νεωτερικότητα

Ο Χάρτμουτ Ρόζα για την επιτάχυνση και την αλλοτρίωση στις σύγχρονες κοινωνίες

*

του ΜΥΡΩΝΟΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Μετά την πρώτη τους έκδοση, οι εκδόσεις Πλήθος προσφέρουν στο ελληνικό κοινό μια ακόμη μετάφραση ενός έργου κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού. Πρόκειται για το τολμηρό και ενδιαφέρον βιβλίο του Χάρτμουτ Ρόζα, Επιτάχυνση και αλλοτρίωση: για μια Κριτική θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα. Όπως μαρτυρεί ο υπότιτλος, ο συγγραφέας του βιβλίου επιδίδεται στη σκιαγράφηση μιας νέας κριτικής θεωρίας για το σήμερα. Η κριτική θεωρία του, ξεκαθαρίζει, στηρίζεται όχι σε κάποια κανονιστική σύλληψη περί ανθρώπινης φύσης, αλλά στην διαπιστωμένη αντίθεση ανάμεσα στους πόθους των υποκειμένων (συγκεκριμένα, στο νεωτερικό πρόταγμα της ικανοποίησης των φιλοδοξιών και επιθυμιών του αυτόνομου ατόμου) και στους θεσμούς και πρακτικές που εμποδίζουν αυτούς τους πόθους να υλοποιηθούν. Πρόκειται για αντίθεση που συμβαίνει με τρόπο ανεπίγνωστο για τους περισσότερους από εμάς και εδώ είναι που επανέρχεται η μαρξιστική θεώρηση περί ιδεολογίας και ψευδούς συνείδησης, στην οποία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η Σχολή της Φραγκφούρτης, εξηγεί. Επιδιώκοντας να αρθρώσει έναν κριτικό Αριστερό λόγο απέναντι στον σύγχρονο καπιταλισμό, στα χνάρια των Χορκχάιμερ, Μαρκούζε και Άξελ Χόνετ, ο Γερμανός κοινωνιολόγος αναζητά ένα βασικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της Νεωτερικότητας και των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο και βρίσκει στην έννοια της «επιτάχυνσης». Κάνοντας λόγο για Νεωτερικότητα, μια έννοια συχνά επαναλαμβανόμενη αλλά ασαφή, ο Ρόζα τη διαιρεί σε «πρώιμη» (ως το 1850), «κλασική» (~1850-1970) και για «ύστερη» (1970-…).

Αν και η Νεωτερικότητα έχει συλληφθεί και περιγραφεί κοινωνιολογικά με έμφαση σε διαφορετικές έννοιες, από τον εργασιακό καταμερισμό έως τον ατομικισμό και την εμπορευματοποίηση, όλες αυτές διατρέχει υπόρρητα ένα κύριο στοιχείο: η επιτάχυνση. Οι δυτικές κοινωνίες είναι κοινωνίες της επιτάχυνσης. Τι ακριβώς σημαίνει όμως αυτό; Σύμφωνα με τον Ρόζα, υπάρχουν τρεις βασικές «όψεις» της επιτάχυνσης στη Δύση. Αρχικά, υπάρχει η τεχνολογική επιτάχυνση, που είναι ίσως και η πιο προφανής και αυτονόητη σε όλους μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ταχύτητα επικοινωνίας και μεταφορών διαρκώς «συμπιέζει» τον χώρο, σε σημείο να τον συρρικνώνει υπέρ του χρόνου, καθότι οι πραγματικές τοποθεσίες (π.χ. ξενοδοχεία, τράπεζες, πανεπιστήμια) παίζουν πια όλο και μικρότερο ρόλο για τις ουσιαστικές κοινωνικές εξελίξεις. Έπειτα, υπάρχει η επιτάχυνση της κοινωνικής μεταβολή, η οποία συνίσταται στην επιτάχυνση όχι διαδικασιών εντός της κοινωνίας (όπως συμβαίνει με την τεχνολογική), αλλά επιτάχυνση της ίδιας της κοινωνίας καθαυτής. Σύμφωνα πάλι με τον Ρόζα:

[…] η κοινωνική επιτάχυνση ορίζεται από μια αύξηση των ρυθμών αποσύνθεσης της αξιοπιστίας των εμπειριών και των προσδοκιών και από τη συστολή των χρονικών διαστημάτων που μπορούν να οριστούν ως «παρόν» (σελ. 49). (περισσότερα…)

Advertisement

Το ατελές πέρασμα στη νεωτερικότητα

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Χάρης Βρόντος
Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας
Ἁρμός 2021

Σὺν τῷ χρόνῳ παρεξηγήθηκε ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς. Ἀπὸ τὴ μία ἔφτασε νὰ εἶναι ἕνα χάϊδεμα, μιὰ ἁπλὴ παρουσίαση στοιχείων —πάντοτε θετικῶν, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὑμνητικῶν— καὶ τίποτε περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπέκτησε χαρακτηριστικὰ πολεμικῆς, θεωρῶντας τὴν ἄρνηση (αὐτὸ ποὺ στὴ γενιὰ τοῦ ’70 βαφτίστηκε “ἀμφισβήτηση”) ὡς αὐτοσκοπὸ μιᾶς κριτικῆς, πολλὲς φορὲς φτάνοντας σὲ περιπτώσεις κατάφωρης ἀδικίας, κιτρινισμοῦ ἢ ad hominem ἐπιθέσεων ἄνευ οὐσίας ποὺ ὑποβάθμιζαν τὴν ἀρχικὴ πρόθεση. Ἐπιπλέον, προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ κριτικὴ περιορίστηκε στὸ ἑκάστοτε μετιέ· οἱ συγγραφεῖς της ἔμειναν στὴν ἐνδοκαλλιτεχνικὴ περιπτωσιολογία κρίνοντας τὸ κάθε προϊὸν ἢ τὴν καθεμιὰ προσωπικότητα ἐντὸς τῶν τειχῶν τῶν ἰδιωμάτων καὶ τῶν συμφραζομένων τους.

