
του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ
Στον αντιδικτατορικό αγώνα έλαβε μέρος στο περίφημο Κίνημα του Ναυτικού, όντας ο νεαρότερος από τους συλληφθέντες αξιωματικούς του στόλου. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Μανώλη Μπουζάκη Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου.

Καλοκαίρι 1988. Ο άνεμος ήταν ούριος και η θάλασσα ίσα που ρυτίδωνε. Με ανοιγμένα τρία πανιά αφήσαμε πίσω μας τη Σχοινούσα και βάλαμε πλώρη για την Αιγιάλη στην Αμοργό. Η Αμοργός ήταν και είναι ένα από τα αγαπημένα μου κυκλαδίτικα νησιά. Ο βασικός λόγος γι’ αυτή μου την προτίμηση είναι βέβαια οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί, οι φιλίες που δημιούργησα, αλλά και μια αδιευκρίνιστη διαίσθηση, που έφερνε στα μάτια μου την Αμοργό σαν μια μικρή Κρήτη. Το γεωλογικό της ανάγλυφο, το γεωγραφικό της σχήμα, οι πολλές απόκρημνες βραχώδεις ακτές της, που μαζί με τις μαγικές αμμουδερές της παραλίες προσφέρουν στους επισκέπτες της αξέχαστες εμπειρίες, τα ορεινά της χωριά και τέλος κάποια τοπωνύμια όπως Γραμβούσα, Μινωικά (;) κ.ά. έφερναν πάντα την Αμοργό ψηλά στις προτιμήσεις μου, μέχρι που ανακάλυψα ένα ακόμη λόγο που την τοποθέτησε στην κορυφή και έκτοτε παραμένει εκεί σταθερή και αμετακίνητη.
Τις γυναίκες της Αμοργού συνόδευε πάντα η φήμη των ωραιότερων γυναικών της Ανατολής. Έψαξα να βρω τους λόγους που συντέλεσαν για να δημιουργηθεί αυτή τη φήμη. Ανακάλυψα λοιπόν πως, από τα πολύ παλιά χρόνια, οι γυναίκες της Αμοργού όταν έβγαιναν από το σπίτι τους για δουλειές ή για περίπατο φορούσαν πάντα λευκά γάντια και ήταν αναπόσπαστο αξεσουάρ τους το ειδικόν αλεξήλιον, αυτό που στις μέρες μας, νεοελληνιστί, ονομάζουμε ομπρέλα. Ανακάλυψα επίσης κρητικό ριζίτικο τραγούδι που υμνεί την ομορφιά Αμοργιανής νέας που τα κύματα της θάλασσας αποθέσαν ευγενικά σε ακτή της βόρειας Κρήτης, κοντά στα Χανιά, η οποία είχε ριχτεί στη θάλασσα όταν δέχτηκε επίθεση από ναύτες δικού της πλοίου που έκλεψε από τον καραβοκύρη πατέρα της, για να απαλλαγεί από την καταπίεση στην οποία την υπέβαλε. Τέλος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πληροφορήθηκα ότι ο μεγάλος μας Αριστοφάνης, στη «Λυσιστράτη» του, έντυσε με διαφανείς (see-through θα τις αποκαλούσαμε σήμερα σε άπταιστα νεοελληνικά), λινούς, «αμοργίνους χιτώνας» τις Αθηναίες συζύγους των πολεμοχαρών αντρών τους, προκειμένου να τους προκαλέσουν αλλά να μην τους επιτρέψουν… αν δεν σταματούσαν τον πόλεμο.
