νεοελληνική λογοτεχνία

Δέκα μικρές στιγμές

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΓΗ

Τυχαίνει κάποτε, διαβάζοντας ἕνα λογοτεχνικό ἔργο, συχνά ποιητικό, νά πέφτουμε πάνω σ᾿ ἕνα σημεῖο πού μᾶς κόβει τή φόρα. Ἕνα σημεῖο πού μᾶς αἰφνιδιάζει ἔτσι πού νά μοιάζει σάν ἕνα ἐσωτερικό σκούντημα, ἄλλοτε σιγανό κι ἄλλοτε ὄχι τόσο σιγανό. Κι ὄχι σπάνια νά μᾶς κάνει ἄνω κάτω καί κάποτε νά βλέπουμε τόν οὐρανό σφοντύλι. Γιατί αὐτό; Ἴσως γιατί πρόκειται γιά κάτι τό διαφορετικό, κάτι τό ἄγνωστο, τό ἀσυνήθιστο, τό ἀπρόσμενο, τό ξένο. Ἴσως ἀκόμα περισσότερο, ἀκόμα παραπέρα, ἕνα σκαλί ψηλότερο, ἕνα σκαλί παραπάνω ἀπό τό δικό μας ἐπίπεδο. Ἐπίπεδο αὐτογνωστικό πού ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια τήν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης, ἀλλά καί ἔκτοτε. Μιά στιγμή πάντως ὀντολογικοῦ γίγνεσθαι, κορυφαία γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ καθένα μας. Χωρίς ὡστόσο νά ἔχουμε τή δυνατότητα νά τήν προκαλέσουμε θεληματικά. Χωρίς νά εἴμαστε κάν ὑποψιασμένοι γιά κάποιον ἐνδεχόμενο ἐρχομό της. Μιά καί ἡ πραγμάτωσή της δέν ἔχει τίποτα τό προειδοποιητικό καί τό θορυβῶδες. Μᾶλλον εἶναι ἀλαφροπερπάτητη καί προκαλεῖ ἐκστατική ἔνταση, κατά τρόπο πού θά λέγαμε πώς τήν πραγματώνουμε μές στή σιγή μέ κομμένη τήν ἀνάσα ἤ κάπως ἔτσι. Εἶναι, νομίζω, ἀχώριστο, κατά τήν ἑκάστοτε ἀναγνωστική πραγμάτωση μιᾶς τέτοιας στιγμῆς, τό αἴσθημα τῆς ἔκστασης. Ὅτι δηλαδή γιά λίγο νιώθουμε χαμένοι, ἔξω ἀπό τά νερά μας. Ἔξω ἀπό τό συνηθισμένο περιβάλλον καί ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἄν κάποιος παράγοντας τήν εὐνοεῖ αὐτός, καθώς πιστεύω, εἶναι ἡ ἔφεση πρός τήν ἐλευθερία. Τό νά μένει κανείς ἀνοιχτός στά ἐνδεχόμενα τῆς ἀναγνωστικῆς περιπέτειας, προπάντων τῆς χωρίς ὅρους περιπέτειας, χωρίς σταθερές ἀντιλήψεις, χωρίς ἔμμονες ἰδέες, χωρίς ἰσχυρισμούς. Νά μήν ἀποκλείουμε τίποτα, οὔτε νά προϋποθέτουμε τίποτα.

Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος φαίνεται πώς δέν εἶναι κάτι περαστικό, κάτι πού τό δοκιμάζεις κι ἔπειτα τό ξεχνᾶς, ὅπως λ.χ. τά ὀρεκτικά, τά γλυκά, τά «ὡραῖα» τῆς καθημερινότητας. Μᾶλλον τό ἀντίθετο, φαίνεται νά ἔχει διαρκή παρουσία, ὡς συνοδό στοιχεῖο ἤ, καλύτερα, ὡς συστατικό τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς. Πῶς πραγματώνεται αὐτός ὁ ὀντολογικός μεταβολισμός δέν ξέρω, ὅμως νιώθεται καί μάλιστα πολύ ἔντονα, σάν ἕνα κάποιο σκούντημα, σάν ἕνα ὑποστασιακό καμπανάκι. Τό σίγουρο εἶναι πώς ἡ σχετική ἀντίδραση δέν ἀποτελεῖ πλεονέκτημα λίγων ἀτόμων. Δυνητικά ὅλοι ἔχουν τή δυνατότητα νά τή βιώσουν, ἀρκεῖ νά εἶναι διαθέσιμοι, ἀνοιχτοί σέ κάθε ἐνδεχόμενο. Ἡ ὕπαρξη τέτοιων «ξαφνιασμάτων», γιά τά ὁποῖα μιλῶ, σημαίνει πώς κάποιοι πού ἔχουν προηγηθεῖ (χρονικά καί οὐσιαστικά) μᾶς δείχνουν, ἤ μᾶς ὑποδείχνουν, τόν δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο πέρασαν. Καί κατά ἕναν τρόπο μᾶς καλοῦν νά περπατήσουμε πάνω στά χνάρια τους. Ὑποθέτω πώς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά «ξαφνιάσματα» δέν εἶναι πολύ σπάνια, ἀρκετοί θά εἶναι αὐτοί πού τά ἔχουν αἰσθανθεῖ, ἴσως καί πολλοί. Σέ μέγιστο ὡστόσο ποσοστό αὐτά τά ἐσωτερικά περιστατικά παραμένουν χωρίς ἐξηγήσεις. Λέγονται σάν χρησμοί ἤ περίπου καί μένουν στήν προαίρεση τοῦ καθένα. Κι εἶναι ἀλήθεια πώς μπορεῖ νά τά βιώνει κανείς, ἀλλά καθόλου εὔκολο νά τά ἐξηγήσει, νά τά πραγματευτεῖ. Χωρίς νά σημαίνει τοῦτο πώς γιά κάποιο λόγο δέν εἶναι θεμιτός ὁ δημόσιος σχολιασμός τους. Κάθε ἄλλο, μιά καί ἔμμεσα τουλάχιστο ἐπισημαίνονται καί ἐπανέρχονται συχνά στόν δημόσιο κριτικό λόγο, μέ ἐπαναληπτικό τρόπο. Ἐνῶ ἀναφέρονται δηλαδή, δέν παρουσιάζονται ἀναλυτικά. Ἡ φράση π.χ. τοῦ Ἰ. Πολυλᾶ ὅτι ὁ Σολωμός ἔτεινε ἀδιάκοπα «νά σβήνη τήν προσωπικότητά του μέσα εἰς τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια», μνημονεύτηκε ἀπό τόν Κ. Παλαμᾶ, τόν Γ. Ἀποστολάκη, τόν Γ. Σεφέρη, τόν Ὀ. Ἐλύτη καί τόν Τ. Σινόπουλο, χωρίς ἀναλυτική πραγμάτευση.[1] Ἡ φράση, μ᾿ ἄλλα λόγια, τοῦ Ἰ. Πολυλᾶ, ἄν καί πειστική, κρύβει ἕνα βάθος πού δέν ἀναλύεται. Ἐπιδοκιμάστηκε ἔντονα, ἀλλά χωρίς νά σχολιαστεῖ εἰδικότερα. (περισσότερα…)

Advertisement

Η καζαντζακική Οδύσσεια στη γλώσσα του Δάντη (1/2)

Δεν είναι συνηθισμένο πράγμα η ενθουσιώδης υποδοχή στο εξωτερικό ενός έργου της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως η πρόσφατη έκδοση της καζαντζακικής Οδύσσειας μεταφρασμένης στα ιταλικά από τον Νικόλα Κροτσέττι (Nikos Kazantzakis, Odissea, Introduzione e traduzione di Nicola Crocetti, Crocetti Editore, Νοέμβριος 2020) έτυχε τέτοιας, τόσο από την κριτική της γειτονικής χώρας όσο και από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το μικρό αφιέρωμα του Νέου Πλανόδιου στο εκδοτικό αυτό γεγονός αποτελείται από δύο μέρη. Στο παρόν πρώτο, η Μαρία Φραγκούλη καταγράφει την απήχηση της κυκλοφορίας της Odissea και μεταφράζει ενδεικτικά το κριτικό σημείωμα με το οποίο την δεξιώθηκε η εφημερίδα Repubblica. Στο δεύτερο, ο μεταφραστής Νικόλα Κροτσέττι συζητά με τον Κώστα Κουτσουρέλη για το μεγάλο του εγχείρημα.    

 

(περισσότερα…)