Τὸ βιβλίο γιὰ τὸ ὁποῖο μαζευτήκαμε νὰ μιλήσουμε ἀπόψε δὲν ὑπακούει σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, κι’ ἂς δίδεται αὐτὴ ἡ ἐντύπωση ἕνεκα τοῦ δημιουργοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ μουσική. Παίρνοντας κανεὶς στὰ χέρια του τὰ Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας ἀναμένει ἕνα ἀκόμα βιβλίο τοῦ Βρόντου, τὸ ὁποῖο θὰ μιλᾶ γιὰ τὴ μουσικὴ μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται. Αὐτὸ ὅμως εἶναι μιὰ εὔκολη πλάνη. Κι’ εἶναι μιὰ εὔκολη πλάνη γιατὶ ὁ Βρόντος σὲ κανένα ἀπολύτως βιβλίο του δὲν μίλησε γιὰ τὴ μουσικὴ per se. Ἡ κριτική του δὲν ὑπῆρξε ὀμφαλοσκοπικὴ ὡς πρὸς τὴν τέχνη ποὺ τοῦ ἔλαχε νὰ ὑπηρετεῖ, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα του εὐρύτερα γνωστὰ καὶ ὀξεῖα δοκίμια στὸ περιοδικὸ Κριτικὴ καὶ Κείμενα φάνηκε ὅτι ἀκολούθησε ἕναν δρόμο ἰδεατὸ ὡς πρὸς τὸ εἶδος· αὐτὸ ποὺ νέτα-σκέτα θὰ ὀνομάζαμε κριτικὴ τοῦ πολιτισμοῦ. Διότι ἕνα μουσικὸ ἔργο, ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο, ἕνα εἰκαστικὸ πόνημα, ἀκόμα κι’ ἕνα κτήριο, ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ τεθοῦν κάτω ἀπὸ τὸ μικροσκόπιο δίχως πρῶτα νὰ ἐρευνηθεῖ ἡ θέση τους στὸ πεδίο, οἱ συνάψεις τους μὲ αὐτὸ καὶ τέλος οἱ παρελθοντικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ μελλοντικὲς ἐξακτινώσεις τοῦ συνόλου αὐτοῦ πρὸς τὴν ἱστορία καὶ τὸ πολιτισμικὸ ἀποτύπωμα ἑνὸς τόπου, μιᾶς ἠπείρου, ἑνὸς Κόσμου ‒ ἐν προκειμένῳ τοῦ δυτικοῦ.

Ἔτσι καὶ σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἐκτεῖνεται σὲ τριακόσιες παρὰ δύο σελίδες καὶ περιλαμβάνει πέραν τοῦ «Προλόγου» του κι’ ἑνὸς δισέλιδου εἰκονογραφικοῦ παραρτήματος, δεκατρεῖς συζητήσεις μὲ τοὺς Γιώργο Ἀριστηνό, Τάσο Γουδέλη, Γιῶργο Ζερβό, Γιάννη Πατίλη, Κώστα Σοφιανὸ καὶ Νίκο Χριστοδούλου κατὰ μόνας καὶ μιὰ —ἂς τὴν ποῦμε ἔτσι— “στρογγυλὴ τράπεζα” μὲ τοὺς Νίκο Σκαλκώτα, Τάσο Γουδέλη, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Ζαμπία Ἀγριμάκη, Νίκο καὶ Ἀθανασία Κουφάκη, Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή, Βαγγέλη Κούμπουλη, Δημήτρη Μπουρνοῦ, Δημήτρη Κωστόπουλο, Γεωργία Καραχρήστου καὶ φυσικὰ τὴν Κλαὶρ Ντεμελενάρ. (περισσότερα…)

Όταν η λογοτεχνική δυστοπία προβλέπει το βιωμένο παρόν

Γιόκο Ογκάουα

Η Αστυνομία της Μνήμης

(μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου)

Αθήνα, Πατάκης, 2020

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Πολλοί είναι οι συγγραφείς, γνωστοί και άγνωστοι, οι οποίοι φιλοδόξησαν να γράψουν ένα καινούριο 1984, έναν νέο Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο ή διηγήματα επιστημονικής φαντασίας σαν του Ισαάκ Ασίμοφ ή του Πρίμο Λέβι. Ένα τέτοιο εγχείρημα ή όραμα είναι πάντοτε αξιοθαύμαστο και ποτέ παράκαιρο ή ετεροχρονισμένο· γίνεται όμως επιπλέον αξιοσημείωτο, όταν δεν έχει προηγηθεί –σε έναν άμεσα αντιληπτό ή βιωμένο ορίζοντα– το κοσμοϊστορικό γεγονός εκείνο το οποίο εμφανώς πυροδοτεί τον θεματικό πυρήνα του εκάστοτε καινούριου (και εύλογα συχνά πολυσυζητημένου) έργου. Συναφώς, η περίπτωση της Αστυνομίας της Μνήμης αφορά στην άκρως οξυδερκή ματιά της Γιόκο Ογκάουα, η οποία δεν εκδίδει το μυθιστόρημα αυτό το 2019 ή το 2020, κατά τη διάρκεια της πανδημίας και κυρίως κατά το ντόμινο εκπτώσεων και πτώσεων που αυτή επιφέρει —για τα κράτη, τους πολίτες, τους θεσμούς— αλλά μόλις το 1994. Σχολιάζει μάλιστα εμμέσως τον διαφαινόμενο τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 —και εκπληρούμενο στη συνέχεια— αργό θάνατο της φωτογραφίας, του hard copy, της αναλογικής μαγείας του μοναδικού τεκμηρίου του συμβεβηκότος και της ύπαρξης, στοιχείο πολύτιμο το οποίο απουσιάζει από τον ψηφιακό κόσμο των πολλαπλών αντιγράφων και του παραφουσκωμένου νέφους πληροφοριών.  Αποτελεί επίσης ένα καυστικό σχόλιο για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πλανήτη, η οποία δεν επιμηκύνει μόνο τις εποχές ακραίων καιρικών φαινομένων, δεν εξαφανίζει μόνο τα είδη, αλλά πλήττει τη γεωργία ανεπανόρθωτα, αφήνοντας στο τραπέζι ελάχιστα και δυσεύρετα τρόφιμα.

(περισσότερα…)

Η ευρισκομένη εν απορία ελληνική κοινωνία

~.~

του ΚΩΣΤΑ Ι. ΜΕΛΑ

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Η χώρα Ελλάδα, νοούμενη ως όλον, δηλαδή πολιτικό σύστημα, κοινωνία, οικονομία και πολιτισμός, βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο αλληλεξαρτώμενες πραγματικότητες, αλλά και με σαφείς ιδιαιτερότητες που επιτρέπουν τη σχετική αυτονόμηση της μιας από την άλλη. Η πρώτη πραγματικότητα συνίσταται στο διεθνές-ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο ευρίσκεται ενταγμένη η ελληνική κοινωνία. Η δεύτερη αφορά στις εγχώριες εξελίξεις οι οποίες σαφώς επηρεάζονται από την πρώτη αλλά και από τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.

