*
Πρήστηκαν απ’ τα πάθη τα λαιμά μου,
όπως απ’ το πολύ νερό οι γάτες
που σεργιανούν στης Λομβαρδίας τις στράτες,
κι έφτασε το πηγούνι ώς την κοιλιά μου.
Κρεμιέται Άρπυια φτερωτή το σώμα,
τα γένια ανάστροφα, στο σβέρκο ο νους μου,
και στάζοντας βροχή στους οφθαλμούς μου
απλώνει το πινέλο μου το χρώμα.
Άγγιξαν οι γοφοί μου το στομάχι,
καπούλι αλόγου μού ’χει γίνει η ράχη,
με βήμα αβέβαιο σαν τυφλός τρεκλίζω.
Η σάρκα εμπρός μου πέφτει και σουφρώνει,
και πίσω μου, όπως τρούλος που τεντώνει,
λες κι είμαι αψίδα της Συρίας λυγίζω.
Κι έτσι απ’ τη σκέψη η κρίση
αλλόκοτη και σφαλερή αναβλύζει –
κάννη στραβή το βόλι χαραμίζει.
Νά πού ’χω καταντήσει,
για φούντο πάει της τέχνης μου το σκάφος…
Τι θέλω εδώ; Δεν κάνω για ζωγράφος!