιλόβροχο, πέφτει άναρχα στον ώμο, στο μέτωπό της διακρίνονται κολλημένες τούφες, ενώ το χαμόγελό της, πλατύ, ολόγιομο, αφήνει να δειχτούν τα πάλλευκά της δόντια, τα οποία σχεδόν αγγίζουν το πιγούνι του Αντρέ. Η Ντορίν παραδίδεται στη στιγμή, ενδίδει στο κάλεσμα, καταφάσκει στην επιθυμία, το σώμα της αυτό δείχνει· ο Αντρέ, αντίθετα, έχει στάση επιφυλακτική, δυσπιστεί, επώδυνα ερωτήματα τον βασανίζουν ― το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος απευθυνόμενος στη Ντορίν: «Τι ενδιαφέρον μπορεί να έβρισκες σε έναν απένταρο Austrian Jew;»[1] (περισσότερα…)

Ελένη Χαϊμάνη, Ένας χρόνος

*

Μεγάλα σύννεφα, πελεκητά, περιδιαβαίνοντας τον κόσμο του Γενάρη ανασκαλεύουν ανθρώπινες ψυχές για τον Καινούργιο Κόσμο. Ένα παράξενο τετραδιάστατο λουλούδι ανοιγοκλείνει τα πέταλα κάτω απ’ την σκιά της θούγιας. Γεια σας κοπάδια γνώριμα, σύντροφοι της ζωής μας, εδώ που διαστέλλονται οι τρεις σας διαστάσεις, ποια μαθηματικά θα αρνηθούν τη γλύκα του μελιού πάνω στο μυ της γλώσσας; Στο μήκος σας, στο πλάτος σας, στο ύψος της Αξίας, ας προστεθεί ισάξια το τέταρτό σας Κύμα όσο μικρό κι αν φαίνεται, όσο βαθύ κι αν είναι.

Κάθε Φλεβάρη ο κουτσός καταριέται τον ουρανό για το μισό του πόδι. Αναθεματίζει όποιον τον ακούει ψηλά και γελά υστερικά μπροστά στο πρόσωπό Του. Πιστεύει βέβαια, πως όλο και Κάποιος τον ακούει, αλλά δεν του δίνει την απαιτούμενη προσοχή που ζητά κι αυτό τον κάνει να λυσσάει ακόμη πιο πολύ. Ψηλά, Αυτός που τον ακούει κάνει υπομονή και δεν δίνει σημασία. Κι έτσι για καιρό καμιά απάντηση δεν δίνεται σε κάθε βρίσιμό του. Κάθε τέσσερα χρόνια φτάνει η τιμωρία. Τότε ο κουτσός, παρακαλεί τον ουρανό, εκλιπαρεί θα έλεγε κανείς, να του ξεριζώσει από ψηλά τούτη την μία μέρα. (περισσότερα…)

«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος»

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο
μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, 2021
«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος […] Δεν πρέπει να υπάρχουν κάπου εργοστάσια ανακύκλωσης του παρελθόντος; Μήπως να ανακυκλώνεται ανάποδα προς κάποιο μέλλον, έστω και σε δεύτερη χρήση; Πάρε να ’χεις ερωτήσεις» (σ. 141)

Στο Χρονοκαταφύγιο ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ συνομιλεί με το έργο του Ζέμπαλντ, επαναθέτοντας κριτικά ερωτήματα για τη μνήμη και την ιστορία, καθώς και τα όρια των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων στις προσλήψεις του έθνους και των μνημονικών κατασκευών. Τα μυθοπλαστικά χαρακτηριστικά του βιβλίου οδηγούν στη διαρκή διατύπωση καυστικών πολιτικών σχολίων για την έννοια της προόδου, της ζωής και του θανάτου. Ο συγγραφέας διαφοροποιείται παράλληλα από τον Ζέμπαλντ στις αφηγηματικές τεχνικές του ή —για να είμαστε πιο ακριβείς— εξελίσσει αυτές τις αφηγηματικές πρακτικές, αξιοποιώντας και επικαιροποιώντας συνθετικά ό,τι θα μπορούσε να οριστεί ως μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, απαλλαγμένο όμως από τις αρνητικές νοηματοδοτήσεις του όρου. Το φιλοσοφικό δοκίμιο συναντά την κριτική θεωρία, το μυθιστόρημα την ποίηση, η αποσπασματική ή άλλοτε αποφθεγματική μορφή την έννοια του αρχείου, ο ρεαλισμός την κριτική ιστοριογραφία της Ευρώπης του 20ού και 21ου αι., καθώς και μπορχεσιανά μοτίβα.

Επιπλέον, πολυφωνικά στο βιβλίο εναλλάσσονται διαφορετικές αφηγήσεις για το παρελθόν, οι οποίες επιτονίζουν την υποκειμενική ερμηνεία των αφηγητών, φέρνοντας στο προσκήνιο διαφορετικές στιγμές από τα ιστορικά δρώμενα του 20ού αιώνα. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο συγγραφέας πολυσυλλεκτικά “δοκιμάζει” τα όρια της γραφής και επομένως και της αναγνωστικής πρόσληψης, διατηρώντας, όπως γίνεται σε κάθε βιβλίο του, τα ερωτήματα και τις προοπτικές για το μέλλον των ανθρώπινων συμβάντων σε ανοιχτή διαπραγμάτευση. Όπως δηλώνεται εξαρχής ως αρχικό μότο μόνο τα επινοημένα πρόσωπα στο μυθιστόρημα είναι αληθινά. Έτσι στη λογοτεχνική μυθοπλασία προκαλούνται ταλαντώσεις από τον συγγραφέα στο δίπολο αληθινό-ψεύτικο. (περισσότερα…)

Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Η φωνή του Θεού

*

Στον Γιάννη Πούλιο

Το πώς έγινε και άκουσε τη φωνή του Θεού ο Νίκος ο Βρούντος καθώς κοντοστεκόταν έξω από τον παλιό, πετρόχτιστο ναό του Αϊ Γιώργη, πάνω στη Μπάρα, αποτελεί —τουλάχιστον για τους παλιούς— άλλο ένα λογικό μυστήριο. Κι αυτό εξαιτίας του ναού, που, ιδρυθείς το 1898 από Ηπειρώτες, μάλλον, μάστορες —ακόμα φαίνονται οι αινιγματικές επιγραφές και τα παράξενα σύμβολα τους πάνω στις πέτρινες καμάρες— διατηρεί, μέχρι και σήμερα, μια σκοτεινή αίγλη. Είναι κανονικό άντρο θαυμάτων. Άλλωστε, το Άγιο Βήμα, υπογείως, θρέφεται ακατάπαυστα από θαυματουργό νερό —αγιονέρι— που ανεβαίνει και εκβάλλει σε μια κρήνη, στα πλαϊνά του ναού, κάτω απ’ τον βραχνά μιας πανύψηλης βάγιας. (περισσότερα…)

Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, Πέρα απ’ τον τρούλο

*

Πέρα απ’ τον τρούλο

Να την πάλι ‒ τυλιγμένη με την αρκτική γούνα της, παρατηρεί απ’ το πλατάνι της πλατείας, απέναντι, τα κενά παράθυρα του Αϊ-Δημήτρη να αλυχτούν σαν μαύρες κουκουβάγιες. Δεκέμβρης και φυσά με έναν αέρα όλο υπόνοιες. Κι όπως βλέπει κάποια στιγμή, τον παπά-Ζήση μαζί με τους δυο ψάλτες, τον κυρ-Θόδωρο και τον Γιάννη τον Μάκα, να φεύγουν παραπαίοντας απ’ τον ναό, νιώθει μέσα της, ενστικτωδώς, να τη βαραίνει ο προαιώνιος φόρτος: ότι οφείλει να κουβαλά τη μοναξιά σαν ευθύνη. Ενώ τους είχε πάρει στο κατόπι προηγουμένως, καθώς φεύγανε από το σπίτι του παπά-Ζήση, όπου συνήθιζαν οι τρεις τους να κοινωνούν με τσίπουρο κι έντερα γουρουνιού, γεμιστά με συκωτάκια, τη λεγόμενη μπαμπόρα. (περισσότερα…)

Ανοιχτά ερωτήματα, δίχως εύκολες απαντήσεις

*
Ευσταθία Ματζαρίδου
φτερά στο τσιμέντο
Περισπωμένη, 2021

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Παρ’ όλη την οξύτατη και πολυεπίπεδη κρίση της εποχής, ο καθένας μπορεί να εκδώσει χωρίς τεράστιο κόστος τα γραπτά του. Σε συνθήκες επίσης όπου συντεχνιακές ομάδες προωθούν βιβλία που δεν τηρούν αυτονόητα λογοτεχνικά κριτήρια, δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστούν βιβλία και συγγραφείς οι οποίοι αξιοποιούν ή εξελίσσουν ποιοτικά και πολύτροπα το λογοτεχνικό πεδίο. Το τρίτο βιβλίο της Ευσταθίας Ματζαρίδου φτερά στο τσιμέντο δεν επιβεβαιώνει απλώς την ισχυρή γραφή της συγγραφέα, αλλά επιπλέον, χωρίς να καταλήγει σε έναν ρηχό μελοδραματισμό, διαπραγματεύεται ζητήματα πολυπρισματικά σχετικά με την αναπηρία, την απομάγευση της “αγίας” οικογένειας, το φύλο, τα αδιέξοδα των σχέσεων και της επιθυμίας. Όλη αυτή η θεματολογία, που ανέφερα ενδεικτικά, απαντάται συχνά στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς. Στην περίπτωση της Ματζαρίδου είναι ο περίτεχνος τρόπος οργάνωσης και εκτύλιξης της γραφής της, ο οποίος συγκροτεί τη δύναμη και τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Η αφήγηση της ηρωίδας ωθεί τους αναγνώστες/στριες σε θέσεις οικειοποίησης του κειμένου ώστε να ενταχθούν στο οικογενειακό σύμπαν της έστω και ασφυκτικά. Όλες οι στρεσογόνες συνθήκες και τα αδιέξοδα των περιχαρακωμένων χαρακτήρων που παρατίθενται και σχολιάζονται από την “ανάπηρη” κόρη αποκτούν μια κοφτερή οξύτατη υλικότητα εξαιτίας της χρήσης της γλώσσας. Η συγγραφέας δεn διστάζει να αποδομήσει τη στερεοτυπία της ταυτότητας της “ανάπηρης”, που δεν ανατρέπεται, αλλά ούτε συνδέεται με εύκολες αναγνώσεις ενός ρηχού οίκτου: «[…] όταν κάποιος σου προκαλεί οίκτο, χάνεις το ενδιαφέρον σου γι’ αυτόν, ή καλύτερα δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο χλευασμού, ο οίκτος ακυρώνει τον χλευασμό» (σ. 139). (περισσότερα…)