Θεωρούμε ότι η πρώτη πραγματικότητα συνιστά μια “νέα” ιστορική εποχή με σαφή χαρακτηριστικά που όλο και περισσότερο εμπεδώνεται στο διεθνές περιβάλλον αποτελώντας πλέων το κυρίαρχο ισχύον υπόδειγμα. Συνεπώς δεν είναι πρέπον να χρησιμοποιήσουμε την έννοια “της κρίσεως”, προκειμένου να περιγράψουμε τη δεδομένη πραγματικότητα. Πρόκειται για την εγκαθίδρυση μιας νέας πραγματικότητας.

(περισσότερα…)

O Καρλ Λέβιτ και η Επανάσταση του Χριστιανισμού

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Πώς άρχισε η φιλοσοφία της Ιστορίας; Τι εννοούμε όταν λέμε «νόημα της Ιστορίας»; Όπως υποστηρίζει ο Karl Löwith, η αναζήτηση για το νόημα της ιστορίας ήταν στην πραγματικότητα αναζήτηση για το νόημα της οδύνης μέσα στην ιστορία. Ο όρος φιλοσοφία της Ιστορίας, που συναντάται για πρώτη φορά στον Βολταίρο, δηλώνει τη συστηματική ερμηνεία της Παγκόσμιας Ιστορίας σύμφωνα με μια γενική αρχή, με βάση την οποία τα ιστορικά γεγονότα και οι σειρές των γεγονότων ενοποιούνται και κατευθύνονται προς ένα έσχατο νόημα. Η πίστη στο νόημα της Ιστορίας σημαίνει την πίστη στην ύπαρξη ενός τελικού στόχου ή σκοπού, ο οποίος υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα της εμπειρίας.

(περισσότερα…)

Η Χάννα Άρεντ και η αλλοτρίωση του σύγχρονου κόσμου

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

(περισσότερα…)

Καρτερώντας τον κράχτη

Hercules_fighting_the_Centaurs

Ο Κωστής Παλαμάς και η νεωτερική τομή

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

~.~

Ένας αιώνας μάς χωρίζει πια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενός πολέμου που όχι μόνον άλλαξε δια παντός το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο status quo, όχι μόνο έθεσε εν αμφιβόλω τις αξίες και τα προτάγματα που είχαν απορρεύσει από το κίνημα του Διαφωτισμού και —με την θετικιστική αντίληψη του 19ου αιώνα— είχαν θεωρηθεί λίγο-πολύ ως ευρέως δεδομένα και ως το de facto μέλλον του κόσμου, αλλά επέτεινε με ραγδαίους ρυθμούς τη διασάλευση της πατροπαράδοτης τάξης και της παραδοσιοκρατικής αντίληψης, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείται σήμερα ίσως η κυρίαρχη τομή για το εκ των πραγμάτων πέρασμα του δυτικού κόσμου στην οριστικά νεωτερική και μοντέρνα περίοδό του. Κι ενώ η Ευρώπη του σήμερα, που αναζητά εναγωνίως σε κάθε λογής θραύσματα τμήματα της ταυτότητάς της αδυνατώντας ουσιαστικά να την ανιχνεύσει, θυμάται, τιμά και κάνει εκτενέστατα αφιερώματα επιλεκτικά στις ρήξεις, τις ασυνέχειες και τις πρώιμες έκκεντρες αφηγήσεις εκείνης της περιόδου, αξίζει πιστεύουμε τον κόπο να εστιάσουμε ακριβώς στην αντίθετη πλευρά και σε μια τέχνη εξωστρεφή και μεγαλόπνοη που η νεωτερικότητα απέρριψε ως ”ξεπερασμένη“, αφού δεν χωρούσε στο νέο σχήμα της για τον κόσμο. Η συνειδητή, μάλιστα, επίκληση μιας τέτοιας άποψης για την τέχνη εν έτει 2018 φαίνεται πως καθίσταται εντέλει η ριζοσπαστικότερη και πρωτοποριακότερη των πράξεων.

 Εκατό χρόνια, λοιπόν, από την περίοδο συγγραφής της πλειοψηφίας των ποιημάτων των Βωμών του Κωστή Παλαμά,[1] της τελευταίας κατά γενική ομολογία μεγαλόπνοης συλλογής του, προτού το Εθνικό Όραμα συντριβεί βίαια στη Μικρά Ασία[2] και ο ποιητής περάσει στην τρίτη και πιο χαμηλότονη περίοδο της ποιητικής του παραγωγής. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκει την Ελλάδα νωθρή, αν και θριαμβεύτρια των Βαλκανικών Πολέμων, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να συγκρούεται με στάση ουδετερότητας των Ανακτόρων που δεν τολμούσαν να πάρουν ανοιχτά θέση υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ώσπου εντέλει η χώρα μας αναγκαστεί να λάβει ενεργό συμμετοχή στο πλευρό της Αντάντ, έχουν προηγηθεί Διχασμός, Εμφύλιος και δολοφονίες σημαινόντων και ασήμαντων προσώπων. Ο Παλαμάς, όμως, δεν μπορεί σε ένα τέτοιο διάστημα να μένει σιωπηλός και αδρανής, ιδιαίτερα όταν βλέπει τον κόσμο γύρω του να αλλάζει, να «ξεσπερμεύωνται οι λαοί» και να «ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες» («Όταν ξεσπερμεύωνται οι λαοί / και ξεθεμελιώνονται οι πατρίδες, / μέσα στων πολέμων τη βοή / κ΄ έξω και παράμερα δεν είδες;»), όταν είναι σε θέση να δει πρώτος το σκοτάδι που χαράζει. Κι αντιμετωπίζει την απειλητική πραγματικότητα με το ισχυρότερο των όπλων το οποίο ξέρει τόσο μα τόσο καλά να χειρίζεται – τη γραφή.

