λόγια μουσική

Ο νέος ακαδημαϊσμός

*

Ακούγοντας προχθές στο Μέγαρο τους δυο μαέστρους μας, τον Νίκο Τσούχλο και τον Βύρωνα Φιδετζή, στην εξαίρετη βραδιά την αφιερωμένη στον Φίλιππο Τσαλαχούρη και τις νέες εκδόσεις του συνθετικού έργου του, ένιωσα να ταυτίζομαι με τα λεγόμενά τους. Κι αυτό, διότι εντελώς αντίστοιχες παρατηρήσεις έχω επανειλημμένα κάνει στα βιβλία και τα άρθρα μου για την ποίηση. Το ότι εκείνοι λένε τα ίδια για το δικό τους μετιέ, την μουσική, επιβεβαιώνει νομίζω αμφοτέρων την ακρίβεια.

Ο Τσούχλος μίλησε, αναγνωρίζοντας προς τιμήν του το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, για τον μοντερνιστικό ακαδημαϊσμό που κατατρύχει τα μουσικά μας πράγματα. Για το φαινόμενο λ.χ. ένας συνθέτης να θάβει μέσα σε ποικίλα τερτίπια και τεχνάσματα μια εξαίρετη μουσική του ιδέα, επειδή φοβάται ότι θα θεωρηθεί τόσο γοητευτική μες στην απλότητά της που οι «προχωρημένοι» ομότεχνοί του, οι οποίοι μετρούν τα πάντα με τη μεζούρα της αβανγκάρντ, θα την αποδοκιμάσουν. Πόσοι και πόσοι καλοί ποιητές μας δεν κάνουν το ίδιο; Μασκαρεύονται ώστε να αρέσουν – όχι στους αναγνώστες τους, αλλά σε ένα στανικό δόγμα για το πώς πρέπει να μοιάζει το «μοντέρνο ποίημα» σήμερα.

Και ο Βύρων Φιδετζής μίλησε για την τύχη που επιφύλαξαν εδώ σε μας στον μεγάλο Νίκο Σκαλκώτα (!) οι μουσικοκριτικοί και οι ομότεχνοί του ώς τα τέλη σχεδόν του προηγούμενου αιώνα. Σημαντικό τμήμα των συνθέσεών του θεωρήθηκε «πάρεργο», αποσιωπήθηκε και αφέθηκε ανεκτέλεστο. Ανάμεσά τους οι περίφημοι Ελληνικοί χοροί. Ο λόγος; Δεν ήταν αρκούντως πρωτοποριακό, ο Σκαλκώτας όταν επέστρεψε στην Αθήνα από τη Γερμανία «συμβιβάστηκε» λέει και υπέστειλε το λάβαρο του δωδεκαφθογγισμού…

Το ότι ο Σκαλκώτας είναι ως συνθέτης πολυστυλίστας (πολυειδής και πολυυφής, μοντερνιστής μαζί και νεοκλασσικός, «εθνικός» και κοσμοπολίτης) μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αρχίσει να το διακρίνουμε. (Ας είναι καλά και οι ξένες ορχήστρες που τον παίζουν…) Να δούμε πότε θα καταφέρουμε το ανάλογο και στην λογοτεχνία, πότε θα δούμε δηλαδή ότι ο Ελύτης λ.χ. είναι, ταυτόχρονα, και το Άξιον Εστί και τα Ρω του έρωτα, και το Μονόγραμμα και η Μαρία Νεφέλη. Ή ότι ο Ρίτσος είναι και ο κομμουνιστής βάρδος των πολιτικών συνθέσεων και ο μύχιος βιογράφος των μικρών πραγμάτων… (Για να μην πάω στον Παλαμά ή τον Παπαδιαμάντη…)

Το ρεζουμέ; Όπως ακριβώς στην πολιτική, έτσι και στην τέχνη οι ιδεολογίες είναι μισαλλόδοξες. Όπου παίρνουν το πάνω χέρι, βιάζουν, κακοποιούν πράγματα και ανθρώπους.