Ταξιδεύαμε τρεις-τέσσερις ώρες. Εγώ στο τιμόνι και ο Ποσειδώνας ξαπλωμένος μπροστά από τα πόδια μου. Έχει τα μάτια ανοιχτά και στραμμένα απλανώς στην άκρη του ορίζοντα. Κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει εμφανώς ερωτηματικά. Τον ρωτώ «τι θες Ποσειδώνα;» Δεν μου απάντησε ούτε και κούνησε με κάποιο νόημα την ουρά του. Ξαναέφερα τα μάτια μου στην πυξίδα. Άξαφνα πετάχτηκε απάνω ο Ποσειδώνας, πήγε προσεκτικά κοντά στα ρέλια, στη δεξιά μπάντα του ιστιοπλοϊκού, σταμάτησε και με κοίταξε με το ίδιο ερωτηματικό ύφος. Ξαναρωτώ, «τι θες ρε Ποσειδώνα;» Καμιά κίνηση και καμιά απάντηση. Και τότε τον βλέπω να βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα συρματόσχοινα και με μία επιδέξια εκτίναξη πηδάει στη θάλασσα. Βάζω αστραπιαία το τιμόνι μου όλο δεξιά και κάνω κράτει. Ο γιος μου ο Γιώργος κι εγώ μαζεύουμε άτακτα τα πανιά. Λάσκα τη μεγίστη φωνάζω και στρέφω το βλέμμα στον Ποσειδώνα. Είναι πίσω μας, ασφαλής, ακίνητος, με το κεφάλι ψηλά και μου δίνει την εντύπωση πως… μάλλον απαγγέλλει κάποιο δικό του ποίημα. «Μπαμπά, νομίζω τα κάνει», μου λέει ο γιος μου. «Γεια σου, ρε Ποσειδώνα μεγάλε!» του φωνάζω. Άλλη μια φορά το είχε κάνει αυτό μετά όμως από πολύωρο ταξίδι. Εφτά, οχτώ ώρες, δεν θυμάμαι. Δεν αντέχει ο λεβέντης να λερώσει το σκάφος. Κατεβάζουμε μια πλαϊνή, μικρή σκάλα και πάμε δίπλα στο γνήσιο παιδί του παλιού, θαλασσινού Ποσειδώνα. Πατάει το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι, τον πιάνω από το σβέρκο και ωωπ, απάνω στο κατάστρωμα ο καλός μου.
Φτάσαμε απογευματάκι στην Αιγιάλη. Ειδοποιημένος ο φίλος μας ο καπετάν Δημήτρης μας έχει έτοιμο το ρεμέτζο του και δένουμε με ασφάλεια στο μικρό λιμανάκι. Βρίσκεται ήδη εκεί ο επίσης καλός φίλος ο Τάκης με τη γυναίκα του τη Σοφούλα. Ανεβήκαμε πιο ψηλά στο χωριό όλοι, η γυναίκα μου η Φλώρα, τα παιδιά μου και οι φίλοι μας ο Τάκης με τη Σοφούλα, όταν ο ήλιος ήταν έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα. Είχαμε μια σπάνια ζωγραφιά, μια μοναδική θαλασσογραφία στα μάτια μας. Γιορτάσαμε τη συνάντησή μας πιο αργά το βράδυ στο «κοράλλι» με φίνα μπαρμπουνάκια και αστακομακαρονάδα. Το άσπρο κρασί ήταν υπέροχο.
Την επομένη στις 6.30 τα ξημερώματα ήμουν στο πόδι. Έχω πάρει τη μεγάλη, μαύρη σακούλα σχεδόν γεμάτη με τα λογής απορρίμματα που είχαμε μαζέψει τις προηγούμενες τρεις-τέσσερις μέρες και συνοδευόμενος από τον Ποσειδώνα διέσχιζα την πλατεία πηγαίνοντας στον κάδο των σκουπιδιών, μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα. Τα περισσότερα καφενεία της πλατείας είναι ακόμη κλειστά. Ένα είναι ανοιχτό και κάθονται έξω για τον πρωινό τους καφέ καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι. Όταν βρισκόμουν στο ύψος του καφενείου αυτού βλέπω έναν αστυνομικό να σηκώνεται και να με πλησιάζει. «Γιατί έχεις τον σκύλο σου ελεύθερο;» με παρατηρεί αυστηρά και συνεχίζει, «δεν έχεις διαβάσει τις ντιρεκτίβες της ΕΟΚ;» Ανατρίχιασα μ’ αυτά που άκουσα, το μυαλό πήγε πίσω στον Αρχιχωροφύλακα, στον παππού μου και στον Ποσειδώνη του χωριού μου. Τον μετρώ με τα μάτια δυο τρεις φορές, από τα νύχια των ποδιών του ως την κορφή, και του λέω: (περισσότερα…)
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...