 Οι Βωμοί, όπως και οι περισσότερες συλλογές του Παλαμά, συμπεριλαμβάνουν τόσο μεγαλόπνοα ποιήματα όσο και χαμηλόφωνα και ολιγόστιχα, με τις διακυμάνσεις της έντασης και της οξύτητας του λόγου να είναι συνεχείς, χαρακτηριστικό δηλωτικό της πολυσχιδούς φύσης και του ταλέντου μιας πένας που είχε τη δυνατότητα ποιητικού σχολιασμού επί παντός επιστητού. Ο βασικός όμως πυρήνας όλων των επιμέρους ενοτήτων που συναπαρτίζουν τη συλλογή είναι ένας: η ραγδαία αλλαγή του γύρω κόσμου, καθώς η ισχύουσα συνεκτική αφήγηση σπάει εις τα εξ ων συνετέθη, ο χάρτης ξαναμοιράζεται και ο κάθε παίκτης διεκδικεί την μοναδική δυνατή ερμηνεία του κόσμου για λογαριασμό του. Έτσι, δίπλα στις γνώριμες μορφές του Βασιλόπουλου, της Κασσιανής και της Νεράιδας, βλέπουμε να “απογειώνεται” και να υμνείται το αεροπλάνο με μια ένταση που θα ζήλευε και ο Ιταλός φουτουριστής Φ. Τ. Μαρινέττι («Πάρτε, με καπνοκάραβα, και σύρτε με, βαγόνια […] λαοί, στεριές, χώρες, καθεμιά και μια Βαβέλ που υψώνει / προς κάποιο θεό τον όγκο της προκλητικά, με θράσος. / Και της πρωτομαστόρισσας αρχόντισσας του κόσμου / και της κυκλώπειας Μηχανής […] τη χάρη / πάω να τη βρω […] και να τη διαλαλήσω.»), παρατηρώντας παράλληλα την ποιητική περσόνα του ”Στοχαστή” να μην είναι πια σε θέση να απαντήσει αν ο πόλεμος και η λάβα γεννούν το νέο και να αφήνεται στη ροή του ποταμού των γεγονότων («Ο Πόλεμος, των πάντων ο πατέρας; / Μυνήτρα πλούσιας βλάστησης η λάβα; / Πώς θα πιαστή το πλάσμα από το τέρας; / – ποιος ξέρει; Τράβα.»). Και ο ποιητής που αποτυπώνει τόσο παραστατικά την αλλαγή του βιοϊστορικού κύκλου και τη γέννηση του νέου τη στιγμή της δημιουργίας του πού ακριβώς άραγε βρίσκεται; Στην αγάπη που καλείται να φέρει μεσούσης «της φλόγας και του φόνου και του κνούτου»; Στη «διπλομαναξιά» του έξω και του μέσα κόσμου που διαιρεί στα δύο το υποκείμενο; Ή μήπως στις περίφημες συμβουλές του προς τις μέλλουσες γενιές των «Πατέρων» στις οποίες και θα επανέλθουμε; Μάλλον σε όλα από τα παραπάνω, γιατί από τον Παλαμά δεν μπορεί κανείς να περιμένει μία μονάχα όψη της αλήθειας. Για να γίνει όμως αυτό κατανοητό, αξίζει να εστιάσουμε σε ένα από τα κομβικότερα ποιήματα της συλλογής, τη «Χώρα που δεν πεθαίνει».

Εκκινώντας από έναν θρύλο της παράδοσης, ο Παλαμάς στήνει με τον απλούστερο δυνατό εκφραστικά τρόπο έναν κόσμο που (μετα-μοντέρνα και πρωθύστερα) θα ονομάζαμε δυστοπικό, δεκαετίες πριν τους αντίστοιχους του Θαυμαστού καινούριου κόσμου του Χάξλεϋ (1932) και του μεγάλου αδερφού τού 1984 του Όργουελ (1949).[3] Ο ήρωας του παλαμικού ποιήματος επιδιώκει να ξεφύγει από τον όλεθρο και το θάνατο κι αναζητά την ουτοπική χώρα της αιώνιας ζωής. Κατορθώνει εντέλει και βρίσκει έναν τόπο που θεωρεί πως εκπληρώνει τις επιθυμίες του, έως ότου καταλάβει πως η ευτυχία του αυτή είναι επιφανειακή και ναρκοθετημένη και πως η διαρκής αβεβαιότητα της νέας του πατρίδας τόν κάνει να εκλιπαρεί για την προγενέστερη μορφή του κόσμου με τον θάνατο παρόντα. Τα στάδια που ακολουθεί η περιπλάνησή του είναι τα εξής: α). αναγνώριση του τέλματος στην παλαιά τάξη πραγμάτων («Πού νάβγω; Παντού ο τάφος. Η στια σβυστή. Πού νάμπω; / Πού σκεπή; Πού αντιστύλι; Πού νάβρω μετερίζι;») κι επιθυμία για την εύρεση της ουτοπίας- ευτοπίας, β). αναζήτηση της χώρας που δεν πεθαίνει σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο, γ). εύρεση της πολυπόθητης χώρας κι αναγνώριση πως πρόκειται για τον τόπο εκπλήρωσης της επιθυμίας για αθανασία («Να η τρισμακαρισμένη! Κ΄ οι ανθρώποι, να! θεοί») (παρά τη σκιά του βουνού που παρουσιάζεται παρενθετικά κι αγνοείται ακόμα), δ). αποκάλυψη από έναν πολίτη του φοβερού μυστικού που διέπει τη ζωή στη νέα αυτή πατρίδα και δεν είναι άλλο από τον —αγνώστων λοιπών στοιχείων— “κράχτη” που κράζει ένα όνομα στο σκοτεινό βουνό και το άτομο αυτό εξαφανίζεται δια παντός («…και βλέπεις τον κρασμένο κι αμέσως ξεκινά, / χάνεται, πάει και πάει και δεν ξαναγυρνά.»), ε). τρόμος του ήρωα και διαρκής αγωνία στο εξής στη ζωή του για το πότε θα βγει ο “κράχτης” που θα κράξει το όνομά του («Οϊμένα, καινούρια ανατριχίλα […] με σφάζει, όλο με σφάζει, γιατί όλο και προσμένω / τον κράχτη να με κράξη…»), στ). ευχή για επιστροφή στην «πρώτη του γωνιά» με το θάνατο στην αρχική του θέση («Α! φέρτε με στην πρώτη γωνιά μου τη σβυσμένη, / να πω να ξανακούσω: -Πεθαίνει εδώ; -Πεθαίνει.»).