Ο Νίκος Τσούχλος ανέφερε προχθες την «φιλάνθρωπη», όπως την αποκάλεσε, συμβουλή που είχε απευθύνει ο Καλομοίρης στον Σκαλκώτα όταν εκείνος πρωτόπαιξε έργα του δωδεκαφθογγικά στην Αθήνα το 1932. Το κοινό είχε μείνει, φυσικά, εμβρόντητο και αντέδρασε πολύ αρνητικά. Μήπως ανάλογα δεν είχαν αντιδράσει και οι Βιεννέζοι οι ίδιοι όταν πρωτάκουσαν τέτοιας λογής έργα;

Ο Καλομοίρης συνέστησε ευγενώς στον Σκαλκώτα να έρθει στη θέση των ακροατών του. Να μην περιμένει μόνο να καταλάβουν εκείνοι τα πειράματά του, αλλά κι εκείνος να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Ευτυχώς, για όλους μας, ο Σκαλκώτας είχε την ευφυία να τον ακούσει.

(Τα Τοπία και τα σαρανταρικά Εαρινά του Φίλιππου, που ερμήνευσαν με ακρίβεια και δόνηση εσωτερική προχθές η Ευγενία Καλοφώνου και ο Θοδωρής Τζοβανάκης, έχουν όλη τη θυμική οικειότητα που λείπει από μεγάλο τμήμα της σύγχρονης λόγιας μουσικής. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου τώρα που ευγνωμόνως γράφω αυτά τα λόγια.)

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Advertisement

Μουσική και ποίηση

*

του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗ

Οι παρακάτω σκέψεις με απασχολούν συχνά. Αφορμή για την προσπάθεια καταγραφής τους στάθηκε ένα μέχρι πρόσφατα άγνωστο σε μένα άρθρο του Μανώλη Καλομοίρη με τίτλο «Η μουσική μορφή στην ελληνική μουσική». Αν και σύντομο, σε αυτό ο Καλομοίρης θίγει καίρια ζητήματα ως προς τη χρήση των κλασσικών μουσικών δομών από Έλληνες συνθέτες. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει «αχίλλειο πτέρνα» της νεοελληνικής μουσικής το «μορφολογικό ζήτημα», το οποίο κατ’ αυτόν απειλεί να καταστήσει κάθε μουσικό έργο «απλή απομίμηση των παραδεδομένων μορφών της παγκόσμιας μουσικής τέχνης».

Ο Καλομοίρης καταλήγει: «Γι’ αυτό νομίζω πως η ελληνική μουσική, κρατώντας αυτήν τη μουσική λογική, θα έπρεπε να αναζητήσει την ανανέωση της μορφής της, και συγκεκριμένα τη διεύρυνση του μορφολογικού της πεδίου, στη μεγάλη της αδελφή, την ποίηση». Δεν αναφέρεται ο Καλομοίρης μόνον στο τραγούδι, μόνον στο λιντ για φωνή και πιάνο ή στα τραγούδια για φωνή και ορχήστρα. Αναφέρεται στη γενικότερη σχέση του συνθέτη με την ποίηση –ή και την πεζογραφία–, καθώς και στα έργα που θα μπορούσαν να γεννηθούν από την σύζευξή τους. Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, σκέφτεται κανείς τις δημιουργίες εκείνων των ποιητών που άφησαν τους στίχους τους να «λιποθυμήσουν» στα πεντάγραμμα, για να θυμηθώ μια χατζιδακική ρήση.

Επέλεξα τον Καλομοίρη ως αφετηρία των σκέψεων αυτών, για δύο λόγους: Αφενός επειδή έχω μελετήσει και γνωρίζω το έργο του, αφετέρου επειδή ο συγκεκριμένος συνθέτης αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα για τη σχέση μουσικής και λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Καθ’ όλη την συνθετική του διαδρομή, από τα μαθητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το θάνατό του το 1962, ο Καλομοίρης είχε επάνω στο πιάνο του βιβλία, από τους Ιάμβους και Αναπαίστους του Παλαμά μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο του Καζαντζάκη. Το πρώτο μεγάλο έργο του, τα Μαγιοβότανα, σε ποίηση Παλαμά, αποτελεί μοναδικό επίτευγμα του είδους: πλήρης ο δεύτερος κύκλος των Ιάμβων και Αναπαίστων με τη συνοδεία μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας και μ’ ένα έξοχο πρελούδιο που εισάγει τον ακροατή στην ατμόσφαιρα του κύκλου. Από τις ελάχιστες περιπτώσεις μελοποίησης ενός πλήρους ποιητικού κύκλου.

(περισσότερα…)