 Δεν έχει νόημα να εστιάσουμε αυστηρά και μόνο στην απώθηση του θανάτου από τη νεωτερική κοινωνία[4] σε αντιδιαστολή με την παραδοσιακή ούτε θαρρώ όλη η ουσία του ποιήματος του Παλαμά βρίσκεται αυστηρά και μόνο σε μια τέτοια προσέγγιση, αξίζει όμως να δώσουμε τα βασικά στοιχεία. Από τους λευκούς θαλάμους των νοσοκομείων του Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου του Χάξλεϋ όπου κανείς δεν δικαιούται να διαταράξει την ιδιότυπη νιρβάνα των μελλοθάνατων έως τις μαζικές εκτελέσεις των κλώνων στη μελλοντική Σεούλ του Μίτσελ στον πρόσφατο Άτλαντα του ουρανού (2004)[5] μεσολαβούν πολλά επίπεδα βαρβαρότητας, η βάση όμως παραμένει η ίδια: ο θάνατος είναι ακριβώς το στοιχείο εκείνο που τρέμει η νεωτερικότητα και δεν τολμά ποτέ να κοιτάξει στα μάτια, καθώς αποτελεί το ύψιστο παράδειγμα πως η απόλυτη κυριαρχία του ατόμου και η «εντεύθεν της ζωής εσχάτη κρίση» (όπως θα έλεγε και ο σύγχρονος νεοφορμαλιστής ποιητής Α. Μνησιβιάδης)[6] που ευαγγελίζεται δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Έτσι και στη «Χώρα που δεν πεθαίνει», ο θάνατος είναι μεν ο μεγάλος απόντας, η βαριά σκιά του όμως και ο διαρκής τρόμος για την πιθανή έλευσή του στο σκοτάδι του βουνού μετά το κάλεσμα του κράχτη κυριαρχούν κι εντέλει ορίζουν τη ζωή των κατοίκων της, καθιστώντας τον επί Γης Παράδεισο της αθανασίας μια μεγάλη Κόλαση. Η αθανασία, επομένως, δεν είναι είτε σε παλιές είτε σε καινούριες συνθήκες παρά μια πλάνη (και η αθανασία της γραφής άραγε; –εδώ μπορεί κανείς εύλογα να κάνει παραλληλισμούς μεταξύ άλλων και με άλλα έργα του Παλαμα, ενδεικτικά: «Φοινικιά», «Μεγάλος είσαι» κ.ά.) και ο ήρωας επικαλείται στο τέλος εκ νέου τον θάνατο έτσι όπως τόν είχε γνωρίσει με όλη του τη φρίκη κι είχε προηγουμένως απορρίψει, παρόλο που γνωρίζει ξεκάθαρα ως η παλιά γωνιά του είναι πια δια παντός «σβυσμένη», αφού ο χρόνος και η Ιστορία δεν γυρνούν πίσω.

f2-thumb-largeΈχοντας απορρίψει την απορρέουσα από την θεοκρατική μεταφυσική συνεκτική αφήγηση, η νεωτερικότητα δομήθηκε κατά βάση πάνω σε ατομοκεντρικές θεωρήσεις και θεάσεις του Όλου, με τους ανθρώπους ”θεούς” στη θέση αυτών που έριξαν από το βάθρο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη «τρισμακαρισμένη» χώρα του ποιήματος. «Μέλλεται κόσμος τρισμεγάλος / χαροποιός / μα το ύψιστο του λείπει κάλλος / ο Θεός», έχει πει αλλού ο Κωστής Παλαμάς.[7] Για «δέηση», «μονάξια», «νήστεια» κάνει λόγο εδώ όταν αναφέρεται στην —ξεκάθαρα ατομική και μοναχική— πορεία του ανθρώπου σ’ αυτό το νέο κόσμο που βλέπει να ξημερώνει, με το θεό απόντα και τον θάνατο ηθελημένα αόρατο. Και στο σημείο αυτό αξίζει να λυθεί μια παρεξήγηση ενός σχεδόν αιώνα που συμφέρει πολλούς θιασώτες της μοντέρνας ποίησης να διακινούν και την οποία ήδη ο Βρασίδας Καραλής στον πρόλογο της επανέκδοσης της Ασάλευτης Ζωής έθεσε στα σωστά της όρια, πηγαίνοντάς την κι ένα βήμα παραπέρα: ο Παλαμάς έχει πλήρη συναίσθηση του κόσμου που έρχεται, ξέρει και νιώθει βαθιά μέσα του τι κομίζουν η νεωτερικότητα και ο μοντερνισμός, τι είδους τέχνη επιθυμούν και προάγουν, σε ποιες κραυγές ανοίγουν χαρωπά την πόρτα και σε ποιον άνεμο τον ασκό του Αιόλου.[8]

 Κι επειδή έχει δει πολύ πιο μπροστά απ’ τους άλλους ως συνειδητός ποιητής-προφήτης, δίνει έναν απίστευτα άγριο και ψυχοφθόρο αγώνα, όχι για να σταματήσει τη ροή του ποταμού, πράγμα αδύνατο, αλλά για να μην της παραδοθεί άνευ όρων και να προλάβει να την φέρει κάπως ελεγχόμενη ο ίδιος, προτάσσοντας μια «καινούρια γέννα» μέσα από το χάος των αντίρροπων δυνάμεων, όπως αντίστοιχα έπραξαν την μεσοπολεμική οριακή περίοδο Καζαντζάκης, Σικελιανός και Βάρναλης, με διαφορετικό προφανώς πρόταγμα ο καθένας τους (και των τριών εντέλει εγκεφαλικά και ανεφάρμοστα). Εξ ου και ο απίστευτος δισταγμός και ο προβληματισμός του περί της αναγκαιότητας της σεφερικής Στροφής λίγα χρόνια αργότερα,[9] εξ ου και ο οίστρος στα πολύ βαθιά του γεράματα με αφορμή τον Β’ Παγκόσμιο[10] που ίσως να θεωρούσε πως μπορεί εντέλει να ενώσει τόσο τα θραύσματα του πρώτου όσο και τον ελληνικό λαό ξανά κάτω από μία κοινή αφήγηση.

 Ο Κωστής Παλαμάς, με την αγνότητα και την άγνοια κινδύνου που τόν διακατέχει, υμνεί στους Βωμούς την ορμή και τις αλλαγές του πολέμου εκείνου ο οποίος πυροδότησε στην παγκοσμιότητα μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδήγησαν και τον ίδιο και το έργο του στη λήθη! Και για αυτό ακόμα, όμως, δείχνει ξεκάθαρα πως έχει πλήρη συναίσθηση, γνωρίζει καλά πως δεν μπορεί να συγκρατήσει τον καιρό και πατά ο ίδιος μάλιστα »το κουμπί» της διαδοχής του. Αντί να πολεμήσει να κρατηθεί για λίγο ακόμα στο βάθρο του και να παλέψει κόντρα στις νέες γενιές για να τούς κλέψει δυο-τρεις ανάσες και να αργήσει όσο μπορεί να τούς παραδώσει τα ηνία όπως έπραξαν κι εξακολουθούν να πράττουν τόσοι και τόσοι άλλοι, κάνει το ακριβώς αντίθετο, καλώντας στους “Πατέρες” όσους τον ακολουθήσουν να μην διστάσουν να κάψουν και να γκρεμίσουν εν ώρα ανάγκης το «περιβόλι» που τούς έχει κληροδοτήσει («μη φοβηθής το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα, / ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το»), δομώντας όμως ένα «κάστρο» καινούριο και σταθερό πάνω στα δικά του ερείπια, πάντοτε ταγμένοι στον σκοπό τους να οδηγήσουν ένα σκαλοπάτι ψηλότερα την ανθρώπινη ύπαρξη («για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γένα […] Φτάνει μια ιδέα να στο πη, μια ιδέα να στο προστάξη, / κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα»).

~.~

 Τελικά οι καινούριες γενιές ήρθαν, γκρέμισαν και δεν δόμησαν τίποτα παρά αρκούνται στο να αναδιατάσσουν αενάως τα ερείπια… Είναι, οπότε, “εκτός εποχής” ο Παλαμάς; Πέρασε “για πάντα“ στο περιθώριο, ως “εκπρόσωπος ενός ξεπερασμένου κόσμου”, “ανίκανος να ερμηνεύσει τις αλλαγές των καιρών“; Ή μήπως είδε μέσα στο χαλασμό και τις ανακατατάξεις μια νέα συνεκτική αφήγηση πίσω απ’ τα ερείπια την οποία ακόμα δεν είμαστε ικανοί να δούμε κι άναψε στους Βωμούς του ένα φως περιμένοντας κι εμάς κάποτε να φτάσουμε; Προς το παρόν, πάντα, αρκούμαστε στο διαρκώς μεταβαλλόμενο σκοτάδι της νεωτερικότητας και τους διάττοντες αστέρες της επιφάνειάς της, γιατί το φως του Παλαμά φαίνεται πως μας τυφλώνει. Ώσπου ξαφνικά μια μέρα «ο κράχτης θα μας κράξει» και κανείς πια δεν θα μας ξαναδεί κι ούτε θα θυμάται πως έχουμε ζήσει. Για την ακρίβεια, βέβαια, ούτε καν αυτό δε θα συμβαίνει, αφού από τη στιγμή που ξεχάσαμε τον Παλαμά είμαστε ήδη (όπως θα ‘λεγε κι ο Βάρναλης) «του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι»…

 

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

 


[1] Κ. Παλαμάς, Βωμοί – Τα παράκαιρα, Μπίρης-Γκοβόστης, χ.χ.

[2] Βλ. σχετικά το άρθρο μου: «Γαλήνη του κόσμου και ειρήνη: Οι Λύκοι του Κωστή Παλαμά και το τέλος του ποιητή-προφήτη».

[3] Αναφέρομαι στα: A. Huxley, Brave New World, Chatto & Windus, Λονδίνο, 1932 και G. Orwell, 1984, Secker & Warburg, Λονδίνο, 1949, βιβλία που σήμερα θεωρούνται κλασικά της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας κι έχουν εμπνεύσει μυριάδες άλλων, όπως επίσης και έργα της ποπ κουλτούρας.

[4] Για όποιον, ωστόσο, το επιθυμεί μια καλή μελέτη εκκίνησης είναι η εξής: Μυρτώ Ρήγου, Ο θάνατος στη νεωτερικότητα: μια επικοινωνιακή και ηθική προβληματική, Πλέθρον, Αθήνα, 1993.

[5] D. Mitchell, Cloud Atlas, Sceptre, Λονδίνο, 2004. Πρόκειται περί ενός μεταμοντέρνου, πολυφωνικού έργου που αξιοποιεί στοιχεία κι από τα προαναφερθέντα δυστοπικά μυθιστορήματα.

[6] http://mnisiviadis.blogspot.com/2015/01/blog-post.html, (τελ. προσπέλαση: 10/8/2018).

[7] Bλ: Ε. Ν. Μόσχος, Η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά, Παπαδήμας, Αθήνα, 1993.

[8] Κ. Παλαμάς, Η Ασάλευτη Ζωή, Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 2004 [Επανέκδοση με πρόλογο του Βρ. Καραλή και επίμετρο του Ηλ. Λάγιου].

[9] Η απαντητική επιστολή του Παλαμά προς τον Σεφέρη: Δ. Δασκαλόπουλος, Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2013.

[10] Αναφέρομαι στα τελευταία ποιήματα του Παλαμά, με αφορμή το Αλβανικό μέτωπο («Στη νεολαία μας», «Η νίκη»), ενσωματωμένα εντέλει στην ποιητική συλλογή: Πρόσωπα και μονόλογοι. Ο τελευταίος δε στίχος του δεύτερου ποιήματος, αξίζει να διαβαστεί και ως επιπλέον σχόλιο στο παρόν άρθρο.

Ιωάννα Τσιβάκου: Από την πολιτική στην ανθρωπολογική έννοια του έθνους

Τσιβάκου Ιωάννα

~ . ~ 

Στο Books’ Journal του Μαρτίου (τχ. 75, 2017), ο πρώην υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος, σε κείμενό του για τον Διονύσιο Σολωμό, γράφει αναφερόμενος στη διαδικασία της εθνογένεσης:

Διότι η διαδικασία της εθνογένεσης, όπως γίνεται γενικότερα αποδεκτό πλέον στην επιστημονική συζήτηση, είναι αντίστροφη. Το κράτος είναι αυτό που γεννά την εθνική ταυτότητα και την εθνική συνείδηση. Προηγείται το εθνικό κράτος της εθνικής ταυτότητας.

Από πού συμπεραίνει ο Ε.Β. ότι «γίνεται γενικότερα αποδεκτό»; Αγνοεί ή θέλει να αγνοεί την πλούσια βιβλιογραφία (κυρίως ανθρωπολογική) που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια γύρω από το έθνος και η οποία ήλθε σε αντίθεση με κείμενα γνωστών ιστορικών οι οποίοι ισχυρίζονταν πως το έθνος είναι επακόλουθο του κράτους. Όμως είναι περίεργο ένας καθηγητής της επιστήμης του Δικαίου να αγνοεί τις ουσιαστικές συνιστώσες του έθνους που η σύγχρονη σκέψη έχει φέρει στο φως προκειμένου να αντιμετωπιστούν σε βάθος (όχι μόνο πολιτικό αλλά και ανθρωπολογικό) φαινόμενα όπως του σύγχρονου εθνικισμού.

Είναι αλήθεια πως στη διεθνή βιβλιογραφία αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα σκέψης: το πρώτο, υπηρετούμενο κυρίως από ιστορικούς και θεωρητικούς της πολιτικής επιστήμης, λίγο-πολύ υποστηρίζει πως το έθνος είναι δημιούργημα του 18ου και 19ου αιώνα, και αναδείχθηκε μαζί με το κράτος (E.J. Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780, 1990· GellnerΕ. Gellner, Nations and Nationalism, 1983· L. Greenfiel, Nationalism: Five Roads to Modernity, 1993). Το ρεύμα αυτό είτε δεν βλέπει καμία σχέση μεταξύ εθνότητας και έθνους, είτε ισχυρίζεται πως στην εθνότητα, όσες φορές επιστρατεύονται εθν(οτ)ικές ιδέες, αυτό γίνεται από τις πολιτικές ηγεσίες προκειμένου να κινητοποιηθούν οι λαϊκές μάζες γύρω από τις στοχεύσεις των ηγεσιών. Δεν υπάρχουν δηλαδή ιστορικά γεγονότα που να αποδεικνύουν την εθνική συνείδηση των λαών πριν από τους Νέους Χρόνους.

Στην προκειμένη περίπτωση, το έθνος ουσιαστικά αποτελεί γέννημα του νεωτερικού κράτους και των κοινωνικών διαδικασιών που το κράτος επέβαλε όπως: ο καθορισμός της εδαφικής επικράτειας και ένα όνομα για τους λαούς που διαβιώνουν στην εν λόγω εδαφική επικράτεια· επιδίωξη πολιτισμικής ομοιομορφίας για τα άτομα του ιδίου έθνους· πολιτική εξίσωσης των πολιτών του (citizenship) του έθνους· βιομηχανική οργάνωση της παραγωγής και την συναφή με αυτήν συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις· ανάπτυξη Μαζικών Μέσων Επικοινωνίας τα οποία αναλαμβάνουν την ευθύνη της διάδοσης της εθνικής ιδέας· και, τέλος, την εφαρμογή μιας ενιαίας εκπαιδευτικής πολιτικής προκειμένου το σύνολο του πληθυσμού του κράτους να σχηματίσει κοινή ιστορική μνήμη.

Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις, το κράτος εγκολπώθηκε την ιδέα του έθνους, φροντίζοντας να εφαρμόσει μια πολιτική πολιτισμικής ομοιομορφίας και κοινής καταγωγής, ώστε να ενισχύσει στα μέλη του δεσμούς του συνανήκειν. Δημιούργησε ένα Εμείς το οποίο ήρθε να συνενώσει υπό ενιαία στέγη τις πρώην εθνοτικές κοινότητες όπου δέσποζε η πολιτισμική κατάτμηση. Αυτή η επεκτατική πολιτική του αστικού κράτους, ευθύνεται για την δημιουργία της έννοιας του έθνους, συντελώντας έτσι στη σύμπτωση του έθνους στα όρια του αστικού κράτους.

Απέναντι στο παραπάνω ρεύμα, σχηματίστηκε ένα δεύτερο ρεύμα –το οποίο σήμερα ηγεμονεύει στον τομέα των σπουδών για το έθνος– από ανθρωπολόγους κυρίως, στο οποίο παρά τις διαφορές τους εντάσσονται στοχαστές όπως οι: F. Barth, Ethic groups and Boundaries, 1968· A. Smith, The Ethnic Origins of Nations, 1993· T. Eriksen, Ethnicity and Nationalism: Anthropological Perspectives, 1991· R. Jenkins, The limits of identity: ethnicity, conflict, and politics, 1998· J. Llobera, The Sociology of Nationalism: Tomorrow’s Ancestors, 1994, και άλλοι. ethnic origins.jpgΤο εν λόγω ρεύμα ερμηνεύει το έθνος ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής εξέλιξης που άρχισε από την φυλή και την κοινή καταγωγή που αυτή προϋπέθετε, διήλθε από την φάση της εθνότητας, θεωρούμενης ως συνιστώσας της κουλτούρας, για να φθάσει σε αυτήν του έθνους. Δηλαδή, το ανθρωπολογικό ρεύμα αρνείται την ασυνέχεια του έθνους την οποία πρεσβεύουν οι οπαδοί του πρώτου ρεύματος.

Ενώ όμως ο όρος έθνος συναντάται σε λαούς αρχαίους ή προνεωτερικούς, από την αρχαία Κίνα, το Ισραήλ και την Ελλάδα έως τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές κοινότητες, η έννοια εθνότητα αποτελεί αποκλειστική εφεύρεση των μελετητών των αρχαίων κοινοτήτων. Βεβαίως η παλιά εννοιολόγηση του έθνους έχει διαφοροποιηθεί από την σημερινή, καθώς δεν υπάρχει συμβολική κατηγορία που να μην έχει μετατραπεί στο πέρασμα των αιώνων. Αλλιώς εννοούσε τον Θεό η αρχαία ελληνική κοινωνία, αλλιώς η σημερινή χριστιανική. Σε άλλο πράγμα αναφερόταν η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα όταν μιλούσε για οικογένεια, σε άλλο αναφέρεται σήμερα. Το ίδιο έχει συμβεί και με την έννοια έθνος. Αυτό όμως δεν υπονοεί πως δεν υπάρχει στο κοινό φαντασιακό ο κεντρικός πυρήνας των σχετικών κατηγοριών.

Στις κοινωνίες, προνεωτερικές ή σύγχρονες, οι κοινωνικές πρακτικές (είτε πρόκειται για πρακτικές παραγωγής και διακίνησης αγαθών, είτε διακυβέρνησης της πολιτείας, είτε στρατιωτικών επιχειρήσεων) επεκτείνονται διαπερνώντας τα θεσμοθετημένα σύνορα, οπότε δύο πράγματα συνέβαιναν και συμβαίνουν: ή μια συγκεκριμένη κοινωνία ερχόμενη σε επαφή με άλλες προσλαμβάνει και υιοθετεί το ίδιο πολιτισμικό πρότυπο ως καθοδηγητική αρχή του βίου της, διευρύνοντας έτσι τις σχέσεις της με συγγενείς κοινότητες· ή, εφόσον είναι ισχυρότερη, τις κατακτά επιβάλλοντας σε αυτές τις δικές της πίστεις, πεποιθήσεις και πολιτισμικά γνωρίσματα.

Στο παρελθόν (αρχαίο ή προνεωτερικό), η διαπίστωση των ομοίων κοινωνικών πρακτικών, ιερών και τελετουργιών, δημιούργησε και κινητοποίησε ένα κοινό φαντασιακό επενδεδυμένο με κοινά σύμβολα, επιτρέποντας έτσι στα μέλη των συγγενών κοινοτήτων την ανάπτυξη αυτοσυνείδησης για την μεταξύ τους πολιτισμική συγγένεια και καταγωγή. Παράλληλα, η πολιτισμική ομοιότητα προσδιόρισε τη γεωγραφική περιοχή εντός της οποίας όλες αυτές οι κοινότητες δραστηριοποιούνταν, ταυτίζοντας για πρώτη φορά το δίκαιο του εδάφους με το δίκαιο του αίματος. Μόλις όμως αυτές οι συγγενικές πολιτισμικά κοινότητες αντιμετώπιζαν κοινό εχθρό, συγκροτούσαν κοινή πολιτειακή αρχή –κοινό θεσμό- για την αντιμετώπισή του, και τότε ανάγονταν σε έθνος καθώς αποκτούσαν κοινή εθνική συνείδηση. Κάτι τέτοιο συνέβη με την ανάδυση της εθνικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα, όπως αναλύουν έγκυροι στοχαστές.

Συγκεκριμένα, ο Frank Walbank (Selected papers: Studies in Greek and Roman Historiography, 1985) ερευνώντας την έννοια του έθνους στην αρχαία Ελλάδα, αναφέρεται στον Ηρόδοτο και στην πληροφορία του πως, όταν μετά τη Σαλαμίνα οι Σπαρτιάτες φοβόντουσαν πως οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να κάνουν ξεχωριστή συνθήκη με τους Πέρσες, οι Αθηναίοι απάντησαν: πως αυτό δεν ήταν δυνατόν, όχι μόνο διότι οι Πέρσες έκαψαν τους ναούς τους, αλλά διότι με τους ΄Ελληνες τους ενώνει η αδελφοσύνη: «η κοινή μας γλώσσα, οι βωμοί και οι θυσίες στις οποίες όλοι συμμετέχουμε, ο κοινός χαρακτήρας που φέρουμε – πράγμα που αν οι Αθηναίοι τα πρόδιδαν όλα αυτά, δεν θα ήταν σωστό».Herodot Εν προκειμένω δηλαδή γίνεται αναφορά στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων ως τόπο κοινής καταγωγής και πολιτισμού. Για το θέμα της ελληνικής συνείδησης, ο Hans Kohn επίσης (The idea of Nationalism: a study in its origins and background, 2005, πρώτη δημοσίευση 1944) θα υποστηρίξει πως η εθνική συνείδηση στους Έλληνες δημιουργήθηκε ιστορικά, όχι από τον Τρωικό πόλεμο, όπου πουθενά ο Όμηρος δεν αναφέρεται σε έθνος Ελλήνων, αλλά από τους Περσικούς. Γύρω στο 700 π.Χ. δημιουργήθηκε το όνομα Έλληνες και Ελλάς, και από εκεί κι έπειτα συναντάμε το όνομα σε αντίθεση με τους Βαρβάρους. Αναφέρει πως μετά τους Περσικούς, αναπτύχθηκε το εθνικό φρόνημα και ως παράδειγμα αναφέρει τον Ευριπίδη, ο οποίος στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι βάζει την Ιφιγένεια να λέει πως δέχεται να θυσιαστεί για τους Έλληνες.

Και οι δύο συγγραφείς απαντούν στα επιχειρήματα όσων διατείνονται πως οι ελληνικές πόλεις είχαν μεταξύ τους εχθρότητες και πολέμους πως οι τελευταίοι ήταν εμφύλιοι πόλεμοι, για τον λόγο αυτόν κατά τον Ηρόδοτο επρόκειτο για στάσιν ἔμφυλο. Πάντως, και οι δύο πάντως συγγραφείς αναφέρονται στον διαφορετικό τρόπο εννόησης της σημασίας έθνος στην αρχαία Ελλάδα από τον σημερινό, όπου αυτό συνδέεται με την λαϊκή κυριαρχία επί συγκεκριμένου εδάφους, ήτοι με την αναπόσπαστη σύνδεσή του με το κράτος.

Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα του έθνους δεν περιορίζεται σ’ ένα κοινώς παραδεκτό πρότυπο Αγαθού, παρότι το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση για την σύστασή της. Λαμβάνει υπόσταση όταν η κοινότητα συμμετέχει σε ευρύτερο πολιτικό σχηματισμό λόγω της ανάγκης να υπάρξει ένα πολυπλοκότερο κέντρο αποφάσεων για την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων ανάμεσα σε συγγενείς ή πολιτισμικώς όμοιες κοινότητες. Η ανάδειξη δηλαδή θεσμού ή θεσμών ικανών να συγχωνεύουν στην πολιτική τους έκφανση τις μέχρι πρότινος ανεξάρτητες πολιτικές αρχές των κοινοτήτων, απαιτεί την ανάδειξη μιας καθολικότερης κατηγορίας η οποία να εμπνέει και να καθοδηγεί την δράση όλων όσων συμμετέχουν στους νεοαναδυθέντες θεσμούς. Τέτοια κέντρα αποφάσεων στην Aρχαία Ελλάδα σχηματίστηκαν εκτάκτως στην περίπτωση των Περσικών πολέμων, όπως και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξ ου και οι περισσότερες αναφορές στο έθνος των Ελλήνων γίνονται σε συσχετισμό με αυτές τις ιστορικές περιόδους.

Δεν χρειάζεται εν προκειμένω να γίνει αναφορά στην ελληνική συνείδηση των Βυζαντινών, ιδίως μετά τον 9ο έως τον 15ο αιώνα, εφόσον υπάρχει πλούσια ελληνική βιβλιογραφία αναφερόμενη στα βυζαντινά κείμενα όπως και αναλύσεις για τους όρους Γένος, Ρωμαίος και Γραικός. Για να μην κατηγορηθούμε όμως πως παραπέμπουμε μόνο σε Έλληνες συγγραφείς, ας πούμε εν είδει υποσημειώσεως πως ολόκληρη την περίοδο από τον 9ο στον 15ο αιώνα, η Evelyne Patlagean την χαρακτηρίζει ως τον Ελληνικό Μεσαίωνα.

Η τοποθέτησή μας πως το έθνος συντελεί στη στήριξη κυρίαρχων πολιτικών θεσμών, δεν υπονοεί την ρίζωση του έθνους στον εκάστοτε πολιτικό θεσμό μιας και επιμείναμε στην ανάδυσή του μέσα από επίπονες και θεσμοθετημένες κοινωνικές πρακτικές. Η ιδέα του έθνους δεν είναι προϊόν πολιτικής βούλησης ή διαπραγμάτευσης, αλλά γέννημα-θρέμμα της συμμετοχής σειράς γενεών στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η αξία και μακροημέρευσή της.

Υπ’ αυτή την οπτική, η έννοια του έθνους όπως και η συνείδηση που έχει μια κοινωνία γι’ αυτό, τουτέστιν η εθνική της συνείδηση, ερείδονται σε εμπειρίες των μελών της πολύ πιο παλιές από την εμφάνιση του δυτικού έθνους-κράτους. Αυτό δεν αντιφάσκει στην παραδοχή πως το έθνος συνοδεύει τον υπέρτατο θεσμό της εκάστοτε πολιτείας. Συνδέεται πάντοτε στενά με τους ανώτατους πολιτικούς θεσμούς διακυβέρνησης είτε αυτοί ήταν οιονεί ομοσπονδιακή συνένωση πόλεων, είτε κράτη χωρίς ωστόσο το γεγονός αυτό να προϋποθέτει την συμπόρευσή τους.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΒΑΚΟΥ